Πόσες φορές αλήθεια, ακούς να λένε για ανθρώπους μόνους εργένηδες χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, την τόσο ψυχρή, φτωχή και ατημέλητη φράση, “παιδιά, σκυλιά δεν έχει! Ε, λοιπόν εγώ είμαι όλα αυτά, δηλαδή και μόνη και εργένισσα και χωρίς σκυλιά. Αν και τα συμπαθώ πολύ, τα λατρεύω όλα τους, μικρά μεγάλα κάθε λογής ράτσα. Έχω προτιμήσει όμως να μοιράζομαι τίς μοναχικές μου στιγμές με δύο ασπρόμαυρες, ναζιάρες και υπερβολικά απαιτητικές για χάδια, γατούλες. Μάνα και κόρη που μοιάζουν τόσο πολύ! Και η μητέρα μου είχε αγάπη μεγάλη για τα ζώα. Είχε και γάτα και σκύλο, αγαπημένους περιέργως, να κοιμούνται και να τρώνε μαζί. Είχε και δύο κόρες, εμένα και την αδελφή μου. Η αδελφή μου είχε προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Δύο κόρες, δύο γιοί, δύο σκύλοι και ένας καλομαθημένος από μάνα γκρινιάρης σύζυγος ήταν η οικογένειά της
Με την αδελφή μου μένουμε ακόμα σε μια περιοχή της Αθήνας με σπίτια πού παραμένουν χαμηλά ταπεινά, όμορφα, με αυλές γεμάτες δενδράκια και λουλούδια με όλα τα χρώματα και τα αρώματα. Κάτι που ολοένα σπανίζει. Κάνανε φιλίες οι οικογένειες μας με τους γείτονες, εμείς με τα παιδιά τους, το ίδιο κάνουν και τα παιδιά μας σήμερα, τα ανίψια μου. Η αυλή και ο κήπος μας, ήταν κοινοί με της αδελφής μου. Εκείνη είχε κρατήσει το ισόγειο της πατρικής μονοκατοικίας μας, για τα παιδιά μας και εγώ κράτησα τον πρώτο όροφο μετά τον θάνατο των γονιών μας. Απολαμβάναμε συχνά την δροσιά στο κηπάκι μας πίνοντας τον καφέ.
Ένα απόγευμα καλοκαιρινό, αρκετά ζεστό, προτίμησα να τον πιώ μόνη, στο καθιστικό μου συντροφιά με το κλιματιστικό, τις μονίμως νυσταγμένες γάτες μου και το adaggietto από την 5η συμφωνία του Malher. Ήρεμη, γαλήνια ατμόσφαιρα που όμως ξαφνικά τάραξε το κουδούνι της πόρτα μου. Ήταν η μεγάλη μου ανεψιά μου, η Μυρτώ, που μόλις είχε σαλπάρει για τις ταραγμένες θάλασσες τής εφηβείας, με πλεούμενο το καλοσχηματισμένο κορμάκι της και το έξυπνο αλλά σοβαρό προσωπάκι της.
Όρμησε σαν σίφουνας μέσα στον ήρεμο Παράδεισό μου μόλις τής άνοιξα. Ξάπλωσε με μεγαλύτερη ορμή στον καναπέ και μου ζήτησε να μην πω σε κανέναν πώς ήταν εδώ, μαζί μου. Τα όμορφα γλυκά καστανά μάτια της, ίδια σαν της μάνας της, ήταν κόκκινα, υγρά, κλαμένα. Πολύ αναστατωμένη και ακόμα περισσότερο μουτρωμένη έπεσε στην αγκαλιά μου μόλις κάθισα δίπλα της και την ρώτησα τι συμβαίνει.
–Αυτός φταίει, για όλα….είπε θυμωμένη και φωνάζοντας.
–Ηρέμησε παιδί μου και εξήγησέ μου ποιος φταίει και γιατί, την ρώτησα απορημένη.
-Ο Δίπλα….., μου απάντησε με ναζιάρικους λυγμούς.
Δεν χρειάστηκε να πει περισσότερα, είχα καταλάβει. Ο Δίπλα ήταν ένα παλικαράκι δυό τρία χρόνια μεγαλύτερος της, με σκούρα ξανθά σγουρά μαλλιά, πρασινογάλανα μάτια, γιός του καπετάνιου γείτονά μας. Έμοιαζε τόσο πολύ στον πάτερα του, ο κατεργάρης!
