Ήμουν τυχερή. Αυτήν την τόσο δύσκολη περίοδο, μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, να βρω μια θέση εργασίας έστω και για μερικές ώρες. Ας είναι καλά μια φίλη της μητέρας μου, που είναι λογίστρια χρόνια τώρα σε αυτό το κατάστημα καλλυντικών στην Ερμού. Ήταν ελαστικό το ωράριο και μπορούσα να παρακολουθώ τα μαθήματα στην Σχολή μου. Η συγκοινωνία πάλι ήταν πολύ βολική. Η στάση του Μετρό λίγα μέτρα μακριά, μετά το οικοδομικό τετράγωνο όπου βρισκόταν η μονοκατοικία της θείας μου, στο Χαλάνδρι. Η ίδια, συνταξιούχος πλέον και χήρα, ταξίδευε συχνά και έτσι ήταν ήσυχη πώς το σπίτι της δεν έμενε μόνο του. Μου το είχε σχεδόν παραχωρήσει, για όσο καιρό θα σπούδαζα. Δεν οδηγούσα ακόμα και έτσι κάθε πρωί έμπαινα στο Μετρό και έφτανα πολύ γρήγορα στο Σύνταγμα. Τις καθημερινές συναντούσα σχεδόν πάντα τα ίδια πρόσωπα, είτε στην αποβάθρα είτε μέσα στους συρμούς. Έμοιαζαν, αποβάθρες και συρμοί, με πασαρέλα. Έβλεπες κάθε λογής ανθρώπους, κάθε λογής τάση στην μόδα να μετακινείται, πάνω κάτω, δεξιά και αριστερά, μέσα και έξω. Αντιθέτως, εμένα δεν με απασχολούσε το ντύσιμο μου. Έβαζα το τζιν παντελόνι μου, κρέμαγα το σακίδιο μου με τις σημειώσεις στον ώμο και πέταγα με τα αθλητικά παπούτσια μου από την εργασία στην Σχολή και από την Σχολή στο σπίτι. Στην δουλειά μου άλλαζα, φόραγα ένα κομψό ταγιεράκι, με φουλάρι και μαύρες χαμηλές γόβες που μου είχαν δώσει στο κατάστημα.
Κάθε πρωί, η έξοδος στην πλατεία Συντάγματος έμοιαζε με ειρηνική «έξοδο του Μεσολογγίου». Με δυνατά βήματα ορμούσαν σχεδόν όλοι να βγουν έξω, στο φως. Οι καλοντυμένοι να καταλήξουν σε συγκεκριμένο cafeé της περιοχής για να ολοκληρώσουν το ξύπνημά τους με λίγες γουλιές καφέ και άλλοι, σαν εμένα, να προλάβουν να πάρουν και κανένα σουσαμένιο κουλουράκι για να κάνει παρέα στον καφέ.
Έβλεπα κάθε λογής ανθρώπους, καθημερινά στην διαδρομή αυτή από το σπίτι στην δουλειά και την Σχολή μου, με στυλ, με ύφος, άλλους απλούς και ταπεινούς κάθε ηλικίας, αλλά και άλλους διαφορετικούς μυστήριους κλεισμένους σε σιωπή. Αλλά και κάτι άλλα ανθρώπινα κορμιά, ρακένδυτα, ατημέλητα, αξύριστα, βρώμικα να περιφέρονται ανάμεσα μας και όλοι μαζί καρναβάλι σωστό, μελίσσι χαμένο, να διασταυρωνόμαστε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αυτής της πόλης. Έβλεπα άλλους το πρωί και άλλους στην επιστροφή μου. Άκουγα σοβαρούς ή ανόητους μονολόγους στα κινητά τους ή διαλόγους με όσους συμβάδιζαν. Μπορούσα να τους παρατηρήσω και να τους ακούω από κοντά, σε κάθε διάβαση πεζών ή πέρασμα πού οδηγούσε στην είσοδο-έξοδο του Μετρό.
