Αυτή είναι, άπιστοι όλου του κόσµου, η αληθινή ιστορία της Μεγάλης Μάµα, απόλυτης ηγεμόνος του βασιλείου του Μακόντο, που έζησε ενενήντα δύο χρόνια και πέθανε µέσα σ’ ευωδία αγιότητας µια Τρίτη τον περασμένο Σεπτέμβρη και που την κηδεία της παρακολούθησε ο Πάπας.
Τώρα που το έθνος, που ταρακουνήθηκε πέρα ώς πέρα, ξαναβρήκε την ισορροπία του⋅ τώρα που οι πιπιζοπαίκτες του Σαν Χακίντο, οι λαθρέµποροι της Γκουαχίρα, οι ορυζοκαλλιεργητές του Σινού, οι πόρνες της Γκουακαµαγιάλ, οι µάγοι της Σιέρπης και οι µπανανεργάτες της Αρακατάκα δίπλωσαν τις τέντες τους για να συνέλθουν από την εξουθενωτική αγρύπνια και να ξαναβρούν τη γαλήνη τους, και ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας και οι υπουργοί του και όλοι εκείνοι που αντιπροσώπευαν τη δηµόσια εξουσία και τις υπερφυσικές δυνάµεις στην πιο εκπληκτική και µακάβρια περίπτωση που καταγράφηκε στα χρονικά της ιστορίας ξαναβρήκαν τον έλεγχο των κτηµάτων τους⋅ τώρα που ο Πάπας έχει ανέβει στους ουρανούς ψυχή τε και σώµατι⋅ και τώρα που είναι αδύνατο να σεργιανίσεις στο Μακόντο από τα άδεια μπουκάλια, τα αποτσίγαρα, τα γλειμμένα κόκαλα, τις κονσέρβες, τα κουρέλια και τις ακαθαρσίες που το πλήθος που ήρθε στην ταφή άφησε ξοπίσω του⋅ τώρα είναι ώρα ν’ ακουμπήσεις ένα σκαµνί μπροστά στην εξώπορτα και να διηγηθείς από την αρχή τις λεπτομέρειες αυτής της εθνικής αναστάτωσης, προτού οι ιστορικοί βρουν ευκαιρία να πλησιάσουν.
Πριν από δεκατέσσερις βδοµάδες, µετά από ατέλειωτες νύχτες µε καταπλάσματα, έμπλαστρα μουστάρδας και βεντούζες, και αδύναµη από το παραλήρημα της επιθανάτιας αγωνίας της, η Μεγάλη Μάµα τούς διέταξε να την καθίσουν στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα της από λυγαριά για να εκφράσει τις τελευταίες επιθυμίες της. Ήταν το µόνο που απέµενε να κάνει πριν πεθάνει. Εκείνο το πρωί, µε την παρέµβαση του πατέρα Αντόνιο Ιζαµπέλ, είχε βάλει σε τάξη τις υποθέσεις της ψυχής της και τώρα µόνο έµενε να βάλει σε τάξη τις κοσµικές υποθέσεις της µε τις εννέα ανιψιές και ανιψιούς της, τους µοναδικούς κληρονόµους της που ξαγρυπνούσαν µε βάρδιες δίπλα στο κρεβάτι της. Ο εφηµέριος, µιλώντας µόνος του και στα πρόθυρα των εκατοστών γενεθλίων του, έµεινε στο δωµάτιο. Είχαν χρειαστεί δέκα άντρες για να τον κουβαλήσουν πάνω στο υπνοδωµάτιο της Μεγάλης Μάµα και αποφασίστηκε πως θα έπρεπε να µείνει εκεί για να µη χρειάζεται να τον κατεβάσουν κάτω και να τον ανεβάσουν πάλι πάνω την τελευταία στιγµή.
Ο Νικανόρ, ο µεγαλύτερος ανιψιός, γιγάντιος και άγριος, ντυµένος στο χακί µε µπότες και σπιρούνια και µ’ ένα τριανταοκτάρι µακρύκαννο πιστόλι χωµένο κάτω από το πουκάµισό του, πήγε να βρει τον συµβολαιογράφο. Η πελώρια διώροφη έπαυλη, γεµάτη µυρωδιές από µελάσα και ρίγανη, µε τα σκοτεινά διαµερίσµατά της παραγεµισµένα µε σεντούκια και µε τις παλιατσαρίες τεσσάρων γενεών που είχαν γίνει στάχτη, είχε παραλύσει από την προηγούµενη βδοµάδα σε αναµονή αυτής της στιγµής. Στο µακρύ κεντρικό χολ, µε τσιγκέλια στους τοίχους όπου σε µιαν άλλη εποχή κρέµονταν σκοτωµένα γουρούνια και σφάζονταν ελάφια τις νυσταλέες αυγουστιάτικες Κυριακές, οι εργάτες κοιµούνταν πάνω σε σακιά αλάτι και στα εργαλεία του αγροκτήµατος περιµένοντας τη διαταγή για να σελώσουν τ’ άλογα και να σκορπίσουν τ’ άσχηµα µαντάτα στις τέσσερις γωνιές του πελώριου κτήµατος. Η υπόλοιπη οικογένεια ήταν στο σαλόνι. Οι γυναίκες κατάχλοµες, ξεψυχισµένες από τις διαδικασίες της κληρονοµιάς και την έλλειψη ύπνου, κρατούσαν αυστηρό πένθος που ήταν το αποκορύφωµα από ένα σωρό αλλεπάλληλα πένθη. Η µητριαρχική ακαµψία της Μεγάλης Μάµα είχε περιτριγυρίσει την περιουσία της και το όνοµά της µ’ ένα µυστηριακό πλέγµα όπου οι θείοι παντρεύονταν τις κόρες των ανιψιών τους και τα ξαδέλφια παντρεύονταν τις θείες τους και τα αδέλφια τις κουνιάδες τους µέχρι να σχηµατίσει ένα πολύπλοκο πλέγµα αιµοµιξίας που µετέτρεψε την τεκνοποιία σε φαύλο κύκλο. Μόνο η Μαγκνταλένα, η πιο µικρή από τις ανιψιές, κατάφερε να ξεφύγει⋅ τροµοκρατηµένη από οράµατα ανάγκασε τον πατέρα Αντόνιο Ιζαµπέλ να την ξορκίσει, ξύρισε το κεφάλι της και απαρνήθηκε τα µεγαλεία και τη µαταιότητα του κόσµου στις δόκιµες καλόγριες της Αποστολής. Στο περιθώριο της επίσηµης οικογένειας και κατά την άσκηση του jus primae noctis[1], οι αρσενικοί είχαν σπείρει ράντσα, οικισµούς και αγροτόσπιτα µε µια ολόκληρη σειρά µπάσταρδων απογόνων, που κυκλοφορούσαν ανάµεσα στους υπηρέτες, χωρίς επίθετα, σαν βαφτιστήρια, υπάλληλοι, χαϊδεµένοι και προστατευµένοι της Μεγάλης Μάµα.
