Post-01
Άννα Μαρία Γραμμένου

2010 στην πόλη της θεάς Αθηνάς

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on whatsapp
WhatsApp
Share on email
Email

Γιατί τόση σιωπή στα χείλη σου θεά Αθηνά;

Νοέμβριος

σταλμένος χωρίς κρύο ή χιονιά, να μην καίνε τα ελάχιστα που στις τσέπες τους έμειναν

κακόμοιροι Αθηναίοι και των άλλων πόλεων ‘Ελληνες.

Σύνταγμα πρωί, 

σιωπηλοί ανέκφραστοι, όσοι ακόμα τις δουλειές τους έχουν κρατήσει ή τους τις έχουν δωρίσει.

Βιτρίνες ανέκφραστες, καταδικασμένες, σπασμένα ακόμα πεζοδρόμια

και ας άλλαξε χέρια και σκέψεις ο Δήμος της πόλης, σε κάθε γωνιά πάνω σε κάποιο κορμί σκοντάφτεις.

Καραγεώργη Σερβίας-Βουλής, 

ο Ανδρέας, όλοι ξέρουν, στέκεται όρθιος, ψηλός, αξύριστος, στεγνός, μέλλον δεν έχει χωρίς το χέρι απλωμένο.

Κολοκοτρώνη-Βουλής,

καθισμένη μια νεαρή στο βρώμικο πεζοδρόμιο, ένα μωρό θηλάζει, από που είσαι τάχα εσύ;

Ψάχνεις, κάτι βρίσκεις, τα δίνεις, αν τα κρατήσεις θα’ρχεται στα όνειρα σου το κλάματα του.

Σταδίου-Βουκουρεστίου,

Τιτάνια ονόματα καταστημάτων, με φορτωμένες βιτρίνες,

ματαιόδοξων ανόητων νεόπλουτων τις ανάγκες, αν τις κατακτήσουν θα νιώθουν πως υπάρχουν,

παρελαύνει μπροστά τους ένα γέρικο πλάσμα, ερείπιο ανθρώπου σκυφτό, άστεγο, ταπεινωμένο,

σέρνοντας την καταδίκη του με αθόρυβα δεσμά.

Γιατί τόσο άθλια η πόλις σου Θεά Αθηνά;

Σκεφτικοί κουλουρτζήδες, έκανες κάποτε ουρά για ένα κουλούρι

Κάθε γωνιά λαχειοπώλης φωνάζει στην τύχη σου, μην την ξεχάσεις μα ούτε αυτήν μπορείς πια ν΄αγοράσεις.

Κλειστό το ρολογάδικο στην Βουλής, από προπάππου κρατούσε ζωντανά κάθε λογής ρολόγια.

Πέρασαν και επέζησε τόσες βαρβάρων επιδρομές, για να υποκύψει τώρα ξανά στου Αδόλφου την κρυφή, νέα γενιά,

τι και αν σημαία έχει ακόμα Ελληνική ο Παρθενώνας, δεν έχει πια Γλέζο και Σάντα η γενιά σου.

Κρατούν φραπέ και iphone, αβεβαιότητα για σημαία έχουν τα παιδιά σου.

Οδός Σταδίου απόγευμα.

τρέχει να κρυφτεί ένα μικρό καραβάνι Αφρικανών, φορτωμένο παράνομη πραμάτεια,

να έχει να αγοράζει επωνύμων απομιμήσεις ο άφρων λαός σου.

Ψάχνει μέσα στους άδειους κάδους σκουπιδιών ρακένδυτο σκιάχτρο.

Γιατί τόση μιζέρια στην πόλη σου Θεά Αθηνά;

Νιώθεις το βάρος της κατοχής και ας μην γυαλίζει η μπότα των Ναζί,

είναι παντού κατακτητής με κάθε λογής συσκευή και μηχανή μίξερ, πλυντήρια, τηλεοράσεις

τι ειρωνεία, δεν δίνουν ελπίδα, ευχαρίστηση, προοπτική, πριν τα αγοράσεις στο είχαν υποσχεθεί.