Κάποιοι από τους καλοντυμένους, συνήθως είχαν προορισμό τα Βόρεια, Νότια και τα άλλα προάστια της Αττικής. Οι άλλοι, αυτοί με το διαφορετικό ντύσιμο, στέκονταν και περίμεναν έξω από την είσοδο του Μετρό, τους πελάτες τους, εμάς, πουλώντας λαχεία, κουλούρια ή μικροαντικείμενα, ή δεν είχαν τίποτα να πουλήσουν αλλά περίμεναν σιωπηλά απλώνοντας το χέρι για μια μικρή βοήθεια. Ανάλογα τις μέρες και τις ώρες έστηναν καρτέρι, σε όσους μπαινόβγαιναν.
Πρώτος από όλους, πρωινός πρωινός στεκόταν εκεί, ένας άνδρας ψηλός, γύρω στο 1.80, αξύριστος για πολύ καιρό, με λίγες λευκές τρίχες σαν μαλλιά, κολλημένα σε ένα κρανίο. Φορούσε, ποιος ξέρει πόσο καιρό, ένα παντελόνι μαύρο, ένα πουκάμισο με ένα χρώμα εξαφανισμένο από την πολυκαιρία ή την απλυσιά. Παρόλα αυτά είχε ένα πρόσωπο γαλήνιο, σχεδόν μόνιμα χαμογελαστό, τι ειρωνεία. Όμως έγερνε μπροστά το σώμα του, σε αντίθεση με την καμαρωτή κορμοστασιά των σκιάχτρων. Αυτός έγερνε μπροστά, μέχρι κάτω, εκεί μπροστά στα πρόσωπα όλων μας, ακόμα και όσων έκαναν πως δεν τον έβλεπαν. Στεκόταν ή περπατούσε σχεδόν σκυφτός, καμπούρης, σαν γέρος. Μπορεί και να μην ήταν, αλλά γέρος έμοιαζε. Κάθε μέρα την ίδια πρωινή ώρα, λες και ραντεβού δίναμε στο ίδιο φανάρι, περιμέναμε όλοι μας για να μας δώσει την άδεια να περάσουμε ο Γρηγόρης.
Ανάμεσά μας, είχα προσέξει πολλές φορές, ένας άνδρας γύρω στα σαράντα, μετρίου αναστήματος, καλογυμνασμένος, λεπτός, μελαχρινός, με γυαλιά μυωπίας σε ασημί λεπτό σκελετό, πάντα με σκούρο κοστούμι εποχής, πότε λινό, πότε cool wool, παπούτσια καλογυαλισμένα ή ολοκαίνουργια. Κρατούσε το κινητό του τηλέφωνο στο ένα χέρι και το άλλο, το είχε κρυμμένο στην τσέπη τού παντελονιού του. Ήταν πάντα σκυθρωπός, θυμωμένος ίσως, με κατεβασμένα χαμηλά τα πυκνά του φρύδια, αγέλαστος, ανέκφραστος. Άλλοτε πάλι τον έβλεπα να βγαίνει από το Μετρό ενώ στεκόμουν και αγόραζα τα σουσαμένια μου. Αγόραζα πάντα δύο και από τα μεγάλα.Το ένα, το άφηνα μέσα στο χάρτινο σακουλάκι και το έδινα στον άνδρα σκιάχτρο, πλησιάζοντας τον διακριτικά. Το άλλο το φύλαγα για το διάλειμμα με τον καφέ μου.
