Ήταν τα μέρη μας, από εκείνα τα ευλογημένα, που όλες τις εποχές του χρόνου έρχονταν να παραθερίσουν εντόπιοι ξενιτεμένοι, μα και άλλοι μαγεμένοι, για την ομορφιά του, όλοι τους ξένοι. Γιατί το χωριό τούτο είχε ευλογία.
Να βρέχει στην θάλασσα στα πόδια του και καταπράσινους τους λόφους να δροσίζουν την κεφαλή του. Εμένα πάλι με είχε ευνοήσει η τύχη να κληρονομήσω τούτο το οίκημα από θείο άτεκνο. Επένδυσα οικονομίες μαζεμένες στις πέντε θάλασσες και τα μύρια κύματά τους κι έφτιαξα το πάνω πάτωμα έτσι ώστε να τα νοικιάζω εύκολα στους ενδιαφερόμενους επισκέπτες. Στο ισόγειο έστησα ένα κατάστημα σαν εκείνα τα παλιά παντοπωλεία. Λίγο από όλα έβρισκαν οι πελάτες μου. Το καλοκαίρι έστηνα και δύο τρία τραπεζάκια έξω και συναθροίζονταν οι συνταξιούχοι άρρενες κάτοικοι και επισκέπτες. Ήταν βλέπεις το σημείο κεντρικό, πάνω στην πλατεία ακριβώς, καλό σημείο για πέρασμα σε όλα τα σημεία του ορίζοντα. Ποιος έρχονταν, ποιος έφευγε, εγώ και οι ευνοημένοι στα τραπεζάκια του καταστήματος μου, τους παρακολουθούσαμε μέσα από προπέτασμα καπνού των τσιγάρων μας. Όλα τα γνωρίζαμε.
Ήταν αυτός ο Ιούνιος από εκείνους τους απρόβλεπτους ζεστούς μήνες.
Όσο και αν λικνίζονταν τα κυπαρίσσια και τα άλλα δένδρα τριγύρω, η δροσιά τους δεν έφθανε να ξυπνήσει τα βλέφαρά μου, βαριά απο του μεσημεριού την νάρκη. Σκόρπιες κουβέντες, από κάτι σαν εμένα εργένηδες, ξεχασμένους πελάτες μου, με το ποτήρι του φραπέ μπροστά τους, να ανακατεύουν με το καλαμάκι τον στεγνό αφρό, έφθαναν στα αυτιά μου. Άλλοτε επιφωνήματα αποδοκιμασίας για τις αποδόσεις των ομάδων και των κομμάτων τους και άλλοτε θαυμασμού στο πέρασμα γυναικός με καλλίγραμμο σώμα. Τα δωμάτια μου όλα νοικιασμένα για το καλοκαίρι. Είχαν ήδη αρχίσει να τρίζουν τα πατώματα τους παράξενα μέρα και νύχτα. Πέρα δώθε τα βήματα τους, με έβαζαν σε σκέψεις και αγωνία για το τι κάνουν και τι δεν κάνουν οι ενοικιαστές μου.
Ήταν ένα τέτοιο μεσημέρι που άραξα το χιλιοταξιδεμένο κορμί μου σε μια πολυθρόνα, λίγο να το ηρεμήσω, όταν ταράχτηκε ολόκληρο από το σταμάτημα μηχανής, όχι του τάνκερ μου, αλλά τον θόρυβο της μηχανής ενός ταξί και της πόρτας που έκλεισε με γδούπο δυνατό.
Ο οδηγός άνοιξε το πορτ μπαγκάζ και κατέβασε μερικές αποσκευές. Μετά ξανάνοιξε την πόρτα και πρόβαλε πρώτα μια μαύρη γόβα.
Μέσα της, σάρκα λευκή, τυλιγμένη σε μαύρη αέρινη κάλτσα. Ακούμπησε την γη, πετάχτηκε το γυμνό της γόνατο καθώς τραβήχτηκε, και άφησε να φανεί, ότι έκρυβε το μαύρο φουστάνι της. Την ακολούθησαν βήματα νεανικά από γυμνά καλογυμνασμένα πόδια που σήκωναν ένα κορμί αγγελικά πλασμένο και αέρινα ντυμένο με ένα κατάλευκο κοντό φουστανάκι και ένα κόκκινο τζόκεϊ καπελάκι. Καθώς ανέβαιναν οι δύο γυναίκες τα σκαλιά που θα τις οδηγούσαν στα δωμάτια τους, άκουγα την καρδιά μου να κτυπά στον ίδιο ρυθμό με κάθε τους βήμα. Ο σβέρκος μου καρφώθηκε σε μια ευθεία και ένιωσα την πείνα του λύκου να ξυπνά μέσα μου παράξενες επιθυμίες. Δεν ήξερα ποιο κορμί να αρπάξω πρώτο και σε ποιο αγαλματένιο λαιμό να βυθίσω νύχια και δόντια.
Ήταν και η ανακαίνιση του σπιτιού της χήρας που προχωρούσε γοργά.