Ακόμα όρθιοι οι Εύζωνες στον Άγνωστο στρατιώτη, φυλάνε Θερμοπύλες, δικά σου παιδιά και αυτά

Κοιτάς μπροστά, ψηλά, τίποτα δεν βρίσκεις ν΄αρπαχτείς,

να μην χαθείς στο χάος που κατασπάραξε το μέλλον γενεών Ευζώνων.

Τόσων αδίκως πεσόντων Ελλήνων να είναι άραγε αυτή εδώ η σπιθαμή γης η επόμενη περικοπή;

Η Ελλάδα όλων ή των ολίγων είναι αυτή πατρίδα; .

Με 300 ο Λεωνίδας στους βαρβάρους αντιστάθηκε, τριακόσιοι ξανά οι εκλεγμένοι της Βουλής

αλυσοδεμένους τους απογόνους του, παρέδωσαν σε πολιτισμένους επιδρομείς.

Γιατί τόση προδοσία στην πόλη σου Θεά Αθηνά;

Μια μέρα λες ν΄αρθεί που οι τσολιάδες δεν θα φορούν φουστανέλα λευκή

αλλά των Βρυξελλών την νέα στολή, ίσως των καταδίκων, ίδια, ριγωτή;

Μια μέρα λες  ν΄αρθεί και πάλι θα λέμε «από τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά»

άναρθρη λαλιά, ευνουχισμένη γενιά, ελπίδα καμιά.

Σε αυτήν την πόλη η καρδιά σου τι κι αν κτυπά, άδικα αναμένεις να κάνει πάλι ξαστεριά.

Έχουν μελετήσει την ιστορία σου οι βάρβαροι τώρα ξέρουν,

πως αντιδράς και πολεμάς, που πονάς, σε τι θεό πιστεύεις.

Καταιγίδα των πολιτών σου διαμαρτυρίες σε αφήνει αδιάφορη;

Στην Βασιλέως Γεωργίου τα μάρμαρα γυαλίζουν, φωλιές απάνθρωπων με μεγάλες θύρες ανοιγοκλείνουν

κρυφά πάθη εξουσίας με αμαρτωλές συμφωνίες, ξεπουλήματα συνειδήσεων, εκεί μέσα θησαυρίζουν.

Γιατί τόση διαφθορά στην πόλη σου Θεά Αθηνά;

Δεκέμβριος,

από τον Θεό σταλμένος, ήπιος καιρός, λίγο δροσερός, για πόσο ακόμα;

Κοιτάζεις ψηλά, σύννεφα γκρίζα απειλητικά, επιδρομή σε μιαν Ελλάδα ανοχύρωτη, μελαγχολικιά,

σκυμμένη, υποταγμένη, προδομένη ξανά από τα ίδια της τα παιδιά

Στου Συντάγματος τους δρόμους που αγκαλιάζουν την πλατεία,

αφουγκράσου, πολίτες με θυμό ορμούν, κτυπούν, αλαλάζουν την Βουλή σου κοιτάζουν, καταδικάζουν

γη προγόνων τους ποτισμένη με ιδρώτα και αίμα, κόκκινο αφήνουν στο πέρασμά τους, 

σημάδια από τις πληγές της ψυχής τους, τώρα σε πολεμούν δικαίως και αδίκως.

Αμούστακα πρόσωπα γιατί κρύβουν;

Μολότοφ κρατάνε αντί τα κουπιά και το τιμόνι της χώρας τους

Γιατί γκρεμίζουν αντί να χτίζουν;

Γιατί τόση  οργή στην πόλη σου Θεά Αθηνά;

Γέμισαν λαμπιόνια τα παράθυρα, στολίστηκαν τα δένδρα στους βρώμικους δρόμους

φωτίζουν με ελπίδες, τα όνειρα των λίγων, που πάντα είχαν στα χέρια τους όπλα δυνατά,

των πολλών, με ιδρώτα και πόνο αγαθά, να αρπάζουν.

