Αφήνει το αυτοκίνητο του τρία στενά μακριά απ’ το θέατρο που βρήκε μια θέση εύκολα. Πετάγονται έξω δύο νεαρά κορίτσια. Προχωρούν βιαστικά. Κλειδώνει και βάζει συναγερμό. Φτάνουν στην είσοδο του θεάτρου. Έχει ήδη μαζευτεί κόσμος. Κάνει πολύ ζέστη και έχει βαριά άπνοια. Η είσοδος δεν επιτραπεί ακόμα. Παίρνουν θέση στην ουρά των θεατών που περιμένουν υπομονετικά μερικοί άλλοι με έκδηλο εκνευρισμό. Με μια βεντάλια ή με το πρόγραμμα σπρώχνουν πάνε πέρα δώθε τον τεμπέλη αέρα, μπροστά στο πρόσωπο τους. Τα δυο νεαρά κορίτσια δε σταματούν να μουρμουράνε η μια στην άλλη και να στέλνουν μηνύματα με τα κινητά τους. Αυτός στέκεται πίσω τους. Σηκώνει το κεφάλι προς τα πάνω και ψάχνει. Με τεντωμένα, ορθάνοιχτα ρουθούνια ψάχνει κάτι στον αέρα.
«Αυτό το άρωμα, κάτι μου θυμίζει. Το ξέρω αυτό το άρωμα! Το φορούσε όταν την πρωτογνώρισα. Τώρα όπως και τότε, με τρελαίνει. Πάνε τόσα χρόνια και το θυμάμαι ακόμα. Ποια να το φορά εδώ γύρω!»
Γυρίζει το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή απ’ όπου αναβλύζει το άρωμα. Μετά κοιτάζει πίσω του, ξαναφέρνει το κεφάλι του μπροστά με τεντωμένα ακόμα τα ρουθούνια του. Η έκφραση στο πρόσωπό του αλλάζει. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα, ξεχειλίζοντας τα μυωπικά γυαλιά του. Τώρα έχουν τεντώσει και τ’ αυτιά του. Ένα γυναικείο γέλιο ξεπηδά ζωηρό, χαρούμενο μέσα απ’ τους θεατές που περιμένουν στην ουρά.
«Αυτό το γέλιο πάλι, κάτι μου θυμίζει. Το άρωμα και το γέλιο πρέπει να είναι απ’ το ίδιο πρόσωπο. Δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο».
Το ένα κορίτσι γυρίζει προς το μέρος του. «Μπαμπά, δώσε μου τα δικά μας εισιτήρια. Μόλις ανοίξουν θ’ ανεβούμε γρήγορα να βρούμε καλή θέση στο άνω διάζωμα, στο κέντρο, να βλέπουμε καλά την σκηνή…»
Της τα δίνει. Δεν τον απασχολεί καθόλου που θα καθίσει. Βγάζει το σακάκι του και το κρατά στο αριστερό του χέρι. Με το δεξί ξεκουμπώνει ένα κουμπί του πουκαμίσου του. Οι πόρτες ανοίγουν. Ο κόσμος αρχίζει να κυλά σαν λάβα, αργά, νωχελικά αλλά χαρούμενα μέσα στο θέατρο. Μαγεμένος, ναρκωμένος από το άρωμα, ενώ προχωρά, ο άνδρας ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών του. Γυρίζει το κεφάλι του σαν περισκόπιο που γυρεύει κρυφά τον εχθρό, πότε δεξιά πότε αριστερά πότε πίσω. Ξαφνικά το βλέμμα του καρφώνεται σε ένα σημείο μέσα στο πλήθος.
«Αυτή είναι! Ήμουν σίγουρος πως κάπου το ξέρω αυτό το άρωμα αυτό το γέλιο. Αυτή είναι. Ας μείνω πιο πίσω για να μη με δει. Είναι με άλλους μαζί. Αυτή είναι. Δεν άλλαξε και πολύ. Να μην με δει καλύτερα. Μα πού χάθηκαν αυτές οι δύο μικρές;»
Ανεβαίνει αργά τα μαρμάρινα σκαλιά της εισόδου. Στέκεται λίγα μέτρα πίσω απ’ το άρωμα, το γέλιο, τη γυναίκα και τη συνοδεία της. Η ματιά του έχει αρπαχτεί από ένα σημείο της παρουσίας της για να μην του ξεφύγει. Την παρακολουθεί στενά.
«Την κρατά απ’ το χέρι ένας άνδρας και τη βοηθά ν’ ανέβει.»
Ψάχνει ανάμεσα στον κόσμο και τα μάρμαρα να δει την κόρη του με τη φίλη της.
«Ν’άτες, εκεί πάνω ανέβηκαν. Θα ανέβω από ’δω.»
Ενώ όλος ο κόσμος προχωρά σε μια ευθεία στον διάδρομο ανάμεσα στα δύο διαζώματα, αυτός ανεβαίνει κάθετα τα μαρμάρινα σκαλιά, κρατώντας το σακάκι του στο αριστερό χέρι. Έχει μουσκέψει το πουκάμισο απ’ τον ιδρώτα του.
«Από ’δω πάνω, βλέπω τα πάντα χωρίς να με προσέχει κανείς. Όλοι κοιτάζουν την σκηνή. Μπορώ να την παρακολουθώ, προς τα πού πάει και να μη χάσω τα κορίτσια. Απίστευτο! Μετά τόσα χρόνια να τη δω σήμερα εδώ! Νάτην! πλησιάζει το σημείο που έχουν καθίσει οι δικές μου. Θα περιμένω να καθίσει. Δεν το πιστεύω. Τα κορίτσια είναι τρείς κερκίδες πίσω της. Δεν θέλω να με δει. Θα πρέπει να κατέβω με προσοχή για να καθίσω …»
Οι θεατές πλημμυρίζουν το χώρο. Τα λευκά, μαρμάρινα καθίσματα του αρχαίου θέατρου μετατρέπονται σ’ ένα πολύχρωμο λιβάδι ψυχών που αγωνιούν να ψυχαγωγήσουν τις αισθήσεις τους. Η άπνοια κάνει τη ζέστη βασανιστική. Οι μουσικοί κάθονται ο ένας μετά τον άλλον και κρατούν στην αγκαλιά τους τα μουσικά όργανα. Κάποια απ’ αυτά δεν μπορούν να κρατηθούν φρόνιμα, χοροπηδούν στα χέρια τους. Ανυπομονούν να ξεκινήσει η παράσταση, ο χορός. Μονολογούν. Νότες ξεπηδούν από μέσα τους, χαμογελαστές, χαρούμενες και πετούν στον αέρα. Άτακτα, άναρχα, βιολιά, βιόλες, όμποε, κόρνα, φλάουτα στήνουν το δικό τους χορό μουρμουρίζοντας πάνω απ’ τα κεφάλια των μουσικών. Τα νεαρά κορίτσια έχουν βρει τις θέσεις τους. Η μία έχει σηκωθεί όρθια κι αναζητά τον άνδρα ανάμεσα στο πλήθος. Σηκώνει το χέρι της και του κάνει νόημα. Κάθεται πάλι. Ο άνδρας κατεβαίνει προς το μέρος τους.
«Ακόμα δεν το πιστεύω. Τρεις θέσεις πιο κάτω απ’ την κόρη μου, κάθεται αυτή. Μπορεί να με δει καθώς κατεβαίνω. Θα πάω απ’ την άλλη πλευρά. Έτσι θα μπορώ να την παρακολουθώ χωρίς να με βλέπει.» Περνά ανάμεσα απ’ τους θεατές και κάθεται πίσω τους.
«Αντε ρε μπαμπά, τι έπαθες και κάνεις τον γύρω του κόσμου για να ’ρθεις. Να, εδώ, σου κρατήσαμε θέση, εδώ δίπλα μου…»
Ο άνδρας ακουμπά το χέρι του στην πλάτη της και σκύβει κοντά της.
«Θα καθίσω εδώ, πίσω σας. μείνε μαζί με την Άντζυ…»
Το Ηρώδειο γέμισε. Η ώρα πλησίασε. Τα φώτα χαμηλώνουν. Τα όργανα της ορχήστρας έχουν από ώρα σιωπήσει και πειθαρχήσει στα χέρια των μουσικών. Οι νότες αφού ξεμούδιασαν και έκαναν τις τρέλες τους, επέστρεψαν στις παρτιτούρες τους. Κάθισαν με τάξη στο πεντάγραμμο τους και έμειναν ακίνητες. Όλα έμειναν ακίνητα για λίγο περιμένοντας τον μαέστρο να κάνει την είσοδο του στην σκηνή. Εκτός από ένα αεράκι. Κανείς δεν ξέρει πως βρέθηκε εδώ μέσα σε αυτόν τον χώρο, ειδικά την τελευταία μέρα του Ιουλίου. Πλησιάζει δειλά και πονηρά την γυναίκα. Της χαϊδεύει για λίγο το πρόσωπο και την δροσίζει. Μετά αρπάζει λίγο από το άρωμα της και ανεβαίνει τα σκαλιά αργά και απειλητικά προς το σημείο που κάθεται ο άνδρας. Στέκεται μπροστά από το πρόσωπο του και το ραντίζει με το κλεμμένο άρωμα της. Αυτός κλείνει τα μάτια. Γέρνει ξανά λίγο πίσω το κεφάλι του και μένει ακίνητος για λίγο. Σφίγγει με δύναμη στην παλάμη του το ξαπλωμένο στο αριστερό του πόδι, σακάκι.