Ο επικείµενος θάνατός της ξεσήκωσε τις εξαντληµένες προσδοκίες. Η φωνή της γυναίκας που πέθαινε, συνηθισµένη σε υποταγή και υπακοή, δεν ήταν πιο δυνατή από έναν µπάσο σωλήνα εκκλησιαστικού οργάνου µες στο κλειστό δωµάτιο, µα αντηχούσε ώς τις πιο αποµακρυσµένες γωνιές του κτήµατος. Κανείς δεν έµενε αδιάφορος σε αυτόν το θάνατο. Σε όλη τη διάρκεια αυτού του αιώνα, η Μεγάλη Μάµα υπήρξε το κέντρο βάρους του Μακόντο, όπως και τα αδέλφια της, οι γονείς της και οι γονείς των γονιών της στο παρελθόν, σε µια ηγεµονία που κάλυπτε δύο αιώνες. Η πόλη θεµελιώθηκε πάνω στο επώνυµό της. Κανείς δεν γνώριζε την αρχή ή τα όρια ή την αληθινή αξία της περιουσίας της, µα όλοι είχαν συνηθίσει να πιστεύουν πως η Μεγάλη Μάµα ήταν κάτοχος των νερών, τρεχούµενων και στάσιµων, όσων είχαν πέσει κι όσων θα έπεφταν από τον ουρανό και των δρόµων της περιοχής, των τηλεγραφόξυλων, των δίσεκτων χρόνων και του καύσωνα και πως είχε ακόµη κληρονοµικό δικαίωµα πάνω στη ζωή και στην περιουσία. Όταν καθόταν στο µπαλκόνι της για να δροσιστεί το απόγευµα, µε όλο το βάρος της κοιλιάς και της εξουσίας της στριµωγµένο στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα της από λυγαριά, έµοιαζε, µα την αλήθεια, απίθανα πλούσια και δυνατή, η πιο πλούσια και πιο δυνατή µατρόνα του κόσµου.
Κανένας δεν είχε σκεφτεί πως η Μεγάλη Μάµα ήταν θνητή, εκτός από τα µέλη της φυλής της και την ίδια τη Μεγάλη Μάµα, παρακινηµένη από τις γεροντικές προαισθήσεις του πατρός Αντόνιο Ιζαµπέλ. Αλλά αυτή πίστευε πως θα ζούσε πάνω από εκατό χρόνια σαν τη γιαγιά της από τη µάνα της, που στον πόλεµο του 1875 αντιµετώπισε µια περιπολία του συνταγµατάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία, ταµπουρωµένη στην κουζίνα του κτήµατος. Μόνο φέτος τον Απρίλη, η Μεγάλη Μάµα κατάλαβε πως ο Θεός δεν θα την αξίωνε µε το προνόµιο να καθαρίσει προσωπικά σε ανοιχτή σύγκρουση µια ορδή από οµοσπονδιακούς Μασόνους.
Την πρώτη βδοµάδα των πόνων, ο οικογενειακός γιατρός τη συντηρούσε µε έµπλαστρα µουστάρδας και µάλλινες κάλτσες. Ήταν ένας κληροδοτηµένος γιατρός, απόφοιτος του Μονπελιέ, ενάντιος από φιλοσοφική θέση στην πρόοδο της επιστήµης του, στον οποίο η Μεγάλη Μάµα είχε παραχωρήσει το ισόβιο δικαίωµα της αποκλειστικής άσκησης της ιατρικής, απαγορεύοντας την εγκατάσταση άλλων γιατρών στο Μακόντο. Κάποτε αλώνιζε την πόλη καβάλα, κάνοντας επισκέψεις στους θλιµµένους αρρώστους το δειλινό, και η φύση τού είχε παραχωρήσει το δικαίωµα να γίνει πατέρας πολλών παιδιών. Μα τα αρθριτικά τον κρατούσαν πια αγκυλωµένο σε µια αιώρα και κατέληξε να φροντίζει τους πελάτες του χωρίς να τους επισκέπτεται, µε τη βοήθεια υποθέσεων, αγγελιοφόρων και παραγγελιών. Όταν τον γύρεψε η Μεγάλη Μάµα, διέσχισε την πλατεία µε τις πιτζάµες του, στηριζόµενος σε δυο µπαστούνια, κι εγκαταστάθηκε στο υπνοδωµάτιο της άρρωστης. Και µόνο όταν συνειδητοποίησε πως η Μεγάλη Μάµα ψυχορραγούσε, τότε παράγγειλε να του φέρουν ένα σεντούκι µε πορσελάνινα βάζα µε λατινικές επιγραφές και για τρεις βδοµάδες πασάλειβε την ετοιµοθάνατη µέσα κι έξω µε όλων των ειδών τις ακαδηµαϊκές ποµάδες, µεγαλειώδη τονωτικά και δυνατά υπόθετα. Έπειτα έβαζε καπνιστά βατράχια στη µεριά που πονούσε και βδέλλες στα νεφρά της µέχρι το πρωί εκείνης της µέρας που έπρεπε να αντιµετωπίσει το δίληµµα, ή να τη φλεβοτοµήσει ο µπαρµπέρης ή να την ξορκίσει ο πατήρ Αντόνιο Ιζαµπέλ.
Ο Νικανόρ έστειλε να βρουν τον εφηµέριο. Οι δέκα καλύτεροι άντρες του τον κουβάλησαν από το Πρεσβυτέριο στο υπνοδωµάτιο της Μεγάλης Μάµα, καθισµένο στην τριζάτη πολυθρόνα από λυγαριά, κάτω από τη µουχλιασµένη τέντα που τη φύλαγαν για εξαιρετικές περιστάσεις. Το καµπανάκι της τελευταίας µετάληψης στο χλιαρό σεπτεµβριάτικο χάραµα ήταν η πρώτη ειδοποίηση για τους κατοίκους του Μακόντο. Όταν βγήκε ο ήλιος, η µικρή πλατεία µπροστά στο σπίτι της Μεγάλης Μάµα έµοιαζε µε χωριάτικο πανηγύρι.
Ήταν σαν ανάµνηση άλλης εποχής. Μέχρι τα εβδοµήντα της, η Μεγάλη Μάµα συνήθιζε να γιορτάζει τα γενέθλιά της µε τα πιο πολυήµερα και θορυβώδη ξεφαντώµατα που θυµάται κανείς. Νταµιτζάνες µε αγουαρδιέντε ήταν στη διάθεση του κόσµου, µοσχάρια θυσιάζονταν στη δηµόσια πλατεία και µια ορχήστρα εγκαταστηµένη πάνω σε τραπέζια έπαιζε τρεις µέρες ασταµάτητα. Κάτω από τις σκονισµένες αµυγδαλιές, όπου την πρώτη βδοµάδα του αιώνα είχαν κατασκηνώσει τα στρατεύµατα του συνταγµατάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία, στήνονταν πάγκοι όπου πούλαγαν λικέρ από ρύζι, ψωµάκια, πουτίγκες από αίµα, τσιγαρίδες, κρεατόπιτες, λουκάνικα, ψωµί από γιούκα, τηγανίτες, µποµπότα, γλυκά από σφολιάτα, σουτζούκια, πατσά, νουγκάδες από ινδοκάρυδο, ζεστό ρούµι µε µπαχαρικά, µαζί µ’ ένα σωρό µικροπράγµατα, µπιχλιµπίδια, ψιλολόγια και στολίδια και κοκοροµαχίες και λαχεία. Μέσα σε αυτήν τη σύγχυση του αναστατωµένου πλήθους πουλιούνταν εικόνες και φυλαχτά µε την εικόνα της Μεγάλης Μάµα.
