Κάθε εβδομάδα, έρχεται μία μέρα που την λέμε, Τρίτη. Αυτή η ημέρα, η Τρίτη, είναι η ημέρα που έχω ονομάσει Ελπίδα. Γιατί κάθε Τρίτη με κάθε καιρό, ο Παντελής, ο συνταξιούχος ναυτικός και τώρα λαχειοπώλης, ετών εβδομήντα εννέα, φέρνει στο κατώφλι μου ελπιδοφόρα λαχεία.
Οι άλλες μέρες έχουν άλλα ονόματα. Σε μερικές το αλλάζω συχνά, όπως έκανε με την Τρίτη, γιατί δεν ανταποκρίνονται στο νέο τους όνομα. Η Τρίτη όμως παραμένει, η ημέρα της Ελπίδας.
«Ποτέ δεν ξέρεις. Ποτέ μην λες ποτέ.» Όλα είναι μέσα στο παιχνίδι που μας έχει ετοιμάσει το σύμπαν χωρίς να το γνωρίζουμε.
« Αχ! και να ήξερες τι έχω περάσει μέχρι τώρα στην ζωή μου! Φουρτούνες στην θάλασσα αλλά και στην στεριά,» μου έλεγε συχνά ο Παντελής. Αυτό και τίποτα άλλο. Ώσπου μια μέρα, ήρθε μια εβδομάδα διαφορετική από όλες τις προηγούμενες. Είχε Τρίτη από εκείνες που έφερναν στο κατώφλι μου τον Παντελή και τα λαχεία του. Αλλά αυτή η Τρίτη, δεν έφερε τον Παντελή. Ακολούθησαν και άλλες που μάταια τον περίμενα να κτυπήσει το κουδούνι της πόρτας μου. Έκτοτε χάθηκε και η ελπίδα. Εκείνη τουλάχιστον που μου πουλούσε ο Παντελής κρυμμένη μέσα στα λαχεία του.
Πάνω από όλα μου λείπει η παρουσία του. Λεπτός, μέτριο ανάστημα, άσπρη γενειάδα, λαμπερά μάτια και γεμάτα καλοσύνη τα λόγια του. Οι σκέψεις, τα βάσανα του, ήταν καλά κρυμμένα, σκεπασμένα από τον σκούφο που φορούσε τον χειμώνα και το καπελάκι του το καλοκαίρι. Μου λείπει εκείνη η αναμονή κάθε Τρίτη και περισσότερο οι ευχές του καθώς έφευγε.
«Άντε, καλημέρα να έχεις και η Παναγιά μαζί σου. Να έχεις ελπίδα και να μην φοβάσαι τίποτα. Υγεία να έχεις», έλεγε καθώς άνοιγε την πόρτα του ανελκυστήρα.
Φορούσα κορώνα στο κεφάλι μου τις ευχές του και περπατούσα καμαρωτά και δυναμικά λες και αυτές οι κουβέντες του να ενεργούσαν περίεργα, μαγικά επάνω μου. Σπανίζουν σήμερα τέτοιοι άνθρωποι που παρά τις δυσκολίες και τα βάσανά τους, έχουν πάντα καλές ευχές να δώσουν μέσα από την καρδιά τους. Και στις δίνουν με γενναιοδωρία. Έχουν πάντα μια κουβέντα να σου πουν, που βάλσαμο θα γίνει. Να σου δώσουν μια ώθηση προς τα μπρός, να σε βγάζουν από μικρό ή μεγάλο λάκκο, αν πέσεις μέσα. Σπανίζουν οι λαχειοπώλες, που μαζί με τα λαχεία τους πωλούν, και χαρίζουν τόσο άνετα την ελπίδα.
Δεν έμαθα τι απόγινε ο ελπιδοφόρος μου λαχειοπώλης. Τον σκέπτομαι κάθε Τρίτη, το πρωί καθώς πίνω τον καφέ μου και πριν ανοίξω την πόρτα για να βγω στις δικές θάλασσες και φουρτούνες. Αναρωτιέμαι αν έρθει κάποια Τρίτη και λείπω. Θα χάσω την ευκαιρία να αγοράσω λαχείο αλλά και να εισπράξω τις ευχές του. Τώρα πια δεν με ενδιαφέρει το λαχείο της Τρίτης, της Ελπίδας. Οι ευχές του μου λείπουν. Δεν έχω τολμήσει να αγοράσω μέχρι σήμερα λαχείο. Ψάχνω ένα νέο όνομα για την Τρίτη.