Να έχουν αυτοί, οι λίγοι, τα σπίτια τα πολλά, ένοχα κρυμμένα μετρητά, αυτοκίνητα ακριβά,

τα παιδιά τους σε σχολεία διαλεχτά ,να μπορούν να αγοράζουν τόσα πολλά με τόσα πολλά!

Μια μέρα τους να θρέψει μπορεί, πολλών παιδιών σου τα παιδιά

Ακόρεστη η δίψα του πλούτου άλλων, που στους νόμους δεν πειθάρχησαν

χείμαρρος πνίγει αθώους με αρετές στον διάβα του, υποτελούς πατρίδας ανίσχυρης,

των λίγων ζήλεψαν τα πολλά, στενάζουν τώρα χωρίς αυτά

Γιατί τόση απληστία στην πόλη σου Θεά Αθηνά;

Με καταρρακωμένες δυνάμεις τρέχουν να θαυμάσουν δένδρα στολισμένα, ψεύτικα, φανταχτερά,

κομπάζοντας πως είναι αυτά, του κόσμου όλου τα πιο ψηλά, να τα βλέπουν μάτια ψυχών κενά χαράς.

Χιλιάδες στις γειτονιές σου τον μιναρέ τους αναζητούν, γυρεύουν να τραφούν να επιβιώσουν να χαρούν

Κτυπούν Χριστούγεννα οι καμπάνες, τίποτα δεν σημαίνουν

μοιάζουν φιέστα, πανηγύρι σωστό, χρόνια τώρα δεν έχουν σχέση καμία με τον Σωτήρα Χριστό.

Γιατί τόσοι άπιστοι στην πόλη σου Θεά Αθηνά;

Μάϊος 

Από τον Θεό σταλμένος, ανθισμένος, ηλιοστολισμένος, κενός ονείρων, ελπίδων επικήδειων μοιάζει μήνας.

Την πόλη τα περιστέρια της εγκαταλείπουν, κόρακες, όρνεα πεινασμένα σκληρά, 

με πρόσωπα καλυμμένα έρχονται, σκοτεινιάζοντας το αλυσοδεμένο της Αττικής φως.

Κάθε ψυχή σπαράζουσα, αντιστέκεται ή ξεψυχά.

Τι άλλο μένει στην πόλη που σε λάτρευε και προστάτευες;

Πόσο ακόμα στα τείχη θ΄αγωνιούν οι πολίτες σου;

Πέφτεις εσύ, ακολουθεί των Ελλήνων ολάκερο γένος

Βγες έξω, τον θυμό σου αντάμωσε μαζί τους

Ξύπνα από της πλάνης τον λήθαργο δεν μένει άλλος χρόνος, τώρα περισυλλογή

Η ταν ή επί τας  δώσε εντολή, κτύπα το δόρυ σου ελπίδες να φυτρώσουν

όρθωσε ανάστημα, με όραμα, στόχους, εκστρατείας  ηγήσου 

για των Ελλήνων την συνέχεια, για τα παιδιά σου.

Γιατί τόση σιωπή στα χείλη σου θεά Αθηνά;

2011 AMG

2010 στην πόλη της θεάς Αθηνάς

AMG-LG-BLACK

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Εάν αγαπάτε τις Ιστορίες, γραφτείτε στο Newsletter μας!

Anna Maria Grammenou

Δημιουργική, με αχαλίνωτη φαντασία και χιούμορ, ερωτευμένη με όλες τις τέχνες, ιδιαίτερα μουσικόφιλη, σινεφίλ, φιλόζωη, και με αδυναμία στον μαύρο γάτο μου, τον Σούλη. Μου αρέσει να εκφράζω τις σκέψεις μου μέσα από μικρές και μεγάλες ιστορίες.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ας γνωριστούμε καλύτερα!

Άδεια Creative Commons
Ο ιστότοπος περιέχει υλικό που είναι διαθέσιμο μόνο για ανάγνωση. Δεσμεύεται με την ειδική άδεια Creative Commons.
Δεν παρέχεται άδεια των συγγραφέων για Εμπορική Χρήση - ή Αναπαραγωγή των Έργων τους. 4.0 Διεθνές.