Post-01
Άννα Μαρία Γραμμένου

Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα (Β΄μέρος)

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on whatsapp
WhatsApp
Share on email
Email

συνέχεια από Α μέρος (https://annamariagrammenou.com/copy/)

Όπως συμβαίνει πάντοτε εν καιρώ πανικού φόβου, μέγας συνωστισμός και σπουδή αλόγιστος και τυφλή φυγή είχον επέλθει. Ο πρώτος σαστισμός της φυγής είχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, τον σαστισμόν των επειγόντων μέτρων εις τα ελληνικά παράλια. Έξω εις την πολίχνην αι τοπικαί αρχαί είχον εκτελέσει την προμήθειαν του υλικού και την συμφωνίαν της κατασκευής των προσωρινών καταλυμάτων. Μέσα εις την ερημόνησον, ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης εφιλοτιμείτο να κατασκευάσει πολλά παραπήγματα εις μίαν ημέραν και κατεσκεύασεν εντός δύο εβδομάδων πλείστα ημιτελή. Πέταυρον μισοκαρφωμένον, αποσπώμενον την νύκτα, από το φύσημα της αύρας, έπιπτεν εις την κεφαλήν της μισοκοιμισμένης γυναικός και του πιπιλίζοντος την θηλήν της βρέφους εις το πλευρόν της.

Στύλος μισοεμπεπηγμένος εις το αμμώδες έδαφος, θιχθείς από τον τανυόμενον πόδα του ρέγχοντος υπτίου ανδρός, έπιπτεν ομού με όλον το παράπηγμα, και επλάκωνε την κοιμωμένην οικογένειαν, πλησίον του βάλτου, εις την παραλίαν. Γογγυσμοί και θρήνοι ήρχισαν ν’ ακούωνται εδώ κι εκεί. Η τερπνή, η πρασινίζουσα πευκόφυτος και ελαιόφυτος νήσος, εφαίνετο ως μικρά γωνία πρώην ερημικού παραδείσου, εις ην επέδραμον αίφνης δαίμονες οδηγούντες κολασμένας ψυχάς τας οποίας ετέρποντο να βασανίζωσιν εν αυτή τη Εδέμ, όπως καταστήσωσι σκληροτέραν την κόλασιν.

εν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες διά ν’ αποδειχθεί ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. Αλλά ταύτα δεν είναι του παρόντος. Όπως και αν έχει, αληθεύει ότι, εις την ερημόνησον, την χρησιμεύουσαν ως αυτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, το κρέας επωλείτο υπό ελαστικής συνειδήσεως κερδοσκόπων αντί τριών δραχμών κατ’ οκάν, ο άρτος αντί ογδοήκοντα λεπτών και ο οίνος αντί δραχμής. Όσον διά το νερόν, επειδή το μόνον πηγάδιον το υπάρχον επί της ερημονήσου ταχέως εστείρευσε, κατήντησε να πωληθεί προς δύο δραχμάς η στάμνα.

Φυσικά, η μεγάλη πληθύς των υπό κάθαρσιν ταξιδιωτών ήσαν άνθρωποι πτωχοί. Ολίγοι μεταξύ αυτών ήσαν εύποροι. Οι κερδοσκόποι απέθετον τα εμπορεύματά των εις την άκραν της απωτάτης ακτής της ερημονήσου, ελάμβανον τα λεπτά των και έφευγον. Η χολέρα δυνατόν να κολλά εις κάθε πράγμα, αλλ’ εις τα χρήματα όχι.

Ελέχθη ότι οι πλείστοι των ανθρώπων, των παρασταθέντων τότε ως θυμάτων της χολέρας, απέθανον πραγματικώς εκ πείνης. Ίσως να μην υπήρξεν όλως χολέρα. Αλλ’ υπήρξε τύφλωσις και αθλιότης και συμφορά ανήκουστος. Οι άνθρωποι, όλοι πάσχοντες, εσκληρύνοντο κατ’ αλλήλων, εις επίμετρον, και καθίστων την δεινοπάθειαν απείρως μεγαλυτέραν. Οι εύποροι εκ των καθαριζομένων εσκληρύνοντο κατά των πτωχών, και εμέμφοντο αυτούς ως παραιτίους της δυστυχίας δι’ αυτής της παρουσίας των. Οι πτωχοί εσκληρύνοντο κατά των ευπόρων, και τους ητιώντο ως προκαλούντας την ακρίβειαν των τροφίμων διά της ευπορίας των. Όλοι ομού οι υπό κάθαρσιν ταξιδιώται εσκληρύνοντο κατά των κατοίκων της πολίχνης, και τους κατηγόρουν επί ασυνειδήτω αισχροκερδεία και σκληρότητι, ενώ το αληθές ήτο ότι δέκα μόνον άνθρωποι εκ της εμπορικής και τυχοδιωκτικής τάξεως, ήτις πουθενά δεν λείπει, ήσαν οι αισχροκερδείς και οι σκληροί εκμεταλλευταί της δυστχίας. ΟΙ κάτοικοι της πολίχνης εσκληρύνοντο κατά των ταξιδιωτών, και εμίσουν αυτούς, διότι είχον έλθει να τους φέρωσι την χολέραν. Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια χωρούσα μέχρις απανθρωπίας, εβασίλευε πανταχού. Όλα ταύτα ήσαν εις το βάθος και ο φόβος της χολέρας ήτο εις την επιφάνειαν. Θα έλεγέ τις ότι η χολέρα ήτο μόνον πρόφασις, και ότι η εκμετάλλευσις των ανθρώπων ήτο η αλήθεια. Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού, και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων.

Πρωί και εσπέρας καθ’ εκάστην κατέπλεον πλοιάρια εις την ερημόνησον, εκεί εις την άκραν της κρημνώδους ακτής, παρά τον Άγιον Φλώρον. Ναΐσκος επ’ ονόματι των Αγίων Φλώρου και Λαύρου, ων η μνήμη τελείται τη 18 του Αυγούστου, υπήρχε το πάλαι πέραν της ακτής εκείνης, έσωθεν του όρμου. Σήμερον ο παλαιός ναΐσκος ήτο ερείπιον. Ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής, ο επίτροπος της Μονής του Ευαγγελισμού επί της μικρά νήσου, ενθυμήθη την ημέραν, και παρεκάλεσεν εκθύμως τους δύο Αγίους, να ελευθερώσωσιν αυτόν από τους χολεριασμένους, ελευθερώνοντες τον κόσμον από την χολέραν. Δέκα ημέρας πρότερον, πριν καταπλεύσωσι τα επιχόλερα πλοία και τεθεί υπό κάθαρσιν η νήσος, ο πάτερ Μανασσής είχε το εξ αιγών κοπάδι του, τα ερίφιά του, το γάλα του, τες μυζήθρες του, τα τυριά του, τον κήπον του με τα οπωροφόρα δένδρα, τον σικυώνα του με τας κολοκύνθας, τας τομάτας και τα λαχανικά, την άμπελόν του με τας σταφυλάς, όλα εν ακμή και αφθονία. Δέκα ημέρας ύστερον, οι τράγοι είχον σφαγεί και τα ερίφια είχον θυσιασθεί, αι μυζήθραι είχον καταφαγωθεί, και αι αίγες, καταπατηθέντος του χόρτου, είχον στειρεύσει· ο κήπος είχε δηωθεί, και ο σικυών σχεδόν είχεν εκριζωθεί, και η άμπελος είχε μείνει έρημος σταφυλών. Ο πάτερ Νικόδημος έτιλλε τας ολίγας τρίχας, όσας είχε περί τους κροτάφους, ετράβα το σφηνοειδές γένειόν του, και έλεγε: «Τι λόγο θα δώσω τώρα στον ηγούμενο, εγώ; Τι θα πω τώρα στον οικονόμο;»

Την πρωίαν εκείνην της 18 Αυγούστου είχον καταπλεύσει, ως συνήθως, αι λέμβοι εις την άκραν της ακτής, και είχον κομίσει τρόφιμα. Μεταξύ των συνήθων πορθμέων ήσαν ο Γιάννης ο Νυδραίος, ο Δημήτρης ο Τσούνος, ο Γιαννιός ο Ντεληβάρκας, ο Αλέξης το Παποράκι και άλλοι. Ο Αλέξης το Παποράκι έκαμνε πέντε και έξ ταξίδια καθ’ εκάστην, μεταξύ της πολίχνης και του Τσουγκριά. Ήτο ακούραστος. Έλεγε «τώρα θα βάλω ατμό». Και εξήρχετο πράγματι αχνός από τα ιδρωμένα στέρνα και τον τράχηλόν του. Με τον ένα ηράκλειον βραχίονα ήλαυνε την κώπην, με τον άλλον ίθυνε το πηδάλιον, με τους οδόντας εκράτει την σκόταν του πανιού. Είχεν ένα σύντροφον παιδίον δεκατετραετές, τον υιόν του τον Γεώργιον. Εις την πρώραν της βάρκας εφόρτωνε ψωμία και κάνιστρα με οπώρας και ζεύγη ορνίθων δεμένων τους πόδας, και βοτίλιες με ρούμι, εις το αμπάριον εφόρτωνε σάκκους αλεύρου και ορυζίου και ζαχάρεως, εις την πρύμνην εφόρτωνε φλάσκες γεμάτες κρασί και στάμνες με νερόν.

Αυτός ίστατο ανάμεσα εις δύο φλάσκες, τας οποίας «εχαιρετούσε» κάποτε, διά να δροσίζηται εις το ταξίδιον, και είτα τες απεγέμιζε με νερόν· ο υιός του ο Γεώργης, επάτει ανάμεσα εις ζεύγος ορνίθων δεμένων και εις βοτίλιαν με ρούμι. Εκοίταζε πότε έβλεπεν αλλού ο πατήρ του, έσκυπτε διά να διευθετήσει τες κόττες, που ήσαν ζαλισμένες και σχεδόν δεν έβγαζαν φωνήν, ήρπαζε την βοτίλιαν με το ρώμι, κι έπινε μικράν δόσιν. Όλοι οι ιατροί το εσύσταιναν ως ιατρικόν. Ήτο αγγλικόν ρώμι, και με ολίγας δόσεις εγίνετο κανείς «ζούνα».

Την εσπέραν της ημέρας εκείνης ο Αλέξης το Παποράκι εις το τελευταίον ταξίδιόν του είχε φέρει διά της λέμβου του κι ένα νεωστί διορισθέντα «βαρδιάνον». Έκαστον πλοίον τιθέμενον υπό κάθαρσιν ήτο υπόχρεων να προσλάβει ένα βαρδιάνον, ήτοι φύλακα. Εάν το πλοίον ήτο μεγαλύτερον, έπαιρνε και δύο τοιούτους φύλακας. Οι βαρδιάνοι ούτοι ήσαν γηραιοί ναύται ή άλλοι άνθρωποι του τόπου πτωχοί, οίτινες, χάριν μικρού μισθού, εδέχοντο να «σπορκαρισθούν», ήτοι να τεθώσιν υπό κάθαρσιν, όπως επιβλέπωσι την ακριβή τήρησιν της καθάρσεως των πλοίων. Ο πλοίαρχος του καθαριζομένου πλοίου ήτο υπόχρεως να δίδει αυτοίς μισθόν και τροφήν. Πλείονας των πενήντα τοιούτους βαρδιάνους είχον κουβαλήσει ήδη ο Αλέξης το παποράκι και οι άλλοι βαρκάρηδες. Εκείνος τον οποίον είχε φέρει σήμερον ο Αλέξης ήτο μικρόσωμος και στρογγύλος τον κορμόν, και σπανός. Εφόρει πλατείαν βράκαν, και επί της βράκας μέγα ταμπάρον, το οποίον είχε λάβει, ως έλεγε, διά να μη κρυώνει την νύκτα εις την κουβέρταν του καραβιού, όπου θα εκοιμάτο, και ήτο ζαρωμένος το πρόσωπον. Εκαλείτο, καθώς εγράφη εις τα βιβλία του υγειονομείου, μπαρμπα-Σταμάτης Γυρατσίνης.

Ο Γιάννης ο Μπρίκος επερίμενε την τελευταίαν βαρκαδιά του Αλέξη εις την άκραν της ακτής του Αγίου Φλώρου. Ο Γιάννης ο Μπρίκος, ο λεμβούχος, όστις είχε σπορκαρισθεί ακουσίως, ως είπομεν εν αρχή του παρόντος διηγήματος, είχεν εύρει δουλειάν, κι εξετέλει χρέη βαρκάρη εντός της νήσου, μεταξύ των εμπορευμάτων, των κομιζομένων ημερησίως από την ακτήν του Αγίου Φλώρου, και τα μετέφερεν εις τον άλλον κάβον, παρά τον Λαλαριάν, όπου ήσαν τα παραπήγματα.

Είχε νυκτώσει ήδη, και ο Γιάννης ο Μπρίκος μετέφερεν εν σπουδή τα πράγματα από το μέρος, όπου τα απέθετε ταχέως το Παποράκι, εις την λέμβον την ιδικήν του. Ιδών δε αιφνιδίως εις το λυκόφως τον βραχύσωμον γέροντα, όστις είχεν έλθει με την φελούκαν του Αλέξη:

 Μπα! αυτός πάλιν ποιος είναι; είπεν.

 Αλέξης το Παποράκι απήντησε μακρόθεν, ενώ έφευγε με κωμικήν και πλαστήν φωνήν:

– Αυτός είναι ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης.

Ο Μπρίκος ανεσκίρτησε, το μεν εκ φόβου, το δε εκ δυσπιστίας και απορίας.

– Ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης είναι πεθαμένος τώρα από δω και δυο χρόνια, είπεν.

Εκείνος περί ου εγίνετο η φιλονικία αύτη έφερε τον δάκτυλον εις το στόμα και επέβαλε σιωπήν εις τον Μπρίκον τον βαρκαρην.

– Χαιρετίσματα από τη γυναίκα σου, τη Γαρουφαλιά, Γιάννη, του είπε.

– Μπα!… τίνος φωνή είναι αυτή; είπεν ο Μπρίκος.

Και εκτύπα το μέτωπόν του διά να ενθυμηθεί.

– Ησύχασε τώρα , παιδί μου, και θα σου πω τι τρέχει, είπεν εκείνος τον οποίον εκάλουν μπαρμπα-Σταμάτην Γυρατσίνην… Αλλά πρώτα, ήθελα να σ’ ερωτήσω κι εκρατήθηκα ως τώρα, μη ξέρεις τι γίνεται ο Σταύρος του Γιαλή, ο γυιος της Σκεύως;

 

Ο Γιάννης ο Μπρίκος διά μιας ανεγνώρισε το λαλούν πρόσωπον.

– Α! συ είσαι, είπε… και πώς αυτό;

– Σιώπα τώρα… και θα σου πω… Πες μου τι γίνεται ο Σταύρος…

– Ο Σταύρος… είπαν πως… ήτον άρρωστος… ποιος ξέρει… ετραύλισεν ο Γιάννης· εδώ, όπως καταντήσαμε, ποιος ερωτά για τον άλλον, αν ζει ή αν απέθανε;

Το πρόσωπον το παρουσιαζόμενον ως βαρδιάνος, έρρηξε σπαρακτικήν κραυγήν απελπισίας και συνήψεν εν αγωνία τας χείρας.

– Ο Σταύρος πέθανε! είπεν.

Ο Γιάννης ανένευσεν.

– Όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα, είπε· σου λέω την αλήθεια… Τι, θέλεις να σε περιγελώ; Δε ξέρω πού είναι και τι γίνεται.

Ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης, ησύχασεν εν μέρει. Είτα αυτός και ο Γιάννης, αφού είχαν μεταφερθεί τα πράγματα εις την βάρκαν, επεβιβάσθησαν εις την φελούκαν του Μπρίκου, και απεχαιρέτισαν μακρόθεν τον Αλέξην το Παποράκι. Ο Γιάννης έλαβε τα κωπία, κι εξεκίνησαν.

Από της εσπέρας εκείνης, καθ’ ην η θεια-Σκεύω, επιστρέφουσα από την οικίαν της Γερακίνας, ήκουσε το δυσοίωνον άγγελμα, το οποίον της έστειλεν εν τη αώρω και ασυνειδήτω σκληρότητί του έν παιδίον από μίαν βάρκαν: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ο γυιος σου είναι άρρωστος στον Τσουγκριά από χολέρα…», η Σκεύω δεν ήκουσε πλέον άλλην φωνήν ή αυτήν και μόνην, την αντηχούσαν εις τα ενδόμυχά της, και χαραχθείσαν με πυρίνους χαρακτήρας επί της μητρικής καρδίας· και δεν έζησε πλέον άλλην ζωήν, ή την συνεχομένην με την ζωήν και με τον θάνατον του υιού της, και αντανακλωμένην από την κινδυνεύουσαν ύπαρξιν εκείνου.

 

Επανήλθεν, η έρημη, εις το σπιτάκι της. Πώς ηύρε τον δρόμον; Πού επάτησεν; Από πού επέρασε; –Ποίος ενθυμείτο; Ήνοιξε την θύραν της. Πώς ημπόρεσε να γυρίσει το κλειδί εις την κλειδότρυπαν; Εισήλθε. Πώς δεν έπεσεν εις την μέσην του δρόμου;

 

Εγονάτισεν εμπρός εις την Παναγίτσαν της, την μικράν ασημωμένην Παναγίτσαν, την ίσην με το τρυφερόν και λευκόν μέτωπον τριετιζούσης αθώας κόρης. Εγονάτισεν εμπρός εις τον Αι-Νικόλα της, εκείνον όστις υπήρξε συνταξιδιώτης του ανδρός της εις τα ταξίδια, συγκολυμβητής και σωτήρ εις τα ναυάγια. Εκράτησε το μέτωπόν της με τας δύο χείρας διά να μην εκραγεί, τους κροτάφους της διά να μη ραγισθούν, την καρδίαν της διά να μη σταματήσει. Εδοκίμασε να κάμει το σημείον του Σταυρού, και η χειρ της η δεξιά ήτο μολύβδινη. Εδοκίμασε να είπει το «Κύριε Ιησού Χριστέ», και η γλώσσα της δεν εγύριζε, και τα χείλη της δεν εκινούντο, μόνον η έννοια της προσευχής εσχηματίζετο ευτυχώς εις τον νουν της. Είτα αφήκεν αίφνης μίαν κραυγήν, και ήρχισαν να τρέχωσι ποταμός τα δάκρυά της. Τότε ησθάνθη ανακούφισιν και συνέλαβε μικράν ελπίδα.

 

Προσηυχήθη επί μακρόν διά το παιδί της –διότι φευ! δεν αμφέβαλλεν ότι η κλήρα τής είχεν είπει την αλήθειαν, και ουδ’ ησθάνετο την ανάγκην να ζητήσει επιβεβαίωσιν της ειδήσεως.

 

Έμεινεν επί ώρας γονατιστή, και όταν επήλθεν ο κάματος, και εξηπλώθη αυθορμήτως επί του μικρού εστρωμένου χαμηλού σοφά της, τότε συνέλαβε μίαν απόφασιν και είπε μεγαλοφώνως: «Βαρδιάνος στα σπόρκα θα πάω. Βαρδιάνος στα σπόρκα!»

 

Εξημέρωσεν ο Θεός την ημέραν. Η θεια-Σκεύω επήγε να ενταμώσει την θυγατέρα της την άκληρην, ήτις είχε την οικίαν της εις το άλλο άκρον του χωρίου. Η γυνή αύτη είχεν ένα ανδράδελφον όστις ήτο φύλαξ του λοιμοκαθαρτηρίου. Τώρα, ως ήτο επόμενον, ήτο μόνον επί ψιλώ ονόματι, πράγματι δε διέτριβεν εις την πόλιν, και ήτο υπηρέτης του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου. Διότι εκτάκτως, διά την περίστασιν, είχε διορισθεί επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου ο κ. Ρώνυμος, άνθρωπος από ιστορικήν οικογένειαν, ως ελέγετο.

