Νέος, ψηλός, ξερακιανός, με καστανόξανθα σγουρά μαλλιά, μεγάλα πράσινα μάτια και ένα φθαρμένο ράσο. Ετσι μπήκε στην υπηρεσία του Θεού, ο πατέρας του Λάμπη. Τον Λάμπη τον είχε δίπλα του από μικρό, μόλις στάθηκε στα πόδια του. Όλο και κάτι του έδινε να κρατά στα χεράκια του στις λειτουργίες ή όπου το καθήκον τον καλούσε. Είχε να θρέψει πολλά στόματα στην οικογένεια, άλλα και στο ποίμνιό του. Δύσκολοι καιροί τότε. Μέσα στον πόλεμο και την κατοχή πείνασε και αυτός ακόμα.
Έφυγε από τον αγώνα και την αγωνία αυτής της ζωής ο πατέρας του Λάμπη και άφησε ευλογία σε όλους αλλά στον Λάμπη την ευθύνη της ενορίας του. Φόρεσε και αυτός το ράσο. Επωμίστηκε από νέος, ο παπά Λάμπης ευθύνες, τα καθήκοντα του ιερέα και του οικογενειάρχη. Έστησε και αυτός σωστό σπιτικό. Με την ίδια αγάπη φρόντιζε όλους, όπως ακριβώς και ο πατέρας του. Την μεταπολεμική περίοδο η ευημερία ήταν για λίγους. Χώρισαν οικογένειες οι εξορίες και διωγμοί, η μετανάστευση. Αδύναμοι πολλοί. Ο παπά Λάμπης δεν έκανε διακρίσεις. Όποιος του ζητούσε βοήθεια, την έδινε. Μερικούς η περηφάνια δεν τους άφηνε να φθάσουν στην πόρτα του. Τους ανακάλυπτε ο ίδιος «με την βοήθεια του Κυρίου», όπως έλεγε. Όλη του η φαμίλια στεκόταν δίπλα του σ’ αυτόν τον αγώνα. Έστελνε την παπαδιά στα σπίτια του χωριού να μαθαίνει ποιος μπορεί να τα βγάλει πέρα και ποιος όχι. Το ίδιο έκαναν και τα παιδιά του στο σχολείο. Είχε φτιάξει τον δικό του μυστικό στρατό για να ανακαλύπτει και να πολεμά την αδικία, τη μιζέρια, τον πόνο ακόμα και στο πάνω χωριό, που ήταν ορφανό από πνευματικό πατέρα. Φρόντιζε ακόμα και την εκκλησία τους, να είναι τα καντήλια πάντα αναμμένα και να μοσχοβολούν λιβάνι. Πήγαινε εκεί μόλις έπεφτε το σκοτάδι για να μην τον δει κανείς και αναρωτηθεί «τι δουλειά έχει ο παπά Λάμπης στο χωριό μας». Μιλούσε με το βασανισμένο ποίμνιο του και αφού διαπίστωνε με τα δικά του μάτια και αυτιά το πρόβλημα, επέστρεφε και άρχιζε τις άλλες επισκέψεις, στους έχοντες, τους προύχοντες. Από τον έναν μάζευε λίγο αλεύρι, απ’ τον άλλο γάλα, τυρί, κρέας, ρούχα μέχρι και σανό, καλαμπόκι για τα ζώα των χρεοκοπημένων νοικοκυριών. Τα φόρτωνε στο σαραβαλάκι του και τα πήγαινε σπίτι του. Εκεί τα τακτοποιούσε με την βοήθεια της παπαδιάς, σε κουτιά και σακούλες. Λίγο από όλα, για το κάθε σπιτικό των αδύναμων και μετά πάλι μέσα στο σκοτάδι ξεκινούσε και άρχιζε την μοιρασιά. Σαν τον ρωτούσαν «από ποιόν η βοήθεια παπά Λάμπη, να ευχαριστήσουμε..» απαντούσε «από τον Θεό, σε Αυτόν να στείλετε τα ευχαριστώ σας. Να σας δω στην λειτουργία την Κυριακή και τσιμουδιά σε κανέναν. Αν με δει γείτονας και ρωτήσει να λέτε πάντα πως έρχομαι για δουλειές του Αφεντικού μου και πως λόγος δεν τους πέφτει τι κάνω…»
Έτσι ο παπά Λάμπης, δεν άφηνε από κανενός το στόμα να βγουν κουβέντες, κουτσομπολιά για την δυστυχία που βασάνιζε το ποίμνιό του. Φρόντιζε τα ρούχα που μάζευε από το ένα χωριό να τα πηγαίνει σε άλλο. Έβαζε την παπαδιά να τα συγυρίζει. Βοηθούσε και η κόρη του που ήθελε τη μια να γίνει μοδίστρα, την άλλη σχεδιάστρια. Σαν τα έπιανε στα χέρια της τα άλλαζε, τα έκανε καλύτερα από πριν, αγνώριστα.. Είχε ταλέντο και το έβλεπαν όλοι.