«Το άρωμα της ξανά. Τι μαρτύριο και αυτό! Δε φανταζόμουν πως μπορεί ακόμα να με αναστατώνει»
Τα φώτα έσβησαν. Η παράσταση άρχισε. Σκύβει λίγο μπροστά. Την διακρίνει μέσα στο ημίφως και το πλήθος. Έχει στρέψει όλη την προσοχή της στην σκηνή. Ένα βιολί δίνει το σύνθημα. Ο μαέστρος σηκώνει την μπαγκέτα του.
«Μια χαρά είναι. Το πρόσωπο της χωρίς καθόλου ρυτίδες, ακόμα όμορφο,. Ίσως να έχει κάνει καλό μακιγιάζ. Έτσι κάνουν όλες για να κρύψουν τα σημάδια του χρόνου. Η γυναίκα μου ήταν πολύ νεότερη της όταν την παντρεύτηκα. Τώρα μοιάζει μεγαλύτερη στην ηλικία από αυτήν. Ο λαιμός της, οι ώμοι της είναι τόσο προκλητικά μαυρισμένοι, σαν σοκολατένιοι μοιάζουν. Όμορφη μπλούζα φοράει. Της πάει θαυμάσια το γαλάζιο.»
Γυρίζει το κεφάλι του στα δεξιά. Δίπλα του κάθεται ένας νεαρός άνδρας. Κρατά το χέρι της κοπέλας του. Αριστερά του κάθονται μια κυρία γύρω στα εξήντα και μια άλλη νεότερη. Κάτι ψιθυρίζουν. Πίσω του δεν γύρισε να κοιτάξει. Δίπλα στα κορίτσια κάθεται ένα ηλικιωμένο ζευγάρι.
«Θα ήθελα να ήμουν τώρα δίπλα της. Χωρίς να με βλέπει να σκύψω πάνω της, να την δαγκώσω στον λαιμό. Της άρεσε αυτό! Γελούσε και μετά αναστέναζε με νάζι. Πως μου ήρθε τώρα στο μυαλό αυτή η σκηνή;»
Σήκωσε το μάτια του ψηλά στον μισοσκότεινο Αττικό ουρανό. Αν και κρέμονταν απ΄αυτόν μυριάδες άστρα, ήταν όλα τους χαμένα, σαν να έσβησαν και αυτά για τις ανάγκες τις παράστασης. Κατεβάζει το κεφάλι. Ψάχνει ξανά στο σκοτάδι την φιγούρα της γυναίκας.
«Γύρισε προς τα εδώ. Κάτι λέει στον άνδρα δίπλα της. Μην γυρίσει να με δει! Χάθηκα! Δεν θέλω να με δεί. Γιατί; Δεν ξέρω. Αλλά δεν θέλω να με δεί.
Πρώτη Πράξη
Η παράσταση αρχίζει. Η Ζιζέλ η νεαρή χωριατοπούλα, ζει με τη μητέρα της σε ένα γερμανικό χωριό, βγαίνει στην σκηνή και χορεύει.
Σκύβει πάνω από την κόρη του και την φίλη της. «Πήρες το πρόγραμμα ; Ποιος είχε συνθέσει την μουσική;»
«Τι με νοιάζει βρε μπαμπά! Πάρε το να διαβάσεις. Εμένα με ενδιαφέρει μόνο να δώ να χορεύει η Svetlana Alexandrovna Lunkina, μπαμπά. Σου λέω, είναι θεάάά…»
Του δίνει το πρόγραμμα. Το ανοίγει και αρχίζει να ξεφυλλίζει βιαστικά αλλά δεν μπορεί να διακρίνει τίποτα μέσα στο σκοτάδι Ρίχνει μία ματιά στην σκηνή. Η παράσταση έχει ήδη αρχίσει.
Ο Άλμπρεχτ ένας πρίγκιπας μεταμφιεσμένος σε χωρικό, με την βοήθεια του υπηρέτη του επισκέπτεται το χωριό. Χορεύει. Η Ζιζέλ τον ερωτεύεται χωρίς να ξέρει πώς είναι αρραβωνιασμένος με μίαν άλλη, την πριγκίπισσα Ματθίλδη.
«Είχε ακόμα κοντά τα μαλλιά της. Τα βάφει; Τότε που είμασταν μαζί δεν τα έβαφε. Η γυναίκα μου τα έβαφε από τότε που την γνώρισα. Κάθε εβδομάδα πάει στο κομμωτήριο Αλλάζει συνέχεια το χρώμα των μαλλιών της. Ο άνδρας, κρατά το χέρι της. Σκύβει σε αυτόν, κάτι του λέει. Έτσι όπως τον κοιτά, νομίζω κάτι έχει μαζί του. Ίσως τον αγαπά. Με το ίδιο ύφος και βλέμμα κοίταζε και εμένα. Τότε σίγουρα με αγαπούσε. Το ένιωθα. Είναι όμορφος άνδρας. Ίσως να είναι νεότερος της.»
Μέσα στο μισοσκόταδο ανάβει η οθόνη του κινητού της κόρης του. Μια αθόρυβη κλίση. Η μικρή δεν απαντά. Σκύβει μετά από πάνω της.
«Ποιος ήταν ; Η μάνα σου ; » Του απαντά με ένα νεύμα πως ¨όχι¨
«Σιγά μην ήταν η μάνα της. Ποιος ξέρει με ποιον είναι και τι κάνει τώρα. Λες και δεν έχω καταλάβει ότι με κερατώνει. Δεν με ενδιαφέρει. Έχω την ησυχία μου. Ας κάνει ότι θέλει. Εγώ καλά περνάω…»
«Η γυναίκα μου ήταν νεότερη, ψηλή, λεπτή, μακριά μαύρα μαλλιά, εντυπωσιακή. Αρεσε στην μάνα μου. Όταν την πήγα στο χωριό την πρώτη φορά, η μάνα μου τρελάθηκε. Και τι όμορφη κοπέλα! Και από καλή οικογένεια! Και έχουν τον τρόπο τους! Γιατρός καθηγητής ο πατέρας της, γιατρός και η μάνα της, με τα σπίτια τους και τα τζίπ και… ετούτο και το άλλο. Μ΄έπιανε στο τηλέφωνο η μάνα μου, θεος σχωρέστην, «τι περιμένεις πέρασες τα σαράντα, να δω και εγγόνι, να κάνεις οικογένεια πριν κλείσω τα μάτια μου…Η άλλη, είχε δυνατή προσωπικότητα. Και την δουλειά της είχε. Την μόρφωση της. Με όλα καταπιανόταν. Τολμούσε να αυτοσαρκάζεται. Είτε στο τηλέφωνο μιλούσαμε ή μαζί της ήμουν, γελούσα. Μαγείρευε καλά. Η γυναίκα μου όταν παντρευτήκαμε δεν ήξερε πως να κάνει έναν καφέ μέτριο. Που να τα μάθει; Από τις Φιλιππινέζες νταντάδες; Μια τέτοια μας την έδωσε η μάνα της σαν προίκα. Εκείνη την πλήρωνε. Να μην λείψει τίποτα από την κόρη της. Οσο ζούσε η μάνα μου και πήγαινα στο χωριό, έτρωγα σαν άνθρωπος. Εγώ ήμουν ο πονηρός ή ο βλάκας τελικά. Η γυναίκα μου με τύλιξε. Λίγους μήνες γνωριζόμασταν και μετά, έμεινε έγκυος στην Βασούλα μου. Την πήρα. Αυτό περίμενε η μάνα μου. Χαρά, λένε πως είναι τα παιδιά. Μεγαλύτερη ήταν της μάνας μου η χαρά. Παντρεύτηκα και είδε το εγγόνι. Πήρε και το όνομα της. Πέρασαν 16 χρόνια από τότε. Εφυγε η μάνα μου. Έμεινα εγώ με το κατόρθωμα μου. Εχω ένα παιδί. Ήταν σοβαρή αιτία για να αποφασίσω να παντρευτώ. Κάτι είναι και αυτό. Δες την πως τον κοιτάζει! Αν την είχα πάρει, ίσως τώρα να ήταν διαφορετική η ζωή μου. Μπορεί να ήταν. Σίγουρα θα ήταν. Ίσως να κοιτούσε εμένα τώρα με το ίδιο πάθος που κοιτά τον άνδρα δίπλα της. Να ήμουν εγώ στην θέση του.»