 

Η θεια-Σκεύω δεν είπε τίποτε εις την θυγατέρα της, ειμή μόνον ότι έμαθεν ότι είχεν έλθει ο Σταύρος και ότι ήτο εις την καραντίναν. Της είπαν μάλιστα ότι ήτο ολίγον άρρωστος, αλλά δεν είχε φόβον. Η κόρη της η άκληρη δεν έδειξε μεγάλην συγκίνησιν άμα ήκουσε το άγγελμα τούτο. Αυτή είχε καταδαπανηθεί σωματικώς και χρηματικώς όλη εις τα λουτρά της Αιδηψού, εις ιατρικά και βότανα, προσπαθούσα ν’ αποκτήσει κληρονόμον. Όλα τα άλλα πράγματα μετρίως την ενδιέφερον. Ήρχισε να διηγήται εις την μητέρα της ότι το τελευταίον βότανον, το οποίον της είχε δώσει ο εμπειρικός της γειτονιάς, της έφερε κακά συμπτώματα. Η Σκεύω την εσυμβούλευσε δι’ εκατοστήν φοράν να είναι προσεκτική, να φυλάγεται από φάρμακα, και να έχει πεποίθησιν ότι, μόνον αν είναι θέλημα Θεού, θ’ αποκτήσει κληρονόμον.

 

Είτα η γραία εζήτησε να ενταμώσει τον ανδράδελφον της κόρης της, επί προφάσει ότι ήθελε να λάβει πληροφορίας διά τον Σταύρον, και να του ζητήσει να την ευκολύνει, αν ήθελε να του στείλει κάτι τι εις την καραντίναν. Η νεαρά γυνή έστειλε πτωχήν τινα, ήτις έζη εκτελούσα διαφόρους υπηρεσίας εις τα σπίτια της γειτονιάς, εις την κατοικίαν του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, προς αναζήτησιν του ανδραδέλφου της. Ο φύλαξ της επιστασίας, όστις διήρχετο ώρας τινάς καθ’ εκάστην μαγειρεύων εις την οικίαν του επιστάτου, και το υπόλοιπον της ημέρας εδαπάνα εις το απέναντι καπηλείον όπου κατήρχετο διά να ψωνίσει, δεν ήτο άνθρωπος δυσεύρετος. Ακριβώς την ογδόην ώραν της πρωίας, όταν έφθασεν η απεσταλμένη της νύμφης του, ο μπαρμπα-Νίκας ευρίσκετο εις την τρίτην επίσκεψίν του εις το καπηλείον. Είχε κατέλθει άπαξ, λίαν πρωί, διά ν’αγοράσει κάρβουνα. Ο μικρός παντοπώλης του εζύγισε μίαν οκάν κάρβουνα. Ο μπαρμπα-Νίκας διέταξε εν τω μεταξύ να του βάλει το σύνηθες πρωινόν του ρώμι. Ο κάπηλος του έβαλε το ρώμι. Ο μπαρμπα-Νίκας το έπιε, και συγχρόνως ήναψε το σιγάρον του. Είτα τον διέταξε να του βάλει έν δεύτερον ρώμι, «το ταχτικό του». Ο κάπηλος του έβαλεν. Ο φύλαξ της επιστασίας το έπιεν, έλαβε το δοχείον με τα κάρβουνα, ανήλθεν εις την οικίαν του προϊσταμένου του, ήναψε φωτιάν, διά να ψήσει τον πρωινόν καφέν του προϊσταμένου του. Είτα κατήλθεν εις το μικρόν παντοπωλείον διά να αγοράσει ζάχαριν. Ο μικροκάπηλος του έβαλε την ζάχαριν. Είτα ο μπαρμπα-Νίκας είπε: «Για, βάλε μου ακόμη ένα ρώμι». Ο κάπηλος του έβαλε το ρώμι. Ο μπαρμπα-Νίκας το έπιεν, είτα έστριψε το σιγάρον του, και διέταξεν ακόμη ένα ρώμι.«Αυτό θα τραβήξω ακόμη, είπεν· είναι γιατρικό». Το έπιε, και είπεν εις τον κάπηλον να περάσει τα τέσσαρα ρώμια εις τα οψώνια του προϊσταμένου του.

 

Μετά μίαν ώραν, ο προϊστάμενος ενίφθη, ενεδύθη, εκάπνισε τέσσαρα τσιγάρα, του επέρασε το μαχμουρλίκι, και απήλθεν εις το καφενείον διά να πίει τον δεύτερον καφέν. Μόλις ο προϊστάμενος έκαμψε την πρώτην γωνίαν του παραθαλασσίου δρόμου, και ο μπαρμπα-Νίκας έδειξε την κόκκινην μούρην του, με τους μεγάλους μύστακας και τον μεγάλον κούκον τον οποίον εφόρει, υπεράνω του πτερυγίου του εξώστου. Κατέβη εις το μικρόν καπηλείον διά να οψωνίσει διά το μεσημβρινόν γεύμα του προϊσταμένου του. Είπεν εις τον κάπηλον να του βάλει λάδι και βούτυρον και ρύζι. Ο κάπηλος του τα ητοίμασεν. Ο μπαρμπα-Νίκας διέταξε να του βάλει ένα ρώμι, «το δυναμωτικό του», και ο κάπηλος του το έβαλε. Είτα εστρώθη εις το καπηλείον, εκάπνισεν αργά το τσιγάρον του, και διέταξε να του βάλει «το ούλτιμο». Ο κάπηλος του το έβαλεν. Ο μπαρμπα-Νίκας το ερρόφησε. Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν η γυνή την οποίαν είχε στείλει η νύμφη του, η θυγάτηρ της Σκεύως. Η γυνή τον εκάλεσεν έξω της θύρας και του ωμίλησεν:

 

– Εγώ δεν αδειάζω ούτε ίσα με το καπηλειό να κατεβώ, απήντησεν ο μπαρμπα-Νίκας· πες της συμπεθέρας πολλά χαιρετίσματα, αν αγαπά, ας κοπιάσει εκείνη να μου πει τι θέλει· γιατί εγώ μαγειρεύω του αφεντικού, και δεν αδειάζω ούτε στο καπηλειό να κατεβώ, να πιω κι εγώ ένα ρούμι.

 

Η γυνή απήλθεν.

 

Ο μπαρμπα-Νίκας επανήλθεν εις το καπηλείον και διέταξε τον κάπηλον να του βάλει «το κόντρα ούλτιμο». Το έπιεν, είπεν εις τον κάπηλον να περάσει τα τρία ρούμια εις τα οψώνια του αφεντικού, και λαβών τα οψώνια ανήλθεν εις την οικίαν.

 

Αποτέλεσμα της συνεντεύξεως της Σκεύως και του Νίκα, ήτις συνέβη επί του εξώστου της οικίας του επιστάτου, ήτο ότι ο μπαρμπα-Νίκας συνεκινήθη μέχρι δακρύων εις την απίστευτον ανακοίνωσιν, την οποίαν του έκαμεν η γραία συμπεθέρα του. Ο μπαρμπα-Νίκας ήτο αγαθός τα άλλα άνθρωπος, και έν μόνον ελάττωμα είχεν ότι, ενώ ο προϊστάμενος τού είχεν άδειαν να περνά μόνον τρία ή τέσσαρα το πολύ ρώμια την ημέραν εις τον λογαριασμόν των οψωνίων του επιστάτου, αυτός επέρνα συνήθως το διπλάσιον, ενίοτε και παραπάνω.

 

Ο μπαρμπα-Νίκας διεμαρτυρήθη ασθενώς κατά του παραδόξου σχεδίου της Σκεύως, είτα ενέδωκεν, υπεσχέθη την εγκάρδιον συνδρομήν του και την απέπεμψε.

 

Μετά την αναχώρησιν της Σκεύως, ο μπαρμπα-Νίκας, στενοχωρημένος, κατέβη εις το καπηλείον, σπογγίζων τους υγρούς οφθαλμούς του, ήναψεν έν τσιγάρον, και διέταξε τον κάπηλον να του βάλει «το πρίμο σεγκόντο».

 

Την μεσημβρίαν, όταν έφθασεν ο επιστάτης από το καφενείον, όπου είχε παίξει τρεις ρωσικές πρέφες και δύο πικέτα, και είχε συζητήσει επί δύο ώρας πολιτικά, ο μπαρμπα-Νίκας, όστις εξηκολούθει να είναι συγκεκινημένος ακόμη από την μετά της Σκεύως συνέντευξιν, και όστις δεν είχε καταβεί πλέον εις το καπηλείον, αφότου έπιε το «πρίμο σεγκόντο», έστρωσε την τράπεζαν εις τον προϊστάμενόν του, τον υπηρέρησε με έκτακτον προθυμίαν και περιποίησιν, τον αφήκε να φάγει, και εις τα επιδόρπια, αφού ο κ. Ρώνυμος έφαγε τρία τεμάχια εκλεκτού ροδακίνου και έπιε δύο ποτήρια ευώδους μοσχάτου, ο μπαρμπα-Νίκας έφερε τρεις γύρες περί την τράπεζαν, και είτα ήρχιζε να προοιμιάζεται εις τον προϊστάμενόν του διά μίαν μικράν υπόθεσιν.

 

Αυτός απαιτήσεις πολλάς δεν είχε. Δεν ήτον ωσάν μερικούς άλλους οπού δεν αφήνουν ησύχους τους προστάτας των, με τας ατελειώτους απαιτήσεις, τας οποίας παρουσιάζουν. Περιπλέον ήξευρε να γνωρίζει χάριν εις τον ευεργέτην του. Δεν ωμοίαζε με άλλους, οπού γίνονται γη να τους πατείς ενόσω έχουν την ανάγκην σου, κι ύστερα, όταν τους παρακαλέσεις για ασπρού πράμα, «πού σ’ είδα, πού σε ξέρω». Αυτός ήξευρε να διατηρεί την ευγνωμοσύνην προς τον καλοθελητήν του εφ’ όρου ζωής του. Ένας πτωχός συγγενής του του είχε φορτωθεί –μα είναι αλήθεια και αξιολύπητος –ο μπαρμπα-Σταμούλης ο Καρδαράκης, έτσι τον λένε. Ημπορεί να μην είναι και δύσκολο αυτό που ζητεί, μα εις αυτόν, αλήθεια, φαίνεται μεγάλο πράμα. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τον κύριον επιστάτην τον παραφορτώνονται πολλοί, με πολλάς και μεγάλας απαιτήσεις. Ας είναι. Λαμβάνει κι αυτός το θάρρος να τον παρακαλέσει να του κάμει την χάριν να τον βάλει αυτόν τον συγγενή του, τον Σταμούλην Καρδαράκην, βαρδιάνον εις ένα από τα καράβια που είναι στην καραντίνα, και που έρχονται καθημερινώς. Θα το γνωρίζει μεγάλην χάριν του κυρ επιστάτη. Ημπορεί μάλιστα, αν δεν υπάρχει κατά το παρόν άλλη θέσις, να τον συστήσει να μβει βαρδιάνος, να τον βάλει βαρδιάνον, εις αυτό το μεγάλο καράβι που ήρθε χθες, που είναι και ντόπιοι άρρωστοι από χολέρα, καθώς λέγουν, ένας Σταύρος του Γιαλή, γυιος της Σκεύως, ο λοστρόμος του καραβιού και άλλοι, απάνω εις το καράβι. Ημπορεί ο κύριος επιστάτης, εκ συμφώνου με τον λιμενάρχην και με τον υγειονόμον, να υποχρεώσουν τον πλοίαρχον αυτού του καραβιού να πάρει και δεύτερον βαρδιάνον, σιμά εις τον πρώτον που πήρε, ως μεγάλο παρτίδο που είναι. Και άλλα καράβια επήραν βαρδιάνους διπλούς. Και αν δεν γίνεται πάλιν εις το ίδιο καράβι, να πάει δεύτερος, ας πάει σ’ ένα άλλο καράβι, απ’ αυτά που ήρθαν και έρχονται καθημερινώς. Αυτό ήθελε να παρακαλέσει τον κύριον επιστάτην. Αυτός δεν θα είχε το θάρρος ποτέ. Μα αυτός ο συγγενής του, εκείνος του επαραφορτώθη. Το σωστόν είναι ότι είναι πτωχός άνθρωπος και είναι αξιολύπητος. Σταμούλη Καρδαράκη, έτσι τον λένε.

 

Ο κ. Ρώνυμος, ανακεκλιμένος επί του καναπέ, κατά το ήμισυ ήκουε τον υπάλληλόν του και κατά το ήμισυ ερρέμβαζεν ή εκοιμάτο. Τέλος του απήντησε:

– Πώς μπόρεσες να πεις τόσα πολλά λόγια διά τόσον μικράν υπόθεσιν, μπαρμπα-Νίκα;… Εσύ άλλοτε δεν συνηθίζεις να λες τόσα πολλά λόγια…

– Αλήθεια, απήντησεν ο μπαρμπα-Νίκας… μα κι εγώ δεν το είχα σκοπό… Αυτός ο συμπέθερός μου, ο Σταμούλης ο Καρδαράκης…

– Ας είναι, υπέλαβεν ο επιστάτης. Φέρε τον το βράδυ εις το λιμεναρχείον, και θα ιδούμε…

 

Ο μπαρμπα-Νίκας ευχαρίστησε κι εξήλθε.

 

Την εσπέραν της αυτής ημέρας, ήτις ήτο η 17 Αυγούστου, βραχύσωμον γερόντιον παρουσιάσθη ενώπιον του κυρ υγειονόμου, του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, και του λιμενάρχου οίτινες είχον συνέλθει εις συμβούλιον εν τω λιμεναρχείω. Εις τον προθάλαμον ευρίσκοντο πέντε ή έξ άλλοι γηραιοί, πρώην ναύται, οίτινες επερίμεναν να μάθωσιν αν έγινε δεκτή η προσφορά των. Ήσαν όλοι υποψήφιοι φύλακες των υπό κάθαρσιν πλοίων, βαρδιάνοι. Δεν εβράδυναν δε να μάθωσιν ότι ήσαν δεκτοί.

 

Το γερόντιον, περί ου <ο> λόγος, εφαίνετο προστατευόμενον από τον φύλακα του λοιμοκαθαρτηρίου, τον μπαρμπα-Νίκαν, όστις, χωρίς να παρίσταται συνεχώς, χωρίς να φαίνεται συνοδεύων, εισήρχετο, εξήρχετο, επλησίαζεν εις την θύραν του θαλάμου όπου συνεδρίαζον οι τρεις δημόσιοι λειτουργοί, έβαινε πλησίον του γεροντίου, έκυπτεν εις το ους αυτού, έλεγε δύο λέξεις και απεσύρετο.

 

Τέλος εδόθη διαταγή να εισαχθώσιν οι περιμένοντες. Οι έξ γέροντες πρώην ναυτικοί επλησίασαν ο είς μετά τον άλλον εις την θύραν του ιδιαιτέρου γραφείου, έβγαλαν τους κούκους των, τα κασκέτα, ή τα χονδρά σκιάδιά των, είπεν έκαστος το όνομά του, ενεγράφη εις το βιβλίον των υπό κάθαρσιν πλοίων καθώς και εις το ιδιαίτερον βιβλίον των φυλάκων της καθάρσεως, έλαβε μικράν προκαταβολήν απέναντι του μισθού ον θα ελάμβανε ως βαρδιάνος, και απεσύρθη. Τελευταίος εδόθη διαταγή να εισαχθεί ο μικρός γέρων, τον οποίον εφαίνετο ότι επροστάτευεν ο μπαρμπα-Νίκας.

 

Το γερόντιον είχε ρυτίδας εις το πρόσωπον και ήτο σπανόν. Εφόρει πλατείαν βράκαν, γελέκον και τσάκαν από ξεθωριασμένον βελούδον. Εφαίνετο ως ζων αναχρονισμός μεταξύ των άλλων ναυτικών, οίτινες εφόρουν συνήθως τας καθημερινάς στενά αμπαδίτικα. Εσηκώθη μετά διστακτικού βήματος, και επλησίασεν εις την θύραν του εσωτερικού γραφείου. Ο μπαρμπα-Νίκας τον συνώδευεν εγγύς εκ των όπισθεν.

 

– Ποιος είν’ αυτός πάλι; είπεν ο λιμενάρχης με δύσπιστον βλέμμα. Πρώτην φοράν τον βλέπω. Δεν μου φαίνεται για θαλασσινός.

– Α! εσύ είσαι, μπαρμπα-Σταμάτη Γυρατσίνη! ανέκραξεν ο υγειονόμος, άμα

ιδών το γερόντιον.

– Εγώ είμαι, κυρ υγειονόμε, απήντησε μετ’ αποφάσεως το γερόντιον.

– Δεν μου τον είπες Σταμάτη Γυρατσίνη, μπαρμπα-Νίκα, είπεν αποτεινόμενος προς τον υπάλληλον ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου. Κάπως αλλοιώς μου τον είπες.

– Ναι…ναι… Σταμάτης Γυρατσίνης ήθελα να πω, κύριε επιστάτη, είπε τραυλίζων ο μπαρμπα-Νίκας· δε θυμόμουν καλά το όνομα.

Ο επιστάτης επαραξενεύθη.

– Τι συγγενής σου είναι αυτός, οπού δε θυμάσαι το όνομά του; είπε μετά μικρού καγχασμού.

Ο μπαρμπα-Νίκας ήρχισε να ξύει εν αμηχανία το κρανίον του. Είχε κοιμηθεί δύο ώρας μετά το δειλινόν, και όταν εσηκώθη, είχε πίει μόνον ένα ρώμι. Ήτο σχετικώς νηφάλιος.

Αίφνης το βλέμμα του έλαμψεν εκ νοημοσύνης. Έκυψε προς επιστάτην και του είπε:

– Τον λένε και Καρδαράκη… μα είναι το παρατσούκλι, και δεν το δέχεται ο ίδιος… το καθ’ αυτό του είναι Σταμάτης Γυρατσίνης.

– Α! έκαμεν ο επιστάτης, όστις επείσθη εντελώς.

Εν τω μεταξύ ο υγειονόμος απηύθυνεν εκ νέου τον λόγον προς τον μικρόσωμον γέροντα:

– Και τι γίνεσαι, Γυρατσίνη;… γεράσαμε, μπρμπα-Σταμάτη, γεράσαμε…

– Γεράσαμε, κύριε υγειονόμε, ετραύλισε το γερόντιον.

Ο υγειονόμος ήτο αγαθός γέρων, υπερεβδομηκοντούτης, πρώην συνταξιούχος, και τώρα είχεν επανέλθει εκτάκτως εις την υπηρεσίαν, ένεκα της περιστάσεως. Τα χωριστά υγειονομεία είχον καταργηθεί χάριν οικονομίας, σχεδόν πανταχού του Κράτους, συγχωνευθέντα αλλαχού με τας λιμενικάς και αλλαχού με τας τελωνειακάς αρχάς. Ένεκα της χολέρας, ου μόνον διωρίσθη επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου, αλλ’ ανεσυστήθη και το υγειονομείον του τόπου, και διωρίσθη έκτακτος υγειονόμος, άλλος παρά τον υγειονομικόν ιατρόν, ο τέως συνταξιούχος, λαμβάνων την σύνταξίν του και μικρόν επιμίσθιον.