«Ιδού η Ρόδος..! για να δούμε τι μπορείς να κάνεις» της έλεγε. Όλο τον ρουχισμό που μάζευε, της τον έδινε για να τον μεταποιήσει και να τον φέρει στα μέτρα των μελλοντικών μοντέλων της. Για να την ευχαριστήσει της πήρε και μια ραπτομηχανή, μοντέρνα, να κεντάει και να κάνει χίλια πράγματα. Με τόση προσφορά και τόσο θεάρεστο έργο, ο Κύριος Του, τον αντάμειψε.
Ο υιός του πατρός
Ο Νικόλας ο μικρότερος γιος του, ακολούθησε τα βήματα του παππού και του πατέρα του. Παπαδοπαίδι στην αρχή. Είδε την αγάπη του για τα άγια θέματα, ο παπά Λάμπης και σαν τέλειωσε το σχολείο, τον έστειλε να σπουδάσει σωστά την ιεροσύνη. Όλοι ήρθαν στην χειροτονία του. Το πάνω χωριό και το κάτω χωριό της παραλίας με τις ταβέρνες και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια.
«Είχε το χάρισμα το παιδί, από μικρός», έλεγε σε όλους. Έμαθε και ξένες γλώσσες αλλά συνέχισε να σπουδάζει. Ο παπά Λάμπης ήταν τώρα όχι απλά περήφανος, ήταν τρις ευτυχισμένος. «Αυτός θα ξεπεράσει όλους μας, έλεγε στην παπαδιά του, αλλά φαμίλια δεν τον βλέπω να κάνει.»
Τον ήθελε και με σύντροφο ο πατέρας του. Να μην είναι μόνος του και προπάντων να έχει αποκούμπι, μια δική του γυναίκα, ασπίδα για να πολεμά τους πειρασμούς. Γιατί ήταν και ο ίδιος σωστός πειρασμός. Λεβέντης, όμορφος άνδρας, ψηλός, ξερακιανός με πράσινα μάτια και σκούρα ξανθά σγουρά μαλλιά που τα έδενε σε μικρό κότσο πίσω από το κεφάλι του, όπως έκανε και ο παππούς του! Έμοιαζε με άγιο περισσότερο, παρά με κοινό θνητό. Αλλά ο νεαρός Νικόλας, από τότε που γεννήθηκε ήταν φαίνεται ταγμένος στον Θεό. Το μυαλό, το είχε μόνο στα γράμματα αλλά και τις τέχνες και προπάντων στο έργο Του. Σπούδαζε ακόμα και μετά την χειροτονία του. Έμαθε μουσική, όχι μόνο την Βυζαντινή, αλλά και την Δυτική και έμαθε να παίζει μαντολίνο. Μελετούσε το κάθε τι που έπεφτε στα χέρια του. Προχωρούσαν οι επιστήμες και η τεχνολογία και τις ακολουθούσε αυτός με κάθε τρόπο. Δεν σταμάτησε την μελέτη, το διάβασμα και ερευνούσε τα πάντα. Ήταν από τους πρώτους στα μέρη τους από απέκτησε ηλεκτρονικό υπολογιστή!