Σχεδόν κάθε μέρα περνούσε μπροστά από τον ξερακιανό άνδρα με γρήγορα βήματα και δεν ανέβαζε ποτέ την ματιά του να τον δει καθώς εκείνος τον καλημέριζε με τα γαλάζια, μεγάλα, απελπισμένα μάτια του. Ο καημένος ο γεράκος, ζητιάνος, δεν μιλούσε ποτέ. Ίσως και να μην μιλούσε Ελληνικά. Όμως κάθε φορά που του έδινα το χάρτινο σακουλάκι με το κουλούρι, το έπαιρνε και με ευχαριστούσε με μια υπόκλιση βαθιά, σκύβοντας χαμηλά. Μια υπόκλιση μετάνοιας ή υποταγής έμοιαζε όλο αυτό και δεν έπρεπε, δεν το ήθελα. Δεν μιλούσε ποτέ. Μπορεί και να μην είχε φωνή. Μόνο με κοίταζε με σεβασμό και έσκυβε. Τον είχα βρει να ψάχνει μέσα στους κάδους των σκουπιδιών, εκεί μπροστά. Μέσα τους, ψαχουλεύοντας, όλο και κάτι έβρισκε από μισοτελειωμένα φαγώσιμα που άφηναν οι εισερχόμενοι επιβάτες του Μετρό. Κάποιες φορές πλησίαζα διακριτικά και τού άφηνα ένα κέρμα πάνω στην στεφάνη τού κάδου για να το βρει. Εκείνος το άρπαζε και πάλι έκανε μετάνοια βαθιάς ευχαριστίας. Σαν έπαιρνε το σακουλάκι με το κουλούρι, καθόταν λίγο παράμερα και το έτρωγε παρέα με κάτι αδέσποτα σκυλιά με κολάρο αναγνώρισης, δώρο του Δήμου της πόλης.
Μαζί τους και τα περιστέρια, τον περικύκλωναν τιτιβίζοντας, τρέχοντας με διπλούς βηματισμούς ποιο θα πρωτοκαρφώσει με το ράμφος του έστω και ένα σουσάμι αν έπεφτε στο έδαφος. Και έπεφταν αρκετά. Τα έριχνε αυτός για να μαζεύονται τα πετούμενα πλάσματα κοντά του με ευγνωμοσύνη. Έδινε και μια μπουκιά σε κάποιο αδέσποτο, σέβονταν την πείνα του καημένου ζώου. Μόνο σε αυτά κάτι μουρμούριζε. Είχε τελικά φωνή.
Εκείνη την ημέρα, αρχή της εβδομάδος, βγήκαμε από το Μετρό, ένα σμήνος ανθρώπων, σπρώχνοντας σχεδόν ο ένας τον άλλον πεταχτήκαμε προς την έξοδο, παρασύροντας όλους όσους μας περίμεναν έξω. Κουλουρτζήδες, λαχειοπώλες, ζητιάνους και το σκιάχτρο μαζί.
Ο καθώς πρέπει άνδρας, καλοντυμένος όπως πάντα, δύο αναπνοές μπροστά μου, έπεσε πάνω στο σκιάχτρο λες ξαφνικά και το αγάπησε και ήθελε να το αγκαλιάσει. Αυτή την φορά δεν αντάμωσαν μόνο τις ματιές τους αλλά ακούμπησαν τα κορμιά τους. Έπεσε ο άνδρας πάνω στον καμπούρη, τον ζητιάνο και ξαφνιάστηκαν ταυτόχρονα και οι δύο μαζί. Ένας όμως τόλμησε να ζητήσει συγνώμη με σπαστά Ελληνικά.
Ένα συγνώμη χωρίς τύψεις και βάρος, με γλυκιά φωνή και τεράστια δύναμη ψυχής. Ο ζητιάνος, ζήτησε συγνώμη από τον άνδρα που τον αγνοούσε επιδεικτικά κάθε μέρα, μέρες τώρα, βδομάδες ίσως και μήνες, χωρίς να έχει σε τίποτα φταίξει. Εγώ έμεινα πίσω του ακίνητη, σαν τρομαγμένο, φρεναρισμένο όχημα. Ο άνδρας γύρισε απότομα, τον κοίταξε για πρώτη φορά και αμέσως μετά σκούπισε με τα χέρια του το φρέσκο πρεσαρισμένο κοστούμι του, διώχνοντας το πρώτο άγγιγμα των ψυχών τους.
«Να πάρει ο διάολος, άντε να δούμε πότε θα μαζέψουν όλα αυτά τα βρώμικα αδέσποτα από αυτήν την πόλη», είπε με δυνατή οργισμένη φωνή.