Σηκώνει το κεφάλι ψηλά σαν να προσπαθεί να αρπάξει λίγο αέρα, σαν να πνίγεται. Χαμηλώνει μετά το βλέμμα ξανά μιά στην σκηνή και μιά σε αυτήν.
«Είναι και άλλοι μαζί της. Πάντα είχε φίλους κοντά της. Ούτε αυτό δεν κατάφερα. Οποίους φίλους έχουμε στον κύκλο μας, είναι απ’ την πλευρά της γυναίκας μου. Κανένας απ’ όλους αυτούς κατά βάθος δεν με συμπαθεί. Το νιώθω. Κοίτα! κοίτα! πώς τον κοιτάζει. Τον φίλησε ξανά. Την αγκαλιάζει. Δεν θυμάμαι πότε με φίλησε έτσι, με στοργή η γυναίκα μου. Μόνο όταν είμαστε με κόσμο μου τρίβεται και μου γλυκομιλά, «αγάπη μου, χρυσέ μου…»κάτι τέτοια ξενέρωτα, για τα μάτια του κόσμου. Οσες φορές και αν μου τα πει, δεν τα νιώθω πιά να με αγγίζουν. Δεν πρέπει να με αγαπά πιά. Από πότε δεν ξέρω. ‘Εχασα το νόημα και τον έλεγχο της ζωής μου. Έπεσα με τα μούτρα στην δουλειά. Και ξενοκοίταξα αρκετές φορές. Ολοι οι άνδρες το κάνουμε. Τελικά η ίδια γεύση σε όλα. Κενό, νιώθω τώρα που το σκέπτομαι. Καμμιά από τις περιπέτειες μου δεν άφησε πίσω της κάτι για να με γεμίζει τώρα. Να νιώθω κάπως διαφορετικά, περίεργα. Ίσως δεν ήθελα να το παραδεχτώ πως ο γάμος μου είχε αποτύχει από την αρχή. Ήταν βλέπεις και το παιδί στην μέση. Διαφορετικά αν δεν είχαμε το παιδί, σαν πέθανε η μάνα μου, θα χώριζα.»
Η γυναίκα ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του του συντρόφου της. Του κρατά το μπράτσο με τα δυό της χέρια. Αυτός γύρισε και την φίλησε στο μέτωπο.
Η πριγκίπισσα Ματθίλδη εισβάλει στο χωρίο με την συνοδεία της και ανακαλύπτει τον πρίγκιπα Αλμπερχτ μεταμφιεσμένο σε χωρικό. Η Ζιζέλ μαθαίνει την αλήθεια. Συντετριμμένη από την θλίψη για την προδοσία χορεύει χωρίς σταματημό επάνω στην σκηνή…
Η κόρη του γυρίζει πίσω και του ρίχνει μιά ματιά. Του χαμογελά. Σκύβει στο μέρος της. «Είναι τόσο όμορφη η Ζιζέλ, μπαμπά, να δες την με τα κιάλια » Παίρνει στα χέρια του τα κιάλια, τα ρυθμίζει όσο γίνεται πιο κοντά το πρόσωπο της γυναίκας. Μένει ακίνητος κρατώντας την αναπνοή του, μην την ακούσει αυτή και γυρίσει πίσω να τον δεί.
«Δεν την θυμάμαι ποτέ τόσο γοητευτική. Μεγαλώνοντας έγινε ακόμα πιό όμορφη. Το δέρμα της είναι δροσερό σαν νέας κοπέλας. Σίγουρα εχει καλό σέξ μαζί του. Μπορεί και καλύτερο απο αυτό που είχε μαζι μου Αυτός είναι νεότερος από εμένα σίγουρα. Γεροδεμένος. Ξανθά μαλλιά, τα έχει δεμένα πίσω. Σαν καλλιτέχνης μοιάζει. Ίσως δεν είναι Έλληνας. Η Ζιζέλ ακόμα χορεύει. Και τι με νοιάζει εμένα η μπαλαρίνα αυτή; Εγώ ήρθα εδώ για να την δεί η Βάσω μου. Ήθελε το παιδί να δεί μπαλέτο»
Κρατά συνεχώς τα κιάλια στα μάτια του και κοιτάζει πότε την γυναίκα πότε την σκηνή.
«Ας μπορούσα να ακούσω τι της λέει, σε ποια γλώσσα της μιλά. Θα καταλάβω τι σχέση έχουν! Και τι με νοιάζει τώρα η σχέση τους! Κάτι της είπε και χαμογέλασε. Τον φίλησε. Να μπορούσα να δω αν φορά βέρα στο χέρι. Μπορεί να εχει παντρευτεί. Μπά, δεν βλέπω τίποτα μέσα στο σκοτάδι. Το φώς της σκηνής δεν με αφήνει. Φωτίζεται όμως το πρόσωπο της. Τώρα το βλέπω καλύτερα…».
Έχει ακόμα τα κιάλια καρφωμένα στα μάτια Η κόρη του τον τραβά απ’ το κάτω μέρος του παντελονιού του και του ψιθυρίζει.
«Ελα μπαμπά, είδες τόση ώρα!. Θέλω να δώ πως χορεύει η Ζιζέλ…»
Και η Ζιζέλ χορεύει. Χορεύει ασταμάτητα. Και ενώ χορεύει η αδύναμη καρδιάς της, την προδίδει και πεθαίνει. Ισως όμως και λόγω της τρέλας για την χαμένη της αγάπη, τον πρίγκιπα Άλμπρεχτ.
Τέλος της πρώτης πράξης. Τα φώτα ανάβουν. Ο κόσμος χειροκροτεί αλλά δεν ακούει τίποτα. Η γυναίκα μένει στην θέση της. Ο συνοδός της το ίδιο. Συζητούν. Οι δύο έφηβες σηκώνονται. Φεύγουν. Λένε πως θα κατέβουν να πάρουν νερό. Ζητά ξανά τα κιάλια. Πρέπει να είναι προσεκτικός. Τα ξαναβάζει στα μάτια του.
«Έτσι μου έρχεται να την αγγίξω. Αυτός σηκώνει το αριστερό του χέρι, το περνά πάνω από τον ώμο της και την σφίγγει πάνω του. Θα κατεβάσω τα κιάλια. Αν γυρίσει απότομα το κεφάλι της πίσω ίσως με δεί. Το κάνουν οι γυναίκες. για να δούν αν κάποιος τις παρακολουθεί. Η γυναίκα μου όλα αυτό έκανε. Αυτήν δείχνει να μην την ενδιαφέρει ποιος την παρακολουθεί. Αν γυρίσει το κεφάλι της δεν θέλω να με δεί. Γιατί αν με δεί δεν ξέρω τι θα κάνω; Θα την αναγνωρίσω; Θα της μιλήσω; Τι θα της πω; «Γειά σου τι κάνεις; ή χαίρομαι που σε βλέπω;» Εγώ μόνος μου, αυτή με κάποιον. Της θα της πώ; «Ξέρεις δεν είμαι μόνος μου, αλλά η γυναίκα μου είχε πονοκέφαλο και….;» Αλλά και έτσι να γίνει, δεν θέλω να με κοιτάξει στα μάτια. Αυτό πρέπει να το αποφύγω. Θα της μιλώ και θα κοιτάζω αλλού. Αλλά και τότε θα καταλάβει την αμηχανία μου. Ούτε αυτό θέλω.»
Ανοίγει τα πόδια του και στηρίζει πάνω τους, τους βραχίονες του. Σκύβει το κεφάλι ανάμεσα σαν κάτι να ψάχνει στο ζεστό μαρμάρινο δάπεδο. Κοιτάζει τα παπούτσια του. Μετά πιάνει με τις δυο παλάμες του τα γόνατα του που τρέμουν.
«Νιώθω άσχημα Πρώτη φορά νιώθω έτσι. Δεν έχω ξανανιώσει τα γόνατα μου να μουδιάζουν. Φοβάμαι. Αν με κοιτάξει στα μάτια, θα δει την αλήθεια. Δεν θέλω να μάθει, τίποτα.. Θα δει το κενό στα μάτια μου. Θα καταλάβει αμέσως πόσο μόνος είμαι. Σαν ένα φυτό που το παρατάς απότιστο στο έλεος του για να ζήσει. Στεγνά τα φύλλα του, στεγνό το χώμα του. Δεν είναι σημάδια εγκατάλειψης αυτά; Στεγνός απο τρυφερά χάδια, φροντίδα, αγάπη και φιλιά. Σαν αυτά που δίνει στον συνοδό της, από αληθινή αγάπη. Σαν αυτή που μου έδινε τότε. Οι γυναίκες βλέπουν στο σκοτάδι της ψυχής μας, σαν γάτες. Έχουν αυτό το χάρισμα. Γάτες, με γαμψά νύχια και βελούδινο περπάτημα. Σε κοιτούν, σε πλησιάζουν αθόρυβα ενώ κουνάνε ναζιάρικα την ουρά τους, σε διαβάζουν, μαντεύουν τις σκέψεις σου, Όχι όχι, σίγουρα δεν πρέπει να με δεί. Θα γυρίσω και θα κοιτάζω πίσω μου, μέχρι να επιστρέψουν οι μικρές»
Γυρίζει το κεφάλι του δεξιά και αριστερά σαν να μη ξέρει απο που να ξεφύγει. Είναι παγιδευμένος. Γύρω του κόσμος διαφορετικός, ζωηρός, ζωντανός. Μιλούν, αλλά δεν ακούει τίποτα. Στέλνει την προσοχή του μέσα στο πλήθος. Οι δύο έφηβες επιστρέφουν.