«Άκουσον, άκουσον, τι το χρειάζεσαι αυτό παιδί μου;» τον ρωτούσε με απορία ο γέρος παπά Λάμπης. Όταν τον έβλεπε ο πατέρας του μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του, σταυροκοπιόταν και έλεγε: «Μέγας είσαι Κύριε, δεν σου αρκούν οι ψαλμοί και το λιβάνι, έχεις και άλλα εργαλεία τώρα».
Όμως έτσι ο παπά Νικόλας έμαθε πολλά. Είχε αγοράσει αρκετά βιβλία κάθε είδους. Τoν μάγεψαν αυτά με τις φωτογραφίες των πασίγνωστων κήπων των Βερσαλλιών με τα γεωμετρικά παρτέρια, έργο του βασιλικού κηπουρού του Λουδοβίκου ΙΔ΄ Αντρέ Λε Νότρ που έγιναν όμως η αιτία να αδειάσουν τα ταμεία του κράτους και να ξεσηκωθεί ο λαός του. Θαύμαζε όμως και τον μινιμαλιστικό περίβολο ενός ιαπωνικού ναού με τα άταχτα τοποθετημένα βότσαλα, τις μικρές λίμνες και τα γεφυράκια. Μετά αποφάσισε να ζωντανέψει τις όμορφες εικόνες των βιβλίων του. Μάζεψε πέντε έξη νεαρούς και μια μέρα τους είπε: «Θα κάνουμε το κοιμητήριο, κήπο της Εδέμ, χωρίς να αδειάζουμε κανένα ταμείο…».
Στην αρχή δεν κατάλαβαν οι έφηβοι αλλά αυτός αφού τους εξήγησε, πήρε τσάπα, κλαδευτήρι και ξεκίνησε. Πήρε ανάσα η γη καθώς την σκάλιζαν και την καθάριζαν. Σιγά σιγά άρχισε να ζωντανεύει η φύση γύρω από τους αναπαυμένους. Και σαν πάτησε πρώτη η Άνοιξη το πόδι της εκεί, στο δικό τους κοιμητήριο έβαλε άριστα!
Από τότε που ήταν διάκος ακόμα, έστησε μια ομάδα στο πάνω και μια στο κάτω χωριό και τους έμαθε τις πρώτες κινήσεις στην σκακιέρα. Μετά από κάθε λειτουργία μαζεύονταν τα παιδιά των δυο χωριών να παίξουν, να νικήσουν για να κερδίσουν. Έπαθλα για τους νικητές, τα βιβλία, οι μπάλες, κάθε τι που έβρισκε σε ευκαιρίες και τα αγόραζε με δικά του χρήματα.
Όταν κτύπησε ξανά η οικονομική κρίση την χώρα, δεν έκανε εξαίρεση στα απόμερα χωριά της. Πολλά από τα παιδιά έκοψαν τα φροντιστήρια στις ξένες γλώσσες που μάθαιναν πηγαίνοντας μέσα στην πόλη. Οι γονείς τους δεν είχαν να τα ταΐσουν. Που να βρουν τα χρήματα για τα εισιτήρια να πάνε και να έρθουν στην πόλη αλλά και για τα δίδακτρα; Τα μέρη αυτά ήταν πανέμορφα, με πλούσια βλάστηση, παραλίες με πεντακάθαρα νερά και χρυσές αμμουδιές. Ο τουρισμός τα ανακάλυψε και η ζωή των κατοίκων άλλαξε. Οι ξένες γλώσσες λοιπόν ήταν απαραίτητες. Έτσι αποφάσισε να τα αναλάβει αυτός. Τα μάζευε τα απογεύματα μετά τον εσπερινό στο γραφείο της ενορίας τους και τους δίδασκε. Κατάφερε να φέρει στον στρατό του και τον αδελφό του, τον Αναστάση. Είχε σπουδάσει φυσικομαθηματικός και ήταν διορισμένος σε ένα γυμνάσιο στην πόλη. Ερχόταν μια δυο φορές την εβδομάδα στο στρατηγείο του αδελφού του, να προσφέρει συμπληρωματικές γνώσεις σε όλα τα παιδιά χωρίς διακρίσεις. Τους χειμώνες τα παιδιά του έκαναν θαύματα. Έφτιαχναν χειροτεχνήματα που έστηναν πάγκους τα καλοκαίρια και τα πουλούσαν στους τουρίστες στις παραλίες τους. Μάζευαν τα χρήματα για σοβαρό σκοπό. Ήθελαν να αγοράσουν δύο υπολογιστές και το κατάφεραν με την βοήθεια του παπά Νικόλα. Τους έστησαν στο στρατηγείο τους και άρχισαν τα μαθήματα. Νέα όπλα στην υπηρεσία του ιερωμένου. Βοηθούσε το νεαρό του ποίμνιο να αποκτήσει εφόδια για να σταθεί στα πόδια του όταν θα επέστρεφε η ανάπτυξη στην χώρα. «Οι γνώσεις βοηθούν τον άνθρωπο ν’ ανακαλύψει καλύτερα τον Θεό και τη Σοφία του» έλεγε συνέχεια σε όλους».