Αλλά και μέσα από τα δόντια του να το έλεγε, θα τον άκουγα. Ήμουν δίπλα τους, αθέατη μάρτυρας της σύγκρουσης, ενός προνομιούχου κοστουμιού χωρίς ανθρώπινη ψυχή, ίχνος συμπόνιας μέσα του, με ένα ρακένδυτο σχεδόν, πλούσιο αξιοπρέπειας, ζητιάνο. Ήμουν εκεί και είδα, άκουσα, πόνεσα. Τον ακούσαμε όλοι εξ άλλου. Οι πλανόδιοι πωλητές, ο ζητιάνος σκιάχτρο, τα σκυλιά, τα περιστέρια και ο Δημιουργός τους. Ήμασταν όλοι εκεί. Αυτός όμως συνέχισε την πορεία του προς το φανάρι της διάβασης πεζών με γρήγορο βήμα, σαν να ήθελε να ξεφύγει από το ίδιο του το σώμα. Η ψυχή του μπορεί να έβραζε από θυμό γιατί τα πυκνά μαύρα φρύδια του είχαν συγκρουστεί και ενωθεί δίνοντας στο πρόσωπο του ένα πολύ αγριεμένο ύφος.
Πλησίασα τον ζητιάνο, τού έδωσα το σακουλάκι με το κουλούρι, όπως πάντα, του έγνεψα με χείλη κλειστά, αλλά τραβηγμένα από ένα ταπεινό χαμόγελο μια καλημέρα και του είπα με σιγανή φωνή : «Συγνώμη κύριε αλλά, δεν το είπε για εσάς. Τα σκυλιά εννοούσε».
Ο ζητιάνος κούνησε το κεφάλι δεχόμενος την δική μου συγνώμη για λογαριασμό του άνδρα, πήρε το σακουλάκι και βημάτισε πιο πέρα για να ανταμώσει τα περιστέρια του.
Την επόμενη ημέρα σαν ξύπνησε ό ήλιος, ήθελα πολλά όμορφα πράγματα να δω και να κάνω. Όμως δεν ήθελα να δω ό,τι είδα, βγαίνοντας από το Μετρό στην πλατεία Συντάγματος. Δεν ήθελα να δω τον σκυθρωπό καλοντυμένο άνδρα, αλλά τον είδα. Δίπλα μου ξανά, με συντονισμένο βήμα, να παρελαύνει καμαρωτός προς την έξοδο. Δεν ήθελα να δω το ασθενοφόρο που είχε πλησιάσει το σημείο κοντά στην είσοδο, αλλά το είδα. Πάνω σε ένα φορείο, σκεπασμένο, ξεκουραζόταν το άψυχο κορμί του σκιάχτρου που βρήκαν ακίνητο πάνω σε ένα παγκάκι οι υπάλληλοι καθαριότητας τού Δήμου.
Την ίδια ώρα ακριβώς που το χθεσινό ανθρώπινο μελίσσι ξαναπεταγόταν έξω από το Μετρό και σκορπιζόταν σε κάθε μεριά τής πλατείας στον ομφαλό της χώρας, εγώ στεκόμουν εκεί, κρατώντας τα κουλουράκια μας χωρίς να μπορώ να σταματήσω τα δάκρυα μου. Ένας λυγμός μου, πνίγηκε στο άκουσμα των πιο βρόμικων σχολίων πού άκουσα ποτέ.
«Επί τέλους, ξεβρόμισε η είσοδος, καιρός ήταν να μας παραδώσει καθαρή την πλατεία ο Δήμος».