«Αργήσατε, τι κάνατε τόση ώρα;»
Η Βίκυ αρπάζει από τα χέρια του τα κιάλια και κάθεται δίπλα στην Αντζυ. Τα φώτα χαμηλώνουν. Οι μουσικοί έχουν πάρει θέσεις, ο μαέστρος ξαναβγαίνει και υποκλίνεται στους θεατές. Η παράσταση αρχίζει κάτω απ’ τον μισοσβησμένο ουρανό της πόλης και το νυσταγμένο βλέμμα της Ακρόπολης.
Δεύτερη Πράξη:
Ο Ιλαρίονας ένας χωρικός που αγαπούσε τη Ζιζέλ, επισκέπτεται τον τάφο της την νύχτα. Με τρόμο βλέπει το πνεύμα της Ζιζέλ να έχει μεταμορφωθεί σε Βιλί (ή Γουίλι). Γρήγορα μαζεύονται όλα τα Βιλί γύρω του και τον αναγκάζουν να χορέψει μέχρι θανάτου.
Παρασύρεται απ’ την δραστηριότητα επάνω στην σκηνή και για λίγο ξεχνιέται. Παραδίδεται στην μόνη διαθέσιμη αγκαλιά, αυτή της τέχνης. Χορός και μουσική απορροφούν τις σκέψεις του αλλά όχι τα συναισθήματα του. Αυτά περιμένουν εκεί μέσα του, να παλεύουν και να τον ενοχλούν. Σαν να έχουν στήσει τον δικό τους χορό. Νιώθει έντονα τα σκιρτήματα απο τις εναλλαγές των μετακινήσεων τους. Πότε τον ανεβάζουν ψηλά πότε τον πετούν κάτω. Και πέφτει, πέφτει, πέφτει χωρίς να μπορεί να κρατηθεί απο πουθενά.
Με αυτό τον τρόπο τα Βιλί που είναι πνεύματα προδωμένων κοριτσιών εκδικούνται όποιον έρχεται σε επαφή μαζί τους. Ο Άλμπρεχτ μετανιωμένος για αυτό που έκανε στη Ζιζέλ έρχεται με τον υπηρέτη του στον τάφο της. Προσφέρει λουλούδια όταν αχνά βλέπει το πνεύμα της Ζιζέλ. Στην αρχή πιστεύει ότι έχει παραισθήσεις αλλά στην συνέχεια χορεύει μαζί της…….
Η αναπνοή του έχει γίνει βαριά. Ίσως να φταίει και η ζέστη. Ολες αυτές οι σκέψεις ήταν απρόσμενες. Νιώθει ανήμπορος. Εχει ακουμπήσει τον αγκώνα του στο δεξί του γόνατο και πάνω εκεί εχει στηρίξει το πρόσωπο του. Από αυτήν την θέση εξακολουθεί να βλέπει και την σκηνή και το πρόσωπο της γυναίκας.
……Ομως τους ανακαλύπτουν τα πνεύματα Βιλί. Προσπαθούν να σκοτώσουν τον πρίγκιπα Άλμπρεχτ αναγκάζοντάς τον να χορεύει ασταμάτητα. Όταν ο Άλμπρεχτ κουράζεται, η Ζιζέλ παίρνει την θέση του χορεύοντας, μέχρι την αυγή που τα Βιλί επιστρέφουν στους τάφους τους.
Η Βίκυ γυρίζει πίσω και κοιτάζει τον πατέρα της. Κάτι του λέει αλλά δεν την ακούει. Ξαφνικά στην σκηνή συμβαίνει κάτι περίεργο. Η μουσική σταματά. Δεν την ακούει πιά. Η Ζιζέλ, ενώ εξακολουθεί να χορεύει, αρχίζει να ανυψώνεται από την σκηνή. Σαν να πετά, ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά χορεύοντας πάνω από τα κεφάλια των θεατών. Ολοι συνεχίζουν να κοιτούν όμως την σκηνή.
«Τι κόλπο είναι πάλι αυτό; Από που την σηκώνουν; Να δω ξανά ποιος είναι ο σκηνοθέτης.»
Κρατά στα χέρια του ακόμα το πρόγραμμα. Προσπαθεί να το ανοίξει αλλά οι σελίδες του είναι κολλημένες. Κοιτάζει στην σκηνή και διαπιστώνει πως η Ζιζέλ πετώντας σχεδόν, εχει φθάσει μέχρι το δικό μου διάζωμα. Τρομάζει. Σκουπίζει με το χέρι του τον ιδρώτα από το πρόσωπο του. Η Ζιζέλ φθάνει μπροστά του και καρφώνει το βλέμμα της στα μάτια του.
«Τι ψάχνεις να βρεις; Εσυ είσαι ο σκηνοθέτης. Το ξέχασες;» Ο άνδρας κοιτάζει γύρω του ανάμεσα στο πλήθος των θεατών. Κανείς δεν έχει πάρει είδηση πως η Ζιζέλ λείπει από την σκηνή.
«Εγώ; όχι δεν έχω καμία ευθύνη με αυτό το γεγονός. Εσύ πρέπει να ξέρεις, είσαι ή Ζιζέλ;»
« Ντά, ντά, μη φωνάζει, μη λέει τίποτα σε κανέναν»
«Μα όλοι το ξέρουν πως είσαι η Svetlana Alexandrovna Lunkina !»
«Για σένα εγκό είμαι μόνο η Ζιζέλ.»
Η μπαλαρίνα τον πλησιάζει. Γυρίζει πίσω του και δεν υπάρχει πιά κανείς, έχουν εξαφανιστεί. Δεν κατάλαβε πότε έφυγαν. Η Ζιζέλ κάθεται δίπλα του. Νιώθει αμήχανος. Κοιτάζει μπροστά να δει την κόρη του αλλά δεν την βλέπει πουθενά. Η Ζιζέλ σκύβει και ακουμπά του το κεφάλι της στον ώμο. Μετά τον αγκαλιάζει σφιχτά. Για λίγο αφήνεται στο άγγιγμα της και μετά στην αγκαλιά της.
«Αν γυρίσει να κοιτάξει πίσω της θα με δεί αγκαλιά με μιά όμορφη μπαλαρίνα. Δεν είμαι μόνος μου. Θα γυρίσει οπωσδήποτε να με δεί. Αφού η Ζιζέλ λείπει από την σκηνή θα ψάξει να την βρει. Ολοι θα την ψάχνουν τώρα. Κάποια στιγμή θα καταλάβουν πως είναι δίπλα μου, όλοι θα την δούν δίπλα μου…»
Η γυναίκα όμως δεν γυρίζει πίσω το κεφάλι της. Αδιαφορεί. Το ίδιο κάνουν και όλοι οι θεατές. Εξακολουθούν να κοιτάζουν την σκηνή όπου ο πρίγκιπας χορεύει ακόμα μαζί με τους υπόλοιπους. Ξάφνου διακρίνει την Ζιζέλ να χορεύει ακόμα μαζί του.
«Μα πώς είναι δυνατόν. Είσαι εκεί και εδώ! Λες ψέματα, δεν είσαι η Ζιζέλ, αυτή είναι στην σκηνή και ακόμα χορεύει. Ποια είσαι;.»
«Γιαβόλ, αυτή κοπέλα χορεύει, Svetlana Alexandrovna Lunkina. Εγκώ Ζιζέλ μάϊνε λίμπε! »
Σηκώνεται όρθιος, έντρομος και καταϊδρωμένος. Την σπρώχνει απότομα μακριά του. Δεν καταλαβαίνει πιά τίποτα. Η παράσταση συνεχίζεται, αυτός έχει στην αγκαλιά του την πρωταγωνίστρια που όμως ταυτόχρονα εξακολουθεί να χορεύει στην σκηνή. Η κόρη του και η παρέα της έχουν φύγει χωρίς να το καταλάβει. Οι θεατές παρακολουθούν ακόμα την παράσταση αλλά εντελώς ακίνητοι, παγωμένοι όμοια αγάλματα.