Επί Όθωνος, και πριν ακόμη, από της εποχής του Κυβερνήτου, είχε διατελέσει ο ίδιος υγειονόμος εις το αυτό μέρος, εντελώς αμετάθετος σχεδόν, επί τριακονταετίαν. Εγνώριζεν όλους τους κατοίκους της πολίχνης, και μάλιστα τους ομήλικας με αυτόν· μόνον ότι δεν ενθυμείτο πλέον τίνες έζων ακόμη και τίνες είχον αποθάνει. Εις τα χάσματα ταύτα της μνήμης συνετέλεσαν και αι μικραί διατριβαί τας οποίας είχε κάμει εσχάτως εις τας Αθήνας, χάριν της συντάξεώς του και του βαθμού του. Διότι προς τοις άλλοις ήτο υπολοχαγός της φάλαγγος των Αγωνιστών. Αλλ’ επειδή ήτο γέρων και έπασχε την όρασιν, εξέλαβε τον Σταμούλην Καρδαράκην ως Σταμάτην Γυρατσίνην. Ο τελευταίος ήτο αποθαμένος προ πολλού, αλλ’ ο γέρων υγειονόμος τον ενόμιζε ζώντα. Ο δε Σταμούλης Καρδαράκης είχεν, ως φαίνεται, συμφέρον να μη εξαγάγει τον υγειονόμον εκ της απάτης· πράγματι, εκείνος τον οποίον ο μπαρμπα-Νίκας είχε συστήσει εις τον προϊστάμενόν του ως Σταμούλην Καρδαράκην, εδέχθη το χηρεύον όνομα το δοθέν αυτώ υπό του υγειονόμου ως αίσιον και από Θεού σταλμένον, και δεν θα το ήλλαζε με όλα τα ονόματα του κόσμου, ούτε με το ιδικόν του. Τα λοιπά διεξήχθησαν μετά σχετικής ευκολίας. Μόνος ο λιμενάρχης, γηραιός πλωτάρχης του Β. ναυτικού, εφαίνετο έχων υποψίας. Εκοίταζε δυσπίστως το γερόντιον, κι έλεγεν: Αυτός μοιάζει σαν γριά ζαρωμένη. Μετά τινας άλλας διατυπώσεις εδόθη το χαρτί του διορισμού εις τον Σταμάτην Γυρατσίνην, ενεχειρίσθη αυτώ προκαταβολή εκ δύο ταλήρων, και ο νεωστί διορισθείς βαρδιάνος διετάχθη να είναι εις την θέσιν του, εντός της ημέρας της επαύριον.

Πράγματι ο Σταμάτης Γυρατσίνης ή Καρδαράκης επεθύμει να φθάσει εις την καραντίναν «σύνταχα το πρωί», νύκτα ακόμη, ει δυνατόν περί τα χαράγματα. Αλλ’ επειδή τούτο δεν ήτο εύκολον, καθόσον οι λεμβούχοι δεν ηδύναντο να έχωσι πράγματα, τα οποία θα μετέφερον έτοιμα, προ της ανατολής του ηλίου, διά τούτο το μυστηριώδες υποκείμενον εκρύβη δι’ όλης της ημέρας εις την φωλεάν του ή εις την οικίαν του – διότι δεν ηγάπα, φαίνεται, το φως – και μόνον την εσπέραν, περί την δύσιν του ηλίου, επεβιβάσθη εις την βάρκαν του Αλέξη.

Τον Αλέξην το Παποράκι τον είχε συμφωνήσει διά την μεταφοράν του νεωστί διορισθέντος βαρδιάνου εις την ερημόνησον ο πρόθυμος μπαρμπα-Νίκας, αφού είχε πίει μαζί του δύο «δυναμωτικά», ένα «ταχτικό», το «ούλτιμο», και το «πρίμο σεγκόντο». Με την διπλωματίαν δε των φρονίμων ανθρώπων, οίτινες σπεύδουν να εκμυστηρευθώσι και πωλήσωσιν εμπιστοσύνην εκεί όπου προβλέπουν ότι δεν θα περάσει η ψευτιά, απεφάσισε να διηγηθεί τα πράγματα εις τον πορθμέα. Ο Αλέξης το Παποράκι βεβαίως δεν θα εξελάμβανε τον Καρδαράκην ως Γυρατσίνην· ακόμη ολιγώτερον ηδύνατο να εκλάβει την Σκεύω την Σαβουρόκοφαν ως μπαρμπα-Σταμούλην Καρδαράκην, και διά τούτο ο μπαρμπα-Νίκας επροτίμησε να διηγηθεί όλην την αλήθειαν εις τον Αλέξην.

Ο Αλέξης το Παποράκι έκαμε τον σταυρόν του ανάποδα, τον έκαμε με το ζερβί το χέρι, και τέλος το εχώνευσεν. Επί τέλους τι τον έμελεν αυτόν; Ήθελεν η θεια-Σκεύω να υπάγει βαρδιάνος εις τα καράβια τα σπόρκα, ας επήγαινεν. Αυτός θα την μετέφερεν εις την ερημόνησον, θα την εξεμβαρκάριζεν εις τον κάβον, και ας έκαμνε καλά.

Τρέλα γυναικεία ήτον και αυτό, καθώς τόσαι άλλαι. Της είχε καρφωθεί εις τον νουν, και δεν ηδύνατο να ησυχάσει, πριν φθάσει εις την καραντίναν και εύρει τον υιόν της. Είδησιν περί αυτού, τι εγίνετο, δεν ημπόρεσε να λάβει ούτε από τον Αλέξην, ούτε από άλλον βαρκάρην, ούτε από αυτήν την υγειονομικήν υπηρεσίαν διά μέσου του Νίκα.

Αυτή θα επήγαινεν εις την καραντίναν, εις τα καράβια τα σπόρκα. Αν έζη ο υιός της, θα τον εύρισκε. Αν ήτον διά ζωήν, αυτή θα τον υπηρέτει, αυτή, και όχι άλλος θα τον ενοσήλευε. Θα εβοηθούσε το έργον της θείας Προνοίας, αν ήτον από Θεού να ζήσει. Την χολέραν αυτή δεν την εφοβείτο. Είχεν υποφέρει ήδη άπαξ όχι πολύ βαρέως από χολέραν, και είχε γλυτώσει, νέα ακόμη, τω 1848, όταν η φοβερά νόσος ενέσκηψεν εις την μικράν παραθαλάσσιον πολίχνην. Επί τέλους, ας εκολλούσε την χολέραν, δεν την έμελεν. Ας εζούσε το παιδάκι της, και ας απέθνησκεν αυτή. Αν ήτο πάλιν διά θάνατον, Θεός να το φυλάει, το παιδί της, τότε θα το έβλεπε, θ’ απέθαινε στα χέρια της, δεν θα είχε παράπονο. Φθάνει μόνον να τον επρόφθανε ζωντανόν, και δεν θα το είχε παράπονο. Τέλος απεφάσισε να κάμει το παράτολμον τούτο διάβημα, και τα πράγματα ήρχοντο ευνοϊκά έως τώρα. Η καρδιά της ήτον ζεστή. Μόνον εκρύωσε κάπως, όταν έφθασεν εις την ερημόνησον, και ηύρε τον Γιάννην τον Μπρίκον τον γείτονά της. Κατ’ αρχάς εχάρη όταν τον είδε. Μόνον πόσον άτυχα της εφάνη όταν εκείνος δεν ήξευρεν, ως έλεγε, τι γίνεται ο υιός της, ο Σταύρος της. Αυτό δεν ήτο καλόν σημείον. Ή έλεγε την αλήθειαν, και αυτό δεν ήτο παρήγορον, ούτε καθησυχαστικόν, ή είχεν αποθάνει ο Σταύρος και δεν ήθελε να το μαρτυρήσει.

Εις το πέραμα το μεταξύ των τριών κάβων, από τον έξω κάβον έως τον μέσα κάβον του Αγίου Φλώρου, και από τον μέσα κάβον έως τον Λαλαριάν, ο Γιάννης ο Μπρίκος ετραβούσε τα κωπία, καθήμενος στα κάργα, και ελιανοτραγουδούσε μέσα του παλαιά ναυτικά τραγούδια. Δεν ηρώτησεν ούτε μίαν λέξιν διά την γυναίκα του την Γαρουφαλιά, μετά τα τυπικά χαιρετίσματα, τα οποία του είχεν ειπεί η θεια-Σκεύω. Δεν τον έμελεν αν κόσμος υπέφερε γύρω του ή απέθνησκεν, αν έπασχεν εκ χολέρας ή εκ πείνης ή εξ άλλων δεινών. Αυτός ετραγουδούσε τους παλαιούς σκοπούς του.

Η θεια-Σκεύω, διά να τον ευχαριστήσει, ήρχισε να του διηγήται πώς η γυναίκα του είχε τρομάξει άμα έμαθεν ότι αυτός είχε σπορκαρισθεί, πώς υπώπτευε και εφοβείτο μη πάθει κακόν, και πώς αυτή, η Σκεύω, επήγεν εις την οικίαν της διά να της δώσει θάρρος, ειπούσα μάλιστα αυτή ότι ο άνδρας της, ο Γιάννης, και ο Σταύρος, ο υιός αυτής, της Σκεύως, θα ήσαν μαζί εις την καραντίνα…

– Βέβαια, θα έβαλε τες φωνές κι εμάζωξε τον κόσμο πάλι!… ανέκραξεν ο Γιάννης ο Μπρίκος, όστις ενθυμείτο ίσως και άλλην παραπλησίαν περίστασιν. Ήτον ανάγκη, κατάλαβες, να φωνάξει, για να την ακούσουν πως ο άνδρας της εσπορκαρίστηκε κι έμεινε στην καραντίνα. Δεν πάει να κουρεύεται;

Η θεια-Σκεύω εδάγκασε την γλώσσαν της κι εκοίταξεν έμφοβος τον πορθμέα. Δεν είχεν υπολογίσει ότι η διήγησίς της ήτο πιθανόν να εξοργίσει τον Γιάννην.

– Εσείς οι γυναίκες, κατάλαβες, με συμπαθάς να σου πω, θεια-Σκεύω, δεν έχετε κουκούτσι μυαλό! Πώς δεν εμπαρκάρισε κι αυτή να ‘ρθει να μ’ ευρεί, καθώς εμπαρκάρισες τουλόγου σου κι ήρθες να βρεις το γυιο σου! Πώς δεν εφόρεσε κι αυτή ανδρίκεια , καθώς τουλόγου σου! Τότε πια θα είχαμε δυο χαρές… και τρεις τρομάρες. Τώρα τα έχουμε μεριά, τότε θα τα εκάναμε σωστό φόρτωμα.

– Φόρτωμα σας είναι οι γυναίκες σας! είπε με τόνον μομφής η θεια-Σκεύω.

– Φόρτωμα! σωστό φόρτωμα! απήντησεν ο Γιάννης ο Μπρίκος. Δεν είναι άλλο

χειρότερο φόρτωμα, χειρότερο πανωσάμαρο, απ’ τις γυναίκες. Τουλόγου σου πάλι, τι σου ήρθε, να ‘χουμε καλό ρώτημα, θεια-Σκεύω, να φορέσεις τις βράκες του σχωρεμένου του μπαρμπα-Γιαλή, και να κοπιάσεις στην καραντίνα, να περάσεις για βαρδιάνος στα σπόρκα;

Η θεια-Σκεύω απήντησε με τόνον δεικνύντα ότι η συζήτησις ήτο οχληρά δι’ αυτήν.

– Καθεμιά χριστιανή, αυτή μοναχή ξέρει τον πόνο της…

– Και τι θα κάμεις τουλόγου σου τώρα με την καραντίνα; Εδώ καράβια χάνονται, θεια-Σκεύω.

– Θυμήθηκες συ γείτονας να πεις, θυμηθήκατε κανένας από σας τους πατριώτες, να μου στείλετε ένα μαντάτο, να μάθω τι γένεται ο Σταύρος;

– Και ποιος ξέρει εδώ τι γίνεται ο άλλος, θεια-Σκεύω; Εδώ είναι ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες κόσμος… Κοίταξε πόσα καράβια!

Ο Γιάννης εδείκνυε την σειράν των έξ επτά μεγάλων πλοίων τα οποία είχον φθάσει από δύο ημερών, και ήσαν ηγκυροβολημένα εις απόστασιν πολλών οργυιών από της ακτής, δεξιόθεν της πλεούσης με την πρώραν προς μεσημβρίαν φελούκας. Η Σκεύω τα είδεν όλα τα καράβια τα οποία της εδείκνυεν ο Γιάννης και της εφάνησαν πολλά, πάμπολλα, παραπάνω από εκατόν.

Αριστερόθεν, κατά μήκος της ακτής, ήσαν αραδιασμένα εικοσιπέντε ή τριάντα μικροκάικα διαφόρου σκαριού και αρματωσιάς· γολετιά, βρατσέρες, τρεχαντήρια, κότερα, τσερνίκια, τράτες, σκαμπαβίες και βάρκες. Η Σκεύω τα είδε, και της εφάνησαν πολλά, αμέτρητα, παραπάνω από πεντακόσια. Η σελήνη αρτίως ανατείλασα εμοίραζε το φως της μεταξύ της υψηλοτέρας συνδέδρου κορυφής της ερημονήσου και του φωσφορίζοντος και φλοισβίζοντος από την ελαφράν αύραν κύματος, έρριπτεν αφθόνους τας ακτίνας της επί των στιλβόντων εξαρτίων των μεγάλων πλοίων, και άφηνεν εις την σκιάν, υπό την σκοτεινήν ακτήν, την μακράν σειράν των μικρών πλοίων. Φώτά τινα έλαμπον τήδε κακείσε επί των πλοίων. Ηρεμία και σιωπή, εκτός αραιών τινων φωνών, επεκράτει επί των πλοίων, συγκεχυμένη δε βοή ηγείρετο από του εδάφους της μικράς νήσου. Η φελούκα είχε φθάσει ήδη αντικρύ εις τον Λαλαριάν, μεγάλην ίσαλον πεδιάδα πλήρη χονδρών και στιλπνών χαλίκων, εφ’ ων το φέγγος της σελήνης πίπτον προσέδιδε γλυκείαν μελαγχολικήν όψιν.

Πλησίον εκεί επί της αυτής πεδιάδος, εκεί όθεν ήρχιζε το χόρτον να φύεται, και θάμνοι να έρπωσιν, από τον Λαλαριάν και άνω, εφαίνοντο πέντε ή έξ πρόχειροι σκηναί, με παλαιά καραβόπανα, με κώπας και με κοντάρια κατασκευασθείσαι. Φώτα έλαμπον εις το αυτό μέρος. Εκεί είχον εύρει προσωρινήν στέγην επί της ξηράς οκτώ ή δέκα οικογένειαι, αι πρώται ελθούσαι από δύο ή τριών ημερών. Διότι δεν είχε γίνει ακόμη η μεγάλη συρροή, ήτις ήρχισε μετά τρεις ή τέσσαρας ημέρας. Και ο Γιάννης ο Μπρίκος ωμίλει περί χιλιάδων κόσμου, ως να προέλεγε το μετ’ ολίγον μέλλον, διότι πράγματι επεριμένοντο πάμπολλα πλοία να καταπλεύσωσι μετ’ ου πολύ και μέγα θα ήτο το πλήθος των ταξιδιωτών όσους θα έφερον ταύτα.

 

Ου μακράν του Λαλαριά ελθούσα ηγκυροβόλησεν η φελούκα του Γιάννη του Μπρίκου. Ο βαρκάρης εθαλάσσωσεν ο ίδιος, έσυρε την φελούκαν ολίγας σπιθαμάς προς την άμμον. Η γραία Σκεύω, ως να ενθυμήθη τα νιάτα της, εσηκώθη, επήδησεν ελαφρά εις την άμμον, έβρεξεν ολίγον τα πασουμάκια της εις το κύμα, έκαμε το σημείον του σταυρού και είπε: «Πάντα κατευόδιο!»

Την πρωίαν της ημέρας εκείνης, ήτις ήτο η 18η Αυγούστου, ημέρα Τετάρτη της εβδομάδος, μνήμη των Αγίων μαρτύρων Φλώρου και Λαύρου, περί το λυκαυγές, όταν ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής εξύπνησε και κατέβη εις τον ευκτήριον οίκον διά να ψάλει τον όρθρον (δεν υπήρχε ναΐσκος εις το μικρόν μετόχιον, αλλά μόνον ευκτήριος οίκος, άνευ θυσιαστηρίου και καταπετάσματος), ενθυμήθη την ημέραν και παρεκάλεσεν, ως είπομεν, τους δύο Αγίους να ελευθερώσωσι τον κόσμον από την χολέραν, ελευθερώνοντες αυτόν από τους χολεριασμένους· όπως τον παλαιόν καιρόν είχον ελευθερώσει τον κόσμον από την νοητήν χολέραν, την ειδωλολατρίαν, αρχιτέκτονες όντες, και λαβόντες παραγγελίαν από τον ηγεμόνα να κτίσωσι ναόν ειδωλολατρικόν, κρημνίσαντες δε κάτω τα είδωλα, και αναστηλώσαντες την λατρείαν του Χριστού, ψάλλοντες άμα: «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, αποστόλων καύχημα, μαρτύρων αγαλλίαμα…» Ο πάτερ Νικόδημος ανέγνωσε τον όρθρον κατά τον ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, διά του κομβοσχοινίου και της επ’ άπειρον επαναλήψεως του «Κύριε Ιησού Χριστέ». Διά τούτο δεν ήνοιξε καν το Ωρολόγιον διά να ιδεί τίνος Αγίου μνήμη ήτο. Ωρολόγιον είχε τον νουν του, και τούτο ήρκει. Ωροσκόπιον είχε τον έναστρον ουρανόν, με την Πούλιαν, τον Πήχυν, το άστρον του Βορρά και τους τόσους αστερισμούς του. Παρακλητικήν και Μηναίον είχε το κομβοσχοίνι του. Οι γονείς του δεν τον είχον στείλει εις τον διδάσκαλον, όταν ήτο παιδίον. Είχεν ανατραφεί εις το βουνόν. Είχεν αυξήσει εις τας βραχώδεις ακρωρείας όπου ωδήγει τας αίγας του, και ετελείωνε τας ημέρας του εις την ερημόνησον.

Την προτεραίαν της ημέρας εκείνης (διότι η διήγησίς μας κινδυνεύει ίσως να γίνει πρωθύστερος, και υπεπέσομεν εις ανακριβείας τινάς και χρονολογικάς αντιφάσεις, εφ’ ω επικαλούμεθα την επιείκειαν των αναγνωστών) είχε φθάσει από την πολίχνην και ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης με όλους τους μαστόρους του. Η ξυλική είχε κομισθεί την προ αυτής εσπέραν, έξ ή επτά βαρκαδιές, με τας συνήθεις φελούκας. Ο αρχιτέκτων έφθασε την πρωίαν και ήρχισε μετά ζέσεως την εργασίαν του. Ήτο δε ανυπόμονος να τελειώσει τα παραπήγματα, ει δυνατόν, εντός της ημέρας. Είχεν υποχρεωθεί διά του συμβολαίου, του συνταχθέντος ευθύς μετά την δημοπρασίαν, και διά των όρων αυτών της προκηρύξεως, να κατασκευάσει τριάντα μεγάλα παραπήγματα και πενήντα μικρότερα προς στέγασιν των υπό κάθαρσιν ταξιδιωτών.

