Και έδωσε ο Θεός να ξημερώσει η μέρα της λήξης από αυτή την καραντίνα. Για να πω την αλήθεια εγώ δεν βλέπω καμμια αλλαγή στην ζωή μου. Κλεισμένος μέσα θα παραμείνω, το ξέρω. Αλλά πρόσεξα αλλαγή κινήσεων σε άλλους σήμερα το πρωί. Μετά το πρωινό μας, ντύθηκε, στολίστηκε, φόρεσε μια από τις μάσκες που έραψε, φόρεσε γάντια και έφυγε.
-Που πας έτσι σαν πασχαλίτσα; της φώναξα.
–Κάθισε φρόνιμος, δεν θα αργήσω.
Παραξενεύτηκα! Φρόνιμος είμαι πάντα, αλλά ανησύχησα λίγο. Που πάει τώρα; Πόσο θα λείψει; Θα επιστρέψει; ή θα μείνω μόνος μου για μέρες; Έτρεξα να δω το πιάτο μου, πάντα εξαιρετική η τροφή μου, με γεύση σολομού για στειρωμένες γάτες, έτσι γράφει η συσκευασία της. Είχε βάλει αρκετή και φρέσκο νεράκι. Άμμο υγιεινής είχα επίσης καθαρή. Όταν έφυγε, έτρεξα στο κρεβάτι της, να πάρω ακόμα έναν υπνάκο. Όχι δεν κάνω ζαβολιές. Δεν μπαίνω μέσα στα σκεπάσματα της. Μου βάζει στην άκρη του κρεβατιού την κουβερτούλα μου, μια κάτω και μια πάνω και χώνομαι εκεί μια χαρά. Και έδωσε ο Θεός να επιστρέψει μετά από ώρα αρκετή! Είχα ξανά πεινάσει. Ανοίγει η πόρτα και τι να δω! Μια κυρία που έμοιαζε με την δική μου, χωρίς μάσκα, χτενισμένη άψογα, και με κραγιονάκι παρακαλώ.
-Ποια είστε μανδάμ, πως μπαίνετε έτσι μέσα στο σπίτι μας;
–Πως κάνεις έτσι Σούλη; Εγώ είμαι; Τι φοβάσαι;
-Δεν σε γνωρίζω, πες το σύνθημα μας (διότι έχουμε σύνθημα παρακαλώ, χρήστης και password όπως στο Web banking της, που όλο το ξεχνάει και όλο το αλλάζει).
Αγρίεψα λίγο για να καταλάβει η εισβολέας ότι δεν αστειεύομαι. Έλα όμως που αγρίεψε και αυτή.
-Τι λες βρε βλάκα γάτε; Θες και σύνθημα τώρα; Ωραία λοιπόν! «Που είναι το αγόρι μου;»
Μόλις άκουσα αυτή την τόσο γλυκιά φράση, γιατί μου το λέει πάντα μελιστάλαχτα, χαδιάρικα, ξύπνησε μέσα μου και το σύνθημα και το παρασύνθημα. Αλλά να με πει βλάκα; Εμένα έναν γάτο ράτσας Βομβάης ; Το ξεπέρασα γρήγορα και σκέφτηκα, που θα πάει θα πάρω το αίμα μου πίσω.
-Μα καλά, εσύ έφυγες με άσπρα μαλλιά και γύρισες με μαύρα. Κεφάλι φουντωτό σαν σγουρός βασιλικός και γύρισες σαν φαντάρος. Με άσπρα νύχια και τώρα κόκκινα και κραγιονάκι; Και η μάσκα;
–Με έφερε η Γεωργία Σούλη μου, τι να φορέσω μάσκα μέσα στο αμάξι της; Σου αρέσω Σούλη μου;
Τι να της έλεγα, ότι δεν μου άρεσε το κοντό μαλλί της; Εκείνο το άσπρο φουντωτό μου άρεσε περισσότερο. Γενικά μου αρέσουν οι γυναίκες με πολλά μαλλιά και λευκά. Όσες έρχονται σπίτι μας έτσι, τις λατρεύω αμέσως. Αντιθέτως δεν γουστάρω άνδρες με μουστάκια και μούσια ακόμα και αν είναι αξύριστοι μια δυο μέρες. Δεν μου αρέσουν, τέρμα η συζήτηση. Μόλις τους δω να σκάνε μύτη από την πόρτα του ανελκυστήρα, γρυλίζω σαν σκύλος και μπαίνω στα ενδότερα του ανακτόρου μας. Θα βγω όταν ο κάθε αξύριστος αποχωρήσει. Την παρακολουθούσα να δω αν είχαμε άλλες αλλαγές με την νέα κατάσταση λήξης της καραντίνας. Ωχ! έπιασε το τηλέφωνο. Κάτσε να δούμε τι θα πει.