Στην οικογένεια μας είχαμε πολλά κοινά. Μπορεί να ήταν και κληρονομικά, τι να πω, δεν ξέρω. Στην ίδια φουρτουνιασμένη απελπισμένη κατάσταση, θυμάμαι την αδελφή μου να πέφτει στην αγκαλιά μου, λέγοντας μου με τους ίδιους ναζιάρικους λυγμούς:
-Ο Απέναντι φταίει, εννοώντας τον γείτονα και σημερινό σύζυγό της. Το ίδιο ακριβώς είχα κάνει και εγώ, χωρίς νάζι, άναυδη, πέφτοντας στην αγκαλιά της μάνας μου, κλαψουρίζοντας αλλά, χωρίς να της πω το γιατί. Εκείνη με ρώτησε ανήσυχη τι μου συμβαίνει και γιατί έκλαιγα. Της απάντησα πως έφταιγε η αδελφή μου! Εκείνη σαν μικρότερη που ήταν σιώπησε με σεβασμό και φόβο για την μεγάλη της αδελφή και χωρίς να έχει καταλάβει ακόμα και σήμερα γιατί έφταιγε. Ακόμα έχει να το λέει.
-Μα τι έκανα τότε και έφταιγα εγώ! με ρωτά και γελάμε παρέα όταν το σκεπτόμαστε.
Κρατώντας τώρα την κόρη της, την Μυρτώ, στην αγκαλιά μου, ένιωθα εξιλεωμένη από τις τύψεις μου για την άδικη κατηγορία στην αδελφή μου.
–Δεν φταίει ο Δίπλα, τής είπα ενώ τής χάϊδευα τα μαλλιά, ο κατεργάρης, ο έρωτας φταίει.
Αυτή η λέξη ήταν το κλειδί που άνοιξε απότομα το σεντούκι των αναμνήσεων μου και αυτό με τράβηξε βίαια μέσα του, πριν προλάβω να τελειώσω σχεδόν τα λόγια μου. Χάθηκα σε χρόνους περασμένους αλλά όχι ξεχασμένους. Τότε που πίσω από το μισόκλειστο εξώφυλλο του δωματίου μας, παρακολουθούσα κάθε κίνηση του Δίπλα, της κρυφής μου αγάπης. Εκείνος καθόταν στο μπαλκόνι τους, στο διπλανό ακριβώς σπίτι και διάβαζε για να δώσει εξετάσεις στην Σχολή Εμποροπλοιάρχων, συντροφιά με ένα γκρί τραντσιστοράκι, ακούγοντας μουσική από τον σταθμό τής Αμερικάνικης βάσης στο Ελληνικό. Ήταν στα 19 ψηλός, γεροδεμένος από την κωπηλασία, με σκούρα ξανθά σγουρά μαλλιά και πρασινογάλανα μάτια. Τού έμοιαζε τόσο πολύ ο γιός του, ο Δίπλα, η αιτία του θυμού της ταραγμένης Μυρτώ!
Ένιωθα πως εξατμιζόμουν, πώς χανόμουν στο άπειρο καθώς τον κρυφο παρατηρούσα πίσω από το μισόκλειστο παράθυρό μου, ανήμπορη να πάρω αποφάσεις, αβέβαιη για τις συνέπειες τους και απελπισμένη για την τραγική, δειλή κατάστασή μου. Χανόταν το στερέωμα στα πόδια μου, σαν τον αντίκρυζα να περιμένει την αδελφή του και συμμαθήτρια μου, σχεδόν κάθε μέρα έξω απ΄το Γυμνάσιό μας.
Η ανάσα μου κοβόταν, τα λόγια μου έτρεμαν, στην κουβέντα που έκανα με την αδελφή του στον δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια μας, όταν τον ένιωθα κοντά μου, πίσω μου ακριβώς, να μας συνοδεύει σαν κηδεμόνας αμίλητος, σοβαρός, εμείς μπροστά αυτός πιο πίσω, να παρακολουθεί κάθε μας βήμα και κουβέντα χωρίς να τολμώ να γυρίσω να τον κοιτάξω.
Σαν φθάναμε σπίτια μας, εκείνος πέταγε ένα γειά, χωρίς να μου ρίξει μια ελπιδοφόρα σπλαχνική ματιά, έμπαιναν σπίτι τους, κλείνοντας με θόρυβο την πορτούλα του κήπου τους, αφήνοντάς με μόνη να διαβώ τα λίγα μέτρα μέχρι την πόρτα μας, πού ήταν ατέλειωτα και έκαιγαν σαν την καυτή έρημο.