Ήταν ο ίδιος άνδρας, ο καθώς πρέπει, με το ατσαλάκωτο καλοραμμένο κοστούμι. Δεν στάθηκε ούτε στιγμή να κοιτάξει, να χαιρετίσει τον ζητιάνο πού έφευγε για μιαν άλλη ζωή. Προχώρησε με το ίδιο αδιάφορο, υπεροπτικό βήμα προς την διάβαση. Αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Τον πλησίασα όσο μπορούσα. Μιλούσε στο κινητό του με δυνατή φωνή ενώ περπατούσε:
«Σου λέω ρεεέ μαλάκαα! ήταν μαρτύριο κάθε πρωί αυτό το χάλι μπροστά μας, βρωμιά σου λέω, κατάντια. Επιτέλους, να καθαρίσει η πόλη! Πόσα γκολ φάγατε χθες ρεεέ μαλάκαα;»
Το βήμα μου σοκαρίστηκε. Η ψυχή μου κοντοστάθηκε για λίγο να πάρει κουράγιο. Τον έχανα, απομακρυνόταν. Πήρα βαθιά ανάσα από τον βρώμικο αέρα της πρωτεύουσας, άνοιξα το βήμα μου, έτρεξα λίγο για να τον προλάβω, αλλά με βάραιναν τα δάκρυα μου. Πριν το φανάρι πρασινίσει και τον αφήσει ελεύθερο να συνεχίσει τον δρόμο του, έπρεπε να βρεθώ δίπλα του. Ευτυχώς. Ένας Σταμάτης ήρθε να συμμαχήσει με την δική μου μυστική αποστολή. Και ενώ αυτός συνέχιζε να μιλά στο κινητό τηλέφωνο,τον πλησίασα και του είπα:
«Συγνώμη, να σας πω κάτι…» Γύρισε με κοίταξε χωρίς να διακόψει την επικοινωνία του στο τηλέφωνο.
«Τι συμβαίνει;» με ρώτησε με ενοχλημένο ύφος
«Σας άκουσα και χθες και σήμερα. Ίσως κάποτε ο Δήμος σας παραδώσει μια πόλη καθαρή για να σταματήσει το μαρτύριο σας. Εσείς όμως, κύριε, τι ψυχή θα παραδώσετε κάποτε;»
Δεν μου απάντησε. Ίσως δεν κατάλαβε. Κούνησε το κεφάλι ειρωνικά καθώς περνούσε την διάβαση, συνεχίζοντας την πορεία του στο ίδιο σκοτεινό μονοπάτι της δικής του ζωής. Με μάτια ακόμα θολά, στο ένα χέρι το χαρτομάντιλο, στο άλλο το σακουλάκι κλειστό. Δεν είχα ακόμα τολμήσει να το ανοίξω. Δεν είχα πλέον με ποιόν να μοιραστώ τα δυο κουλούρια αυτό το πρωινό.
Το απόγευμα επισκέφτηκαν την πόλη αρκετά παραφουσκωμένα, γκρι θυμωμένα σύννεφα. Ψιχάλες δυνατές, πιασμένες χέρι-χέρι, έπεφταν με ορμή πάνω στην γη, χορεύοντας σε ξέφρενους ρυθμούς. Βροντές, αστραπές τις συνόδευαν σε αυτό το αλλόκοτο πάρτι τής ανοιξιάτικης καταιγίδας. Δρόμοι, πεζοδρόμια, παγκάκια, οροφές κτηρίων, οχημάτων, κάδοι απορριμμάτων, δένδρα είχαν μετά μια δροσερή, καθαρή όψη.
Ποιος να ξέρει. Ίσως η τελευταία παράκληση, επιθυμία του σκιάχτρου στον Δημιουργό του, ήταν να καθαρίσει λίγο αυτή την πόλη. Επιστρέφοντας σπίτι μου, στην είσοδο του Μετρό, σταμάτησα και κοίταξα το σημείο που στέκονταν συνήθως το ταπεινό σκιάχτρο. Μόνο κάτι περιστέρια βημάτιζαν νευρικά μπροστά στα θλιμμένα μάτια κάτι γέρικων αδέσποτων. Είχαν ξαπλώσει δίπλα από το παγκάκι που βρήκαν τον ζητιάνο. Δεν είχαν ακόμα καταλάβει πώς θα έπρεπε να πετούν στον ουρανό μήπως και τον ξανανταμώσουν.
This Post Has 4 Comments
Great to see you so busy writing. Keep it up
Thank you Shirle Johnston. i will..
another good story
Thank you again