–Ναι, μόλις γύρισα Αλέκα μου. Τι να σου πω! Πολύ καλά μου τα έκοψε ως συνήθως! ναι και λούσιμο και χτένισμα. Μα έχει χρυσά χέρια η Γεωργία σου λέω. Ναι, ναι έκανα και πεντικιούρ. Μα δεν γινόταν άλλο χρυσή μου, το νύχι είχε μεγαλώσει. Αφού σκεπτόμουν πως θα κάνει χρήση σαν βατραχοπέδιλο σαν αρχίσω ξανά το κολύμπι.
Και άρχισε να γελάει μόνη της, κάτι που κάνει συχνά με τα δικά της αστεία. Πρώτα τα λέει, μετά γελάει εκείνη και ίσως ακολουθούν και όσοι την ακούνε, αν έχουν καταλάβει το αστείο της. Δραματική η κατάσταση μας εδώ μέσα.
–Ναι, τα έβαψα ξανά, πολύ καλή δουλειά κάνει η Αγγελική. Δεν την αλλάζω με τίποτα…ναι, ναι…με μάσκες και οι δύο τους και γάντια και απόσταση και φους, φους το σπρέι με απολυμαντικό ….ααα! να σου πω, δεν ξέρω, μάλλον θα φύγω το απόγευμα…
Ωχ! είπε θα φύγει ξανά;
–Ναι λέω να ανέβω στα παιδιά να τα δω, μου έχουν λείψει πολύ…
Δεν με βλέπω καλά. Πάλι μόνος μου θα μείνω.
–Πως δεν θέλουν, πολύ θέλουν να έρθουν, αλλά έχω πρόβλημα με τον Σούλη…
-Θέλουν να έρθουν; Και εγώ έχω πρόβλημα με αυτά, δεν τα θέλω! hello… είπα δεν θέλω τα παιδιά σου εδώ….
–Τι να σου πω; Γάτες έχουν στο σπίτι τους 5 και ένα σκύλο. Πρόσφατα υιοθέτησαν την Λαλού μια γάτα Μέην Κούν, πέθανε μια θεία και την άφησε ορφανή. Ναι, ναι μια χαρά τα πάνε γάτες και σκύλος. Αλλά ο δικός μου δεν τα θέλει τα παιδιά. Τα κυνηγάει μέσα στο σπίτι για να παίξει και αυτά τρέχουν και φωνάζουν … «Ο Σούλης θα μας φάει…ο Σούλης γρατζουνάει….» και γίνεται χαμός…
-Ναι, δεν τα θέλω εδώ μέσα. Φωνάζουν, μου τραβάνε την ουρά, με φοβίζουν…
Και έκλεισε το τηλέφωνο και σκέφτηκα ξανά να κάνω μια συζήτηση μαζί της. Ενώ έτρωγε κάθισα δίπλα της και της είπα:
-Αν είχες μακριά μαλλιά θα σου άρεσε να στα τραβάω;
–Όχι ! απάντησε μεταξύ μιας μπουκιάς και μιας δαγκωνιάς.
-Ε! λοιπόν και σε εμένα δεν αρέσει να μου τραβάνε την ουρά…
–Μα εγώ στην τραβάω και μάλιστα σου αρέσει.
-Ναι, διότι εγώ στην δίνω και δεν την τραβάς για να την ξεκολλήσεις, Την χαϊδεύεις σαν να την χτενίζεις. Για κάνε πως την τραβάς δυνατά και τα λέμε.
-Έλα τώρα, μεγαλώνεις και όλο παραξενιές είσαι.
Τώρα είπα να της πω κανένα τραγουδάκι για το μεγαλώνεις λες και αυτή μικραίνει, αλλά είπα να το προσπεράσω αυτό διότι στις γυναίκες δεν αρέσει καθόλου να τους θίγεις θέματα ηλικίας και βάρους. Άλλαξα λοιπόν θέμα συζήτησης.