Βλέπεις η δική μας εφηβεία ήταν και αυτή δέσμια στα χρόνια τής χούντας χωρίς τα προνόμια και τις ελευθερίες πού απολαμβάνουν τα ανίψια μου σήμερα. Δύσκολα χρόνια. Πηγαίναμε σε γυμνάσιο Θηλέων και ο γυμνασιάρχης απαγόρευε τις εξόδους χωρίς κηδεμόνα και με πολιτικά. Ακόμα και στις εκτός σχολείου εξόδους μας, έπρεπε να φοράμε τις μπλέ ποδιές μας με τα άσπρα γιακαδάκια. Ποιο νεαρό κορίτσι θα τολμούσε να βγει εύκολα ραντεβού; Κανένα ή κάποιο ηρωικό.
Έτσι ο πρώτος έρωτας μου ήταν καταδικασμένος να μείνει στην σιωπή και την αφάνεια. Αργοπέθαινε πριν γεννηθεί, αναβόσβηνε πίσω από παραθυρόφυλλα και μέσα σε κλειδωμένες αμούστακες καρδιές, πού όταν οι κτύποι τους αυξάνονταν σε ρυθμό allegro motto vivace, πλημμύριζαν με δάκρυα τα μάτια από την αγωνία, την απελπισία και τους ανεκπλήρωτους πόθους.
Εκείνος αποφοίτησε και άρχισε τα ταξίδια. Μεγάλωσα και εγώ, έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό, χαθήκαμε. Σωστά λένε, μάτια πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται. Μάθαινα νέα από την μητέρα μου και την αδελφή μου. Αργότερα μου είπαν και τα άλλα νέα, πως αρραβωνιάστηκε μια γυμνάστρια. Μια εντυπωσιακή ψηλή μελαχρινή φοιτήτρια που έμενε τότε κάπου κοντά στην γειτονιά μας.
Ο πρώτος μου έρωτας είχε μείνει κρυφός, μάταιος, πλατωνικός. Δεν έζησε παρά λίγο καιρό μέσα σε λίμνη δακρύων που με νανούριζαν μαζί με τον Μορφέα. Μόνο ο πατέρας μου κατάλαβε και έκανε το μαρτύριο μου πιο γλυκό και ελπιδοφόρο. Μια μέρα με είδε μέσα στο μισοσκόταδο μιας εκκολαπτόμενης πανσελήνου να μοιρολογώ τον άκαρπο, άτυχο, στείρο έρωτα μου.
–Έρωτας είναι, μου είπε, θα περάσει! Πάντως είσαι τυχερή!
Τον κοίταξα με τρόμο, ντροπή, απορία.
–Πώς είμαι τυχερή καλέ μπαμπά; τον ρώτησα απελπισμένη.
–Ξέρεις πόσοι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από την ζωή χωρίς να έχουν νιώσει όπως εσύ; Να μην έχουν ερωτευτεί, να μην έχουν έστω λίγο υποφέρει απ΄αυτόν τον πρώτο έρωτα;
-Πόσοι, μα πόσοι;
-Ουουου, πολλοί, πάρα πολλοί. Είσαι τυχερή !πρόσθεσε φεύγοντας και πείθοντας με μ’εκείνο το ουουου πώς οι άτυχοι ήταν μυριάδες και εγώ μόνη, ίσως, στον πλανήτη γη, η τυχερή.
Κράτησα αυτήν την τύχη σαν έπαθλο, το έκλεισα και αυτό στο σεντούκι μαζί με ότι είχα αποκτήσει μέχρι σήμερα, σπουδές, καριέρα, ταξίδια, εμπειρίες αλλά και άλλους τυχερούς ή άτυχους έρωτες.
Πήρα στα χέρια μου το πρόσωπο της Μυρτώ επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια τού πατέρα μου. Δεν φάνηκε να καταλαβαίνει. τίποτα. Σηκώθηκε απότομα, άνοιξε την πόρτα και έφυγε λέγοντάς μου:
–Βρε θεία, τι χαζά μου λες; Εδώ μιλάμε για τον Δίπλα, τον ξενέρωτο πού δεν κάνει τίποτα για την σχέση μας και όλα τα περιμένει από μένα!
Έμεινα ξανά μόνη απορώντας. Η Μυρτώ μιλούσε ήδη για σχέση. Εγώ στην ηλικία της δεν είχα τολμήσει να πώ τίποτα σε κανέναν για τον μεγάλο, κρυφό έρωτα μου. Τι έχει αλλάξει με αυτόν τον πρώτο έρωτα από τότε μέχρι σήμερα; Πολλά ίσως και τίποτα. Αλλά εγώ ακόμα νιώθω τυχερή!