Ο κουτσός
Ο παπά Νικόλας, από τότε που πήγαινε στο σχολείο, είχε αναλάβει την προστασία των αδύναμων. Ο Σπύρος, γιός της χήρας του κοινοτάρχη, ήταν φίλος του. Τον υπερασπιζόταν σθεναρά όταν τα άλλα παιδιά κορόιδευαν την αναπηρία του. Ο Σπύρος δεν υπηρέτησε στον στρατό αλλά κατατάχτηκε σε αυτόν του παιδικού φίλου ιερέα. Τριγυρνούσε ο Σπύρος και όλα τα έβλεπε και όλα τα άκουγε. Γιατί κάθε άλλο παρά χαζός ήταν. Είχε μια δυσκολία στην έκφραση, ψεύδιζε λιγάκι. Όμως έφερνε πληροφορίες στον παπά Νικόλα για τους ανήμπορους όπως έκανε και η μάνα του, η παπαδιά.
Έτσι συνέχιζε το έργο της οικογένειας του ο παπά Νικόλας. Έγινε το διαμάντι στο στέμμα του πατέρα του, που σαν τον έβλεπε να ασχολείται με το αληθινό έργο του Θεού δάκρυζε.
«Αυτός μας ξεπέρασε όλους, παππού και πατέρα,» έλεγε στην πλατεία του χωριού μπροστά στην εκκλησία. Εκεί καθόταν μαζί με τους χωριανούς του για να απολαύσει ένα καφέ και να τα πούνε. Μιλούσε χαμηλόφωνα μην τον ακούσει ο γιός του και θυμώσει γιατί τον επαινούσε στους πιστούς. Δεν τα ήθελε αυτά. Η μόρφωση δεν του είχε πάρει τα μυαλά κι ακόμα κοιτούσε χαμηλά.
Η χήρα του κοινοτάρχη είχε πάρει καλή προίκα. Σχεδόν η μισή γη κοντά στην παραλία ήταν δική της. Στα χρόνια των παππούδων της, αυτή η γη ήταν κακοτράχαλη άγονη, άμμο γεμάτη και χωρίς αξία. Αλλά γύρισε ο τροχός με τα χρόνια και η εξέλιξη έφερε τουρισμό και έδωσε μεγάλη αξία στα αμμουδοχώματα της περιουσία της. Αυτήν έβαλε στο μάτι ο κοινοτάρχης. Αν και ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, την ζήτησε, την παντρεύτηκε. Σαν έκανε ο Σπύρος τα πρώτα κουτσά βήματα, το πήρε βαριά, ο γιός του να κουτσαίνει και το έριξε στο πιοτό. Ένα βράδυ πήρε ανάποδα την στροφή και γκρεμίστηκε στην χαράδρα του Δράκου, λίγο έξω από το χωριό, καθώς γυρνούσε από μια ταβέρνα της πόλης. Τον γύρευαν δύο μέρες. Άδικα πήγε στην άλλη ζωή. Άφησε χήρα την μάνα του Σπύρου.