«Έφυγαν και δεν γύρισε να με κοιτάξει! Τώρα που ήθελα να με δεί, έφυγε.»
Ξάφνου τα φώτα ανάβουν και τότε διακρίνει πως τα λευκά μάρμαρα είναι όλα κενά. Κανείς από τους θεατές δεν είναι πιά μέσα στον χώρο. Η σκηνή άδεια χωρίς κανένα χορευτή ή μουσικό. Αρχίζει να κατεβαίνει τα μαρμάρινα σκαλιά φωνάζοντας το όνομα της κόρης του. Τα βήματα του είναι βαριά, ασήκωτα. Η αναπνοή του το ίδιο βαριά , θολή η ματιά του σαν πυκνό σύννεφο σκόνης. Η αγωνία του για όλο αυτό το παράλογο σκηνικό τον έχει τρομοκρατήσει. Πίσω του τον ακολουθεί η Ζιζέλ. Προσπαθεί να τον κρατήσει από το χέρι. Αυτός αρχίζει να φωνάζει. «Βάσω, Βάσω…Βάσω!!» Κατεβαίνει γρήγορα και φθάνει στην έξοδο. Η Ζιζέλ παραμένει πάντα δίπλα του. Κολλημένη επάνω του.
«Φύγε, θα μας δουν μαζί, δεν έχεις καμμιά δουλειά μαζί μου, γύρνα στην σκηνή να χορέψεις, δεν έχεις καμμιά δουλειά μαζί μου….φύγε, φύγε!»
«Νάϊν, εγκώ πολλά χρόνια έψαχνα να βρω εσένα και τώρα εγκώ βρίσκει εσένα και ντεν φεύγει….!»
«Πόσα χρόνια με ψάχνεις; Και γιατί; Τι θέλεις από εμένα; Εγώ ήθελα μόνο να σε δω να χορεύεις, τι σου έκανα όπως λες και με ψάχνεις, τόσα χρόνια.!..»
Προσπαθεί να ξεφύγει αλλά η νεαρή Γερμανιδούλα είναι συνεχώς δίπλα του. Δεν τον αφήνει να κάνει ούτε ένα βήμα χωρίς να βρεθεί δίπλα του.
«Θα τρέξω να φύγω και θα με χάσει. Θα τρέξω πιο γρήγορα απ’ αυτήν. Με αυτά που φοράει δεν θα μπορεί να με ακολουθήσει..»
Προσπαθεί να ανοίξει το βήμα του για να ξεφύγει από την μπαλαρίνα. Θέλει να τρέξει αλλά διαπιστώνει πως δεν μπορεί. Τον τραβά προς τα πίσω η Ζιζέλ.
« Άλμπρεχτ!! Άλμπρεχτ! Πάντα ήθελες να χορέψεις μαζί μου! έλα τώρα που σε ξαναβρήκα!»
«Δεν με λένε Άλμπρεχτ και δεν ήθελα ποτέ…ποτέ….μα ποτέ… μα τι γίνεται; Τι μου συμβαίνει; πετάω! Χορεύω, χορεύω μαζί της! πόσο όμορφα είναι.! Δεν το φανταζόμουν ποτέ πως μπορώ να χορεύω ετσι!
Αρχίζουν να στροβιλίζουν πάνω στα μάρμαρα μπροστά από την είσοδο του θεάτρου. Χορεύουν ένα εξαίσιο pas de deux.
«Νιώθω τόσο όμορφα! Χορεύω σαν αληθινός χορευτής! Την κρατώ αγκαλιά και είναι τόσο ανάλαφρη. Φορά και αυτή το ίδιο άρωμα με εκείνην. Το ίδιο, είμαι σίγουρος πως φορά το άρωμα εκείνης ! Μα που είναι η Βάσω να με δεί; “Βάσω, Βάσω…..Βάααασωωωω»..
“Σςςς, Κύριος, Κύριος, εσύ φωνάζει πολυ, τι εχει κύριος; Κύριος, πιές λίγκο νερό…..Κύριος., είσαι καλά;..»
«Ποιός είναι; ποιός μου μιλά; Ποιά είναι αυτή; Γιατί με σπρώχνει έτσι;
Ανοίγει τα μάτια του. Μπροστά του στέκεται η Μαργαρίτα, η νεαρή Φιλιππινέζα τους, κρατώντας ένα ποτήρι με μερικά παγάκια, που χοροπηδούν και κουδουνάνε μέσα του. Προσπαθεί να ανασηκωθεί.
«Κύριος, εσύ πολύ τρώει μεσημέρι, πολύ μπύρα, πολύ ζέστη! Δεν κάνει εσύ κοιμάται, ήλιος!»
Στέκεται καθιστός στην κουνιστό καναπέ σε μια άκρη του κήπου. Πίνει γουλιά γουλιά το παγωμένο νερό. Την κοιτάζει περίεργα. Μετά κοιτάζει τριγύρω του, μια δεξιά μια αριστερά. Της δίνει το ποτήρι και προσπαθεί να σηκωθεί. Πέφτει ξανά στο ίδιο σημείο. Η κοπέλλα αφήνει το ποτήρι δίπλα στο τραπεζάκι και του δίνει το χέρι της για να τον βοηθήσει.
«Κύριο κτύπησε ήλιος. Πάμε μέσα Κύριος ξαπλώσει..»
«Τι άρωμα φοράς Μαργαρίτα;»
«Οχι εγκώ άρωμα, λέει κυρία, ντέν θέλει εγκω φοράει άρωμα…»
«Κι όμως κάτι μυρίζει πολύ όμορφα εδώ…»
«Φούλι, γιασεμί, πολλά έχει κήπος, μυρίζει ωραία Κύριος…»
«Χμ! Η κυρία σου που είναι;»
«Μέσα, κοιμάται, πονάει κεφάλι»
Ανασηκώνεται ακόμα μια φορά με την βοήθεια της. Τα πόδια του είναι βαριά άκαμπτα σαν τσιμεντένιες κολώνες. Κάθε βήμα του βυθίζεται στο γρασίδι. Το κεφάλι του είναι πελώριο σαν να φορά σκάφανδρο, ίδιο με αυτό των σφουγγαράδων στο καΐκι του προπάππου του. Μια γέρνει εμπρός μια πίσω…
«Τι έγινε Μαργαρίτα; πόση ώρα κοιμήθηκα;»
«I don’t know sir, εσύ διαβάζει news paper έξω, πίνει παγωμένη μπύρα, εγώ μαζεύει πιάτα από τραπέζι, I don’t know!Kαι τηλέφωνο κτυπάει και miss Βίκυ λέει πάω σπίτι Αντζυ κι έρχομαι πάμε θέατρο με πατέρας μου….»
«Θέατρο! να πάρει ευχή Μαργαρίτα, το θέατρο τι ώρα είναι; Ξέχασα το θέατρο, το μπαλέτο! Πρέπει να ετοιμαστώ, εχω να πάω το παιδί στο Ηρώδειο, της το έχω υποσχεθεί…!»
Η Μαργαρίτα τον συνοδεύει μέχρι μέσα στο σπίτι. Κλείνει πίσω της τις συρόμενες μπαλκονόπορτες και αμέσως η αλλαγή της θερμοκρασίας από την δροσιά του κλιματιστικού τον βοηθά να πάρει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.
«Εχω πουκάμισο έτοιμο; δεν θέλω σακάκι! Μαργαρίταααα, φτιάξε μου έναν καφέ δυνατό, μέτριο, πολύ παγωμένο! Μπαίνω να κάνω ένα μπάνιο, μα που είναι η Βάσωωω;
«Miss Βίκυ είναι με φίλη της Αντζυ, Κύριος, μη φωνάζει Κύριος, κοιμάται κυρία, πονάει κεφάλι».
Η κοπέλα βαδίζει προς την κουζίνα του σπιτιού για να ετοιμάσει τον παγωμένο καφέ του. Αφήνει την εφημερίδα που έφερε από τον κήπο στο γραφείο του. Ρίχνει μετά μια πεταχτή ματιά και προσπαθεί να συλλαβίσει με τα λίγα Ελληνικά της το σημείο που διακρίνεται καθώς είναι διπλωμένη..
Την Τετάρτη 31 Ιουλίου ….στο Ηρώδειο…. Το μπαλέτο «Ζιζέλ», σε μουσική Αντόλφ Αντάμ, θεωρείται το αγαπημένο έργο κάθε κλασικής χορεύτριας……..
Το τρεχούμενο νερό πέφτει πάνω του δροσερό και του ξαναδίνει παλμό και ζωντάνια. Αρχίζει σιγά σιγά να συνέρχεται. Κινεί τα χέρια του πάνω κάτω στο σώμα του και το σκεπάζει με αφρόλουτρο. Φέρνει μετά τα χέρια στο πρόσωπο του. Ακουμπά τον αφρό στα ρουθούνια του. Τον μυρίζει. Τραβά το κεφάλι του απότομα. Δεν εχει το άρωμα που περίμενε. Αφήνει τον αφρό μετά στο έλεος του νερού να τον κυνηγά και να τον εξαφανίζει από το σώμα του. Μετά κοιτάζεται στον καθρέπτη.