-Τι γίνεται έξω;
–Εννοείς αν κυκλοφορεί κόσμος έξω; Ναι κυκλοφορεί. Άλλοι με μάσκες, άλλοι χωρίς. Άλλοι με γάντια και άλλοι χωρίς. Άλλοι με θυμό για όσα συμβαίνουν και άλλοι ακόμα στον μαγικό κόσμο της Μπάρμπη. Άλλοι με γεμάτες τσέπες και άλλοι στις ουρές για μια μερίδα φαγητό που ο ΑΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος, μαζί με πολλούς άξιους εθελοντές, σωστούς ανθρώπους 1Ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος ήταν στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας με προϋπηρεσία 25 ετών στο χώρο της διαφήμισης και του μάρκετινγκ. Το Σεπτέμβριο του 2009 απολύθηκε από τη δουλειά του σε ηλικία 47 ετών και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο πατρικό του[1]. Μετά από 2 χρόνια ανεπιτυχούς αναζήτησης εργασίας το Δεκέμβριο του 2011, παρατηρώντας δυο παιδιά να μαλώνουν για λαχανικά στον κάδο απορριμμάτων της λαϊκής αγοράς, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Έφτιαξε δέκα τόστ και πήγε στη λαϊκή αγορά για να τα μοιράσει σε ανθρώπους που έψαχναν για τροφή στα σκουπίδια. Ο κόσμος στην αρχή δεν ανταποκρίθηκε, μέχρι που άρχισε ο ίδιος να τρώει ένα από τα τοστ. Μετά από αυτό οι άνθρωποι άρχισαν να ξεπερνούν τις αναστολές τους και πλησίασαν να πάρουν τοστ και να τα φάνε μαζί με τον Κωνσταντίνο. Στη συνέχεια πήγε στη λαϊκή και έκανε όπως λέει ο ίδιος αυτό που σπούδασε (μάρκετινγκ): ζητούσε από τους πωλητές να συνεισφέρουν πρώτη ύλη από τον πάγκο τους και άρχισε να μαγειρεύει στο δρόμο και να τρώει μαζί με τον κόσμο. Με τον τρόπο αυτό ξεκίνησε η ιδέα της "κοινωνικής κουζίνας"[3]: ο κ. Πολυχρονόπουλος διαχωρίζει το έργο του από τη φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη δηλώνοντας ότι για να δεχτεί μια προσφορά πρέπει εκείνος που θέλει να κάνει τη δωρεά να συμμετάσχει στη δράση, τρώγοντας από το ίδιο καζάνι με όλους[2]. Συχνά τα Διαδικτυακά ΜΜΕ τον βοηθούν κοινοποιώντας την έκκληση που απευθύνει στον κόσμο από το ιστολόγιό του για συνεισφορά βασικών ειδών[4].
με την κοινωνική κουζίνα του2η φωτογραφία είναι Ο Άλλος Άνθρωπος" Κων/νος Πολυχρονόπουλος στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς. Μέρος των εσόδων της πρωτοβουλίας "Kefalonia Big Walk 2016" διατέθηκαν στην "κοινωνική κουζίνα".
που μόνος ίδρυσε, μαγειρεύει για όλους όσους έχουν ανάγκη,
-Εσύ τι θα κάνεις;
–Σούλη μας είπαν ότι είναι δική μας η ΕΥΘΥΝΗ, οπότε θα φυλαχτώ με κάθε τρόπο διότι δεν εμπιστεύομαι κανένα και τίποτα. Πήγα και στο σούπερ μάρκετ εδώ δίπλα. Έμπαιναν οι νέοι με προφύλαξη οι ηλικιωμένοι χωρίς καμία. Οι τιμές Σούλη τσίμπησαν προς τα πάνω όσο εμείς είμαστε κλεισμένοι μέσα.
–Καλά κάνεις, φυλάξου. Δεν θέλω να σε χάσω τόσο νέα (της το πέταξα το ΝΕΑ για να την κολακέψω και να αρχίσει να με χαϊδεύει).
-Σούλη, φυλαχτώ ή δεν φυλαχτώ σαν έρθει η ώρα μου θα μείνεις χωρίς εμένα. Προς το παρόν άφησε με να ετοιμαστώ θα έρθει ο Πανάγος να με πάρει, σου είπα θα πάω στα παιδιά.
-Άρα μου λες ότι κυκλοφορεί κόσμος κανονικά και εγώ παραμένω σε καραντίνα;
-Πόσες φορές θα το συζητήσουμε αυτό αγόρι μου; Είσαι ένας στειρωμένος γάτος που όμως δεν βγαίνει έξω διότι τον θέλω να είναι συνέχεια μαζί μου και όχι να τον ψάχνω στις γειτονιές και τα κεραμίδια.
-Τι είναι τα κεραμίδια;
–Δεν έχω ώρα τώρα να σου εξηγώ. Βγες από το βαλιτσάκι μου, μαζί μου δεν έρχεσαι, αλλά και δεν θα με πείσεις! Θα πάω στα παιδιά.