Δεν έλειψε τίποτα στον Σπύρο, μόνο η παρουσία του πατέρα, οι φίλοι και ο σεβασμός μερικών. Στα μέρη τους η αναπηρία ήταν πρόβλημα γιατί πώς θα δούλευαν τη γη και πώς θα φρόντιζαν τα ζώα τους; Το μυαλό του όμως ήταν ξυράφι. Ο παπά Νικόλας στάθηκε δίπλα του μέχρι και τώρα που έγιναν άνδρες. Το ίδιο και ο πατέρας του, παπά Λάμπης. Μαζί παπαδοπαίδια ο Νικόλας και ο Σπύρος, που αν και κουτσός, κρατούσε σωστά το λιβανιστήρι του παπά Λάμπη. Ο σεβασμός και η φιλία τους, έδινε κύρος στον Σπύρο. Με την σειρά του αυτός έγινε το δεξί χέρι του νεαρού παπά Νικόλα και αναλάμβανε δύσκολες αποστολές. ¨Έμαθε και ξένη γλώσσα και όχι μόνο. Τα χέρια του είχαν ικανότητες τεχνίτη και όλο κάτι μαστόρευε. Δίπλα στον φίλο του μάθαινε ότι και αυτός. Την περιουσία του διαχειριζόταν ακόμα η μάνα του και δίπλα της, η Μαριλίτσα. Από μικρό κορίτσι την γνώριζε. Την καμάρωνε καθώς μεγάλωνε και γινόταν γυναίκα. Την είχαν υπάλληλο στα μαγαζιά τους, με τα τουριστικά και το διπλανό με τα αναψυκτικά στην παραλία.
Μια μέρα του ζήτησε να την συναντήσει στην στροφή του δρόμου που έβγαζε στην παραλία, καθώς θα επέστρεφε με τα πόδια στο σπίτι της, για να του πει κάτι σοβαρό. Την βρήκε να κάθεται σε μια μεγάλη κοτρόνα στην άκρη του δρόμου κάτω από μια ελιά και να κλαίει. Τρελάθηκε ο Σπύρος, ράγισε η καρδιά του καθώς την άκουγε.
«Σπύρο σώσε με, πάρε με γυναίκα σου γιατί αλλιώς θα με σκοτώσει ο πατέρας μου και όλοι στο χωριό».
Την πήρε ο Σπύρος παρά την διαφορά ηλικίας και τις αντιρρήσεις της μάνας του. Τον βοήθησε και ο φίλος του, ο παπά Νικόλας χωρίς να ξέρει τίποτα στην αρχή. Πίστευε πως ο Σπύρος ερωτεύτηκε και ήταν πολύ σπουδαίο να τον θέλει η πιο όμορφη κοπέλα της περιοχής τους.
«Μια γυναίκα του πέφτει κυρά Ισμήνη, ας την πάρει, να δεις και συ εγγόνια και να έχει και αυτός μια συντροφιά όταν φύγεις από την ζωή.»
«Να σταθείς σωστή τώρα δίπλα στον Σπύρο και μην αμαρτήσεις ξανά,» είπε στην Μαριλίτσα, όταν ο Σπύρος μετά τον γάμο, του εξομολογήθηκε γιατί την πήρε. Είχε μεγάλη καρδιά ο κουτσός. Λίγοι το ήξεραν.