«Θέλω και ένα ξύρισμα. Πως μπορεί να αλλάξει τελικά ξαφνικά η ζωή μας. Απρόσμενα. Σαν να περπατάς ανέμελος στην ακρη μιας παραλίας και ξαφνικά να σε παρασύρει ένα μεγάλο κύμα, ενα τσουνάμι ή ενώ περνάς ένα γιοφύρι που ενώνει ή χωρίζει δυό κομμάτια γής και ζωής. Ερχεται τότε μια ξαφνική μπόρα, φουσκώνει το ποτάμι και εξαφανίζει το γιοφύρι. Ενώνει τότε η πλημμύρα τα δυό κομμάτια γής και τα κάνει ένα. Ιδια η καταστροφή και απο την μιά και από την άλλη πλευρά του ποταμού»
Βάζει τα δυό του χέρια στα μαλλιά του και τα χαιδεύει, τα τακτοποιεί σαν να τα χτένιζε με τα δάκτυλά του.
«Τι περίεργο. Μου έρχονται σκέψεις από το πουθενά. Θυμάμαι. Και τι δεν της έκανα! Πολύ την βασάνισα, την παίδεψα, αλλά με αγαπούσε. Το έδειχνε. Το έλεγε με χίλιους τρόπους. Είχε γεύση η αγάπη της. Είχε ήχους απο τα γέλια της, είχε χρώματα απο την ζωή της. Δεν ήταν και λίγα δέκα χρόνια απο την ζωή αυτά που της έκλεψα. Έμπαινα και έβγαινα όποτε ήθελα στην ζωή της. Αυτή εκεί. Βράχος, περίμενε άντεχε. Δεν έπρεπε να της φερθώ τόσα άσχημα. Τι έφταιγε αυτή αν εγώ δεν ήξερα τι ήθελα τότε! Θα μπορούσαμε να είχαμε ίσως και παντρευτεί. Αλλά τελικά η γυναίκα μου με κατάφερε. Ολοι μου οι γνωστοί και συνάδελφοι στην τράπεζα, έλεγαν «ρε σύ τυχερέ, τι γκόμενα είναι αυτή! Ελυσες το πρόβλημα της ζωής σου, βολεύτηκες μια χαρά. Μα να είναι τόσο ζωντανό αυτό το όνειρο εκεί έξω στον κήπο!»
Σκουπίζει με μιά χνουδάτη πετσέτα το πρόσωπο του και μένει για λίγο ακίνητος κοιτάζοντας μέσα στον καθρέπτη.
«Ομορφος ήμουν, ακόμα μια χαρά είμαι. Μου το έλεγε η μάνα μου, μετά η γυναίκα μου, η μάνα της, η κόρη μου και οι γκόμενες μου. Εκείνη ή άλλη ποτέ δεν μου το είπε. Αντίθετα.¨Ελεγε πως η ομορφιά δεν μετράει στον άνδρα παρά η δύναμη της ψυχής του, η προσωπικότητα του και όλες οι άλλες αρετές που αποτελούν την ανδρεία.”
Γέλασα τόσο πολύ όταν μου έδωσε σαν παράδειγμα, πως ανδρας ήταν ο Κουασιμόδος. Σαχλαμάρες! Επρεπε να της πώ απο την αρχή πως είχα γνωρίσει την γυναίκα μου και πως δεν είχα ποτέ σκοπό να την πάρω. Μια φορά της το είπα. Οχι ξεκάθαρα. Κάπως περίεργα. Της είπα «όλοι λένε να σε προσέχω μην με τυλίξεις στο τέλος». Σκέφτηκα πως ετσι θα καταλάβει, πως δεν εχω σοβαρό σκοπό για αυτήν. Εσκασε στα γέλια τότε. «Και τι είσαι για να σε τυλίξω, μου απάντησε, φέτα ή ψαράκια; Εγώ περιμένω τον άνδρα που θα με πολιορκήσει και θα με κατακτήσει, όπως τα απόρθητα κάστρα!Αστείο μου φάνηκε τότε. Σαν κάστρο έβλεπε τον εαυτό της. Σιγά μην στρατολογούσα στρατιές για πολιορκία του δικού της κάστρου. Στην εποχή μας δεν γίνονται αυτά. Οι γυναίκες είναι εκ των προτέρων παραδομένες, χωρίς μάχες και πολιορκίες. Αλλά τελικά, ήταν σωστό αυτό. Ο κήπος μας τελικά είναι γεμάτος από λουλούδια, που μου θυμίζουν το άρωμα της. Μα πως είναι δυνατόν να είδα ενα τόσο μεγάλο όνειρο! Αυτό δεν ήταν όνειρο, ήταν όλη η παράσταση, όλο το μπαλέτο. Την είδα ξανά. Τελευταία όλο και πιό συχνά έρχεται στα όνειρα μου. Λες και βρίσκομαι τότε, σε εκείνο το πρώτο μας ραντεβού. Καλοκαίρι ήταν, ίδιος μήνας. Την περίμενα να τελειώσει απο την βραδινή της βάρδια. Μπήκε στο αυτοκίνητο μου και το πλημύρισε, η σπιρτάδα της, το άρωμα και τα χρώματα της, το γέλιο της. Τι με έκανε και της ζήτησα να βγούμε τότε! Δεν θυμάμαι. Πέρασε καιρός. Τι όμορφη αίσθηση όμως να χορεύω μαζι της…Μα για στάσου, δεν θυμάμαι καλά, χόρευα μαζί της ή με την Ζιζέλ….;»
Βγαίνει απο το μπάνιο του και ετοιμάζεται με αργές κινήσεις. Στο διπλανό δωμάτιο κοιμάται η γυναίκα του. Η πόρτα της είναι κλειστή. Πλησιάζει και ακουμπά το χέρι του στο πόμολο της πόρτας για να την ανοίξει. Κοντοστέκεται. Εκεί μέσα είναι η δική της κρεβατοκάμαρα. Δεν έχει καμμιά δουλειά να μπει μέσα εδώ. Πάνε τώρα δύο χρόνια που δεν μπαίνει. Κατευθύνεται προς το γραφείο του.
«Πότε ήταν η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε; Δεν θυμάμαι.Α!! ναί, θυμήθηκα τώρα. Ηταν στο διαμέρισμα μου στο Παγκράτι, την επόμενη ημέρα των γεννεθλίων μου Φεβρουάριος ήταν. Είχαμε δώσει λόγο με την γυναίκα μου τα Χριστούγεννα. Το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι τους στον Χολαργό, μου έκαναν ένα πάρτυ γεννεθλίων, τάχα εκπληξη, Απόκριες ήταν. Καλά περάσαμε. Γύρισα το ίδιο βράδυ στο διαμέρισμα μου γιατί επρεπε να πάω το πρωί νωρίς στο γραφειο μου. Δεν πήγα όμως. Με είχε πειράξει το αλκοόλ, το πολυ φαγητό ίσως, το φορτίο που είχα αποφασίσει να σηκώσω. Στο γραφείο είπα πως είμαι άρρωστος. Στην γυναίκα μου είπα πως έχω κάτι εξωτερικά ραντεβού και θα επέστρεφα αργά στο γραφείο.Κοιμήθηκα.Η άλλη με πήρε τηλέφωνο αργά το μεσημέρι. Μέ εψαχνε για να μου ευχηθεί, ετσι μου είπε. Αλλά ήταν διακριτική. Δεν με ρώτησε που ήμουν. Της ειπα πως ήμουν άρρωστος και αν θέλει να έρθει σπίτι μου. Ηρθε με μια αγκαλιά λουλούδια. «Για τα γενέθλια σου!» μου είπε. Αλλά ήταν απόμακρη. Λες και είχε καταλάβει. Την ρώτησα αν με αγαπάει. Θράσος που το είχα! Ειχα μια παράλληλη σχέση με δύο γυναίκες. Ουτε ο πρώτος είμαι ούτε ο τελευταίος. Χωρίς συναίσθημα, το κάνουν και αλλοι. Είμαι μέσα στον κανόνα Ειχα δώσει λόγο στην γυναίκα μου μόλις μου είπε πως είναι εγκυος και ζητούσα αποδείξεις αγάπης απο την άλλη. Με κοίταξε τότε στα μάτια χωρίς να πεί τίποτα. Δεν απάντησε. Γύρισε το βλέμμα της προς το παράθυρο και κοίταζε έξω χωρίς να μιλά. Νευρίασα τότε πάρα πολύ. Αφού με αγαπούσε, έπρεπε να το πεί να το ακούσω ξανά. Αυτή η σιωπή της με έκανε έξαλλο. Της είπα αν δεν θέλει να μου πεί πως με αγαπάει, να φύγει. Της εκανα μια σκηνή φοβερή. Ηταν μιά καλή αφορμή αυτό για να διακόψω μαζί της. Δεν θα συνέχιζα. Ηταν επικίνδυνο να το πάρει είδηση η γυναίκα μου. Της άνοιξα την πόρτα και σχεδόν την πέταξα έξω, μέσα στο ασανσέρ ενώ της φώναζα ακόμα πως, « δεν έχει θέση στην ζωή μου αφού δεν με αγαπά, δεν είπε λέξη. Εφευγε ενώ συνέχιζε να με κοιτά περίεργα. Είχε καταλάβει; Λές να ηξερε; Μπορεί.»