Την εσπέραν της 18ης Αυγούστου περί την ενάτην ώραν, είχε φθάσει και η Σκεύω εις την καραντίναν. Η ταλαίπωρος γραία, πριν αποφασίσει να βάλει εις πράξιν το παράβολον διάβημά της, είχε προσπαθήσει διά του μπαρμπα-Νίκα (και τούτο ήτο το πρώτον αίτημά της το οποίον υπέβαλεν εις την μετ’ αυτού συνέντευξιν) να κατορθώσει αν ήτο δυνατόν να την παραλάβωσιν οι λεμβουχοι οι εκτελούντες τα καθημερινά ταξίδια εις την ερημόνησον, διά να την ρίψωσιν απλώς επάνω εις τον κάβον του Αγίου Φλώρου, και αυτή ευχαρίστως θα εδέχετο να σπορκαρισθεί ομού με τόσους άλλους χριστιανούς. Αλλ’ είχε μάθει ότι το πράγμα ήτο αδύνατον. Αυστηρά απαγόρευσις ήτο να μη πλησιάζει τις, εκτός των λεμβούχων και των εχόντων ειδικήν άδειαν, εις την επιχόλερον νήσον. Εις το ύψος του κάβου του Αγίου Φλώρου, είχεν ιδρυθεί την πρωίαν της Τρίτης, 17 Αυγούστου, στρατιωτικός σταθμός, ενισχυθείς δι’ αποσπάσματος αρτίως σταλέντος εκ Χαλκίδος. Το απόσπασμα συνίστατο εξ ενός ενωμοτάρχου, τριών χωροφυλάκων, ενός δεκανέως και εννέα οπλιτών του πεζικού.

Μέρος του αποσπάσματος εστάθμευε διαρκώς επί του λόφου, του υπερκειμένου της απωτέρας ακτής εφ’ ης απεβίβαζον τα εμπορεύματα οι λεμβούχοι, και όταν προσήγγιζε πλοίον μη έχον ειδικήν άδειαν, ή άτομον περί του οποίου δεν είχεν γνώσιν ο σταθμάρχης, πάραυτα μία φωνή «Στοπ», εξερχομένη αποκάτω από τα πεύκα, όπου είχον ιδρύσει το στρατόπεδόν των οι άνδρες του στρατού, ηκούετο παγώνουσα το αίμα του πλέον τολμητίου. Την εσπέραν εκείνην, ο σταθμάρχης είχε μετρήσει από της πρωίας υψηλά από την σκοπιάν του έξ αποβιβασθέντας επί της ερημονήσου, και οδηγηθέντας εις το εσωτερικόν του προσωρινού λοιμοκαθαρτηρίου. Το έγγραφον το οποίον είχε λάβει το πρωί από το υγειονομείον εμνημόνευεν επτά νέους βαρδιάνους στρατολογηθέντας χθες, και μέλλοντας να φθάσωσιν εντός της σήμερον εις την επιχόλερον νήσον· ο ενωμοτάρχης είχε μετρήσει από το πρωί έξ, και ηπόρει πώς εβράδυνε ο άλλος. Τέλος έφθασε περί λύχνων αφάς, εις το τελευταίον ταξίδιόν του, ο Αλέξης το Παποράκι.

Ο Αλέξης τα είχε καλά με τους στρατιώτας, διότι δεν παρέλειπε ποτέ να τους φέρει καπνόν και ρώμι. Ουχ ήττον άμα επλησίασεν εις την ξηράν, δεν ελησμόνησε

διά καλόν και διά κακόν να φωνάξει με μεγάλην φωνήν:

– Αυτός που φέρνω είναι ο έβδομος βαρδιάνος για σήμερα, κύριε σταθμάρχη!

– Καλά! απήντησεν αποκάτω από το πεύκον μία νυσταλέα φωνή.

Ο σταθμάρχης δεν εσκοτίζετο να ίδει και εξετάσει ο ίδιος τον βαρδιάνον. Αυτό δεν ήτο ιδική του δουλειά, ήτο του ιατρού. Τι ανάγκην είχεν αυτός να εξετάζει γέρους και πτωχούς ανθρώπους; Ο ιατρός ήτο πράγματι η ανωτέρα αρχή, μέσα εις την νήσον. Συνεννοείτο απ’ ευθείας με όλας τας αρχάς έξω, και συχνά έγραφε και εις το υπουργείον των Εσωτερικών, εκτραγωδών την κατάστασιν. Ο σταθμάρχης εγέλασε την στιγμήν εκείνην, διότι του επήλθεν η επομένη σκέψις, διά τα συμβαίνοντα, τα οποία του εφαίνοντο ως το άκρον άωτον της ιατρικής επιθεωρήσεως: «Να σε επιθεωρεί ο γιατρός όχι για να πάρεις πράτιγο, αλλά για να μβεις καραντίνα… είναι σαν να σε δοκιμάζει, αν είσαι καλός για να χολεριασθείς!»

Πράγματι, ο ιατρός ενήργει ως ανωτέρα αρχή εντός του προσωρινού λοιμοκαθαρτηρίου, και προς αυτόν ωδηγείτο πας νεωστί ερχόμενος, είτε ταξιδιώτης ήτο από τα μακρινά χολεριασμένα μέρη, είτε εργολάβος και έμπορος ερχόμενος εκ της νήσου διά να πωλήσει την τέχνην του, είτε «βαρδιάνος για τα σπόρκα», φύλαξ διά τα επιχόλερα πλοία στρατολογούμενος υπό της υγειονομικής αρχής. Ο ιατρός, πρεσβύτης, υπερβάς το πεντηκοστόν έτος είχε σπορκαρισθεί ακουσίως ελθών τας πρώτας ημέρας διά να επιθεωρήσει τους επιβάτας, και μη προφθάσας να εξέλθει εγκαίρως εκ της ερημονήσου, ήτις εκηρύχθη επιχόλερος εν τω μεταξύ. Εκ Γερμανίας καταγόμενος, είχε κατέλθει εις την Ελλάδα κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Όθωνος. Από του 1845 είχεν αποκατασταθεί εις την νήσον, είχε προσφέρει τας εκδουλεύσεις του εις την χολέραν του 1848, και δεν είχε παύσει έκτοτε ν’ αναφαίνεται παντού όπου ήτο χολέρα και καραντίνα. Οι κατά καιρούς υπουργοί των Εσωτερικών, γνωρίζοντες την ικανότητά του, τον απέσπων πολλάλις εκ της νήσου και τον έστελλον επί αδρώ μισθώ εις τα μεγάλα κέντρα των καθάρσεων εν Ελλάδι.

Ο αγαθός ιατρός είχεν ανάψει το μακρόν τσιμπούκι του, με το ηλέκτρινον στόμιον, το οποίον είχεν αχώριστον εις παν τεξίδιόν του, και το οποίον ευτυχώς ηδυνήθη να μετάσχει του σπορακισμού του κυρίου του. Είχε πήξει μικράν σκηνήν πλησίον ενός πεύκου, προς την ρίζαν του λόφου, ολίγον απώτερον του μέρους όπου ήσαν αι άλλαι πρόχειροι σκηναί. Έξω της θύρας καθήμενος, επί τινος ξηρού στελέχους, υπό το φως της σελήνης, ερρέμβαζε βλέπων τα κύματα της θαλάσσης, αλλεπάλληλα ερχόμενα, ορχούμενα και φεύγοντα, εφ’ ων αντανακλώντο τόσαι τρέμουσαι σελήναι, και τόσα μηκυνόμενα οφιοειδή φώτα εκρέμαντο κάτω από τας τρόπιδας των αραγμένων πλοίων. Όπισθέν του το δάσος των πεύκων, αργυρούμενον την κορυφήν από το ωχρόν μελαγχολικόν φέγγος, αδιαπέραστον εις το βάθος από τας ασθενείς ακτίνας του, εθρόει κι εμορμύριζεν από μυρίας μυστηριώδεις δονήσεις υπό το ελαφρόν φύσημα της αύρας της νυκτερινής. Μεγάλη ήτο η θερμότης, ο νότος είχεν αρχίσει ήδη να πνέει, και μόλις προς την εσπέραν είχε κόψει ο άνεμος. Άνω εις τον ουρανόν εφαίνοντο προς δυσμάς και προς νότον νέφη τινά μελαγχολικά και η ατμόσφαιρα, ημίγυμνος ακόμη με τα απομείναντα ράκη του έαρος, με τα πρώτα κιτρινίζοντα φύλλα του φθινοπώρου, εφαίνετο επαιτούσα βροχήν.

Ο κ. Βίλελμ Βουνδ εκάπνιζε ταχέως και θορυβωδώς το τσιμπούκι του, και έβγαζε μεγάλας τολύπας καπνού από το στόμα, μετά πλαταγισμού των χειλέων, κολλώσας προς στιγμήν περί τον μέγαν, παχύν καστανόν μύστακά του, και ανερχομένας ελικοειδώς εις τον προέχοντα προς το μέρος της σκηνής απώτερον κλώνα του πεύκου. Εφαίνετο κάπως πεισμωμένος, και δεν απήντα εις τα πολλά σχέδια τα οποία του εξέθετε λεπτομερώς, αντικρύ του καθήμενος, ο αρχιτέκτων Ευστάθιος ο Χερχέρης, την προτεραίαν φθάσας, όστις περιέγραφε προς τον ιατρόν την προσεχή εργασίαν του, και εξεθείαζε τα παραπήγματα τα οποία έμελλε να κατασκευάσει, ως τέλεια εις το είδος των. Ο κ. Βίλελμ Βουνδ ελικνίζετο τερπόμενος από την φωνήν του αρχιτέκτονος, αλλά δεν επρόσεχεν εις τας λέξεις, και ενίοτε εσφύριζε, και εμάσα μισάς βλασφημίας, τας οποίας ανεμείγνυε με τον καπνόν του τσιμπουκίου του, και τας έστελλε νοερώς εναντίον του υγειονόμου και των άλλων αρχών της νήσου.

Διά εικοστήν φοράν, έβγαλεν από την τσέπην του έν έγγραφον το οποίον είχε λάβει την πρωίαν της ημέρας εκείνης από το υγειονομείον, και ανάψας κηρίον το ανεγίνωσκε. Το έγγραφον διελάμβανεν ότι απεστέλλοντο αυθημερόν φύλακες διά τα επιχόλερα πλοία, επτά τον αριθμόν, ο δείνα και ο δείνα, εις τον τόπον της καθάρσεως. Ο ιατρός δεν ηδύνατο να εννοήσει πώς είχον έλθει έξ, ενώ ανεφέροντο επτά, και διατί δεν είχεν έλθει ο έβδομος. Έπειτα δεν ηδύνατο να εννοήσει ακόμη, και αυτό τον εφούρκιζε περισσότερον, τι συνέβαινεν ως προς το όνομα του εβδόμου. Ο Βουνδ δεν είχε προσέξει κατ’ αρχάς εις τα ονόματα, ούτε τον ενδιέφερον ταύτα. Αλλ’ ήτο, εκτός της ιδιοτροπίας και του οργίλου χαρακτήρος, αγαθός ανήρ, και [χωρίς να το θέλει] είχεν ενδιαφέρον διά τους πτωχούς ανθρώπους. Χωρίς να το θέλει, εγνώριζεν, από εικοσαετίας διατρίβων εν τω τόπω, όλα σχεδόν τα ονόματα της πολίχνης. Του εφαίνετο λοιπόν, ήτο βέβαιος μάλιστα, ότι ο ως έβδομος αναφερόμενος εν τω εγγράφω του φίλου του, του υγειονόμου, ήτο αποθαμένος προ πολλού. Συνήθειαν δεν είχε βεβαίως ο ιατρός να προπέμπει τους νεκρούς εις τας κηδείας. Αλλ’ είχε συνήθειαν να εκδίδει πιστοποιητικά νεκροσκοπίας «ενταφιαστήρια», και δι’ εκείνους των νεκρών τους οποίους είχεν επισκεφθεί μέχρι των εσχάτων στιγμών των, και δι’ εκείνους τους οποίους ουδόλως είχεν επισκεφθεί. Αυτόν δε τον Σταμάτιον Γυρατσίνην ενθυμείτο πολύ καλά ότι τον είχεν επισκεφθεί πολλάκις, ότι είχεν αποθάνει στα χέρια του, και ότι είχεν εκδώσει πιστοποιητικόν διά την ταφήν του. Τι συνέβαινε λοιπόν; Ή πρέπει να υπήρχε δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης, έγγονος του πρώτου· αλλά τότε έπρεπε να έχει ηλικίαν είκοσιν ετών και όχι εξήντα, οία εφέρετο εν τω εγγράφω· ή ο δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης θα ήτο σνεψιός ή πρωτεξάλφος του αποθανόντος, φέρων το αυτό όνομα. Τον δεύτερον τούτον Σταμάτην Γυρατσίνην ουδέποτε εγνώρισε, και ήτο περίεργος να τον γνωρίσει. Το πράγμα του είχε κάμει δυσανάλογον εντύπωσιν, ίσως ένεκα της μοναξίας και του απολεισμού εν ω διετέλει. Αλλά μόλις είχεν ανάψει το κηρίον, βήματα ηκούσθησαν, και ιδού παρουσιάζεται ο Γιάννης ο Μπρίκος, ο βαρκάρης, οδηγών τον καλούμενον Σταμάτιον Γυρατσίνην, με δειλόν βήμα ακολουθούντα.

Ο Γιάννης ο Μπρίκος εκράτει με την μίαν χείρα φανόν, και με την άλλην εκράτει το έγγραφον του διορισμού του βαρδιάνου, το οποίον είχε ζητήσει από τον καλούμενον Σταμάτην Γυρατσίνην να του παραδώσει, διά να το εγχειρίσει εις τον ιατρόν. Επλησίασε, του συντρόφου του μένοντος ολίγα βήματα οπίσω, εχαιρέτισε και έτεινε τον φάκελον προς τον ιατρόν:

– Τι ντιάολο τέλεις πάλι; ανέκραξεν άμα αναγνωρίσας τον λεμβούχον ο ιατρός.

Ο Σταμάτης Γυρατσίνης πολύ θα επεθύμει ν’ απηλλάσσετο ει δυνατόν της ανάγκης της επισκέψεως ταύτης, αλλά δεν ήτο κατορθωτόν το πράγμα. Ο Γιάννης ο Μπρίκος του είχε δώσει να εννοήσει ότι πας νεωστί ερχόμενος εις τον τόπον των καθάρσεων ώφειλε να παρουσιασθεί εις τον ιατρόν, και αν μάλιστα ήτο βαρδιάνος διά τα καράβια τα σπόρκα, ο ιατρός θα τον εδέχετο, θα τον ανεγνώριζε και θα τον ετοποθέτει οριστικώς εις έν των πλοίων, ή και έξω εις την ξηράν, διότι δεν ήτο υπόχρεως να λαμβάνει υπό σπουδαίαν έποψιν τας διαταγάς του κυρίου υγειονόμου ως προς τούτο. Αυτός δε, ο Γιάννης ο Μπρίκος, ως εκτελών τα έργα του πορθμέως εντός του τόπου των καθάρσεων είχεν ατομικήν ευθύνην διά την εκτέλεσιν της διατυπώσεως ταύτης, και αν παρέβαινε το καθήκον του, υπέκειτο εις φυλάκισιν από δύο έως πέντε ετών, καθώς τον είχον πληροφορήσει. Το καλόν μόνον ήτο, διά τον Γυρατσίνην, ότι η παρουσίασις εγίνετο νύκτα. Το ακόμη καλύτερον ήτο ότι θα εδίδετο εις το μυστηριώδες υποκείμενον η ευκαιρία να μάθει αμέσως διά του ιατρού πού ήτο και τι εγίνετο ο Σταύρος.

Τούτου ένεκα η Σκεύω ηκολούθησε μετ’ ελπίδος και φόβου τον Γιάννην, και τα γόνατά της έτρεμον. Αφού διήλθον το πλάτος της αμμουδιάς, όπου οι πόδες εβουλούσαν ένα δάκτυλον εντός της άμμου, και αι εμβάδες της εγέμισαν από κόκκους άμμου, εισήλθον εις το μονοπάτιον το διαχαρασσόμενον παρά την όχθην του απεξηραμμένου βάλτου, ανάμεσα εις τες βουρλιές, υπό το φέγγος της σελήνης, όπου το έδαφος φαιόν και λευκόν έστιλβεν από την αναλαμπήν. Εκεί παρά τον βάλτον, ανάμεσα εις τρεις βουρλιές και εις δύο συστήματα ακανθωδών θάμνων, το χώμα εφαίνετο προσφάτως ανασκαφέν, και υπήρχον δύο εξογκώματα γης, το έν μακρότερον του άλλου, γείτονα αλλήλων κείμενα, αποτελούντα μάλλον έν εξόγκωμα εις δύο.

Η Σκεύω ήρχισε να τρέμει, η μητρική καρδία της εταράχθη, και ήρχισε να πάλλει ταχέως και ασθενώς, και λιποψυχία εκυρίευσεν όλον το είναί της, τα όμματά της εσκοτίσθησαν, και τα ώτα της ήρχισαν να βομβώσι, και εις το ωχρόν φως της σελήνης δεν ήτο ορατή η ωχρότης ήτις έβαψε το πρόσωπόν της. Τα δίδυμα εκείνα εξογκώματα της γης, πολύ ωμοίαζον με δύο τάφους, με δύο τάφους νωπούς, προσφάτως και ίσως αυθημερόν σκαφέντας. Η Σκεύω έκυψε και είδε καλύτερα, και της εφάνη ότι εις την άκραν του ενός των δύο λάκκων προς δυσμάς υπήρχε μικρός πρόχειρος σταυρός εκ καλάμου, με κλωστήν δεμένος εις το κέντρον.

Διότι ήτο αληθές και δεν επεδέχετο άρνησιν ότι ο άγγελος ο κρατών το μέγα δρέπανον είχεν επιφοιτήσει αυθημερόν εις την αποκλεισμένην νήσον. Το μεσονύκτιον προς βαθύν όρθρον της Τρίτης είχε τανύσει αιφνιδίως τας πτέρυγάς του από των απωτέρων αοράτων κόσμων, και είχε λάβει το κέλευσμα του Αιδίου, και είχε καταπτεί από τας πύλας του ουρανού, και μετά τινα μόρια στιγμών χρόνου, ασύλληπτα εις την διάνοιαν των θνητών, είχε φθάσει εις την αφανή μικράν γωνίαν, την ταπεινήν και άγνωστον, και είχεν ασκήσει το αστόμωτον δρέπανόν του εις την κοπήν της ζωής δύο αβρών πλασμάτων των οποίων το βάρος δεν ησθάνετο χθες ακόμη η γη περισσότερον παρ’ όσον ταύτα ησθάνοντο σήμερον επάνω των το βάρος της γης. Η μήτηρ μόλις είχεν εξέλθει προχθές ακόμη εις τον λειμώνα του κόσμου. Άνθος είχε κοπεί από τον κήπον τον παρθενικόν και είχεν εξαχθεί διά της πύλης του γάμου. Το βρέφος μόλις είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς εις το φως της ζωής. Μήτηρ ανεύθυνος και βρέφος άκακον· η μήτηρ μετά τας τρικυμιώδεις συγκινήσεις του έρωτος, μετά τας γαληνίους απολαύσεις του γάμου, μετά τας δεινοπαθείας της κυοφορίας, μετά τας ωδίνας του τοκετού, το βρέφος μετά την πρώτην αίσθησιν του πόνου και την πρώτην φωνήν του κλαυθμυρισμού, ανηρπάγησαν εις επουρανίους καλιάς, το τέκνον εις τας αγκάλας της μητρός, και αμφότεροι εις τους κόλους του αγνώστου. Ο γάμος είχε τελεσθεί εν Σμύρνη προ δέκα μηνών, το ζεύγος φεύγον την χολέραν είχεν επιβιβασθεί εκ Σμύρνης. Κατά τον διάπλουν είχεν επέλθει, άωρος ίσως ο τοκετός. Το πλοίον, όταν έφθασεν εις τον τόπον της καθάρσεως, εκόμιζε δύο τρυφερά πλάσματα μόλις ζώντα, την μητέρα χθες και πρώην κόρην, το βρέφος σχεδόν ασώματον. Τα σώματα ημιθανή απεβιβάσθησαν εις την ξηράν, αλλ’ η πραεία αύρα του δάσους δεν ήτο ικανή ν’ ανακαλέσει την φεύγουσαν ζωήν διά να την αποδώσει εις τα δύο νεαρά όντα. Η πνοή του αγγέλου, θωπευτικωτέρα και της αύρας της νυκτερινής, απεκοίμισε τα δύο αβρά πλάσματα, και ο κραταιός βραχίων του απεκόμισε μακράν εις τους αγνώστους κόσμους τα δύο πνεύματα, το έν καθ’ εαυτό μακάριον, το έτερον κατά μέθεξιν ευδαίμον.