Ο Σπύρος έγινε πατέρας του παιδιού της. Ένα αγοράκι όμορφο κατάξανθο ίδιο η μάνα του. Ποτέ δεν την ρώτησε που και ποιός. Είχε γίνει ο Σπύρος δίπλα στον φίλο του, άνθρωπος του Θεού και ήξερε όχι μόνο να αγαπά την γνώση αλλά να συγχωρεί και να προσφέρει. Τον ακολουθούσε ο γιός του σε όλες τις λειτουργίες. Έγινε με την σειρά του και αυτός παπαδοπαίδι. Ήταν περήφανος ο Σπύρος. Κατά καιρούς έλεγαν διάφορα και στα δυο χωριά. Τον κορόιδευαν πως τάχα του μοιάζει πολύ, αλλά δεν τους έδινε καμία σημασία. Αγαπούσε το παιδάκι περισσότερο από όλους. Ξενυχτούσε δίπλα του, όταν αρρώσταινε, το πήγαινε και το έφερνε στο σχολείο. Παρά την αναπηρία του μέχρι και μπάλα έπαιζε μαζί του. Το ίδιο όμως αγαπούσε και την Μαριλίτσα, αν και δεν τον άφησε να κοιμηθεί ποτέ μαζί της. Είχε αλλού το μυαλό της όλα τα χρόνια που την ήξερε. Ο Σπύρος όμως δεν έδινε δικαιώματα σε κανένα. Σε καφενεία δεν σύχναζε, ούτε έπινε, ούτε κάπνιζε. Πήγαινε μόνο μέχρι την πόρτα τους, έκανε νόημα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και ήξερε ο καθένας εκεί μέσα πως τον ήθελε στο γραφείο του ο νεαρός παπάς.
Την μεγάλη χαρά την πήρε ο Σπύρος σαν άρχισε η Μαριλίτσα να έρχεται στην εκκλησιά κάθε Κυριακή και όλες τις γιορτές και σε εσπερινούς πολλές φορές. Ποτέ δεν είχε πατήσει τα σκαλιά της εκκλησίας εκτός από την ημέρα του γάμου της και της βάφτισης του παιδιού της. Ο Σπύρος ήταν περισσότερο ευτυχισμένος τώρα από ποτέ. Αυτό έδινε χαρά και στον φίλο του τον παπά.
Ο πειρασμός
Πώς αλλιώς περιγράφεις έναν πειρασμό! Του δίνεις όνομα γυναίκας και αρχίζεις να περιγράφεις τα κάλλη της. Ψηλή, καλλίγραμμη, όμορφα μάτια, μαύρα ή γαλανά ή καστανά, μακριά μαλλιά ξανθά ή μαύρα ή κόκκινα ή καστανά και άλλα τέτοια. Η Μαριλίτσα ήταν μοναχοκόρη και πολύ όμορφη γυναίκα. Θα μπορούσε, αν ζούσε σε μεγάλη πόλη, να την είχε ανακαλύψει η μόδα και ο κόσμος της. Να περπατούσε σε πασαρέλες και όχι στα καντούνια του χωριού της. Η ομορφιά της τραβούσε σαν μαγνήτης τους πελάτες στο μαγαζί της χήρας μάνας του Σπύρου στην παραλία. Για αυτό τον λόγο την είχε πάρει υπάλληλό της. Τα κάλλη της δεν έκρυβε, όπως έκαναν οι σεμνές οι χαμηλοβλεπούσες, αλλά τα πρόβαλε με περηφάνια και σιγουριά. Πλούσια τα ελέη της φύσης, είχαν δοθεί σε αυτή την κοπέλα όλα μαζί και δεν μοιράστηκαν σε άλλες. Αδικία μεγάλη, παράβλεψη ή κρυφό σχέδιο του Πλάστη; Ποιος να το ξέρει! Την ίδια ομορφιά πήρε και ο γιός της, που σε κανέναν ποτέ δεν είπε για τον αληθινό πατέρα του. Με τα χρόνια όλοι πίστεψαν πως την «κατάφερε» ο Σπύρος, ο κουτσός.
«Μα τι του βρήκες κοπέλα μου!» της έλεγαν όλοι ειρωνικά. Αλλά αυτή δεν απαντούσε. Χαμήλωνε τα μάτια και σιωπούσε.