Η Μαργαρίτα έχει ήδη αφήσει στο γραφείο τον παγωμένο καφέ του. Πιάνει το ποτήρι και το ακουμπά στο μάγουλό του. Ρουφά μερικές γουλιές. Μετά ανοίγει το συρτάρι του γραφείου του και ψάχνει.
«Κάπου έδω έχω τα εισιτήρια, μα που είναι; Εδω τα είχα βάλει! Μαργαρίτααααα»
Η κοπέλλα τρέχει προς αυτόν.
«Κύριος, κυρία είπε όχι φωνάζει, πονάει κεφάλι της….»
«Δεν ακούει εκεί μέσα η κυρία σου και στο κάτω κάτω, να μας αφήσει και η κυρία σου στην δική μας ησυχία. Εδώ και μιά εβδομάδα όλο πονοκέφαλο έχει. Πήρε κανείς απο εδώ τα εισιτήρια; Μαργαρίίιιιταααα… Μήπως τα πήρε η Βάσω;
«Συγνώμη Κύριος, εγκώ σέχασα, Μις Βίκυ πήρε και είπε περιμένει κύριος σπίτι Αντζυ έρθει μαζί θέατρο, κυρία δεν έρθει πονάει κεφάλι της….συγνώμη σέχασα…»
Κοιτάζει το ρολόϊ του. Εχει λίγο χρόνο ακόμα να τελειώσει τον καφέ του. Μετά απο λίγο αρπάζει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και βγαίνει απο το σπίτι. Φθάνει μπροστά απο το σπίτι της φίλης της κόρης του και περιμένει. Της τηλεφωνά στο κινητό της.
«Είμαι έξω και σας περιμένω..» Μετά ρίχνει μιά ματιά στις αναπάντητες κλίσεις του.
«Αυτή πάλι. Η νέα μου κατάκτηση. Της έχω πεί να μην με καλεί στο κινητό τέτοια ώρα! Τι να θέλει, θα της στείλω ένα μήνυμα, Μωρό μου είμαι σε σύσκεψη, θα σε πάρω οταν τελειώσω..»
Οι δυό κοπέλες μετά απο λίγο βγαίνουν απο το σπίτι της Αντζυ.
«Ερχεται η Βασω μου. Η μάνα της την φωνάζει, Βίκυ. Δεν της άρεσε το όνομα της μάνας μου. Στην αρχή ήταν όλο γλύκες μαζι της. Πρίν την παντρευτώ. Μετά δεν την ήθελε ουτε στο σπίτι μας. Πήγαινα μόνος μου στο χωριό να την δω. Ολο δικαιολογίες εύρισκε για να μην έρχεται μαζί μου. Το «Βικυ» έλεγε είναι όνομα να μπορεί να σταθεί καπου και όχι το «Βασω, Βασιλικούλα, Κούλα» Αν θέλεις της μάνας σου το όνομα, Βίκυ θα την λέμε. Διαφορετικά θα βρούμε κάτι άλλο. Αλλαξε η συμπεριφορά της, μετά την γέννα. Ελεγα πως αυτό φταίει, η γέννα, το μωρό. Το παθαίνουν πολλές φορές οι γυναίκες, θα περάσει. Αλλά μέχρι σήμερα δεν άλλαξε τίποτα. Ετσι παρέμεινε απότομη, περίεργη, ψυχρή»
Μπάινουν στο αυτοκίνητο του. Ξεκινά. Κατηφορίζουν την λεωφόρο Κηφισιάς.
«Για φαντάσου. Κάποτε επεδίωκα να με κοιτά εκείνη στα μάτια. Ετσι την αφόπλιζα. Μπορεί όμως να έβλεπε την αλήθεια στα στα μάτια μου. Ακόμα και ψέματα όταν της έλεγα την νάρκωνα με το «βαθύ γαλάζιο μου». Ετσι έλεγε για τα μάτια μου. Εχουν το ίδιο χρώμα και της κόρης μου, είναι όμορφο κορίτσι. Τα σώμα το πήρε απο την μάνα της. Η Βάσω είναι το ευχάριστο κομμάτι στην ζωή μας. Αυτή μας κρατάει, νομίζω, ακόμα μαζί.»
« Εχει κίνηση, ασυνήθιστο για Τετάρτη απόγευμα, τι λέτε κορίτσια; » Eνώ αυτές μιλάνε ασταμάτητα για πράγματα που δεν καταλαβαίνει, δεν ακούει κάν, αυτός μένει για λίγο αμίλητος
«Βάσω, ξέρεις την υπόθεση της παράστασης που θα δούμε, να μάθω και εγώ κάτι μέχρι να φθάσουμε…»
«Μια ιστορία αγάπης και προδοσίας παλαιάς κοπής, Κύριε Αργυρίου, απο αυτές που κάποτε ήταν γεμάτος ο κόσμος…»
«Δεν κατάλαβα Αντζυ, τι σημαίνει παλαιάς κοπής;»
«Να, πως να το πούμε, αυτά τα παραμύθια τα έγραφαν κάποτε για παρηγοριά των απόρων κορασίδων ( οι δυό κοπέλες ξεσπούν σε γέλια). Σήμερα δεν συμβαίνουν αυτές οι πικρόγλυκιες ιστορίες κύριε Αργυρίου. Οι γυναίκες αλλάξαν, ξύπνησαν. Δεν τις θέλει ο ένας, βρίσκουν έναν αλλον. Βαρέθηκαν τον έναν, βρίσκουν κάποιον άλλον. Απλά τα πράγματα. Γιατί να σκάνε και να χορεύουν μάλιστα μέχρι σκασμού!( οι δυό κοπέλες ξανα βάζουν τα γέλια ). Τώρα εμείς πρέπει να το δούμε το δράμα της Ζιζέλ, (ξεσπούν ξανά σε γέλια…) γιατί μας μίλησε και η δασκάλα του μπαλέτου..και…».
Οδηγεί ακούγοντας τις δυό κοπέλες αλλά χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα από όσα λένε. Κρατά το τιμόνι με το δεξί χέρι και με το αριστερό ακουμπισμένο στο παράθυρο κρατά το κεφάλι του.
«Καλό τσουλάκι έχει γίνει αυτή η Αντζυ. Και κάνει συνέχεια παρέα με την δικιά μου. Πρέπει να της μιλήσω κάποια στγμή. Θυμάμαι ξανά. Εκείνο το βλέμμα της όταν της έιπα να φύγει, όταν χωρίσαμε. Γεμάτο οίκτο ήταν. Αυτό το συναίσθημα της συμπάθειας για κάποιον που βρίσκεται σε δυσάρεστη θέση. Και εγώ ήμουν σε δυσάρεστη θέση. Αλλά τότε δεν το είχα καταλάβει. Τώρα όμως μπορώ να μεταφράσω εκείνη την ματιά της. Μπορεί να είχε δει τα πάντα μέσα στα μάτια μου. Να ήξερε την αλήθεια ¨Ομως ένιωθα δυνατός, κατακτητής, ένας άνδρας, όπως και άλλοι σαν εμένα. Ο κανόνας. Τότε ενιωσα ανακούφιση και δικαίωση. Αρα, σωστά είχα επιλέξει για να δεσμευτώ σοβαρά μιάν άλλη γυναίκα. Μάλιστα, ήταν πιό νέα και ομορφη. Απο οικογένεια που ειχε, τον τρόπο της, οπως λένε..»
Σταματά απότομα στο κόκκινο ενός φαναριού στο Hilton. Κοιτάζει πίσω να βεβαιωθεί πως το απότομα σταμάτημα δεν ξάφνιασε τις κοπέλλες. Ξεκινά μετά νευρικά.