Εκνευρίστηκε λίγο, διότι η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν όταν ετοίμαζε αποσκευές για ταξίδια μικρά ή μεγάλα έμπαινα μέσα και ξάπλωνα μήπως και με πάρει μαζί της.
-Τι είναι τα κεραμίδια;
–Εκεί που κάνουν βόλτες την νύχτα οι γάτοι και γάτες και κοιτάζουν το φεγγάρι. Εκεί που δεν πήγες ούτε θα πας διότι δεν έχουμε κεραμίδια στην γειτονιά μας. Εσύ έχεις το προνόμιο να το κοιτάζεις ξαπλωμένος στα μαλακό σου μαξιλάρι στο μπαλκόνι και να έχεις καθημερινά την δική σου ξηρά τροφή με την εξαιρετική γεύση σολομού που σου αρέσει. Να κοιμάσαι στο κρεβάτι μου και να έχεις χάδια όποτε εσύ τα ζητάς.
Και έφυγε λίγο μετά αφού μου έβαλε αρκετή τροφή, νεράκι, και καθαρή άμμο υγιεινής για γάτες. Έμεινα μόνος μου και το έριξα στον ύπνο. Πέρασαν δεν ξέρω πόσες ώρες, ή μέρες και άκουσα το κλειδί στην πόρτα μας και έτρεξα να δω γεμάτος αγωνία.
–Σούλη μου, αγόρι μου! Που είσαι;
-Εδώ στο παράθυρο, πίσω από την γλάστρα σου. Ψάξε να με βρεις, απάντησα με ένα συνεχές γουργουρητό για να την συγκινήσω αλλά και να την κάνω να νιώσει ενοχές για την εγκατάλειψή μου.
Τακτοποιούσε τα πράγματα της ενώ εγώ πηγαινοερχόμουν στο σημείο που έχω την δική μου τραπεζαρία.
–Για να δω…το έφαγες όλο; Α! Όχι…πως και έτσι;
-Μου κόπηκε η όρεξη κυρά μου. Όταν λείπεις ή με πιάνει λιγούρα και όλο τρώω ή δεν τρώω.
–Αλλά βλέπω το νεράκι σου το ήπιες όλο.
-Για πες κανένα νέο! Πως πέρασες στα παιδιά σου.
–Τι να σου πω Σούλη μου! Δεν ήθελαν να φύγω και τα δύο. Χόρτασα αγκαλιές και φιλιά.
Εκεί δίπλα στο σπίτι τους έχουν φτιάξει ένα όμορφο κήπο σαν κατασκήνωση και όλη μέρα σχεδόν εκεί παίζουν. Είδα μαζί με τον μικρό, τον Μπομπ σφουγγαράκι και τον Ρόζ πάνθηρα αλλά και ταινίες με τον Θανάση Βέγγο, που τόσο του αρέσουν. Με την μεγάλη κάναμε κάτι ασκήσεις για το σχολείο της. Παίξαμε γελάσαμε, κοιμήθηκα έχοντας τα στην αγκαλιά μου. Παράδεισος Σούλη μου οι αγκαλιές των μικρών παιδιών.
-Μα είσαι σοβαρή γυναίκα τώρα πες μου, έβλεπες παιδικές ταινίες;
-Ναι Σούλη! Ξέφυγα από τον κόσμο των ενηλίκων που μόνο προβλήματα δημιουργούν. Η απληστία και ο εγωισμός κυβερνά σήμερα ολόκληρο τον κόσμο, με αποτέλεσμα να γίνεται ολοένα και χειρότερη η ζωή μας.
-Δική σας η ευθύνη! έτσι δεν σας λένε; Όχι μόνο αν κολλήσετε τον κορονοιό αλλά και ακόμα αν πεθάνετε από αυτόν ή άλλες αιτίες.
-Όλοι δεν έχουμε την ίδια ευθύνη Σούλη.