Με τα χρόνια πίστεψαν όλοι, πως το αγοράκι ήταν δικό του. Έκανε σαν τρελός ο Σπύρος για αυτό και περισσότερο αυτός ασχολιόταν με το παιδί, παρά η μάνα του. Ξαφνικά έδειξε ενδιαφέρον η Μαριλίτσα για τις δραστηριότητες του γιου της σε όλες όσες ο παπά Νικόλας διοργάνωνε. Μετά το μαγαζί της πεθερά της, συγύριζε στα πεταχτά το σπίτι της και ακολουθούσε το γιό της. Χώρια που δεν άφηνε λειτουργία για λειτουργία. Κι ερχόταν σαν όλες τις σεμνές, με μαζεμένα τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της, που τα άφηνε όμως με τέχνη να καλύπτουν τις κορφές του στήθους της Το φουστάνι της να σκεπάζει τα γόνατα και άλλα τέτοια που αντέγραφε από τις θεούσες του χωριού. Ποιος να φανταστεί τον πραγματικό λόγο της αλλαγής αυτής! Κανείς. Όλοι μιλούσαν για το πώς η υπομονή και η αγάπη του Σπύρου την έκανε άλλο άνθρωπο και την έβαλε ξανά στο μαντρί με τ’ άλλα πρόβατα του ποιμνίου του νεαρού παπά Νικόλα.
Την αλήθεια την ήξερε μόνο η Μαριλίτσα, πού ξαφνικά ανακάλυψε πως η σωτηρία της δεν ήταν μόνο ο γάμος με τον κουτσό Σπύρο. Η απόφασή του να την πάρει, της έσωσε την υπόληψη, έφτιαξε την ζωή της. Υπήρχε όμως και η ψυχή της που ζητούσε αποκατάσταση, σωτηρία ή μεγαλύτερη καταστροφή. Ίσως όμως να ήταν και σχέδιο πονηρό του Διαβόλου που πολεμά ασταμάτητα τους στρατιώτες του αντιπάλου του. Κι ένας τέτοιος γενναίος στρατιώτης ήταν ο παπά Νικόλας. Συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις και τις έριξε στον πόλεμο για να κατακτήσει την ψυχή του παπά με αιχμή του δόρατός του, την Μαριλίτσα.
Η ίδια ούτε που κατάλαβε πως τον ερωτεύτηκε παράφορα. Έλιωνε σαν τον έβλεπε μπροστά της ή ακουμπούσε λίγο το ράσο του. Τον κοιτούσε με εκείνα τα μάτια τα πελώρια και ήταν όλο γλύκα η φωνή της σαν έλεγε «Ότι πεις παπά μου, ότι θέλεις εσυ παπά μου, στις υπηρεσίες σου παπά μου..»
Μετά άρχισε τις εξομολογήσεις της, έτσι στα ξαφνικά, αυτή που ποτέ της δεν είχε μεταλάβει.
«Έχω μεγάλο κρίμα παπά μου και θέλω να το βγάλω πριν μεταλάβω, αλλά πώς να το πω, δεν λέγεται…».
Άφηνε πολλά να υπονοούμενα στον παπά Νικόλα. Αυτός στην αρχή δεν έδωσε σημασία αλλά με τον καιρό κατάλαβε. Κλονίστηκε. Έψαχνε τότε αυτός τον εξομολόγο του και πάλι θεραπεία δεν βρήκε. Μέχρι που πήρε την μεγάλη απόφαση. Αγαπούσε τον φίλο του, τον άνδρα της στα χαρτιά, αλλά είχε και σεβασμό στον πατέρα του παπά, στην οικογένειά του, αφοσίωση στον Κύριο Του. Πώς να αντισταθεί σε έναν τόσο μεγάλο πειρασμό!
Είχε ήδη κρυφά κανονίσει τα πάντα με την Μητρόπολη του. Άφησε μια επιστολή στον πατέρα του τον παπά Λάμπη, πως για λίγο καιρό έπρεπε να πάει βρει τον Θεό στο Όρος το Άγιο.
Όταν επέστρεψε μετά από λίγα χρόνια στο χωριό, βρήκε διάκο τον γιό του Σπύρου, αλλά όχι τον πατέρα του και την Μαριλίτσα, τον πειρασμό. Είχε φύγει απ’ το χωριό μετά απ’ αυτόν, όπως του εξιστόρησε ο Σπύρος. Πόνεσαν αυτός και το παιδί, αλλά με τον καιρό μαλάκωσε ο πόνος τους. Κανείς δεν ξανάκουσε για την τύχη της. Ο Σπύρος ήταν πια επίτροπος της ενορίας τους και συνέχιζε το έργο του πατρός και του υιού και του δικού του γιού.