Ελαφρά η γη εκάλυψε τα δύο νεαρά σώματα, θερμά ακόμη από την τελευταίαν επαφήν της ζωής, θερμά από τους ασπασμούς του χηρεύσαντος νυμφίου, θερμότερα από τους ασπασμούς της απορφανισθείσης μητρός, ήτις είχε συνοδεύσει εις το ταξίδιον την τέως ευτυχή κόρην. Και τα πνεύματα απέπτησαν και ίπταντο ακόμη μακράν, μακράν, και ο άγγελος τα ανεβίβασεν εις αγνώστους κόσμους, και το κύμα της θαλάσσης εφλοίσβιζε μακρόθεν λικνίζον το αγνόν βρέφος εις την παγωμένην αγκάλην της μητρός, και η αύρα η σείουσα τους θάμνους ετόνιζε βαυκαλιστικον άσμα εις τον ύπνον της μητρός και του τέκνου.

– Τίνος είν’ αυτός ο τάφος; Ποιος πέθανε; ηδυνήθη να ερωτήσει με τρέμουσαν φωνήν η Σκεύω.

Της δυστυχούς είχε κακοβάλει ο νους της διά τον υιόν της, και εντεύθεν ο φόβος και η μεγάλη ταραχή άμα είδε τους διδύμους τάφους.

Ο Γιάννης ο Μπρίκος έστρεψεν αμελές βλέμμα προς τους τάφους, εσιώπησε προς στιγμήν, έβηξε, και είτα είπε:

– Μια γυναίκα είχε πεθάνει σήμερα εδώ με το παιδί της. Σου είπα, θεια-

Σκεύω, ποιος ερωτά εδώ ποιος θα ζήσει και ποιος είναι για πεθαμό;

– Και τι γυναίκα ήτον; ηρώτησε καθησυχάσασα εν μέρει η Σκεύω.

– Σμυρνιά, θαρρώ, ήτον… ή Πολίτισσα… ποιος ξέρει… χθες είχεν έρθει με το

καράβι εκείνο εκεί.

Κι εδείκνυεν αντικρύ έν των πλοίων.

– Πώς δε μου είπες, Γιάννη, εξηκολούθησεν η Σκεύω, πού είναι το καράβι που

‘ν’ ο γυιος μου μαζί;

Την ερώτησιν ταύτην ήθελε να υποβάλει προ πολλού, όταν έπλεον ομού επί της φελούκας, αλλά την είχε προπάρει τόσον ο Γιάννης με τον βάναυσον τρόπον του, ώστε η πτωχή γυνή απεθαρρύνθη και ανέβαλε την ερώτησιν.

– Και πού ξέρω εγώ, θεια-Σκεύω; Είπαν πως ήρθε και πως ήτον άρρωστος… Αν

ήρθε, θα είναι με κανέν’ απ’ αυτά τα ξένα καράβια, γιατί το ντόπιο, του καπετάν Γρατσιώτη, που ήτον λοστρόμος μαζί, δεν έχει ερθεί… Αν ο γυιος σου ήρθε θα πει ότι είχε ξεμβαρκάρει στην Πόλη, και μβαρκάρισε με κανένα ξένο, που ήτον για δω.

– Και πώς δε μπόρεσες να μάθεις, Γιάννη; είπε μετά παραπόνου η Σκεύω.

– Μου κακοφαίνεται κι εμένα, θεια-Σκεύω που δε μπόρεσα να το μάθω… Μα

πού να ξέρω πως ήσουν να ‘ρθεις για δω τουλόγου σου, και πως θα σ’ εβλέπαμε

βαρδιάνο στα σπόρκα;

Λαβών ο ιατρός τον φάκελον, τον οποίον έτεινεν αυτώ ο Γιάννης ο Μπρίκος, τον ήνοιξε και ανέγνωσε το εν αυτώ έγγραφον. Το έγγραφον ήτο οιονεί διορισμός και πιστοποιητικόν ταυτότητος του αποστελλομένου δι’ έν των επιχολέρων πλοίων φύλακος, τον οποίον ο υγειονόμος επέμενε να ονομάζει Σταμάτην Γυρατσίνην.

Ο ιατρός έκαμε ζωηρόν κίνημα δυσφορίας, και το έγγραφον του εξέφυγε τας χείρας.

– Να πάρει ο ντιάολος! είπε· και ποιος είν’ αυτός ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;…

Φέρε τον εντώ.

Ο Γιάννης εστράφη προς τον όπισθέν του ιστάμενον σύντροφόν του και τον έδειξε:

– Να τος! είπε

Ο ιατρός εμειδίασεν, εκάγχασεν, εκάπνισε θορυβωδώς το τσιμπούκι του, επλατάγισε τα χείλη, απέπνευσε μεγάλην έλικα καπνού από το στόμα, και είπε:

– Έλα ντω! ποιος είσαι;

Η θεια-Σκεύω επλησίασε τρέμουσα.

– Εγώ είμαι, γιατρέ, είπε.

– Και είσαι του λόγκου σου, ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;

Η θεια-Σκεύω έκαμε διφορούμενον νεύμα· κάτι τι το οποίον ηδύνατο να εκληφθεί ως ναι και ως όχι.

Ο ιατρός ύψωσε το κηρίον το οποίον εκράτει, έβαλε τα γυαλιά του, τα οποία εκρέμαντο δι’ ιμάντος από του λαιμού του, κι εκοίταξε το μυστηριώδες άτομον.

– Έλα σιμότερα, είπε.

Με αποφασιστικότητα τιμώσαν αυτήν μεγάλως, η θεια-Σκεύω δεν έδωκε καιρόν εις τον ιατρόν να τελειώσει την επιθεώρησίν του, αλλά κύψασα προς το ους του του είπε:

– Εγώ είμαι η Σκεύω, η Γιαλινίτσα… που με λένε κάποτε και Σαβουρόκοφα.

Ο ιατρός ανετινάχθη όλος επί του στελέχους εφ’ ου εκάθητο και εκάγχασε θορυβωδώς:

– Χα, χα χα!… χα χα χα! Να πάρει ο ντιάολος!… εκείνο το υγκειονόμο το στραβούλιακα… που είναι και φίλος μου!… χα χα χα! Και ντεν ηύρε άλλο όνομα να σου ντώσει, ενός ζωντανού, μόνον σου έντωσε του όνομα του πεταμένου… χα χα χα!

Είτα επέφερε:

– Αν-καλά τι λέω εγκώ;… το όνομα του ζωντανού είναι κάποιου… το όνομα του

πεταμένου ντεν έχει ιντιοκτήτη, είναι έρμο… Έξυπνος εφάνη ο στραβούλιακας που σου έντωκε το όνομα του πεταμένου.

Είτα ευθύς ηρώτησε:

– Και τι σου ήρτε, Σκεύω να το κάμεις αυτό;

Η Σκεύω την ερώτησιν ταύτην επερίμενε.

– Για το Θεό, γιατρέ, να ‘χεις πολλή ζωίτσα… και να σου δώσει ο Θεός ό,τι επιθυμείς… να ‘χεις και καλή ψυχή… δεν μου λες, τι γίνεται ο γυιος μου, ο Σταύρος; Είναι καλά; πέθανε; ζει; τον είδες τουλόγου σου;

Ο ιατρός, όστις εξηκολούθει την θορυβώδη ευθυμίαν του, διεκόπη, ανεκάλεσε τας προσφάτους εκ των επισκέψεων της ημέρας εντυπώσεις του και είπεν:

– Α! Ο Σταύρος… του Γιαλή… Ο λοστρόμος… είναι γυιος σου. Α! ναι… είναι

άρρωστος… υπέφερε πολύ… μα ντεν έχει ανάγκη… τα ζήσει.

Η Σκεύω ανέπνευσε.

– Ν’ αγιάσει το στόμα σου, γιατρέ, και τα χείλη σου, που μου είπαν τον καλό

το λόγο, να γίνουν μαλαματένια, σαν τ’ Αι-Γιαννιού του Χρυσοστόμου.

Ο ιατρός εκολακεύθη εκ της ευχής, εμειδίασε, και είτα πάλιν επανήλθεν εις τον φίλον του, ως τον ωνόμαζε, τον υγειονόμον.

– Μα να πάρει ο ντιάολος, τι του ήρτε του φίλου μου, του υγειονόμου, του

στραβούλιακα, και σε αγκαζάρισε για βαρντιάνο;… Ή ήτελες τουλόγκου σου;

– Εγώ το ήθελα… δεν μπόρεσα να μάθω για το γυιο μου, κι ήρθα να τον ιδώ.

– Α! κι εγκέλασες τον υγειονόμο, το στραβούλιακα;

– Δεν τον εγέλασα, τόσον εγώ, είπε μετ’ αμηχανίας η Σκεύω, όσο γελάστηκε

μοναχός του.

– Πώς;

Και ο ιατρός εξηκολούθει να ροφά μεγάλας εισπνοάς καπνού, να εκπέμπει πυκνά νέφη περί τους παχείς καστανούς μύστακάς του, να ακτινοβολεί από ευθυμίαν και ν’ ακροάται.

– Εγώ ήμουν σαν παλαβή, σαν το έμαθα, που μου το εφώναξε μια κλήρα προχτές το βράδυ, από μια βάρκα μέσα, πως ο γυιος μου είναι άρρωστος από χολέρα.

– Α!… λοιπόν;

– Εγώ γονάτισα μπροστά στα κονίσματα, κι επαρακάλεσα την Παναγίτσα μου,

μια μικρή Παναγίτσα ασημωμένη που έχω, να με λυπηθεί και να μου στείλει καλά μαντάτα από το Σταύρο ή να με φωτίσει τι να κάμω…

– Ύστερα;

– Εμένα η Μεγαλόχαρη καλά μαντάτα δεν ηυδόκησε να μου στείλει, γιατί

ήμουν αμαρτωλή, έξω απ’ αυτά που σ’ εφώτισε να μου δώσεις, γιατρέ μου… μονάχα μ’ εφώτισε, σαν ήτον πολύ δύσκολο να με πάρουν οι βαρκάρηδες να με φέρουν, όπως ήμουν με τη γυναίκεια φορεσιά μου, στο νησί μέσα για να βρω το γυιο μου, μ’ εφώτισε να φορέσω αντρίκεια και να πάω βαρδιάνος στα σπόρκα.

Ο ιατρός ανεκάγχασε θορυβωδώς.

– Α! χα χα χα! ντιάολο! παράξενο! βαρντιάνος στα σπόρκα! Α! ντιάολο! Και το

στραβούλιακα το υγκειονόμο;…

Η Σκεύω εξηκολούθησε:

– Σαν έβαλα τα φορέματα του μακαρίτη τ’ ανδρός μου κι εκοίταξα στον καθρέφτη, μου φάνη πως μου πήγαιναν καλά, και μου φάνη πως ωμοίαζα, κοντούλα όπως είμαι, με το γερο-Σταμούλη τον Καρδαράκη, τον παλιό γείτονά μου, που ήμαστε έναν καιρό γειτόνοι στον ελιώνα, απάνω στην Κορακοφωλιά, που τον έδωκε τώρα προικιό της κόρης του. Σαν είδα πως ωμοίαζα με το Σταμούλη τον Καρδαράκη και στο μπόι, και στο μουστάκι, και σ’ όλα, άρχισα κι εγώ να καμαρώνω, να σιάζωμαι στον καθρέφτη κι εγύρευα να μοιάσω ακόμα πλιότερο με τον παλιό το γείτονά μου. Έβαλα το φέσι καθώς το φορεί ο Σταμούλης, εζώστηκα το κίτρινο ζουνάρι τρεις πιθαμές πλατύ, όπως το ζώνεται ο Σταμούλης, έκαμα και τη σέλλα του βρακιού όπως την κάνει ο Σταμούλης, ύστερα, σαν τα έβγαλα τα ρούχα, έλεγα πότε να τα ξαναφορέσω, κι αποφάσισα με κάθε τρόπο να ‘ρθω μέσα στο νησί, να περάσω για βαρδιάνος.

Ο κ. Βίλελμ Βουντ εύρισκε μεγάλην τέρψιν εις την ακρόασιν της διηγήσεως ταύτης. Ηραίωσε τα ροφήματα του τσιμπουκίου του, έπαυσε τους πλαταγισμούς των χειλέων, εγέλα και ήκουε.

– Λοιπόν;

– Εγώ πήγα και ηύρα το Νίκα, το φύλακα που ήτον πρώτα στα πέρα Λαζαρέτα, το συμπέθερό μου, και τον επαρακάλεσα να κάμει νόμο-τρόπο να καταφέρει ένα βαρκάρη φίλο του να με πάρει, έτσι όπως ήμουν, γυναίκα, στη βαρκούλα του μέσα, να με φέρει στο νησί. Ο Νίκας μου είπε πως το βλέπει πολύ δύσκολο. Δεν άφηναν κανέναν άλλον, έξω από κείνους που έχουν άδεια, να ζυγώσει στην καραντίνα…

– Ύστερα;

– Τότες έκαμα απόφαση και του λέω του συμπέθερου, του Νίκα:«Για να σου

πω, ξέρεις τι μ’ εφώτισε ο Θεός; Θα φορέσω αντρίκεια και θα περάσω για βαρδιάνος. Εσύ, που έχεις τα μέσα, να πεις τ’ αφεντικού σου να με γράψει στα χαρτιά, για να με βάλουν βαρδιάνο. Εδοκίμασα τα ρούχα του μακαρίτη τ’ ανδρός μου, και μου έρχονται καλά, και μοιάζω με το Σταμούλη τον Καρδαράκη όταν τα φορέσω. Πες του κυρ επιστάτη πως με λένε Σταμούλη Καρδαράκη».

Ο ιατρός εκάγχασε θορυβωδώς:

– Ω! ντιάολο! και ύστερα;… πήες στον επιστάτη… και στο υγκειονόμο, το

στραβούλιακα, το φίλο μου; Και πώς από Καρνταράκης έγινες Γκυρατσίνης;

– Ο Νίκας, ο συμπέθερός μου, σαν τ’ άκουσε, του φάνηκε παράξενο, και

άρχισε να κλαίει από το ένα μάτι, τόσον επαραπονέθηκε, που με είδε να επιμένω να ‘ρθω να ‘βρω το παιδί μου… και με το ένα μάγουλο άρχισε να γελά… κι εσφόγγιζε τα δάκρυά του, και δεν εμάζωνε τα χείλη του… Και ύστερα το είπε στον επιστάτη… Κι ο επιστάτης, σαν να τον είχα ορμηνεμένον, του είπε να πάω να παρουσιασθώ στο λιμεναρχείο το βράδυ-βράδυ, που δε θα μ’ έβλεπαν καλά…

– Ω! ντιάολο! και ηύρες εκεί και το υγκειονόμο, το στραβούλιακα;

– Το βράδυ-βράδυ πήγα, κι ήτον εκεί ο υγειονόμος, κι ο επιστάτης, κι ο

λιμενάρχης, οι τρεις τους, κλεισμένοι μες στη μέσα κάμαρη… Κι εμάς μας έβαλαν να καρτερούμε στην όξου κάμαρη, για να νυχτώσει ακόμα, σαν να τους είχα ορμηνεμένους… Κι άλλοι πέντ’ έξ γέροι που καρτερούσαν εκεί, να ‘ρθ’ η αράδα τους, να παρουσιαστούν στ’ αφεντικά, για να μβουν βαρδιάνοι, μ’ επήραν για ξένο, και μ’ ερώτησαν, κι εγώ τους είπα πως ήμουν απ’ τα Εικοσιτέσσερα Χωριά. Ύστερα ένας-ένας παρουσιάστηκαν κι επήραν το χαρτί τους, κι εμβήκαν βαρδιάνοι. Στα υστερνά ήρθεν η αράδα μου να παρουσιαστώ κι εγώ.

– Ε! και τότε;

– Εγώ εμβήκα μέσα τρέμοντας, και λίγο έλειψε να μου φανεί ο ουρανός

σφοντύλι. Και πιάστηκα απ’ την πόρτα για να μην πέσω. Κι όσο να μβω μεσ’ απ’ την πόρτα, παρακάλεσα την Παναγιά και μόδωσε Θάρρος… Κι ο υγειονόμος, άμα με είδε…

– Α!

– Μου λέει, σαν να τον είχα ορμηνεμένον: «Εσύ είσαι ο Σταμάτης ο

Γυρατσίνης;… Τι γίνεσαι Σταμάτη;… Γηράσαμε, Σταμάτη, γηράσαμε…» Κι εγώ τότε, χωρίς να το συλλογισθώ, «Μάλιστα, λέω, εγώ είμαι ο Σταμάτης ο Γυρατσίνης… Τι κάνεις, κυρ υγειονόμε; Είσαι καλά;…»

Ο ιατρός ανεπήδησεν από του στελέχους εφ’ ου εκάθητο, διότι σφοδρός γέλως ανετίναξεν όλον το σώμα του, και ησθάνετο την ανάγκην να καγχάσει εν ανέσει.

– Ω! ντιάολε! ω! ντιάολε!…τώρα καταλαβαίνω… σ’ επήρε για τον πεταμένο…

Κι εσύ σαν σου ήρτε, σα μπούφος, έτοιμο όνομα, το εντέχτης, και επαρατήτηκες από το άλλο;

– Ναι.

– Ω ντιάολο!… το στραβούλιακα… Κι εσύ είπες μέσα σου, τι τέλω να γκυρεύω

άλλο όνομα, αφού μου ντίνει αυτό ο υγκειονόμος. Έτσι;

– Ναι.

Ο ιατρός εξηκολούθει να καγχάζει επί μακρόν, και επί πέντε λεπτά της ώρας δεν έλαβε καιρόν να πλησιάσει εις το στόμα το μακρόν τσιμπούκι του.

– Ω! ντιάβολο! το στραβούλιακα!… Είναι παρατηρημένο, επρόσθεσεν, ως να ωμίλει προς εαυτόν, ότι κανένας, περισσότερο από ένα μισόστραβον δεν ημπορεί να πει με τι ομοιάζει ένα πράγμα που ντεν είναι εκείνο που φαίνεται… Κατώς κι ένας στραβομούρης ημπορεί να κάμει καλύτερα από κάτε άλλον μορφασμούς και παντομίμες… κι ένας που ντεν είναι πολύ καταρόγκλωσσος ημπορεί να μιμητεί καλύτερα έναν τραυλόν και ψευντόν… κι ένας μισοαγκράμματος ημπορεί να ντιαβάσει καλύτερα ένα κοκογκραμμένο γκράμμα.

Ο ιατρός ανέπνευσε προς στιγμήν, ετράβηξε μαζωμένα πέντε ή έξ ροφήματα καπνού, είτα ετίναξε το τσιμπούκι του, κι ενώ το εγέμιζεν εκ νέου, επανέλαβε:

– Ε! Και ύστερα;… ντεν ηύρες καμμιά ντυσκολία, και οι άλλοι, έχοντας

κολαούζο τον υγειονόμον, σ’ επαραντέχτηκαν για Σταμάτη Γκυρατσίνη και σε ντιώρισαν βαρντιάνο…

– Ο επιστάτης κάτι υπωπτεύτηκε, απήντησεν η Σκεύω.

– Α!