Οι εορτασµοί άρχιζαν δυο µέρες πριν και τελείωναν την ηµέρα των γενεθλίων της µ’ έναν ορυµαγδό από πυροτεχνήµατα κι έναν οικογενειακό χορό στο σπίτι της Μεγάλης Μάµα. Οι επίλεκτοι καλεσµένοι και τα νόµιµα µέλη της οικογένειας, υπηρετούµενοι γενναιόδωρα από τους µπάσταρδους, χόρευαν στο ρυθµό της παλιάς πιανόλας εφοδιασµένης µε τα πιο µοντέρνα ρολά. Η Μεγάλη Μάµα προήδρευε στο γλέντι από το βάθος της σάλας, από µια πολυθρόνα µε λινά µαξιλάρια, δίνοντας χαµηλόφωνες εντολές µε το δεξί της χέρι, το στολισµένο µε δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα. Εκείνη τη νύχτα καθόριζε τους γάµους της επόµενης χρονιάς, µερικές φορές µε τη συγκατάθεση των ερωτευµένων, µα σχεδόν πάντα αφού είχε συµβουλευτεί τη δική της έµπνευση. Στο τέλος του εορτασµού, η Μεγάλη Μάµα έβγαινε στο µπαλκόνι, που ήταν στολισµένο µε διαδήµατα και φαναράκια από χαρτί, και πετούσε νοµίσµατα στο πλήθος.
Η παράδοση είχε διακοπεί εν µέρει από τα αλλεπάλληλα πένθη της οικογένειας και εν µέρει από την πολιτική αστάθεια των τελευταίων χρόνων. Οι καινούργιες γενιές είχαν ακούσει µόνο ιστορίες για εκείνες τις µεγαλειώδεις εκδηλώσεις. ∆εν είχαν προλάβει να δουν τη Μεγάλη Μάµα στη λειτουργία, να της κάνει αέρα κάποιος υπάλληλος της πολιτικής εξουσίας, απολαµβάνοντας το προνόµιο να µη γονατίζει, ούτε και την ώρα των Μυστηρίων για να µη χαλάσουν η φούστα µε τους ολλανδικούς φαρµπαλάδες και τα κολλαριστά βατιστένια µισοφόρια της. Οι παλιοί θυµούνταν σαν όνειρο από τα νιάτα τους τις διακόσιες γιάρδες ψάθα που στρώθηκαν από το προγονικό σπίτι ώς την Αγία Τράπεζα το απόγευµα που η Μαρία Ροζάριο Καστανέδα υ Μοντέρο παρακολούθησε την κηδεία του πατέρα της και γύρισε από τον ψαθοστρωµένο δρόµο προικισµένη µε µια καινούργια και ακτινοβόλα µεγαλοπρέπεια, µεταµορφωµένη σε Μεγάλη Μάµα στα είκοσι δύο της. Εκείνο το µεσαιωνικό όραµα ανήκε τότε όχι µόνο στο παρελθόν της οικογένειας, µα και στο παρελθόν του Έθνους. Ολοένα και πιο ακαθόριστη και αποµακρυσµένη, µόλις που διακρινόταν στο µπαλκόνι της πνιγµένο στα γεράνια τα ζεστά απογεύµατα, η Μεγάλη Μάµα έλιωνε µες στον ίδιο της το θρύλο. Ο Νικανόρ ασκούσε την εξουσία της. Υπήρχε η προφορική υπόσχεση, διαµορφωµένη από την παράδοση, πως τη µέρα που η Μεγάλη Μάµα θα σφράγιζε τη διαθήκη της, οι κληρονόµοι θα κήρυτταν τρεις µέρες διασκέδαση. Μα ταυτόχρονα έγινε γνωστό πως είχε αποφασίσει να µην εκφράσει τις τελευταίες επιθυµίες της παρά µόνο λίγες ώρες πριν πεθάνει, και κανείς δεν σκεφτόταν στα σοβαρά την πιθανότητα η Μεγάλη Μάµα να είναι θνητή. Μόνο αυτό το πρωινό, ξυπνώντας από το καµπανάκι της τελευταίας µετάληψης, οι κάτοικοι του Μακόντο πείστηκαν όχι µόνο πως η Μεγάλη Μάµα ήταν θνητή, αλλά και πως πέθαινε.
Η ώρα της είχε έρθει. Βλέποντάς την στα λινά στρωσίδια της, πασαλειµµένη µε µαντζούνια ώς τα αυτιά, κάτω από τον κατασκονισµένο θόλο του κρεβατιού της από ανατολίτικο µετάξι, µόλις και διακρινόταν η ζωή στην αδύναµη ανάσα του µητριαρχικού στήθους της. Η Μεγάλη Μάµα, που µέχρι τα πενήντα της έδιωχνε τους πιο παθιασµένους εραστές και που ήταν αρκετά προικισµένη από τη φύση ώστε να πολλαπλασιάσει όλο της το είναι από µόνη της, πέθαινε παρθένα και άτεκνη. Την ώρα του ευχέλαιου, ο πατήρ Αντόνιο Ιζαµπέλ χρειάστηκε να ζητήσει βοήθεια για ν’ αλείψει µε λάδι τις φούχτες των χεριών της, γιατί από την αρχή της επιθανάτιας αγωνίας η Μεγάλη Μάµα είχε τις γροθιές της κλειστές. Άχρηστη αποδείχθηκε η βοήθεια από τις ανιψιές της. Μες στην πάλη, για πρώτη φορά εδώ και µια βδοµάδα, η ετοιµοθάνατη γυναίκα πίεσε το στήθος της µε το χέρι που άστραφτε από πολύτιµες πέτρες και κάρφωσε το άχρωµο βλέµµα της στις ανιψιές της λέγοντας «Ληστές». Ύστερα είδε τον πατέρα Αντόνιο Ιζαµπέλ µε τα άµφιά του και το παπαδοπαίδι µε τα ιερά σκεύη και µε ήρεµη σιγουριά µουρµούρισε «πεθαίνω». Τότε έβγαλε το δαχτυλίδι µε το µεγάλο διαµάντι και το έδωσε στη Μαγκνταλένα, τη δόκιµη, που της ανήκε, µιας και ήταν η πιο νέα κληρονόµος. Εκείνο ήταν το τέλος της παράδοσης: η Μαγκνταλένα είχε απαρνηθεί την κληρονοµιά για χάρη της Εκκλησίας.
Την αυγή, η Μεγάλη Μάµα ζήτησε να την αφήσουν µόνη µε τον Νικανόρ για να δώσει τις τελευταίες εντολές της. Επί µισή ώρα, µε πλήρη έλεγχο των ικανοτήτων της, πληροφορήθηκε για τη διεξαγωγή των υποθέσεών της. Έδωσε ειδικές εντολές για την κατάληξη του σώµατός της και τελικά ασχολήθηκε µε την αγρύπνια. «Πρέπει να έχετε τα µάτια σας ανοιχτά», είπε. «Καλοκλειδώστε όλα τα πολύτιµα, γιατί πολλοί πάνε σε αγρύπνιες µόνο για να κλέψουν». Ένα λεπτό αργότερα, µονάχη µε τον εφηµέριο έκανε µια επίπονη εξοµολόγηση, ειλικρινή και λεπτοµερή, και αργότερα έλαβε τη θεία κοινωνία µπροστά στους ανιψιούς της. Και τότε ήταν που τους ζήτησε να την καθίσουν στην κουνιστή πολυθρόνα της από λυγαριά για να εκφράσει τις τελευταίες επιθυµίες της.
