Η επιστροφή
Έχασε την εργασία της από μια νεώτερη, φθηνότερη υπάλληλο. Τον άνδρα της από μια πολύ νεώτερη, πλούσια γυναίκα. Ευτυχώς δεν πρόλαβε να κάνει παιδί μαζί του. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στο πατρικό της μετά το διαζύγιο μέχρι να σταθεί ξανά στα πόδια της. Θα την στήριζαν οι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι γονείς της, θα τους βοηθούσε και εκείνη. Της άρεσε να ψωνίζει στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς με την ανθρώπινη ζωντάνια πίσω από τους τόσους πολύχρωμους πάγκους. Στην αρχή δεν ήθελε να πηγαίνει για να μην συναντά τις γειτόνισσες. Την ήξεραν από παιδί. Όλες είχαν έρθει στον γάμο της. Αυτές, πήγαιναν νωρίς το πρωί, για να πάρουν τα καλύτερα, το πιο φρέσκα, να μην τα έχει αγγίξει άλλος και ας ήταν ακριβότερα. Τότε που οι τιμές δεν στεναχωρούσαν κανέναν, γιατί είχαν όλοι λίγο ή πολύ χρήμα στα πορτοφόλια τους. Τώρα όμως; Σκέφθηκε να πάει αργά το μεσημέρι λίγο πριν μαζέψουν οι έμποροι τους πάγκους τους. Τότε που έριχναν τις τιμές και σχεδόν χάριζαν τα εμπορεύματά τους. Σύνταξη είχαν οι γονείς της, αλλά τι να πρωτοπληρώσουν με αυτήν. Έπρεπε να προσέχει και τα έξοδά τους.
Προχωρά μέσα στη αγορά και στέκεται σ΄ένα πάγκο με κολοκύθια, αγγούρια, πορτοκάλια και αρχίζει να γεμίζει μια σακούλα με πορτοκάλια. Ξαφνικά ακούει δίπλα της μια γνώριμη φωνή. Την αναγνωρίζει αμέσως. Γυρίζει το κεφάλι της από την άλλη πλευρά και απομακρύνεται αφήνοντας την μισογεμάτη σακούλα με τα πορτοκάλια, χωρίς να ψωνίσει. Καθώς απομακρύνεται με μικρά βήματα, ακούει πίσω της ακόμα δύο γνώριμες φωνές. Αμέσως επιταχύνει το βήμα της και στρίβει στο πρώτο στενό για να επιστρέψει στο σπίτι της.
Την επόμενη εβδομάδα δεν έχει παρά να επιλέξει. Την πρωινή επίσκεψη στην λαϊκή αγορά με τις ακριβές τιμές ή την επιστροφή της στην ζωή με κάθε τίμημα.