– Εγύρισε και είπε του Νίκα: «Μα εσύ αυτόν που μου εσύστησες τον έλεγες

Καρδαράκη, τώρα πώς βρίσκεται Γυρατσίνης;»

– Α! κι ο Νίκας τι του είπε;

– Ο Νίκας τα εχρειάστηκε… λίγο έλειψε να τα χάσει.

– Κι ύστερα, πώς μπόρεσε και τα μπάλωσε;

– Τον εφώτισε ο Θεός και του είπε, του επιστάτη: «Τον λένε και Καρδαράκη,

μα αυτό είναι παρατσούκλι, και του κακοφαίνεται… το καθ’ αυτό όνομά του είναι Γυρατσίνης».

Ο κ. Βουντ εκάγχασε θορυβωδέστερον παράποτε.

– Μπράφο! Μπράφο! Χοχ ! πραίχτιγ ! φερμάχτ !

Ήναψε το τσιμπούκι του, εισέπνευσε πεντάκις ή εξάκις, πλαταγίζων τα χείλη και επανέλαβε:

– Κι ο επιστάτης εγκελάστη μ’ αυτό;

– Γελάστηκε.

– Ύστερα, σου ‘ντωκαν το καρτί σου, κι ήρτες…

– Μου το ‘δωκαν… Μονάχα ο λιμενάρχης είχεν ακόμα κάποια υποψία, κι έλεε: «Αυτός φαίνεται σα γριά ζαρωμένη!»

Ο ιατρός εκάγχασε διά τελευταίαν φορά, είτα ο γέλως και η εκπνοή του καπνού εξήλθεν ως στεναγμός από το στόμα του. Είχεν αποκάμει να γελά.

Εσκέπτερο ότι αν του παρεσκεύαζε καθημερινώς ανά έν τοιούτον επεισόδιον ο φίλος του ο υγειονόμος, τότε η μοναξιά και ο αποκλεισμός εν τη ερημονήσω θα διέρρεεν ανεπαίσθητος δι’ αυτόν. Αλλά και μόνον το συμβάν της εσπέρας ταύτης ήρκει ν’ αντισταθμίσει πολλών ημερών ανίαν εις την εύθυμον και ζωηράν φαντασίαν του.

Προς τα εξημερώματα ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής κατέβη ως συνήθως από το κελλίον του, διά να ψάλει τον όρθρον, διά του κομβοσχοινίου και του «Κύριε Ιησού Χριστέ», εις το μικρόν ισόγειον χώρισμα το χρησιμεύον ως ευκτήριος οίκος. Όλην την νύκτα ο γέρων μοναχός δεν είχε κλείσει το όμμα. Αφ’ ότου έχασε την ησυχίαν του και την προσφιλή μοναξίαν του, δεν είχε πλέον ύπνον εις τους οφθαλμούς ουδέ εις τα βλέφαρά του νυσταγμόν. Ό,τι διά τους άλλους ήτο αποκλεισμός και ανία αφόρητος, δι’ αυτόν ήτο πολυθόρυβος συναγελασμός ανθρώπων και τύρβη κόσμου. Εκλείετο από ενωρίς εις τον μικρόν θαλαμίσκον του. το μόνον εκ των πέντε κελλίων το οποίον του είχαν αφήσει, και αφού έλεγε το απόδειπνον, μάτην εκάλει τον ύπνον να κατέλθει εις τους οφθαλμούς του. Δίπλα, εις τα συνεχόμενα κελλία, ένθεν και ένθεν, ενοσηλεύοντο ασθενείς τους οποίους είχαν εκφέρει την προτεραίαν από τα καταπλεύσαντα πλοία. Στεναγμοί πόνων, ενίοτε ρόγχοι αγωνίας, ηκούοντο. Είτα επήρχετο σιωπή και ησυχία, βαρεία ως κουφόβρασις, ως συννεφόκαμα και βεβαρημένη ατμόσφαιρα, κυοφορούσα βροχήν. Μόνον προς όρθρον βαθύν, εις το δεύτερον λάλημα του πετεινού, ο ύπνος επήλθεν εις το καταπονημένον σώμα του μοναχού, και ηδυνήθη ν’ αποκοιμηθεί επί μίαν ώραν. Είτα εξύπνησεν από φωνάς και εναγωνίους ομιλίας, ακουσθείσας εκ του παρακειμένου κελλίου. Είτα εφόρεσε το ράσον του και εξήλθε.

Κάτω εις την υπόστεγον αυλήν, την παραλλήλως εκτεινομένην εις όλην την σειράν των κελλίων, δύο μεγάλαι αναδενδράδες ανήρχοντο επιστέφουσαι την κορυφήν της στοάς, και οι πόδες επάτουν εφ’ υψηλής πεζούλας, εν είδει αιμασιάς, πλαισιούσης την άμπελον και τον κήπον τα οποία ήσαν προωρισμένα να δηωθώσιν από την ανήκουστον επιδρομήν την επισυμβάσαν κατ’ εκείνο το έτος. Δεξιά εις τον βλέποντα προς μεσημβρίαν ήτο ο κήπος, αριστερά η άμπελος. Εις το μεταξύ του κήπου και της αμπέλου ήτο δρομίσκος, φέρων εις το πηγάδιον. Εις τον δρομίσκον κατήρχετό τις διά κλίμακος με τρία ή τέσσαρα σκαλοπάτια, πατών επί χόρτων και βρύων, τα οποία ήρχισαν ήδη να ξηραίνωνται, πατηθέντα από αγνώστους πόδας. Διά του δρομίσκου έφθανέ τις εις το πηγάδιον το οποίον είχεν ολίγον νερόν ακόμη, και ο πάτερ Νικόδημος κατέβη τα τρία σκαλοπάτια, διήλθε τον δρομίσκον, και έφθασεν εις την σκιάδα, την καλύπτουσαν το πηγάδιον. Διπλή αλλόκοτος φλοξ έλαμψεν αντικρύ του εις το σκότος. Μόλις επάτησε τον πόδα υπό την σκιάδα και δυνατός θόρυβος αγριμίου φεύγοντος ηκούσθη. Ο πάτερ Νικόδημος εφώναξε δις και τρις: «Ψι! ψι! Μπαμπή! Μπαμπή! Μπαμπή!» αλλ’ εις μάτην. Το αγρίμιον είχε γίνει άφαντον.

Ο πάτερ Νικόδημος έσεισε μελαγχολικώς την κεφαλήν και είπεν: «Αυτή μου δείχνει τον δρόμον μου! Κι εγώ τι κάθομαι ανάμεσα εις τόσον κάσμον; Τι δουλειά έχω;»

Ήτο η γάττα του, η προσφιλής του γάττα Μπαμπή, μαύρη ως έβενος, με δύο λαμπρά όμματα φαιά, κυανά, και αορίστου χρώματος, λάμποντα εις το σκότος. Τον είχεν ιδεί, τον είχεν αναγνωρίσει και ετράπη εις φυγήν. Άλλοτε, όταν ήρχοντο αραιοί ξένοι επάνω εις το νησί, ηγρίευε προς αυτούς, δεν ήτο χειροήθης εις κανένα, αλλά δεν εθύμωνε διά τούτο με τον προσφιλή της κύριον. Εξηκολούθει να είναι φίλη ευσταθής και τιθασή προς αυτόν. Από εβδομάδος, άμα ήρχισαν να έρχωνται πλοία, και ν’ αποβιβάζηται ασυνήθης πληθύς εις την νήσον, ηγρίευσεν, εθύμωσεν, έπαυσε να είναι χειροήθης εις τον κύριόν της, και την άλλην ημέραν έφυγεν υψηλά, εις τους λόφους και εχώθη εις το δάσος. Έκτοτε δεν επαρουσιάσθη πλέον εις τον κύριόν της. Εφαίνετο διαμαρτυρομένη εναντίον του διατί να δεχθεί τόσον κόσμον επάνω εις το βασίλειόν των, εις την περιοχήν των, εις το κτήμα των.

Την νύκτα, αφού είχε ξεφαντώσει από τους αρουραίους μέσα εις τους θάμνους, είχε διψάσει φαίνεται, και κατέβη να πίει νερόν είς τινα γούρναν, σιμά εις το πηγάδι. Αλλ’ άμα είδε τον κύριόν της, ετράπη εις πείσμονα φυγήν.

Ο πάτερ Νικόδημος εστέναξε, κι επλησίασεν εις το πηγάδιον, και ήντλησε νερόν, διά να νιφθεί. Ενώ ενίπτετο, παρέκει ολίγον, υπό τινα καλαμωτήν, αποτελούσαν δευτέραν σκιάδα εγγύς της πρώτης, ηκούσθη ο κλωγμός μιας όρνιθος.

– Α! Πιτσινή μου! Πιτσινή μου! εστέναξεν ο πάτερ Νικόδημος, εσύ είσαι;

Νέος κλωγμός απήντησεν εις την επιφώνησιν του γηραιού μοναχού.

– Συλλογίζομαι νύκτα και μέρα, ήρχισε να μονολογεί ο πάτερ Νικόδημος, πώς

να κάμω για να την γλυτώσω, μην πάθει κι αυτή ό,τι έπαθεν η άτυχη η Κοτσινή. Αχ! Κοτσινή, Κοτσινή!

Η Κοτσινή ήτο η άλλη προσφιλής του όρνις την οποίαν του είχαν «φαρμακώσει» προ δύο ημερών οι ελθόντες ξένοι. Και τας δύο, την Πιτσινή και την Κοτσινή, του τας είχεν εμπιστευθεί ως πολύτιμον παρακαταθήκην ο πάτερ Σισώης, ο δάσκαλος, από το ιερόν κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Σύρριζα εις το βουνόν είναι κτισμένον το μοναστήριον, κάτω εις το ρέμα, ανάμεσα εις τας καρυάς και εις τας πλατάνους, όπου πελώρια κλήματα έρπουσιν ανά τους βράχους και τους κρημνούς, εξαπλούμενα εις τας αιμασιάς και τας χαράδρας, και οι καρποί των κρέμανται εις τους υψηλούς κλώνας των πλατάνων, βορά των ορνέων του ουρανού, ή σήπονται από την δαψίλειαν της υγρότητος εις τα άβατα φυλλώματα των υψιερπών θάμνων. Σταλαγμός του ουρανού και μαργαρίτης, ως δρόσος Αερμών η καταβαίνουσα εις τα όρη, καλύπτει και στολίζει δι’ όλου του έτους την σκιεράν και εύδροσον κοιλάδα. Κάτω από την ρίζαν του βράχου αντηχεί ο ρόχθος του νερού, οπόθεν εκβλύζον το ρεύμα μορμυρίζει εν μέσω βρύων και χόρτων κατερχόμενον εις την στέρναν, ήτις έχει δύο διεξόδους, την μίαν σιγανήν και έντεχνον προς τους κήπους και τας αιμασιάς ολόγυρα, τας οποίας εκαλλιέργει μετά φιλοκάλου επιμελείας ο πάτερ Μεθόδιος ο μυλωθρός, την άλλην ραγδαίαν και ορμητικήν διά της πελωρίας κοπάνας προς τον νερόμυλον υποκάτω, όπου αι μυλόπετραι εγύριζον μετ’ ιλιγγιώδους ταχύτητος αλέθουσι τον σίτον, και η φτερωτή κάτωθεν εις την εκβολήν του νερού εστρέφετο γοργώς τέμνουσα εις μυρίας ιριδωτάς αργυρόχρους διαθλάσεις το ύδωρ, πίπτον πάλιν άφθονον εις την κοίτην του, εις το βάθος της σκιεράς κοιλάδος. Επάνω από τα θεμέλια του μοναστηρίου, ανά την κλιτύν του υψηλού βουνού, υψηλά ανάμεσα εις τους θάμνους και τους απατήτους βράχους, ο πάτερ Σισώης, πρώην διδάσκαλος, ζητήσας την γαλήνην του γήρατός του εις το μοναστήριον, έτρεφεν ή μάλλον άφηνε να τρέφηται αγέλη ορνίθων υπέρ τα τριακόσια κεφάλια, εις την οποίαν άγνωστος νόσος έπεσέ ποτε, ενσπείρασα τον θάνατον εις το πλήθος των ορνίθων. Ελέχθη ότι άγνωστοι εχθροί του φθονήσαντες είχον ρίψει δηλητήριον, επί τη προφάσει ότι δεν έπρεπε, μοναχός ων, να τρέφηται με ορνίθια. Όπως και αν έχει, από το μέγα θανατικόν εσώθησαν μόνον δύο όρνιθες, η Πιτσινή και η Κοτσινή, τας οποίας ο πάτερ Σισώης παρέδωσε δι’ ασφάλειαν εις τον πάτερ Νικόδημον, τον επίτροπον της Μονής εις το μετόχιον της νήσου Τσουγκριά. Ο πάτερ Νικόδημος τας είχε φυλάξει μέχρι τούδε ως κόρην οφλαλμού, αλλ’ οι ξένοι οι ελθόντες κατ’ αυτήν την δυστυχισμένην χρονιάν εις την νήσον είχον αρπάσει την μίαν και, αφού την έσφαξαν, την έβαλαν εις ξυλίνην σούβλαν, την έψησαν και την έφαγαν. Περί του είδους της παρασκευής της όρνιθος δεν αμφέβαλλεν ο πάτερ Νικόδημος, διότι ξένοι διαβατκοί δεν θα είχον την υπομονήν και τα μέσα να την μαγειρεύσωσι κατ’ άλλον τρόπον. Είχε γίνει μάλιστα περίεργος από ανεπαρκές ίχνος, από ολίγιστα πτίλα τα οποία είχε παρατηρήσει την πρωίαν της προτεραίας κυλιόμενα επί τους εδάφους, να εξετάσει και ν’ ανακαλύψει τους τύπους των ποδών των ορνιθοκλόπων επί της άμμου, και οδηγούμενος υπ’ αυτών, να εύρει το μέρος όπου είχον ανάψει πυρ διά να ψήσωσι την όρνιθα, κάτω εις την ακρογιαλιάν, την σφένδαμον από την οποίαν έκοψαν την ράμνον, την οποίαν μετεχειρίσθησαν ως σούβλαν , και κατά πάσα πιθανότητα, το μικροκάικον εις το οποίον ανήκον οι κλέπται. Αλλά δεν τους ωμίλησε τίποτε. Είπε μέσα του, «ο Θεός να τους συγχωρήσει» Ελυπήθη μόνον την άτυχην την Κοτσινή, και εστενοχωρείτο τι λόγον να δώσει εις τον «δάσκαλον», αν ούτος, μετά τόσην συρροήν ξένων επελθούσαν απροσδοκήτως εις την νήσον, θα είχεν ακόμη την ιδιοτροπίαν να τον ερωτήσει τι είχε γίνει η Κοτσινή.

Ο πάτερ Νικόδημος, αφού ενίφθη, επλησίασεν εις τον ορνιθώνα και ήπλωσε την χείρα διά ν’ αποκομίσει εκείθεν την Πιτσινήν. Είχε συλλογισθεί μέσα του: «Τι ανόητος που είμαι! Αφού χθες μου έκλεψαν την άλλη, και την αφήνω αυτή μοναχή της την νύκτα εις την καλαμωτή, σιμά εις το πηγάδι, όπου θα έλθουν να πάρουν νερόν, και όπου είναι σχεδόν σίγουρα ότι θα μου την κλέψουν. Δεν εφρόντισα να την εξασφαλίσω αποβραδύς, μόνον την άφησα ολονυχτίς εις την τύχην της, κι εσκεπτόμην τι να την κάμω την άλλην ημέραν, διά να την γλυτώσω, αφού όλην την νύκτα εκινδύνευεν εκτεθειμένη εδώ! Χαμένα τα έχω! Έλα δω, Κοτσινή, Κοτσινή!»

Είτα, εννοήσας το λάθος:

– Πώς να πω… Πιτσινή:

Και στενάξας προσέθηκε:

– Την καημένη την Κοτσινή, στο στόμα μου κόλλησε!… Τώρα δε θα βρίσκωνται ούτε τα κοκκαλάκια!

Έλαβεν εις τας χείρας την όρνιθα, ανέβη εις το κελλίον του, την απέθεσεν εντός, της έρριψε τροφήν, και εκλείδωσε την θύραν. Είτα κατέβη εις τον ευκτήριον οίκον.

Τέσσαρες τοίχοι παλαιοί, υγροί και γυμνοί. Τέσσαρες εικόνες επί του ανατολικού τοίχου· του Χριστού, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και των Αγίων Φλώρου και Λαύρου.

Δύο κανδήλαι με μεγάλα μετάλλινα καλύμματα, καταλαδωμένα. Έν αναλόγιον προσηρμοσμένον επί του δεξιού τοίχου, προς το μόνον παράθυρον. Τέσσαρα βιβλία, το Ωρολόγιον, η Οκτώηχος, το Ψαλτήριον και η Πανδέκτη, τρίτη ευτελής κανδήλα με μέγα εκ λευκοσιδήρου σκούφωμα ανερχόμενον και κατερχόμενον διά του μηχανισμού της ισορροπίας, διά να συγκεντρώνει το φως επί του βιβλίου και επί της γενειάδος του αναγινώσκοντος· κανέν στασίδιον· μία χονδρή ράβδος εις σχήμα κεφαλαίου Τ προωρισμένη να χρησιμεύει αντί στασιδίου εις τον ασκητήν και εις τον νυκτερινόν ευχέτην, τον εκτελούντα τον μοναστικόν κανόνα του δι’ ορθοστασία και δι’ ανακυκλώσεως του κομβοσχοινίου με τους δακτύλους της δεξιάς· τοιούτος ήτο ο ευκτήριος οίκος του μετοχίου.

Αι κανδήλαι έλαμπον με ασύνηθες φως, όχι καλογηρικόν, και ως σωστά πυροφάνια, διά της υάλου του παραθύρου. Τούτο εξέπληξε κατ’ αρχάς τον Νικόδημον, αλλ’ ούτος εσυλλογίσθη ευθύς ότι γυνή τις εκ των από χθες και προχθές γειτονισσών του, αίτινες ενοσήλευον οικείους πάσχοντας, αποβιβασθέντας από της προχθές εκ των πλοίων και εγκατασταθέντας εις τα τρία εκ των κελλίων, θα ήναψεν εξ ευλαβείας τα κανδήλια, αφού εξεφιτίλισε και εσήκωσεν υψηλά τας θρυαλλίδας, και διά τούτο έλαμπον ως πυροφάνια αλιευτικά. Ήνοιξε την θύραν και εισήλθε. Γυνή τις εκάθητο εις το χθαμαλόν ανάβαθρον, το ευρισκόμενον παρά την βάσιν του αναλογίου. Ο πάτερ Νικόδημος δεν εξεπλάγη. Είχε πολλάς γυναίκας εις την γειτονίαν του προ δύο ή τριών ημερών, και του εφάνη ότι ανεγνώρισεν εκείνην την οποίαν έβλεπεν. Ήτο η γεροντοτέρα εκ των τεσσάρων ή πέντε εγγυτέρων γειτονισσών του.

– Ε! καλημέρα, κυρά· πώς είναι ο γυιος σου; έκραξεν ο Νικόδημος.

Η γυνή εκοιμάτο κι εξύπνησεν αποτόμως εκ της φωνής. Εκοίταξεν έκπληκτος τον μοναχόν.

– Πώς είν’ ο γυιος σου; επανέλαβεν ο Νικόδημος.

– Δεν ξέρω, παιδάκι μου… απήντησε τρίβουσα τους οφθαλμούς η Σκεύω, διότι

εκείνη ήτο… Ξέρεις να μου πεις τι γίνεται; Γι’ αυτό κι εγώ ήρθα.

Την φοράν ταύτην ο εκπλαγείς ήτο ο γέρων μοναχός. Εστάθη κοιτάζων την γυναίκα, και είδεν ότι δεν ήτο εκείνη, την οποίαν είχε νομίσει κατ’ αρχάς ότι έβλεπεν.