Ο Νικανόρ είχε ετοιµάσει σε είκοσι τέσσερις σελίδες γραµµένες µε καθαρά γράµµατα µια ευσυνείδητη περιγραφή των υπαρχόντων της. Αναπνέοντας ήρεµα µε µάρτυρες το γιατρό και τον πατέρα Αντόνιο Ιζαµπέλ, η Μεγάλη Μάµα υπαγόρευσε στο συµβολαιογράφο τον κατάλογο της ιδιοκτησίας της, την ανώτατη και µοναδική πηγή του µεγαλείου και της εξουσίας της. Μειωµένη στις αληθινές της διαστάσεις, η ακίνητη περιουσία ήταν περιορισµένη σε τρεις περιοχές, δωρισµένες µε βασιλικό διάταγµα κατά την ίδρυση της αποικίας, και µε το πέρασµα του χρόνου, δυνάµει πολύπλοκων γάµων από συµφέρον, είχε συγκεντρωθεί κάτω από τον έλεγχο της Μεγάλης Μάµα. Σ’ εκείνο το ακαλλιέργητο έδαφος, χωρίς καθορισµένα σύνορα, που περιλάµβανε πέντε δήµους και όπου ούτε ένα µοναδικό σπόρι δεν είχε φυτευτεί µε έξοδα των ιδιοκτητών, τριακόσιες πενήντα δύο οικογένειες ζούσαν ως κολίγοι. Κάθε χρόνο, την παραµονή της ονοµαστικής γιορτής της, η Μεγάλη Μάµα εξασκούσε τη µόνη πράξη εξουσίας που εµπόδιζε τη γη να επανέλθει στην πολιτεία: την είσπραξη ενοικίων. Καθισµένη στην εσωτερική βεράντα του σπιτιού της δεχόταν η ίδια την πληρωµή για το δικαίωµα να ζουν πάνω στη γη της, όπως για πάνω από αιώνα είχαν δεχτεί οι πρόγονοί της από τους προγόνους των κολίγων. Όταν η τριήµερη περισυλλογή τελείωνε, η αυλή ήταν ασφυκτικά γεµάτη µε γουρούνια, γαλοπούλες και κοτόπουλα µαζί µε τη δεκάτη και τα πρώτα φρούτα της εποχής που έφερναν εκεί ως δώρα. Στην πραγµατικότητα εκείνη ήταν η µοναδική σοδειά που µάζευε ποτέ η οικογένεια από µια περιοχή στέρφα από την αρχή και που είχε υπολογιστεί σε πρώτη εξέταση στα εκατό χιλιάδες εκτάρια. Μα οι ιστορικές περιστάσεις το έφεραν έτσι ώστε µέσα σε αυτά τα όρια οι έξι πληθυσµοί της επαρχίας του Μακόντο να µεγαλώσουν και να ευηµερήσουν, ακόµη και η πρωτεύουσα του δήµου, έτσι ώστε κανένας που ζούσε σε σπίτι να µην έχει άλλο δικαίωµα ιδιοκτησίας έξω απ’ ό,τι αποτελούσε το ίδιο το σπίτι, µιας και η γη ανήκε στη Μεγάλη Μάµα και το νοίκι πληρωνόταν σε αυτήν, όπως και η κυβέρνηση έπρεπε να την πληρώνει για τη χρησιµοποίηση των δρόµων από τους πολίτες.
Στα περίχωρα των εγκαταστάσεων αρκετά ζώα, που ποτέ δεν µετρήθηκαν και ούτε ποτέ τα είχαν φροντίσει, αλώνιζαν σηµαδεµένα στα καπούλια µε το σχήµα ενός λουκέτου. Εκείνη η κληρονοµική πυροσφραγίδα, που είχε γίνει γνωστή περισσότερο από ακαταστασία παρά από ποσότητα σε µακρινές περιοχές, όπου τα σκορπισµένα κοπάδια, πεθαµένα της δίψας, ξεµάκραιναν το καλοκαίρι, ήταν ένα από τα πιο ισχυρά ερείσµατα του θρύλου. Για λόγους που κανείς δεν είχε νοιαστεί να εξηγήσει, οι εκτεταµένοι στάβλοι του σπιτιού είχαν αδειάσει προοδευτικά από τον τελευταίο εµφύλιο πόλεµο και πρόσφατα µύλοι ζαχαροκάλαµου, αίθουσες αρµέγµατος κι ένας ορυζόµυλος είχαν εγκατασταθεί µέσα σ’ αυτούς.
Έξω από τα είδη που απαρίθµησε, ανάφερε στη διαθήκη της την ύπαρξη τριών δοχείων µε χρυσά νοµίσµατα θαµµένα κάπου µες στο σπίτι κατά τη διάρκεια του Πολέµου της Ανεξαρτησίας, που δεν είχαν βρεθεί σε περιοδικές και εντατικές αναζητήσεις. Μαζί µε το δικαίωµα να συνεχίσουν την εκµετάλλευση της νοικιασµένης γης και να δέχονται τη δεκάτη και τα πρώτα φρούτα και όλων των ειδών τις απίθανες δωρεές, οι κληρονόµοι θα παραλάµβαναν ένα διάγραµµα που διατηρούσαν από γενιά σε γενιά και τελειοποιούσαν σε κάθε γενιά, και που διευκόλυνε στην ανεύρεση του θαµµένου θησαυρού.
Η Μεγάλη Μάµα χρειάστηκε τρεις ώρες για να απαριθµήσει τις επίγειες υποθέσεις της. Στην πνιγηρή κρεβατοκάµαρα, η φωνή της ετοιµοθάνατης έµοιαζε να δίνει αξία ανάλογα µε τη θέση του στο καθετί που αναφερόταν. Όταν πρόσθεσε την τρεµάµενη υπογραφή της και οι µάρτυρες πρόσθεσαν τις δικές τους από κάτω, µια κρυφή τρεµούλα τάραξε τις καρδιές του πλήθους που είχε αρχίσει να µαζεύεται µπροστά στο σπίτι, στη σκιά των σκονισµένων αµυγδαλιών της πλατείας.
Το µόνο που απόµενε τότε ήταν η λεπτοµερής απαρίθµηση των άυλων αγαθών της. Κάνοντας µια υπέρτατη προσπάθεια –την ίδια που είχαν κάνει και οι πρόγονοί της για να εξασφαλίσουν πριν πεθάνουν την κυριαρχία της οικογένειάς τους– η Μεγάλη Μάµα ανασηκώθηκε πάνω στα µνηµειώδη οπίσθιά της και µε κυρίαρχη και ειλικρινή φωνή, χαµένη στις αναµνήσεις της, υπαγόρευσε στο συµβολαιογράφο τον κατάλογο της αόρατης ιδιοκτησίας της:
Ο πλούτος του υπεδάφους, τα χωρικά ύδατα, τα χρώµατα της σηµαίας, η εθνική κυριαρχία, τα παραδοσιακά κόµµατα, τα δικαιώµατα του ανθρώπου, τα πολιτικά δικαιώµατα, η αρχηγία του Έθνους, το δικαίωµα της έφεσης, η τρίτη ακρόαση της Γερουσίας, τα συστατικά γράµµατα, τα ιστορικά αρχεία, οι ελεύθερες εκλογές, οι βασίλισσες οµορφιάς, οι υπερβατικές οµιλίες, οι µεγαλειώδεις διαδηλώσεις, οι διακεκριµένες νεαρές κυρίες, οι σωστοί τζέντλεµαν, οι σχολαστικοί στρατιωτικοί, η Επιφανής Εξοχότης Του, το Ανώτατο ∆ικαστήριο, τα απαγορευµένα εισαγόµενα αγαθά, οι φιλελεύθερες κυρίες, το πρόβληµα του κρέατος, η γνησιότητα της γλώσσας, το να δίνεις το καλό παράδειγµα, ο ελεύθερος µα υπεύθυνος Τύπος, η Αθήνα της Νοτίου Αµερικής, η κοινή γνώµη, τα µαθήµατα της ∆ηµοκρατίας, η Χριστιανική ηθική, η έλλειψη ξένου συναλλάγµατος, το δικαίωµα της ασυλίας, η Κοµµουνιστική απειλή, η µηχανή του κράτους, το υψηλό κόστος ζωής, οι ρεπουµπλικανικές παραδόσεις, οι απόκληρες τάξεις, οι δηλώσεις πολιτικής υποστήριξης.