Τα μεσημέρια που επέστρεφε από την οικοδομή, η μαυροφορεμένη νέα γυναίκα παράγγελνε τον φραπέ της και ανέβαινε κτυπώντας με την χάρη, της έμπειρης πλανεύτρας, τα σκαλοπάτια με τα τακούνια της. Τάκα-τάκα-τάκα αυτά, καρφώνονταν στο θαλασσοδαρμένο κορμί μου και το έκαναν να σφαδάζει από πόθο. Κτυπούσα την πόρτα της, που άνοιγε μόνη της σαν την ακούμπαγα, γιατί με περίμενε. Άφηνα τον φραπέ της στο τραπεζάκι της και την άρπαζα στα χέρια μου χωρίς καμιά αντίσταση. Γεμάτη νάζια και στερημένους αναστεναγμούς με άφηνε να κατασπαράζω την σάρκα της αφήνοντας της σημάδια από τα λυσσασμένα για αμαρτία δόντια μου. Μετά αποκαμωμένος από την πάλη της κατάκτησης και της ηδονής, πλάγιαζα για λίγο δίπλα της και εκείνη με σκέπαζε με το ξεδιψασμένο από έρωτα κορμί της.
Το απόγευμα κατέβαινε ανάλαφρη, γεμάτη ζωντάνια τυλιγμένη με ένα μαύρο αιθέριο ύφασμα που διέγραφε κάθε λεπτομέρεια του κορμιού που είχα κουρσέψει και κατηφόριζε για την παραλία.
Σαν κοκκίνιζε ο ήλιος και έγερνε να ξαποστάσει, αναστέναζαν ξανά τα σκαλοπάτια μου. Στο πρώτα βήματα του σκοταδιού η νεαρή εγγονή της τα δρασκέλιζε δυό δυό για να εμφανιστεί μπροστά μου φορώντας ένα κατακόκκινο σορτς και μπλουζάκι που άφηνε έξω το μισό της κορμί. Έσκυβε πάνω μου βοηθώντας με, να βυθίσω το βλέμμα μου μέσα του και να αφήσω να με συν θλίψουν σαν συμπληγάδες τα στητά μαυρισμένα στήθη της. Μετά μου ζητούσε μια κάρτα για το κινητό της ή τσιγάρα και έφευγε λέγοντας μου « θα ανέβω ψηλά στο δασάκι, εκεί πιάνω καλύτερα σήμα και θα κάνω ένα τσιγαράκι να μην με δει η γιαγιά μου…»
Μου έριχνε ματιά πλούσια σε υποσχέσεις που καρφωνόταν στην δική μου και την έσερνε αλυσοδέσμια ξωπίσω της, μέσα στο δάσος. Την ακολούθησα αν και αποκαμωμένος λίγο από το κυνήγι της, ακούμπησα για λίγο σένα κορμό δένδρου. Τότε εκείνη πετάχτηκε ξαφνικά από πίσω μου κλείνοντας μου τα μάτια. Ένιωθα το στήθος της να καρφώνεται στα πλευρά μου που ακόμα αγκομαχούσαν, τα χείλη της που ακουμπούσαν τους λοβούς των αυτιών μου να ψιθυρίζουν με πάθος, « λύκε, λύκε είμαι εδώ έλα να με πιάσεις..»
Εγώ ο θαλασσόλυκος, που ποτέ δεν τρόμαξε η θάλασσα με τα γινάτια της, ένιωσα την πλάση γύρω μου να σκοτεινιάζει, ζάλη στο μυαλό και τις σκέψεις μου, ανακάτεμα στο στομάχι μου, κρύος ιδρώτας να πλημμυρίζει το μέτωπο μου. Με δυσκολία ρουφούσα τον αέρα. Η μικρή Κίρκη με είχε ήδη μαγέψει. Την τράβηξα μπροστά στο στήθος μου που πονούσε, ελπίζοντας πως τα δικά της στήθη θα με ακουμπούσαν να με γιατρέψουν. Ρούφηξα τα χείλη της με ένα παθιασμένο φιλί και αφέθηκα στα δικά της χέρια να με ψηλαφούν γυρεύοντας ίσως την αρρώστια μου να γιατρέψουν. Τα φιλιά της, σωστή καταιγίδα με ανακούφιζαν αντί να με τρομάζουν. Άρχισα να βλέπω το πρόσωπο της πιο καθαρά και άκουγα την φωνή της να παρακαλά να με αφήσουν στα χέρια της.
«…Παρακαλώ κάντε πιο πέρα, να πάρει αέρα, να πάρει λίγο αέρα μα τι γίνεται; Ακόμα να έρθει ο γιατρός, ο γιατρός, που είναι ο γιατρός τέλος πάντων, γρήγορα…»
Άνοιξα τα μάτια μου και ήμουν ακόμα στην αγκαλιά της. Καμιά ντουζίνα μάτια σαν φωτοστέφανο τριγύρω από το όμορφο κεφαλάκι της με κοιτούσαν με αγωνία. Άλλα τόσα χείλη ανοιγόκλειναν, πετώντας μου λέξεις που δεν έφθαναν στα αυτιά μου. Μετά από ώρες και σαν συνήλθα στο ιατρικό κέντρο του χωριού έδωσα ερμηνεία στην ευτυχία που έζησα σαν όνειρο.
«Καπετάνιο, λίγο ακόμα και θα μπάρκαρες σε βάρκα με ρότα τον Αχέροντα. Αν δεν ήταν δίπλα σου για το φιλί της ζωής η νοσηλεύτρια, η εγγονή της χήρας που νοικιάζει σε σένα, θα σε είχαμε για φύτεμα κάτω από τα κυπαρίσσια. Κόψε το τσιγάρο, κόψε το, γιατί την επόμενη φορά ίσως δεν θα σε ξυπνήσει καμιά κοκκινοσκουφίτσα με φιλιά, θαλασσόλυκε.