Η Σκεύω επανέλαβε:

– Μου είπεν αποβραδύς ο γιατρός, ας είναι καλά, πως δεν έχει φόβο, και πως

θα γίνει καλά… Σήμερα θα πάω μες στο καράβι να τον εύρω.

Ο Νικόδημος, αν και από εικοσαετίας δεν είχεν εξέλθει από την μικράν νήσον, την ανεγνώρισεν ως συντοπίτισσαν.

– Τουλόγου σου είσαι από δω, ξέρω… Για πες μου το όνομά σου…

– Σκεύω.

– Ναι, Σκεύω… Με γνωρίζεις εμένα;

– Πώς! ο Νικολάκης της Μανασσίνας δεν είσαι;

– Ναι.

– Πώς σε λένε στο καλογερικό σου;

– Νικόδημο.

– Καλά είσαι, γυιε μ’, τι κάνεις;… Να, κι εγώ ήρθα για να βρω το παιδί μου

που είν’ άρρωστο.

Και διηγήθη εν ολίγοις τα πράγματα πώς είχον, παραλείψασα να είπει ότι είχε φορέσει ανδρίκεια και ότι είχε περάσει ως βαρδιάνος.

Ο Νικόδημος την παρηγόρησε λέγων ότι έπρεπε να έχει τας ελπίδας της εις τον Θεόν, και ότι αν δεν είναι θέλημα του Θεού, δεν έχει να πάθει τίποτε ο υιός της. Είτα ήρχισε να εκτραγωδεί τα ίδια παθήματά του.

– Να, κι εγώ πόσα υποφέρω… Έφθασαν πολλά παρτίδα, που δεν είχαν έρθει άλλη φορά. Δεν με πειράζουν τόσο τα καράβια, όσο τα μικροκάικα… Άρχισαν να μου κλέφτουν τα σταφύλια, μου ρήμαξαν τες κολοκυθιές και τες μπάμιες… Δεν μου άφησαν γάλα για να πήξω τυράκι… Μου έκλεψαν την Κοτσινή, την κόττα του πάτερ Σισώη, και την έβαλαν στη σούβλα και την έφαγαν… Μου αγρίεψαν τη γάττα, την καημένη τη Μπαμπή, και την έκαμαν να πάρει τα βουνά.

Η θεια-Σκεύω του εσύστησεν υπομονήν, και ως συμπέρασμα είπεν ότι «Αμαρτίες είχαμε όλοι, εδώ που φτάσαμε».

Την εσπέραν, μετά την συνδιάλεξιν της προς τον ιατρόν, η Σκεύω ηκολούθησε τον βαρκάρην, τον Γιάννην Μπρίκον, μέχρι της ακρογιαλιάς. Ο κ. Βουντ της είχεν ειπεί ότι, αν ήθελεν, ημπορούσε να διανυκτερεύσει εις την σκηνήν του, ή παραπλεύρως αυτής, εις το πρώτον ημιτελές παράπηγμα, το οποίον είχεν αρχίσει ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης. Της υπεσχέθη δε ότι το πρωί θα επήγαιναν ομού εις το καράβι, όπου ευρίσκετο ο υιός της. Λαβούσα την υπόσχεσιν ταύτην η Σκεύω, επέμεινε να γυρίσει οπίσω εις την βάρκαν, διά να φορέσει τα γυναικεία φορέματά της, διότι της ήρχετο πλέον εντροπή να φορεί τα ανδρίκεια, αφού εφανερώθη ο δόλος της. Επειδή δε δεν έμελλε πλέον να εκτελέσει έργα βαρδιάνου, προσεφέρθη να εγχειρίσει εις τον ιατρόν τα δύο τάλληρα τα οποία είχε λάβει ως προκαταβολήν εις το λιμεναρχείον. Αλλ’ ο ιατρός της είπε να τα κρατήσει προς το παρόν, και εδήλωσεν ότι αυτός γίνεται εγγυητής διά το μικρόν τούτο ποσόν ενώπιον του φίλου του, του στραβούλιακα του υγειονόμου.

Μέσα εις το μέγα ταμπάρον, το οποίον είχε φέρει μαζί της η Σκεύω από την οικίαν της, είχε μίαν αβασταγήν, και μέσα εις την αβασταγήν είχε πλήρη την γυναικείαν φορεσιάν της. Την είχε πάρει μαζί της, ως να είχε προβλέψει ότι γρήγορα θα την εχρειάζετο. Ο Γιάννης ο Μπρίκος επέβη εις την λέμβον και της έρριψε την αβασταγήν, καθώς και έν μικρόν καλαθάκι, μέσα εις το οποίον είχεν έν λαδικόν γεμάτον, και ολίγα κηρία και ψωμίον, διότι όλα τα είχε προβλέψει. Η Σκεύω έλαβε την αβασταγήν, και αποχωρήσασα όπισθεν των λυγαριών και των βουρλιών, σιμά εις τον βάλτον, ήλλαξε τα ενδύματά της, είτα εσχημάτισεν εκ νέου την αβασταγήν με τα ανδρίκεια φορέματα τα οποία είχεν αποβάλει, την έδεσε, και ελθούσα την έρριψε μέσα εις την βαρκούλαν, εις τας χείρας του Γιάννη.

Είτα έλαβε το καλαθάκι της, και εκαληνύχτισε τον πορθμέα λέγουσα ότι θα υπάγει να κάμει ένα σταυρόν και ν’ ανάψει τα κανδήλια της εκκλησίτσας, εις το μετόχι, και, «όπως ιδεί, ή έρχεται ή δεν έρχεται». Ίσως μάλιστα ν’ απεφάσιζε να κοιμηθεί εις την μισοτελειωμένην παράγκαν, όπου της είπεν ο ιατρός. Ο Γιάννης δεν επέμεινε, διότι ενύσταζεν αρκετά ο ίδιος, ώστε να τον μέλει πού θα εκοιμάτο ο άλλος. Ήδη είχε μισοκοιμηθεί πριν ακούσει το τέλος του λόγου της Σκεύως.

Σιγά-σιγά πατούσα, από βουρλιάν εις βουρλιάν και από αρμυρήθραν εις αρμυρήθραν, η Σκεύω, ήτις δεν εφοβείτο ποτέ να περιπατεί την νύκτα (άλλως το μέρος ήτο ανοικτόν, φώτα έλαμπον ένθεν κακείθεν, η σελήνη ανήρχετο προς το μεσουράνημα, και τα κελλία του μετοχίου και αι πρόχειροι σκηναί εκατοντάδας μόνον βημάτων απείχον από την ακρογιαλιάν), επέρασεν εκ τρίτου από το μέρος όπου εφαίνοντο οι δίδυμοι νεοσκαφείς τάφοι, εστάθη, έκαμε τον σταυρόν της, εγονάτισε, κι έκαμε τρεις ολοψύχους μετανοίας «κλίνουσα όχι μόνον τα γόνατα, αλλά και την καρδίαν ενώπιον του Κυρίου», και εδεήθη υπέρ της ατυχούς αθώας ψυχής, της αποθανούσης μακράν της πατρίδος της εις τα ξένα, της κοιμωμένης μετά του ακάκου βρέφους της τον χρόνιον ύπνον εκεί υπό το χώμα. Είτα έλαβεν εκ του καλαθίου της δύο κηρία, και αφού τα διέθεσεν εις σχήμα σταυρού, τα εκόλλησεν επί του άλλου καλαμίνου σταυρού, του σημειούντος την κεφαλήν επί της άκρας του τάφου. Είτα ηγέρθη, έλαβε το καλάθιόν της, και διευθύνθη προς τα κελλία.

Το κελλίον, εις το οποίον κατώκει έως τώρα ο Νικόδημος, είχε μικρόν ευτελή εξώστην άφρακτον. Η Σκεύω εκάθητο εις το κατώφλιον της θύρας, και μέσα, εις τον μυχόν του μικρού θαλάμου, έκειτο κλίνη ασθενούς. Ο ασθενής είχεν ανακαθίσει, ακουμβών την κεφαλήν εις το προσκέφαλον, κι έβλεπεν αορίστως εις το κενόν διά της ανοικτής θύρας. Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, και η ημέρα υπήρξε θερμή. Ο ασθενής, με ξανθόν μύστακα, και μικρόν γένειον φαιόξανθον, ήτο ωχρός, και το πρόσωπόν του «έφεγγεν» από την ισχνότητα.

Η Σκεύω έβλεπε προς την θάλασσαν, εις την σειράν των μεγάλων πλοίων, των οποίων είχεν αυξήσει ο αριθμός. Από τριών ή τεσσάρων ημερών είχον έλθει περισσότερα από δώδεκα κομμάτια καράβια, και όχι ολίγα μικροκάικα. Η γραία έβλεπε μετά τρόμου το πλήθος τούτο των πλοίων και των επιβατών. Ενθυμείτο τον δημώδη λόγον περί των μελλόντων να συμβώσιν εις την Συντέλειαν του κόσμου, όταν οι ζώντες θα κράξωσι προς τους νεκρούς: «Εβγάτε σεις οι πεθαμένοι, να εμβούμε ημείς οι ζωντανοί!» Και εφοβείτο μη η πρόρρησις επαληθεύσει προχείρως και παραδειγματικώς εις την παρούσαν περίστασιν, ήτις ήτο βεβαίως μία εκ των προεικονίσεων της Συντελείας. Ετρόμαζε μήπως από τα τόσα κομμάτια καράβια εξέλθωσιν αιφνιδίως οι τόσοι άρρωστοι, όσοι ελέγετο ότι υπήρχον επ’ αυτών, και φωνάξωσι προς τους κατέχοντας τας προχείρους σκηνάς, τα ημιτελή παραπήγματα και τα ολίγα ευτελή κελλία, ασθενείς ή νοσοκόμους, υγιείς ή πάσχοντας, ζώντας ή νεκρούς: «Καιρός να φύγητε σεις, διά να έλθωμεν ημείς».

Και εν μέσω τοιούτου κυκεώνος δεινής συμφοράς και τυφλώσεως και πόνου και αγρίας πάλης, πού ελάμβάνετο υπ’ όψιν το δικαίωμα και η θυσία ην υπέστη χάριν αυτής ο Νικόδημος ο Μανασσής, όστις τη παρεχώρησεν οικειοθελώς το μικρόν κελλίον του, διά να νοσηλεύσει τον υιόν της. Κατ’ αυτήν την πρωίαν της Πέμπτης, πριν η Σκεύω απέλθει μετά του ιατρού εις το πλοίον διά να ίδει τον υιόν της, ο Νικόδημος της είχεν ειπεί ότι, καθ’ όσον χρόνον αυτή θ’ ανήρχετο επί το πλοίον, αυτός θα απήρχετο εις εκδρομήν επάνω εις το μικρόν βουνόν, πέραν του δάσους, διά να ίδει τι γίνεται το κοπάδι των αιγών, με τους ολίγους τράγους και τα ερίφια τα οποία είχεν εμπιστευθεί εις την φροντίδα του παραγυιού του, του αιγοβοσκού Αγκόρτζα, διότι από ημερών δεν είχεν επισκεφθεί την μάνδραν. Μόνον ο Αγκόρτζας του έφερε καθημερινώς το γάλα, το οποίον δεν επρόφθαινε να πήξει, ως έλεγεν. Ο Νικόδημος ανήσυχος είχεν ειπεί:

– Λες να μου φάνε τα κατσίκια, τάχα, καθώς μου φάγανε την Κοτσινή;

Η Σκεύω μη δυνηθείσα να κρατήσει τον γέλωτα του είχεν απαντήσει:

– Λες να σου τ’ αφήσουν, γερο-Νικόδημε;

Ο αγαθός μοναχός έλαβε την μακράν μαγκούραν του και εξεκίνησε διά το βουνόν. Πριν απέλθει, είχεν υποσχεθεί εις την Σκεύω πάσαν συνδρομήν ήτις εξηρτάτο απ’ αυτού, και η Σκεύω έβαλε με το νουν της ότι η καλυτέρα εκδούλευσις την οποίαν θα της έκαμνεν ήτο να της παραχωρήσει το κελλίον, διά να μεταφέρει τον υιόν της από το καράβι. Κατόπιν, όταν η Σκεύω είχεν αξιωθεί ν’ ανταμώσει τον υιόν της, και ο κ. Βουντ εγνωμοδότησεν ότι ήτο καλά να μετατοπισθεί ο ασθενής έξω του πλοίου, διά να έχει την μητρικήν περιποίησιν ως και τας επισκέψεις τας ιδικάς του προχειροτέρας, η Σκεύω, επιστρέψασα εκ του πλοίου απήλθε κατ’ ευθείαν εις το μετόχιον.

Ο πάτερ Νικόδημος είχεν επανέλθει προ μικρού από την εκδρομήν και κατεγίνετο ετοιμάζων την αποσκευήν του. Η δε αποσκευή του συνίστατο εκ δύο ράσων τα οποία έδενεν εις αβασταγήν, εκ μεγάλου τορβά και εκ της υψηλής και καμπύλης την λαβήν μαγκούρας του.

– Θα πάω… θα πάω… είπεν άμα είδε την Σκεύω… Τα καημένα τα κατσικάκια,

αρχίσανε να μου τα κλέφτουνε… Καλά το έλεγα εγώ, πως η καημένη η Μπαμπή μου έδειξε τον δρόμον, κι έπρεπε να την ακολουθήσω…

– Και θ’ αργήσεις, γερο-Νικόδημε; ηρώτησε σύννους η Σκεύω.

Εσυλλογίζετο πως θα έμενεν έρημον το κελλίον του μοναχού, και διατί να μη της το εμπιστευθεί αυτής, διά να φέρει τον υιόν της να τον νοσηλεύσει.

– Θα καθίσω εκεί απάνου όλον τον καιρό, έως να περάσει η οργή Κυρίου,

απήντησεν ο Νικόδημος. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν φεύγω τόσο διότι λυπούμαι τα κατσίκια και τα τραγιά… Ας τα φάνε όλα, όπως φάγανε και την καημένη την Κοτσινή… Μόνον θέλω την ησυχία μου… Τι να τα κάμω εγώ τα κατσίκια και τα τραγιά; Ας είναι καλά το μοναστήρι. Μα τι να τους κάμω; Είμαι άμαθος από κόσμο, θεια-Σκεύω… Ας είναι καλά ο κόσμος, δεν με πειράζουν τίποτε… Μόνον θέλω την ησυχία μου… Ας τα φάνε όλα, ας τα φάνε.

Έκαμε κίνημα, και έβγαλεν από την τσέπην του έν κλειδίον.

– Να, πάρε το κλειδί της αποθήκης… Εκείνο το κελλί το ξεχωριστό, που βλέπεις παραπάνω… έχει μέσα ολίγες μυζήθρες και τυριά… είναι και ολίγο κριθάρι της χρονιάς και λίγο καλαμπόκι περυσινό… ρόιεψέ τα, δώσε στον κόσμο να φάνε, άμα ιδείς ότι πεινούνε… Εκεί μέσα έκλεισα και την καημένη την Πιτσινή, την κόττα του πάτερ Σισώη… ρίχνε της να τρώει, κι άμα ιδείς πως είναι ανάγκη για να δυναμώσει ο γυιος σου, σφάξε την και δος του να πιεί ζουμί, κι αυτή και δύο πετεινάρια που θα σου στείλω με τον παραγυιό μου τον Αγκόρτζα. Θα σου στέλνω κάθε μέρα και γάλα και νωπό τυρί… Τι να τα κάμω; Ας είναι καλά ο κόσμος… καλά το έλεγα εγώ πως η καημένη η γάττα μου η Μπαμπή μου έδειχνε τον δρόμο…

Η θεια-Σκεύω κάτι ήθελε να είπει, αλλ’ ο πάτερ Νικόδημος, όστις ευρίσκετο εις ασυνήθη έξαψιν, δεν της έδωκε καιρόν.

– Οι παλιοί οι ασκητάδες, ξέρεις, θεια-Σκεύω;… Πού να ξέρεις τουλόγου σου… Δεν άκουσες ποτέ να διαβάζουν τα Συναξάρια… Άκουσες ποτέ σου Λαυσαϊκό;… Πού να ακούσεις το δάσκαλο, τον πάτερ Σισώη, να το διαβάζει όμορφα-όμορφα, σιγά-σιγά και κατανυχτικά, με το λύχνο που έχει κατεβασμένο το φως, τα μεσάνυχτα στην Ακολουθία, απάνω στο μοναστήρι… Ξέχασα που δεν μβαίνουν γυναίκες μέσα… που πέφτει όλο το φως στο βιβλίο απάνω και στο μισό το πρόσωπο και στη γενειάδα και στο Πολυσταύρι και στο Σχήμα του διαβαστή… και σαν έφτανε η μνήμη του Αγίου Αντωνίου, οι παλιοί ασκητάδες φεύγανε στη μέσα έρημο, κι οι μοναστηριακοί έβγαιναν απ’ το μοναστήρι κι επήγαιναν ν’ ασκητέψουν δύο μήνες

στην έρημο, έως την εορτή των Βαΐων. Και τότε πάλι εγύριζαν στο μοναστήρι… Εγώ ο ανάξιος δεν είμαι ικανός ούτε τα πόδια τους να φιλήσω, μα ως τόσο κι εγώ, τώρα το χινόπωρο, που δεν έρχεται μεγάλη σαρακοστή, αποφάσισα να φύγω στην έρημο. Πάρε το κλειδί, και δώσε στον κόσμο ό,τι έχει μέσα το κελλί, να φάνε… Ας είναι καλά ο κόσμος. Ο Άγιος Φλώρος να τους λυπηθεί, να διώξει την αρρώστια… Εγώ θέλω την ησυχία μου… όχι πως με μέλει για τα βοσκήματα… Ας τα φάνε όλα, καθώς έφαγαν και την καημένη την Κοτσινή…

– Και το κελλί σου πού θα τ’ αφήσεις, γερο-Νικόδημε; επρόφθασε και είπεν η

Σκεύω.

– Το κελλί;… Αλήθεια, πώς είναι ο γυιος σου; Δεν τον έβγαλες όξου;

– Είπε ο γιατρός να τον βγάλω.

– Και πού θα κάμετε κονάκι;

– Δεν ξέρω… Στες μπαράκες, που φτιάνει ο μαστρο-Στάθης.

– Αλήθεια, ξέχασα να πω… Εμένα το κελλί δεν μου χρειάζεται. Και ούτε το

εξουσιάζω κιόλα… Έχουν το δικαίωμα να μου το πάρουν… Εγώ δεν πρέπει να έχω φωλιά σαν καλόγηρος που είμαι… Καλύτερα σεις παρά άλλοι… Φέρε το γυιο σου έξω, κι ελάτε να καθίσετε στο κελλί…

– Α! την ευχή του Χριστού να ‘χεις… καλή ψυχή… και καλόν παράδεισο,

αδερφέ μου…

– Εγώ είμαι ανάξιος… Φέρε το γυιο σου έξω. Να, στην πόρτα είναι το κλειδί.

Εδώ έχει και μερικές παλιοβελέντζες… Κλείδωσε, σύρε να φέρεις το γυιο σου, κι έλα να κάμετε κονάκι. Εγώ φεύγω. Έχε γεια… Καλά το έλεγα εγώ πως η καημένη η Μπαμπή μου έδειχνε το δρόμο.

Έλαβε την δέσμην των ράσων του, την έβαλεν εις τον τορβάν, εκρέμασε τον τορβάν περί την μασχάλην, έλαβε την υψηλήν κυρτήν ράβδον του, έκαμε τρις το σημείον του Σταυρού και ανεχώρησε.

Μόλις είχε προχωρήσει τρία βήματα, και συναντά τον Γερμανόν ιατρόν.