∆εν τα κατάφερε να συνεχίσει. Η τελευταία της ανάσα διέκοψε την κοπιαστική απαρίθµηση. Πνιγµένη σ’ έναν ωκεανό από θεωρητικές διατυπώσεις που για δυο αιώνες αποτέλεσαν την ηθική δικαίωση της δύναµης της οικογένειας, η Μεγάλη Μάµα ρεύτηκε δυνατά και ξεψύχησε.
Εκείνο το απόγευµα, οι κάτοικοι της µακρινής και αυστηρής πρωτεύουσας είδαν τη φωτογραφία µιας γυναίκας στην πρώτη σελίδα της έκτακτης έκδοσης και σκέφτηκαν πως ήταν µια καινούργια βασίλισσα οµορφιάς. Η Μεγάλη Μάµα ξανάζησε τη στιγµιαία νιότη της φωτογραφίας της, µεγεθυσµένη σε τέσσερις στήλες και µε τον απαραίτητο εξωραϊσµό, τα άφθονα µαλλιά της πιασµένα στην κορφή του κεφαλιού της µε µια χτένα από ελεφαντόδοντο κι ένα περιδέραιο πάνω στο δαντελένιο γιακά της. Αυτή η εικόνα, βγαλµένη από έναν πλανόδιο φωτογράφο που πέρασε από το Μακόντο στις αρχές του αιώνα και κρατήθηκε στα αρχεία της εφηµερίδας για πολλά χρόνια, στο αρχείο των αγνώστων προσωπικοτήτων, ήταν γραφτό να µείνει στη µνήµη των µελλοντικών γενεών. Στα σαραβαλιασµένα λεωφορεία, στα ασανσέρ των υπουργείων και στα µελαγχολικά ζαχαροπλαστεία, τα στολισµένα µε χλοµές διακοσµήσεις, ο κόσµος σιγοκουβέντιαζε µ’ εκτίµηση και σεβασµό για τη νεκρή προσωπικότητα από την αποπνικτική ελώδη περιοχή της, που το όνοµά της ήταν άγνωστο πριν λίγη ώρα στην υπόλοιπη χώρα – πριν καθαγιασθεί µε την τυπωµένη λέξη. Μια ψιλή βροχή σκέπαζε τους περαστικούς µε κακά προαισθήµατα και καταχνιά. Όλες οι καµπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν πένθιµα. Ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, που βρέθηκε απροετοίµαστος στο δρόµο για την απονοµή διπλωµάτων στους νέους ευέλπιδες, πρότεινε στον Υπουργό Πολέµου, µ’ ένα σηµείωµα γραµµένο από το ίδιο του το χέρι πίσω από το τηλεγράφηµα, να τελειώσει την οµιλία του µ’ ενός λεπτού σιγή, φόρο τιµής για τη Μεγάλη Μάµα.
Ο θάνατος είχε αγγίξει τη δηµόσια τάξη. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, που ήταν επηρεασµένος από αστικά αισθήµατα σαν να τον είχαν αγγίξει µέσα από ένα εξαγνιστικό φίλτρο, κατάφερε να αντιληφθεί στο αυτοκίνητό του, σ’ ένα στιγµιαίο, µα µέχρις ενός σηµείου βίαιο όραµα, τη σιωπηλή κατάπληξη της πόλης. Μόνο λίγα παλιοκαφενεία έµεναν ανοιχτά⋅ η Μητρόπολη ήταν έτοιµη για εννιά µέρες πένθους. Στο Εθνικό Καπιτώλιο, όπου οι ζητιάνοι τυλιγµένοι στις εφηµερίδες κοιµούνταν κάτω από το καταφύγιο των δωρικών κιόνων και τα σιωπηλά αγάλµατα των νεκρών προέδρων, τα φώτα της Γερουσίας ήταν αναµµένα. Όταν ο Πρόεδρος µπήκε στο γραφείο του, συγκινηµένος από το όραµα της πρωτεύουσας που πενθούσε, οι υπουργοί του τον περίµεναν ντυµένοι επίσηµα, ορθοί, πιο χλοµοί και πιο σοβαροί από το συνηθισµένο.
Τα γεγονότα εκείνης της νύχτας κι αυτά που ακολούθησαν θα αναγνωρίζονταν κατόπι σαν ιστορικό µάθηµα. Όχι µόνο για το χριστιανικό πνεύµα που είχε εµπνεύσει τις πιο ευγενικές προσωπικότητες της δηµόσιας εξουσίας, µα κι από την αυταπάρνηση µε την οποία ανόµοια συµφέροντα και συγκρουόµενες αποφάσεις είχαν συµφιλιωθεί στον κοινό σκοπό να θάψουν ένα ένδοξο σώµα. Για πολλά χρόνια η Μεγάλη Μάµα είχε εγγυηθεί την κοινωνική ειρήνη και την πολιτική αρµονία µε τη δύναµη των τριών µπαούλων της που γεµάτα πλαστά εκλογικά πιστοποιητικά αποτελούσαν µέρος της κρυφής περιουσίας της. Οι άντρες στην υπηρεσία της, οι προστατευόµενοί της και οι νοικάρηδες, µεγάλοι και µικροί, ασκούσαν όχι µόνο το δικό τους δικαίωµα ψήφου, µα και των ψηφοφόρων εκείνων που ήταν νεκροί εδώ κι έναν αιώνα. Εξασκούσε την προτεραιότητα της παραδοσιακής δύναµης πάνω στην πρόσκαιρη εξουσία, την κυριαρχία της αριστοκρατίας πάνω στους κοινούς ανθρώπους, την υπεροχή της θείας σοφίας πάνω στον ανθρώπινο αυτοσχεδιασµό. Σε καιρό ειρήνης, η δεσποτική θέλησή της ενέκρινε και απέρριπτε εφηµέριους, µετόχια και αργοµισθίες και φρόντιζε για την καλοπέραση των συνεργατών της, ακόµη κι αν έπρεπε να καταφύγει σε παράνοµες ενέργειες ή εκλογική νοθεία για να τα καταφέρει. Σε στενάχωρους καιρούς, η Μεγάλη Μάµα κρυφά προµήθευε όπλα στους παρτιζάνους της, µα στα φανερά βοηθούσε τα θύµατά της. Αυτός ο πατριωτικός ζήλος τής εξασφάλισε τις υψηλότερες τιµές.
Ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας δεν χρειάστηκε να συµβουλευτεί τους συµβούλους του για να ζυγίσει τη βαρύτητα της ευθύνης του. Ανάµεσα στην αίθουσα υποδοχής του Παλατιού και στο µικρό πλακοστρωµένο αίθριο, που είχε χρησιµεύσει στους αντιβασιλείς σαν cochére[2], υπήρχε ένας εσωτερικός κήπος µε µαύρα κυπαρίσσια όπου ένας Πορτογάλος καλόγερος είχε κρεµαστεί από έρωτα τις τελευταίες µέρες της Αποικίας. Παρ’ όλη τη θορυβώδη συντροφιά των παρασηµοφορηµένων αξιωµατικών, ο Πρόεδρος δεν µπορούσε να καταπνίξει µια ελαφριά τρεµούλα αβεβαιότητας όταν περνούσε από εκείνο το σηµείο µετά τη δύση. Μα εκείνη τη νύχτα η τρεµούλα του είχε τη δύναµη µιας προειδοποίησης. Τότε του αποκαλύφθηκε όλη η αλήθεια του ιστορικού πεπρωµένου του και διάταξε εννιά µέρες εθνικού πένθους και µεταθανάτιες τιµές για τη Μεγάλη Μάµα, σε βαθµό που αρµόζει σε ηρωίδα που έπεσε για την πατρίδα στο πεδίο της µάχης. Όπως το διατύπωσε στο δραµατικό λόγο που έβγαλε εκείνο το πρωί στους συµπατριώτες του από την εθνική ραδιοφωνία και το δίκτυο της τηλεόρασης, ο Αρχηγός του Έθνους έλπιζε πως οι επικήδειες εκδηλώσεις για τη Μεγάλη Μάµα θα ήταν ένα καινούργιο παράδειγµα για τον κόσµο.
Ένας τέτοιος ευγενικός σκοπός ήταν γραφτό να έρθει σε σύγκρουση, παρ’ όλα αυτά, µε µερικές, σοβαρές δυσκολίες. Η δοµή της δικαστικής εξουσίας της χώρας, φτιαγµένη από µακρινούς προγόνους της Μεγάλης Μάµα, δεν ήταν έτοιµη για γεγονότα σαν κι αυτά που άρχισαν να εµφανίζονται. Σοφοί δόκτορες της Νοµικής, ειδικοί αλχηµιστές των νόµων, βούτηξαν σ’ ερµηνευτικές και συλλογισµούς ψάχνοντας για τη διατύπωση που θα επέτρεπε στον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας να παρακολουθήσει την κηδεία. Τα ανώτερα στρώµατα των πολιτικών, του κλήρου και των επιχειρηµατιών, έζησαν µέρες ολόκληρες σε συναγερµό. Στο απέραντο ηµικύκλιο του Κογκρέσου, εξαγνισµένο από έναν αιώνα θεωρητικής νοµοθεσίας, ανάµεσα σε ελαιογραφίες εθνικών ηρώων και προτοµές Ελλήνων στοχαστών, η αναφορά στο όνοµα της Μεγάλης Μάµα έλαβε ανυπολόγιστες διαστάσεις, ενώ το σώµα της γέµιζε φουσκάλες στον τραχύ Σεπτέµβρη του Μακόντο. Για πρώτη φορά, οι άνθρωποι µιλούσαν γι’ αυτήν και τη σκέπτονταν χωρίς την κουνιστή πολυθρόνα της από λυγαριά, τους απογευµατινούς λήθαργούς της και τα καταπλάσµατα µουστάρδας, και την είδαν αγέραστη και αγνή, ραφιναρισµένη από το θρύλο.
Ώρες ατέλειωτες γέµισαν µε λόγια, λόγια, λόγια, που αντηχούσαν σε όλη τη ∆ηµοκρατία και τονίζονταν από τους ρήτορες των τυπωµένων λόγων. Μέχρι που κάποιος, εµπνευσµένος από την αίσθηση της πραγµατικότητας σ’ εκείνη τη συγκέντρωση ασηπτικών νοµοθετών, διέκοψε το ιστορικό µπλαµπλαµπλά για να υπενθυµίσει πως το πτώµα της Μεγάλης Μάµα περίµενε την απόφασή τους σε σαράντα βαθµούς υπό σκιάν. Κανενός το αυτί δεν ίδρωσε µπροστά σε αυτή την έκρηξη κοινής λογικής µες στην αγνή ατµόσφαιρα του γραπτού λόγου. ∆όθηκαν διαταγές να βαλσαµωθεί το κουφάρι, ενώ έβρισκαν διατυπώσεις, συµβιβάζονταν απόψεις, ή λάβαιναν χώρα συνταγµατικές τροπολογίες για να επιτρέψουν στον Πρόεδρο να παρακολουθήσει την ταφή.
Τόσα πολλά είχαν ειπωθεί που οι συζητήσεις πέρασαν τα σύνορα, διέσχισαν τον ωκεανό και φύσηξαν σαν οιωνός µες στα παπικά διαµερίσµατα του Καστέλ Γκαντόλφο. Έχοντας συνέλθει από τη νωθρότητα των νυσταλέων αυγουστιάτικων ηµερών ο Υπέρτατος Ποντίφηξ ήταν στο παράθυρο κοιτώντας τη λίµνη όπου δύτες έψαχναν για το κεφάλι ενός αποκεφαλισµένου κοριτσιού. Τις τελευταίες βδοµάδες, οι απογευµατινές εφηµερίδες δεν είχαν ασχοληθεί µε τίποτε άλλο και ο Υπέρτατος Ποντίφηξ δεν µπορούσε να µείνει αδιάφορος σ’ ένα αίνιγµα που βρισκόταν σε τόσο κοντινή απόσταση από την καλοκαιρινή του κατοικία. Όµως εκείνο το βράδυ, µε µια απρόβλεπτη αντικατάσταση, οι εφηµερίδες άλλαξαν τις φωτογραφίες των πιθανών θυµάτων µε τη φωτογραφία µιας εικοσάχρονης γυναίκας µαρκαρισµένη µε µαύρο περιθώριο. «Μεγάλη Μάµα», φώναξε ο Υπέρτατος Ποντίφηξ, αναγνωρίζοντας αµέσως τη θολή δαγεροτυπία που του είχε προσφερθεί πολλά χρόνια πριν µε την ευκαιρία της ανάρρησής του στο θρόνο του Αγίου Πέτρου. «Μεγάλη Μάµα», φώναξαν εν χορώ τα µέλη του Κολεγίου των Καρδιναλίων στα ιδιωτικά τους διαµερίσµατα, και για τρίτη φορά µέσα σε είκοσι αιώνες δηµιουργήθηκε µια ώρα αναστάτωσης, πόνου και φασαρίας στην απέραντη αυτοκρατορία της Χριστιανοσύνης µέχρι ο Υπέρτατος Ποντίφηξ να εγκατασταθεί στη µακριά, µαύρη λιµουζίνα του για να πάει στη φανταστική και αποµακρυσµένη κηδεία της Μεγάλης Μάµα.