« Μπορεί να ήξερε τότε πως ήταν η τελευταία φορά που συναντιόμασταν. Μπορεί να ήθελε να έρθει σπίτι μου για να μου πει εκείνη να χωρίσουμε.Την πρόλαβα όμως εγώ. Και αυτή δεν έκανε τίποτα μετά για να αλλάξει τα πράγματα. Αυτό που εγώ τώρα ανακαλύπτω, ίσως εκείνη το είχε δεί τότε, σαν μάντισα του μέλλοντος. Είχε δεί απο τότε, σε ποιό σημείο θα με οδηγούσαν οι επιλογές μου. Μετά, αργότερα την ίδια μέρα, σκέφτηκα πως δεν ήταν σωστό, ετσι όπως την έδιωξα. Ας την κρατούσα ακόμα λίγο καιρό.Με αγαπούσε και μου άρεσε. Θα έμενε μαζι μου. Θα της έλεγα διάφορα παραμύθια και θα τα μπάλωνα όπως έκανα για αρκετό καιρό.Ομως χάθηκε. Εψαξα να την βρώ.Δεν ξαναπάντησε στο τηλέφωνο.Δεν μου ζήτησε τον λόγο, δεν με έβρισε, δεν είπε τίποτα. Τηλεφωνούσα ακόμα και την νύχτα να δώ αν κάποιος άλλος απαντούσε το τηλέφωνο. Μπορεί να είχε βρεί κάποιον άλλον. Κανείς, καμμία απάντηση. Λίγους μήνες μετά παντρεύτηκα.Την ξέχασα. Χαθήκαμε ετσι απότομα. Δεν την ξαναείδα. Δεν την ξανάκουσα απο τότε. Αυτό με βόλεψε αρκετά. Σίγουρα ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να ξεφύγω από την δύσκολη κατάσταση. Έτσι ηρέμησαν και οι ενοχές μου ή μάλλον εξαφανίστηκαν. Και τώρα για δές! Ξανά, επιστρέφει στον ύπνο μου, στα όνειρα μου. Αυτή, το άρωμά της και οι ενοχές μου ξανά ζωντανές»
«Ποιός εχει συνθέσει την μουσική του μπαλέτου Βάσω;»
«Ρε μπαμπά σου ξανάπα χίλιες φορές. Εδώ και μιά εβδομάδα με ρωτάς τα ίδια και τα ίδια. Δεν ξέρω ρέ μπαμπά, εμένα με ενδιαφέρει μόνο να δώ να χορεύει η Svetlana Aleksandrovna Lunkina. Μπαμπά! ειναι θεάάά, σου λέω, θεάααα, θα της πετούν τα μπουκέτα με λουλούδια στο τέλος, θα δείς! Να πρόσεξεις το τέλος μπαμπά. Ειδικά στο τέλος. Η δασκάλα μας είπε πως αυτό ειναι ένα από τα πιο όμορφα pas de deux που έχουν χορογραφηθεί στον κλασσικό χορό…..».
«Μα τι πληρώνω τόσα χρόνια στα μπαλέτα της! Θα έπρεπε να ξέρει τουλάχιστον τα στοιχειώδη! Αλλά ποιός να της τα πεί αυτά. Εγώ λείπω όλη μέρα. Η μάνα της ξέρει μόνο να μου λέει « πλήρωσε αυτό και εκείνο και πήγαινε να φέρεις το παιδί απο το μπαλέτο». Μπαλέτο! Εγώ ήθελα να κάνει αθλητισμό η Βάσω. Αυτός χρειάζεται στα παιδιά. Η μάνα της ουτε να ακούσει για στίβο.» «Η κόρη μου δεν θα γίνει σαν αυτές τις ανδρογυναίκες στον στίβο, θα κάνει μπαλέτο. Ειναι πολύ όμορφη και θα κάνει μπαλλέτο. Ολο γκρίνια ήταν. Τελικά υποχώρησα. Θα μπορούσε να έρθει μαζί μας απόψε. Η αλήθεια ειναι, πως εχω αποτύχει στον γάμο μου. Ναι, πρέπει κάποτε να το παραδεχτώ. Ειμαι ένας αποτυχημένος. Δηλαδή, οχι ακριβώς αποτυχημένος. Κοινωνικά είμαι αποδεκτός, άρα και επιτυχημένος. Με τα σπιτια μου, προικα της γυναικας μου, αλλά δεν εχει σημασία. Το καλό μου αυτοκίνητο, το εξοχικό μου, τα ταξίδια μας, το καλό σχολείο του παιδιού μου, γυναίκα κάθε μέρα να την βοηθά στις δουλιές, τα ταξίδια μας…τα τυχερά μου με τα γκομενάκια!Τι είναι ολα αυτά; Δεν είναι επιτυχία; «Να πάμε την μικρή να το δεί» Το έλεγε κάθε μέρα. Πήρα τα εισιτήρια τελευταία στιγμή. Σχεδόν τσακωθήκαμε και γι΄αυτό. Θα μπορούσε να το φροντίσει η ίδια. Ειχε χρόνο. Της τηλεφώνησα σπίτι πριν φύγω απο το γραφείο μου. Κτυπούσε το τηλέφωνο συνέχεια. Δεν απαντούσε. Ηταν στο κομμωτήριο, μου το ειπε η Μαργαρίτα. Την κάλεσα και στο κινητό της. Το είχε κλειστό. Και ξαφνικά γυρίζω σπίτι και μου λέει πως δεν θα έρθει. Τελευταία στιγμή. Είχε πονοκέφαλο. Ετσι λέει συνέχεια για να μην έρχεται μαζι μου. Εφαγα μόνος μου, όπως κάθε μεσημέρι, παρέα με την Μαργαρίτα. Ευτυχώς δεν πήγε χαμένο το εισιτήριο. Ηρθε αυτό το χαζό, η κολλητή της Βάσως απο το μπαλέτο. Η ίδια την κάλεσε. Μίλησε και με την μητέρα της. Τι να έλεγα; Πήρα τελικά τις μικρές και να, πάμε στο θέατρο. Λες να κοιμάται τόση ώρα;Μπορεί και όχι. Δεν με ενδιαφέρει πιά. Ίσως έπαψα και να την αγαπώ. Μπορεί και να μην την αγάπησα ποτέ. Δεν ήμουν έτσι όταν την γνώρισα. Ένιωθα κάπως διαφορετικά. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά μπορεί και να την είχα ερωτευτεί.»
Αφήνει το αυτοκίνητο τρία στενά μακριά απ’ το θέατρο. Βρήκε μια θέση εύκολα. Πετάγονται έξω οι δύο έφηβες. Προχωρούν βιαστικά. Κλειδώνει και βάζει συναγερμό. Φτάνουν στην είσοδο του θεάτρου. Έχει ήδη μαζευτεί κόσμος. Κάνει πολύ ζέστη και έχει βαριά άπνοια. Παίρνουν θέση στην ουρά των θεατών. Οι πόρτες δεν έχουν ανοίξει ακόμα. Περιμένουν υπομονετικά. Με μια βεντάλια ή με το πρόγραμμα σπρώχνουν πάνε πέρα δώθε τον τεμπέλη αέρα, μπροστά στο πρόσωπο τους. Οι έφηβες δε σταματούν να μουρμουράνε η μια στην άλλη και να στέλνουν μηνύματα με τα κινητά τους. Αυτός στέκεται πίσω τους. Σηκώνει το κεφάλι προς τα πάνω και ψάχνει. Με τεντωμένα, ορθάνοιχτα ρουθούνια ψάχνει κάτι στον αέρα. Δεν βρίσκει τίποτα. Τίποτα. Κανένα ίχνος απο εκείνην, ούτε το γέλιο της, ούτε το μεθυστικό της άρωμα.
«Σιγά, σιγά δικέ μου, σύνελθε, αυτό μας έλειπε τώρα. Να περιμένεις να ξαναζήσεις το όνειρο. Να βγει αληθινό! ένα απλό όνειρο ήταν, τίποτα περισσότερο, τίποτα άλλο. Περίεργο μέν, αλλά όνειρο. Ολόκληρη η ζωή μου σχεδόν, σένα όνειρο. Μα τι παιχνίδια μας παίζει η ζωή! Τώρα αν το ξαναφέρω στον μυαλό μου, ίσως ήταν, ένα όνειρο «θερινής νυκτός» όπως λέμε..! αλλά όχι, δεν ήταν μόνο αυτό. Οχι, όχι, ήταν και κάτι ακόμα, κάτι παραπάνω απο όνειρο. Σαν ένας απολογισμός ήταν. Δεν τον είχα κάνει μέχρι τώρα. Εκανα μια αρχή στον ύπνο μου και τον συνέχισα ακόμα και όταν ξύπνησα. Ενας βαρύς απολογισμός μέσα απο ένα όνειρο θερινής νύχτας.
This Post Has 2 Comments
Ιστορία ζωής ίσως για αρκετούς/τες. Πόσοι δεν έχουν αφήσει το άλλο τους μισό για πείσματα και καταλήγουν με απωθημένα αλλά “σωστοί” κοινωνικά ;
Μου αρέσει ο τρόπος που με βάζεις μέσα στο σκηνικό. Νιώθω τι νιώθει ο ήρωας, μυρίζω το άρωμα της χαμένης του αγαπη.
Πολύ καλή δουλειά .
Ευχαριστώ πολύ