–Συμφωνώ απόλυτα. Οι σκεπτόμενοι σαν άνθρωποι πολίτες έχουν ανάλογα ψηφίσει και πράξει. Οι άλλοι που ήθελαν περισσότερα τώρα χάνουν και τα λίγα. Από ότι ακούω και όσα διαβάζω στο διαδίκτυο όταν εσύ κάνεις άλλα πράγματα, βγήκαν έξω “οι ελεύθεροι πολιορκημένοι” αλλά τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Οι αμοιβές τους μίκρυναν, οι τιμές αυξήθηκαν, οι ανάγκες τους παραμένουν ίδιες. Η ανεργία μεγαλώνει καθημερινά και γυρίζετε ξανά πίσω σε άλλες εποχές. Χρόνια καταπίεσης και μιζέριας. Χρόνια που αργότερα καταδικάσατε και γίνατε όλοι αντιστασιακοί ήρωες! Αλλά ξεχάσατε γρήγορα. Καταργούν οι εκλεγμένοι σας, νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος. Τέρμα οι δασικοί χάρτες Μετά θα καίτε τα δάση σας, δηλαδή όσα σας απέμειναν, για να χτίζετε και αν ξανακαούν οικισμοί σας θα σας φταίει τότε τι; Ποιος; Θα έρθουν ξανά βροχές και πλημμύρες και καταστροφές όπως ήδη έχει συμβεί. Και τότε θα φταίει ποιος και τι; Πώς να σας χαρακτηρίσω τώρα;
Σκεπτόμενους ή ανόητους; Υπεύθυνους ή ανεύθυνους; Πατριώτες ή εχθρούς της ίδιας της χώρας σας; Καταργήθηκαν εργατικά δικαιώματα σας για τα οποία πάλεψαν οι γονείς σας και παππούδες σας για να έχετε καλύτερη ζωή.
-Δεν φταίω εγώ!
-Ποιος φταίει; Εγώ; Ο στειρωμένος, στερημένος, έγκλειστος γάτος; Δεν ψηφίζω εγώ! Εσείς αποφασίσατε!
Σταμάτησα για λίγο και πήγα μια βόλτα μέχρι το μπαλκόνι. Την είδα να φουντώνει και να κοκκινίζει. Είπα, άσε μην της πω άλλα και πάθει κανένα εγκεφαλικό. Μετά, σαν μπήκα μέσα είχε ήδη ξαπλώσει και χώθηκα δίπλα της.
-Έχεις δίκιο Σούλη. Έρχονται δύσκολες μέρες. Είναι σαν ένας πόλεμος. Σε κάποιες χώρες θα πέσουν πολλοί αθώοι και μη, στα χαρακώματα από τον μυστήριο αυτό κορονοϊό και άλλοι μετά θα ακολουθήσουν, από τις συνέπειες της πανδημίας, την ανεργία που φέρνει επίσης πολλά δεινά. Μιζέρια, πείνα, αύξηση της εγκληματικότητας, της δυστυχίας.
–Και να δεις τότε θα βγαίνετε έξω όλοι με ΜΑΣΚΕΣ σαν τους αναρχικούς και θα φωνάζετε αλλά κανείς δεν θα σας ακούει. Άντε και βγήκε το εμβόλιο κατά του κορονοϊού αυτού. Θα το κάνεις εσύ αμέσως; Μέχρι να σταματήσει αυτό το κακό θα φύγει κόσμος και κοσμάκης.
–Σταμάτα νυχτιάτικα να μοιρολογάς Σούλη!
Σταμάτησα και άρχισα να γουργουρίζω! Με χάιδεψε στην κοιλιά και σταμάτησε το χάδι σαν την πήρε ο ύπνος.
Τελικά ο λαός αυτός από τον πολύ ύπνο παθαίνει αμνησία;
Πώς να εξηγήσω μια χώρα με τόσο μεγάλη ιστορία να κάνει τόσα λάθη; Αυτός ο λαός να μην έχει διδαχτεί από τα λάθη των προγόνων του και να τα επαναλαμβάνει. Πώς να εξηγήσω την τόσο όρεξη για μόρφωση των γονιών για τα παιδιά τους που σαν αποτέλεσμα έχει να μένουν ακαλλιέργητα και προπάντων ανιστόρητα;
Αγνοώντας την ιστορία και τα λάθη της τα επαναλαμβάνουν και αυτόματα καταδικάζονται σε νέα σκλαβιά και οπισθοδρόμηση αντί πρόοδο και ευημερία. Διότι δεν αρκούν οι επενδύσεις που σας έταξαν και που δεν ήρθαν για την ευημερία. Χρειάζεται και κάτι ακόμα. Τίμιοι αποδέκτες των επενδύσεων για ανάπτυξη. Και τέτοιους δεν έχει αυτή η χώρα σας. Όπως δεν έχει τίμια Δικαιοσύνη, τίμιους Ιεράρχες, τίμιους εργοδότες, τίμιους επιχειρηματίες, γενικά ΤΙΜΙΟΥΣ.
Οι εξαιρέσεις δεν αρκούν δυστυχώς για να αλλάξει η κατάσταση σας. Έχει βάλει ρότα το καράβι σας για τα βράχια ξανά. Και το χειρότερο είμαι και εγώ πάνω σε αυτό χωρίς να έχω επιλέξει την καταστροφή μου.
Λήξη καραντίνας για άλλους όχι για εμένα, αλλά παραμένω σκεπτόμενος γάτος