Οι αστραφτεροί ροδακινώνες έµειναν πίσω, η Βία Άπια Αντίκα µ’ εξεζητηµένες σταρ του κινηµατογράφου να µαυρίζουν στις ταράτσες χωρίς να έχουν ακούσει ακόµα νέα της αναστάτωσης, και µετά το σκοτεινό ακρωτήρι του Καστέλ Σαν Άντζελο στην όχθη του Τίβερη. Το δειλινό, οι δυνατές διπλές καµπανοκρουσίες της βασιλικής του Αγίου Πέτρου µπερδεύονταν µε τα ραγισµένα κουδουνίσµατα του Μακόντο. Μες στην πνιγηρή τέντα του αντίκρυ στα µπλεγµένα καλάµια και τους σιωπηλούς βάλτους που όριζαν τα σύνορα ανάµεσα στη Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία και στα ράντσα της Μεγάλης Μάµα, ο Υπέρτατος Ποντίφηξ άκουγε τη φασαρία των πιθήκων που είχαν αναστατωθεί όλη νύχτα µε το πέρασµα του πλήθους. Στο νυχτερινό ταξίδι του, το κανό ήταν γεµάτο µε σάκους γιούκα, τσαµπιά πράσινες µπανάνες και κοφίνια κοτόπουλα, µαζί µε άντρες και γυναίκες που είχαν εγκαταλείψει τις συνηθισµένες τους επιδιώξεις για να δοκιµάσουν την τύχη τους πουλώντας πραµάτειες στην κηδεία της Μεγάλης Μάµα. Η Αγιότητά Του υπόφερε εκείνη τη νύχτα, για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας, από τον πυρετό της αϋπνίας και το µαρτύριο των κουνουπιών. Μα το υπέροχο ξηµέρωµα πάνω από τα κτήµατα της Μεγάλης Γριάς, το πρωτόγονο όραµα του βαλσαµόµηλου και της ιγκουάνας έσβησε από τη µνήµη τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού και τον αποζηµίωσε για τη θυσία του.
Ο Νικανόρ είχε ξυπνήσει από τρία χτυπήµατα στην πόρτα που του ανάγγειλαν την επικείµενη άφιξη της Αγιότητάς Του. Ο θάνατος είχε καταλάβει το σπίτι. Εµπνευσµένοι από τους συνεχείς και βιαστικούς προεδρικούς λόγους, από τις πυρετικές λογοµαχίες που είχαν αναγκαστικά σωπάσει, µα εξακολουθούσαν να ακούγονται µε τα καθιερωµένα σύµβολα, άνθρωποι κι εκκλησιάσµατα παράτησαν τα πάντα και γέµισαν µε την παρουσία τους τις σκοτεινές αίθουσες υποδοχής, τους φρακαρισµένους διαδρόµους, τις πνιγηρές σοφίτες, κι εκείνοι που έφτασαν αργότερα σκαρφάλωσαν στις χαµηλές µάντρες γύρω από την εκκλησία, στους φράκτες, σε πλεονεκτικές θέσεις, σκαλωσιές και παραπέτα, όπου βολεύτηκαν όσο καλύτερα µπορούσαν. Στην κεντρική αίθουσα, το κουφάρι της Μεγάλης Μάµα µουµιοποιόταν ενώ περίµενε τις βαρυσήµαντες αποφάσεις που περιείχε ένα τρεµουλιαστό λοφάκι από τηλεγραφήµατα. Εξουθενωµένοι από το θρήνο, οι εννιά ανιψιοί ξενυχτούσαν δίπλα στο σώµα σε µια έκσταση αµοιβαίας επιτήρησης.
Και το σύµπαν ακόµα θα παράτεινε την αναµονή για ακόµα περισσότερες µέρες. Στην αίθουσα συµβουλίων του ∆ήµου, εφοδιασµένο µε τέσσερα δερµάτινα σκαµνιά, µια κανάτα φιλτραρισµένο νερό και µια σχοινόπλεκτη αιώρα, ο Υπέρτατος Ποντίφηξ υπόφερε από κάθιδρη αϋπνία, διασκεδάζοντας µε το διάβασµα µνηµονίων και διοικητικών διαταγών τις ατέλειωτες, πνιγηρές νύχτες. Στη διάρκεια της µέρας, µοίραζε ιταλικές καραµέλες στα παιδιά που πλησίαζαν να τον δουν από το παράθυρο και γευµάτιζε κάτω από τα κλήµατα των ιβίσκων µε τον πατέρα Αντόνιο Ιζαµπέλ και καµιά φορά µε τον Νικανόρ. Έτσι έζησε για ατέλειωτες βδοµάδες και µήνες που παραµάκρυναν µε την αναµονή και τη ζέστη, ώσπου µια µέρα εµφανίστηκε ο πατήρ Παστράνα µε τον τυµπανιστή του στη µέση της πλατείας και διάβασε την απόφαση. Ανακοινώθηκε πως η ∆ηµόσια Τάξη είχε διαταραχθεί, ταρατατάµ, και πως ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, ταρατατάµ, είχε στα χέρια του τα εξαιρετικά προνόµια, ταρατατάµ, που του επέτρεπαν να παρακολουθήσει την κηδεία της Μεγάλης Μάµα, ταρατατάµ, τατατάµ, τατάµ, τατάµ.
Η µεγάλη µέρα είχε φτάσει. Στους δρόµους από κάρα, ψησταριές και λαχειοπώλες και από άντρες µε φίδια τυλιγµένα γύρω από το λαιµό τους που παζάρευαν µια σωτήρια αλοιφή που µπορούσε να θεραπεύσει άπαξ διά παντός τον έρπη ζωστήρα και να εξασφαλίσει αιώνια ζωή⋅ στην πολύχρωµη µικρή πλατεία όπου τα πλήθη είχαν στήσει τις τέντες τους και είχαν ξετυλίξει τις κουβέρτες τους, τοξότες µε βαλλιστρίδες άνοιξαν δρόµο για την Εξουσία. Εκεί ήταν όλοι, περιµένοντας τη µεγάλη στιγµή: οι πλύστρες του Σαν Χόρχε, οι αλιείς µαργαριταριών από το ακρωτήριο Λα Βέλα, οι γριγρίδες της Σιέναγα, οι ψαράδες γαρίδας της Τασαχέρα, οι µάγοι της Μοχάνα, οι αλατωρύχοι του Μανάουρε, οι ακορντεονίστες του Βαλιεδουπάρ, οι σπουδαίοι αλογάρηδες του Αγιαπέλ, οι µουσικοί της Παναγίας του Σαν Πελάγιο, οι χωρατατζήδες από το µπαρ Λα Κουέβα, οι αυτοσχεδιαστές από τα υψίπεδα του Μπολίβαρ, οι δανδήδες του Ρέµπολο, οι κωπηλάτες του ποταµού Μαγκνταλένα, οι δικολάβοι του Μονπός, κοντά σ’ εκείνους που απαριθµήθηκαν στην αρχή αυτής της διήγησης και πολλοί άλλοι. Μέχρι και οι βετεράνοι του συνταγµατάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία –ο δούκας του Μάρλµπορο επικεφαλής, µες στις γούνες του και στα δόντια και νύχια τίγρης– ξέχασαν το εκατοντάχρονο µίσος τους για τη Μεγάλη Μάµα και τους συγγενείς της και ήρθαν στην κηδεία να ζητήσουν από τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας την πληρωµή της σύνταξης των παλαιών πολεµιστών που την περίµεναν εξήντα χρόνια.