– Για πού, αν τέλει ο Τεός, πάτερ Νικόντημε;

– Α! τουλόγου σου είσαι, ξεχώτατε;… Απάνω στο κελλί είναι η θεια-Σκεύω…

Της έδωκα το κλειδί της αποθήκης. Να βάλεις τα δυνατά σου, σαν καλός πατριώτης, να γλυτώσεις το παιδί της…

– Και κάτι ζωσμένον σε βλέπω, για ντρόμο… Για πού πας;

– Έχει μέσα στην αποθήκη κάτι μυζήθρες, κάτι ολίγα τυριά… Ας δώσει στον

κόσμον να φάνε… Εγώ δεν τα λυπούμαι… Η Μπαμπή μου έδειξε το δρόμο.

– Ποια είν’ αυτή η Μπαμπή;

– Έχει κι ολίγο καλαμπόκι κι ολίγο κριθάρι…

– Τι ντιάολο! σαν αλλοιώτικος μου φαίνεσαι! είπεν αρχίσας να γελά ο κ.

Βίλελμ Βουντ.

– Θα της στείλω και δύο πετεινάρια… Για να ξαρρωστήσει το παιδί της…

Τουλόγου σου, θα σου στείλω ένα κατσίκι, γιατρέ, να ξεφαντώσεις… Είναι κι η κόττα, η Πιτσινή, του πάτερ Σισώη… Της είπα να την σφάξει, για να δυναμώσει ο άρρωστος… Ας είναι καλά ο κόσμος… Ας τα φαν όλα, καθώς έφαγαν και την καημένη την Κοτσινή…

– Ποια Κοτσινή;

– Να, την Κοτσινή μου την έκαμαν κότσι κότσι… Μα καλά το είπα εγώ, πως η

Μπαμπή μου έδειξε το δρόμο!…

– Τώρα, για πού πας; ηρώτησεν ανυπομόνως ο ιατρός. Μήπως άφησες το κελλί

σου…

– Ναι, το κελλί μου, είπεν ως να συνήλθε διά μιας ο Νικόδημος· το κελλί μου,

ας φέρουν τον άρρωστο να καθίσει μέσα, μαζί με τη μάννα του… Εγώ είμαι καλόγερος, και δεν μπορώ σκοτούρες του κόσμου… Πάω να βρω τον καθαρόν αέρα, απάνω στο βουνό… Από δω κι εμπρός θα κοιμώμαι στο κλαρί… Θα στέλνω και τον Αγκόρτζα να σας φέρνει γάλα… Έχε, γεια, γιατρέ… Καλά μου έδειξε το δρόμο η Μπαμπή.

Είπε, και τρέχων με τα ελαφρά τσαρουχάκια του, έγινεν άφαντος όπισθεν των δένδρων.

Ο ιατρός έμεινε διατεθειμένος προς ευθυμίαν, και εκάγχασε θορυβωδώς, όταν η Σκεύω του εξήγησε τα κατά την Μπαμπήν και την Κοτσινήν.

Μετά δύο ώρας, η Σκεύω μετέφερεν από το πλοίον τον υιόν της και τον εγκαθίστα εις το κελλίον του αγαθού μοναχού. Ο ασθενής ήτο πολύ καλύτερα, και ο κ. Βουντ είχε συγκεντρώσει μέγα μέρος της επιμελείας του εις τον υιόν της Σκεύως.

Όσον επλησίαζεν η νυξ, τόσον ηύξανεν η ανησυχία της Σκεύως σχετικώς με το πλήθος των πλοίων και την συρροήν των ταξιδιωτών. Τόσα κομμάτια καράβια, τόση πλησμονή κόσμου, και σχεδόν κανείς φίλος, και όλοι πρόσωπα άγνωστα. Τα εντόπια πλοία είχον φαίνεται τον τρόπον να λαμβάνωσι το νερόν έξωθεν από την πόλιν. Άλλως το μικρόν πηγάδιον επλησίαζεν ήδη να στειρεύσει. Ο Αγκόρτζας, ο παραγυιός του Νικοδήμου, ήρχετο κάθε πρωί κι εγέμιζεν έν μικρόν βαρελάκι νερόν, κι έφερε μίαν βεδούραν γάλα εις την Σκεύω, ήτις το εμοίραζεν εις τας τότε κατά περίστασιν γνωρίμους και γείτονας, όσαι ενοσήλευον υιούς ή συζύγους εις τα άλλα κελλία, και εις τα πρώτα εγγύτερα παραπήγματα. Ο Αγκόρτζας δεν έλεγε ποτέ «καλημέρα», αλλ’ εφώναζε με τραχείαν και αλλόκοτον φωνήν «Γεια σας!», πρωί πρωί την αυγήν, άφηνε την βεδούραν κάτω εις το πρώτον σκαλοπάτι της σκάλας, έκρυπτε το πρόσωπόν του όπισθεν του στύλου, έβλεπε λοξώς και ίστατο πλαγίως, διά να μη τον ιδεί η Σκεύω, και είτα εφώναζε: «Χιριτίσματα απ’ τον πάτιρ Νικόδ’μου. Είπι, λέει, τι κάνει ου γυιος σ’, λέει, καημέν’ Σκεύου; Κι τι σ’ χρειάζιτι, λέει, να μ’ του πεις! Κι τ’ γκόττα, λέει, να τ’νε σφάξεις, να πιει του ζ’μι, να γιαν’»

Ευρισκόμεθα ήδη εις τας αρχάς Σεπτεμβρίου. Όταν ενύκτωσεν ασυνήθης βοή και θόρυβος ήρχισε ν’ ακούηται τριγύρω, σιμά εις τα παραπήγματα και εις την άμμον, και κάτω εις τον όρμον. Ήτο ως να εκόχλαζεν ο αήρ από την λάβαν και το κουφόβρασμα των ανθρωπίνων στηθών, όσα επροσπάθει να δροσίσει και δεν ίσχυε να ζωογονήσει. Ο κύριος όρμος της μικράς νήσου, όπου ήσαν αραγμένα πολλά καράβια, αντικρύ εις την μικράν πορτούλαν της Σκεύως, είχε γεμίσει από πλοιάρια, από βάρκες, από σκαμπαβίες και από φελούκια. Εναγώνιοι φωναί ηκούοντο από βαρκούλαν εις βαρκούλαν, από φελούκαν εις φελούκαν. Η αύρα η νυκτερινή κατέστη βαρεία και θρηνώδης, μεστωμένη από τα ανθρώπινα παράπονα και τους γογγυσμούς, και η θάλασσα επατάγει μετ’ ασυνήθους βίας και ιαχής από τους πλαταγισμούς των κωπών εις το κύμα. Δίπλα εις τα καράβια προσετρίβοντο μετά κρότου τα φελούκια, και άλλα πλοιάρια είχον αποσπασθεί από τας πλευράς των και έπλεον φύρδην μίγδην προς την άμμον. Βραχείαι φωναί ως συνθήματα αντηλλάσσοντο μεταξύ των πληρωμάτων, όσα είχον μείνει επάνω εις τα καράβια, και των συντρόφων των, όσοι έπλεον με τα φελούκια. Άκρα γαλήνη ήτο εις την θάλασσαν, και δεν υπήρχεν άλλη τρικυμία από εκείνην την οποίαν απετέλει ο συνωθισμός των λέμβων, το πλατάγισμα των κωπών εις το κύμα, και αι εναγώνιοι φωναί των ναυτών. Έξω εις την άμμον όμιλοι ανθρώπων ίσταντο περιμένοντες. Απωτέρω, ολόγυρα εις τας σκηνάς και τα παραπήγματα, φωναί ηκούοντο, και φώτα εκινούντο επάνω και κάτω, κρυπτόμενα και εμφανιζόμενα, ως άστρα οπού σβήνουν εις τον θόλον του ουρανού. Ήτο νυξ αστροφεγγής, εις την χάσιν του φεγγαριού, και το θέαμα ήτο συγκεχυμένον, και το άκουσμα δεινόν και ταραχώδες.

Η Σκεύω, ήτις είχε κλείσει προ μικρού την πορτούλαν της, διά να μη βλάψει τον ασθενή η νυκτερινή αύρα, ιδούσα ότι ο υιός της εκομήθη, την ήνοιξε πάλιν, και εξελθούσα εις τον εξώστην την έκλεισεν εκ νέου σιγά-σιγά, και εκάθισεν αυτή κάτω εις τας σανίδας, όπου ήτο σχεδόν αόρατος οκλάζουσα την νύκτα, συγχεομένη με τα μαύρα και σαπρακωμένα θυρόφυλλα. Τι συνέβαινε, Θεέ μου; Έμελλε να ίδει πολλά ακόμη; Είχεν ιδεί αρκετά από ημερών, αλλά δεν τα διηγείτο εις τον υιόν της. Ο άγγελος με την φλογίνην ρομφαίαν, την έχουσαν τας επτά κόψεις, οπού τον λέγουν Χάρον, ως να έφερε χαράν εις άλλους παρά εις τους κληρονόμους των φιλαργύρων γεροντίων, είχεν επισκεφθεί πάλιν και πάλιν την μικράν νήσον. Είχεν ακούσει κλαυθμούς και θρήνους εντός ολίγων ημερών, όσους δεν ήκουσε πριν εις όλην της την ζωήν. Είχεν ιδεί σπαραγμούς και βασάνους, και είχε παρευρεθεί εις αγωνίας και μαρτύρια, τόσον οπού το στήθος της εστόμωσε πλέον, ως να εφράχθη ολόγυρα από χάλυβα και δεν ησθάνετο ειμή κατά το ήμισυ και ως εν ονείρω, και δεν επαθαίνετο ευκόλως από τας συμφοράς.

Αντικρύ, άνω της μεγάλης άμμου της γειτονευούσης με το αλίπεδον των χονδρών και στιλπνών χαλίκων, πέραν από τας σκηνάς και τα παραπήγματα, είχεν ιδεί πρωί-πρωί, με την ανατολήν του ηλίου, όταν ο Αγκόρτζας της είχε φέρει το γάλα, και το άφησε κάτω εις το πρώτον σκαλοπάτι, και αυτή κατέβη διά να το πάρει, είχεν ιδεί ανθρώπους να σκάπτωσι λάκκους, μέσα εις τους οποίους έρριψαν τα σώματα τα οποία είχε θερίσει ο Χάρος, αληθή δράγματα και θημωνίας ανθρωπίνου θερισμού. Και η καρδία της είχε κοπεί μέσα εις το στήθος της να βλέπει οφλαλμοφανώς την ματαιότητα, και έλεγεν ότι μάταιοι ήσαν και οι κόποι της και η φιλοστοργία της ματαία. Τι θα ήτο η ζωή του υιού της ενώπιον του Απείρου, ενώπιον του Αιδίου; Και τι θα ήτο η ζωή η ιδική της; Αλλ’ αυτή επρόσφερε την ζωήν της υπέρ της ζωής του υιού της, και αν επερίσσευε θα την επρόσφερεν επίσης και υπέρ της ζωής άλλων ανθρωπίνων πλασμάτων.

Χτες ακόμη πόσον είχε λαχταρίσει η καρδιά της! Εις την πλησιεστέραν σκηνήν είχε κατοικήσει μία οικογένεια εκ μητρός και τεσσάρων τέκνων, της οποίας ο πατήρ είχεν αποθάνει εις τον Γαλατάν πρό τινων εβδομάδων, θύμα της νόσου. Η δυστυχής μήτηρ είχε φύγει εν συντροφία άλλης οικογενείας γνωρίμου της, σπεύδουσα να γλυτώσει αυτή και τα τέκνα της, μετά την στέρησιν του πατρός. Αλλ’ επειδή το πλοίον εις το οποίον θα επεβιβάζοντο έμελλε να συμπλεύσει με άλλο πλοίον «κοσέρβα», και οι δύο πλοίαρχοι είχον, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των, κοινά τα συμφέροντα, συνέβη εις το εμβαρκάρισμα, με όλας τας διαμαρτυρίας των, να χωρίσουν οι ναύται, τυχαίως και χάριν της ευκολίας των, τας δύο σχετικάς οικογενείας, λέγοντες ότι το ίδιον ήτο, και ότι ευθύς κατόπιν θα εφρόντιζον, άμα απέπλεον, να ενώσωσι τας δύο οικογενείας. Τώρα δεν ήτο καιρός, διότι ο απόπλους ήτο εσπευσμένος. Η χήρα με τα τέκνα της καθησύχασε και ήλπισε να εύρει μετ’ ου πολύ την φιλικήν της οικογένειαν. Αλλ’ εις το πέλαγος, το να συμπλέωσι δύο ιστιοφόρα είναι δύσκολον πράγμα, διότι ενώ το έν πλοίον ευρίσκει τον άνεμον «δευτερόπρυμα» ή πηδαλιουχεί «γεμάτα», ή κάμνει βόλτες, το άλλο πέφτει εις «καραντί». Ούτω συνέβη μετ’ ολίγον το δεύτερον πλοίον να μείνει οπίσω, και να χωρισθώσι τα δύο εις τον πλουν, και ενώ εκείνο εις το οποίον ευρίσκοντο η χήρα με τα τέκνα της έφθασε διά να καθαρισθεί εις το μέρος τούτο, το άλλο ίσως κατήλθε νοτιώτερον και υπέστη αλλού την κάθαρσιν. Η δυστυχής χήρα έφθασε, κι επερίμενεν από ημέρας εις ημέραν να έλθει η φίλη της. Αλλ’ εις μάτην. Το δεύτερον πλοίον δεν εφάνη.

Η χήρα περιμένουσα αρρώστησε, και αρρωστήσασα εμαράνθη. Και ηγάπησε μάλλον τον σύζυγόν της ή τα τέκνα της. Και απήλθε να τον συναντήσει εκεί όπου οι προτρέξαντες περιμένουν τους υστερήσαντας συμπλωτήρας. Και τώρα εκοιμήθη τον άλυπον ύπνον, έρημος και άφιλος εις ξένην όχθην, αφήσασα ξένα εν μέσω ξένων τα τέκνα της. Και τώρα η μικρά κόρη, η οκταέτις Ολυμπία, προσπαθεί να γίνει ως μήτηρ εις τα τρία μικρότερα αδελφάκια της, εις τον πενταετή Γιώργον, την τετραετή Άνναν, και τον διετή Κωστήν. Χελιδών ήτις ασκείται διά να μάθει να εκτελεί έργα πελαργού. Ασθενές νεόφυτον το οποίον είναι ανάγκη να φουντώσει ταχέως, διά να σκιάσει κόσμον υπό τους κλώνας του. Νεοσσίς ήτις διά μιας ευρέθη κλώσσα, χωρίς να κλωσσάσει, χωρίς να επωάσει και χωρίς να εκκολάψει, και οφείλει να σκεπάζει τους νεοσσούς υπό τας πτερύγας της. Παιδίον αυτή, οδηγούσα με την χείρα δύο άλλα παιδία, και κρατούσα τρίτον παιδίον εις την αγκάλην της. Κλαίουσα παιδίσκη, άγουσα τρία κλαίοντα παιδία εις την τραχείαν και σκολιάν οδόν, εις τον κοπιώδη, ανήφορον του κόσμου. Αυτό ήτο το τελευταίον, το οποίον είχεν ιδεί την προτεραίαν η Σκεύω.

Έξω της μικράς πορτούλας, καθημένη εις τον μικρόν εξώστην με τας σαπράς σανίδας, η Σκεύω εξηκολούθησε να βλέπει και να μη εννοεί τον γινόμενον έκτακτον θόρυβον. Διέστελλεν υπερμέτρως τους οφλαλμούς, έτεινε τα ώτα, αλλ’ εις μάτην. Το σκότος, αίνιγμα καθ’ εαυτό, δεν ηδύνατο να της δώσει την λύσιν του άλλου αινίγματος. Ο αήρ αντήχει τους θορύβους, μετεβίβαζε τας φωνάς, αλλά δεν έφερε τας λέξεις εις τα ώτα της. Κάτι τι έκτακτον και φοβερόν της εφάνη ότι συνέβαινε. Επί μίαν στιγμήν, η πτωχή γυνή ησθάνθη την επιθυμίαν να κατέλθει από τον οικίσκον, να τρέξει προς την σκηνήν του ιατρού, να εύρει τον ίδιον και να τον ερωτήσει τι συνέβαινεν. Αλλ’ εκρατήθη, πρώτον διότι δεν ήθελε ν’ αφήσει μοναχόν τον υιόν της, και δεύτερον διότι δεν ήλπιζε να εύρει εις την σκηνήν τον κ. Βουντ, όστις χωρίς άλλο θα ήτο εις το μέρος όπου ηκούετο ο θόρυβος, και αυτή δεν επεθύμει να προχωρήσει μέχρι του τόπου εκείνου.

Είτα παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας και ο θόρυβος, ολίγον κατ’ ολίγον εκόπασε. Τινές των λεμβών επλησίασαν εις την ξηράν. Της εφάνη ότι έτρεχον προς την άμμον. Είτα αι λέμβοι ήρχισαν να κωπηλατώσιν εκ νέου, και μικρόν κατά μικρόν ο κρότος των κωπών εξησθένει εις την ακοήν της. Πράγμα δε παράδοξον, η διεύθυνσις των λέμβων δεν ήτο προς τα μεγάλα πλοία, από τα οποία είχον αποσπασθεί προ μικρού, αλλ’ αύται έπλεον ολίγον τι δυτικώτερον προς την άλλην μικράν ερημόνησον, ή και βορειότερον, προς τον κάβον του Αγίου Φλώρου. Είτα μικρόν κατά μικρόν, αι λέμβοι έγιναν άφαντοι και πας θόρυβος εξέλιπε. Δεν ηκούσθη πλέον τίποτε, ως να συνέβη μαγεία. Ήτο σχεδόν όνειρον.

Η Σκεύω έμεινεν επί πολλήν ώραν ακόμη κοιτάζουσα έξω εις τον εξώστην. Είτα εσηκώθη, ήνοιξε σιγά την πορτούλαν, έτριξαν τα θυρόφυλλα, εστέναξε το πάτωμα, και η μήτηρ εισήλθε πλησίον του κοιμωμένου υιού της.

Έμεινεν άυπνος έως το λάλημα του πετεινού, περιμένουσα να εξημερώσει διά να μάθει. Είτα απεκοιμήθη έως την χαραυγήν, και εξύπνησε. Δεν παρήλθε πολλή ώρα και ήλθε κατά το σύνηθες ο ιατρός, διά να πίει τον πρωινόν καφέν του από τας χείρας της επιτηδείας πτωχής οικοκυράς, και καπνίσει ηδονικώς το πρώτον γεμάτον τσιμπούκι του. Ο ιατρός εφαίνετο ολίγον τι νευρικός και ανήσυχος. Ουχ ήττον η παροδική αύτη δυσθυμία ήτο μόνον ως εαρινόν νέφος διά την εύθυμον διάθεσίν του.

AMG-LG-BLACK

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Εάν αγαπάτε τις Ιστορίες, γραφτείτε στο Newsletter μας!

Anna Maria Grammenou

Δημιουργική, με αχαλίνωτη φαντασία και χιούμορ, ερωτευμένη με όλες τις τέχνες, ιδιαίτερα μουσικόφιλη, σινεφίλ, φιλόζωη, και με αδυναμία στον μαύρο γάτο μου, τον Σούλη. Μου αρέσει να εκφράζω τις σκέψεις μου μέσα από μικρές και μεγάλες ιστορίες.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ας γνωριστούμε καλύτερα!

Άδεια Creative Commons
Ο ιστότοπος περιέχει υλικό που είναι διαθέσιμο μόνο για ανάγνωση. Δεσμεύεται με την ειδική άδεια Creative Commons.
Δεν παρέχεται άδεια των συγγραφέων για Εμπορική Χρήση - ή Αναπαραγωγή των Έργων τους. 4.0 Διεθνές.