Λίγο πριν τις έντεκα, το ξετρελαµένο πλήθος που έσκαγε στον ήλιο, συγκρατηµένο από µια ψύχραιµη, ξεχωριστή δύναµη πολεµιστών που ήταν ντυµένοι µε στολισµένα σακάκια και περικεφαλαίες µε φουντωτά λοφία, έβγαλε µια δυνατή φωνή αγαλλίασης. Με αξιοπρέπεια, σοβαροί µες στα φράκα τους και τα ψηλά καπέλα, ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας και οι Υπουργοί του, οι αντιπροσωπείες από τη Βουλή, το Ανώτατο ∆ικαστήριο, το Συµβούλιο του Κράτους, τα παραδοσιακά κόµµατα και ο Κλήρος και αντιπρόσωποι Τραπεζών, Εµπορίου και Βιοµηχανίας έκαναν την εµφάνισή τους από τη γωνία του τηλεγραφείου. Φαλακρός και χοντρός, ο γερασµένος και ανήµπορος Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας παρέλασε µπροστά στα έκπληκτα µάτια του πλήθους που του είχε δώσει το αξίωµα χωρίς να τον γνωρίζει και που µόνο τώρα µπορούσε να µιλήσει στ’ αλήθεια για την ύπαρξή του. Ανάµεσα στους Αρχιεπισκόπους, τους εξασθενηµένους από τη βαρύτητα του καθήκοντός τους, και στους στρατιωτικούς, µε τα ρωµαλέα στήθη θωρακισµένα µε παράσηµα, ο Αρχηγός του Έθνους ανέδιδε τον αλάνθαστο αέρα της εξουσίας.
Στη δεύτερη σειρά, σε µια ήρεµη στρατιά από πένθιµα κρέπια, παρέλασαν οι εθνικές βασίλισσες όλων των πραγµάτων που υπήρξαν ή που θα υπάρξουν ποτέ. Για πρώτη φορά, στερηµένες από την επίγεια λάµψη τους, περνούσαν από εκεί µε τη µις Υφήλιο στο προβάδισµα: η βασίλισσα της σόγιας, η βασίλισσα του κροσσωτού µάνγκο, η βασίλισσα της πράσινης κολοκύθας, η βασίλισσα της µπανάνας, η βασίλισσα του γιούκα, η βασίλισσα της γκουάβας, η βασίλισσα της καρύδας, η βασίλισσα των µαυροµάτικων, η βασίλισσα των 225 µιλίων-µακριού-κορδονιού-αυγών της ιγκουάνας και οι άλλες που παραλείπονται για να µη γίνει αυτή η διήγηση ατελείωτη.
Στο φέρετρό της µε µοβ φραµπαλάδες, χωρισµένη από την πραγµατικότητα µε οκτώ µπρούντζινα χερούλια, η Μεγάλη Μάµα ήταν εκείνη τη στιγµή πολύ βουτηγµένη στη φορµολική της αιωνιότητα για να συνειδητοποιήσει το µέγεθος του µεγαλείου της. Όλη η δόξα που είχε ονειρευτεί στο µπαλκόνι του σπιτιού της τις ώρες της αϋπνίας από τη ζέστη εκπληρώθηκε στη διάρκεια εκείνου του δοξασµένου σαρανταοκτάωρου που όλα τα σύµβολα της εποχής τίµησαν τη µνήµη της. Ο Υπέρτατος Ποντίφηξ, ο ίδιος, που στο ντελίριό της τον φανταζόταν να πλέει πάνω από τους κήπους του Βατικανού σ’ ένα λαµπρό αµάξι, νίκησε τη ζέστη µε µια βεντάλια από πλεγµένα φοινικόφυλλα και τίµησε µε το Υπέρτατο Αξίωµά του τη µεγαλύτερη κηδεία στον κόσµο.
Θαµπωµένος από την επίδειξη δύναµης, ο λαός δεν διέκρινε το ανυπόµονο φτερούγισµα που παρουσιάστηκε στην τραβέρσα της στέγης του σπιτιού την ώρα που γινόταν µια αναγκαστική συµφωνία στη διαµάχη των επιφανών της πόλης και το φέρετρο µεταφέρθηκε στο δρόµο πάνω στους ώµους των πιο σπουδαίων απ’ αυτούς. Κανείς δεν είδε την άγρυπνη σκιά των όρνεων που ακολούθησαν την ποµπή µέσ’ από τα πυρωµένα δροµάκια του Μακόντο, ούτε αντιλήφθηκαν πως καθώς περνούσαν οι επιφανείς άφηναν πίσω τους δύσοσµους σωρούς από απορρίµµατα. Κανείς δεν πρόσεξε πως οι ανιψιοί, οι βαφτισιµιοί, οι υπηρέτες και οι προστατευόµενοι της Μεγάλης Μάµα έκλεισαν τις εξώπορτες µόλις πήραν το σώµα και ξεµοντάρισαν τις πόρτες, έβγαλαν τα καρφιά απ’ τις σανίδες κι έσκαψαν τα θεµέλια για να µοιράσουν το σπίτι. Το µόνο πράγµα που δεν πέρασε απαρατήρητο από κανέναν µες στη φασαρία της κηδείας ήταν ο βροντερός αναστεναγµός ανακούφισης που έβγαλε το πλήθος όταν οι δεκατέσσερις µέρες µε παρακλήσεις, ανακηρύξεις και διθυράµβους πέρασαν και ο τάφος σφραγίστηκε µε µολυβένια πλάκα. Μερικοί από τους παρόντες ήταν αρκετά ενήµεροι ώστε να καταλάβουν πως υπήρξαν µάρτυρες της γέννησης µιας καινούργιας εποχής. Τώρα ο Υπέρτατος Ποντίφηξ µπορούσε να ανέβει ψυχή τε και σώµατι στους ουρανούς, η επίγεια αποστολή του είχε εκπληρωθεί και ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας µπορούσε να καθίσει και να κυβερνήσει σύµφωνα µε την καλή του κρίση και οι βασίλισσες όλων των πραγµάτων που υπήρξαν ή που θα υπάρξουν ποτέ µπορούσαν να παντρευτούν και να ευτυχήσουν και να συλλάβουν και να γεννήσουν πολλούς γιους και οι κοινοί άνθρωποι µπορούσαν να στήσουν τις σκηνές τους όπου διάολο τους άρεσε µες στην απέραντη κυριαρχία της Μεγάλης Μάµα, γιατί ο µόνος που µπορούσε να τους εναντιωθεί και είχε αρκετή δύναµη για να το κάνει είχε αρχίσει να σαπίζει κάτω από µια µολυβένια πλάκα. Το µόνο πράγµα που απόµενε τότε ήταν ν’ ακουµπήσει κανείς ένα σκαµνί µπροστά στην εξώπορτα για να πει αυτήν την ιστορία, µάθηµα και παράδειγµα για τις επόµενες γενιές, ώστε ούτ’ ένας από τους άπιστους του κόσµου να µη µείνει που να µη γνωρίζει την ιστορία της Μεγάλης Μάµα, γιατί αύριο, Τετάρτη, θα έρθουν οι σκουπιδιάρηδες και θα µαζέψουν τα σκουπίδια από την κηδεία της εις τους αιώνας των αιώνων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- ∆ικαίωµα του γαιοκτήµονα στην πρώτη νύχτα γάµου της νύφης στη φεουδαρχική Ευρώπη. (Σ.τ.Μ.)
- Αµαξοστάσιο ιππήλατων οχηµάτων. (Σ.τ.Μ.)
- Gabriel José García Márquez