Η διαδρομή από τα δυτικά προάστια της Αττικής, ήταν μακρινή, κουραστική αλλά και ακριβή. Αν δεν κυκλοφορούσαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, κάτι που γινόταν πολύ συχνά, τότε έπρεπε να φθάσει στην εργασία της με ταξί. Δεν ήθελε να λείψει ούτε μια μέρα ούτε μια ώρα από αυτήν. Την είχαν «προσωρινά μεταθέσει» από τα κεντρικά της πολυεθνικής αλυσίδας τροφίμων σε ένα νέο τους κατάστημα στα νότια ανατολικά προάστια. Δεν μπορούσε να αρνηθεί. Η οικονομική κρίση είχε μετατρέψει σε προνομιούχους, όσους είχαν ακόμα εργασία οπουδήποτε, ακόμα και μερικής απασχόλησης.
Η θέση της ταμίας ήταν τώρα, ότι καλύτερο μπορούσε να έχει με αυτή την μετάθεση. Θα είχε μεγαλύτερες ευθύνες, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Πάντα ήλπιζε και περίμενε την πλήρη απασχόληση, γιατί εργαζόταν στην ίδια αλυσίδα τέσσερα χρόνια σε διάφορες θέσεις. Και σε αυτή την κρατούσαν γιατί είχε εμπειρία από προηγούμενα καταστήματα που εργαζόταν.
«Απορώ, πως με τόσο μυαλό δεν έκανες κάτι καλύτερο στην ζωή σου» της είπε μια μέρα η μάνα της». Γιατί και όμορφη ήταν και έξυπνη. Την πλήγωνε αυτό αλλά το ξεπερνούσε γιατί το «κάτι καλύτερο» της απάντησε, αν το είχε κάνει μπορεί τώρα να ήταν άνεργη όπως η Αριάδνη, μια συμμαθήτρια και φίλη της από το γυμνάσιο που σπούδασε αρχιτέκτων και ο Αριστείδης, παιδικός της φίλος και γείτονας. Σπούδασε γιατρός με πολύ αγώνα και στερήσεις της οικογένειας του. Βρέθηκε άνεργος μετά τις μαζικές απολύσεις μέσα σε μια μέρα που έγιναν για να σωθεί η χώρα. Τι ειρωνεία. Έτσι δεν σωζόταν ούτε η χώρα ούτε οι ασθενείς του στο Δημόσιο νοσοκομείο.
Με βαριά καρδιά πήρε λίγες αποσκευές και την γυναίκα του και βρέθηκαν στην Σουηδία με καλές εργασιακές συνθήκες. Εκεί θα έσωζε άλλους αλλά όχι τους δικούς του πια.
«Και ξέρεις μαμά, την Αριάδνη δεν την έχει δίπλα της η δική της μάνα, γιατί βρήκε δουλειά στην Γερμανία και έφυγε. Και ξέρεις κάτι ακόμα μαμά; Εκεί θα μείνει γιατί αρραβωνιάστηκε με έναν Γερμανό, μαμά. Και ο Αριστείδης θα σώζει άλλους γέρους αλλά όχι τους δικούς του γονείς. Κατάλαβες;»
Η μάνα της δεν μίλησε. Έμεινε για λίγο σκεπτική και της απάντησε.
« Σημασία έχει να μην είσαι άνεργος σήμερα. Αλλά και να χάνεις από δίπλα σου το παιδί σου είναι χειρότερο..»
Έτσι λοιπόν, πηγαινοερχόταν από το Κερατσίνι στην Γλυφάδα χωρίς να το σκέπτεται και να βαρυγκωμά. Ήταν και το άλλο. Λάτρευε την θάλασσα. Από μακριά όταν την έβλεπε ή όταν υποψιαζόταν πως κάπου εκεί κοντά έσκαγε κάποιο ζωηρό δροσερό κύμα, την ενθουσίαζε αυτή η σκέψη. Αλλά και κάτι ακόμα. Εδώ έμενε και ο άνθρωπος της. Έτσι τον συναντούσε πιο εύκολα και συχνά. Στις διαφορετικές βάρδιες της, έβλεπε να περνούν από το ταμείο της κάθε λογής άνθρωποι και προϊόντα. Το έβρισκε ενδιαφέρον όχι μονότονο ή κουραστικό. Ήταν τόσο μεγάλο αυτό το νέο πολυκατάστημα, με τόσα πολλά τμήματα με τόσα πολλά διαφορετικά προϊόντα που της κρατούσαν το ενδιαφέρον ζωντανό για αυτό που έκανε. Όταν «έκοβε η κίνηση», την ενοχλούσε η ανάπαυλα, αλλά έβρισκε την ευκαιρία να χαζεύει τον κόσμο που έμπαινε με αδεια χέρια και έβγαινε φορτωμένος με γεμάτες πλαστικές σακούλες. Άκουγε χίλιες δύο κουβέντες, συζητήσεις, έβλεπε τόσα διαφορετικά πρόσωπα και τόσα διαφορετικά πορτοφόλια να βγαίνουν μπροστά της, άλλοτε όμορφα δερμάτινα τεντωμένα έτοιμα να εκραγούν και άλλα μικρά, φθαρμένα, άσχημα, σχεδόν άδεια.
«Πορτοφόλι άδειο, είναι άχρηστο» έλεγε συχνά η μάνα της.
Αλλά δεν ήταν μόνο τα πορτοφόλια που παρέλαυναν μπροστά της, ήταν και οι κάθε λογής καλοντυμένες κυρίες, με τα βαμμένα όμορφα νύχια, με τα ακριβά δακτυλίδια στα ακούραστα δάκτυλά τους. Τις ξεχώριζε πολλές φορές από το άρωμά τους. Γυναίκες μεσαίας τάξης κυρίως, προνομιούχες αφού ακόμα είχαν τον τρόπο και μπορούσαν να γεμίζουν τα καρότσια τους με χρήσιμα και άχρηστα πράγματα. Συχνά έπιανε την κουβέντα με τον εαυτό της. Προσπαθώντας να μαντέψει, από όσα έβλεπε κάθε μέρα να περνούν μπροστά της, από τα ρούχα που φορούσαν, από το κινητό τηλέφωνο που κρατούσαν, από τα ψώνια τους, ποια μπορεί να ήταν. Τι δουλειά έκανε, σε ποια περιοχή έμενε και ίσως τι θα έκανε με όλα οσα αγόραζε. Αν ψώνιζε για γλέντι ή αν είχε γέρο κατάκοιτο στο σπίτι, αν είχε παιδιά και τι ηλικία είχαν, αν ήταν κάποιος εργένης, τι φαγητό θα ετοίμαζε. Δεν έχει σημασία που δεν έπαιρνε απαντήσεις στις υποθέσεις της. Της αρκούσε να έχει υλικό για να στήνει το φανταστικό σκηνικό μέσα στο μυαλό της.
«Προχθές μαμά, ήρθε μια ψηλή ξανθιά, βαμμένα τα μαλλιά της, μην φανταστείς φυσική ξανθιά και τα δάκτυλά της φορτωμένα με καλές πολύτιμες πέτρες. Είχε μαζί της μια κοπέλα που γέμιζε το καρότσι με τα ψώνια της, ξένη ήταν μαμά. Αυτή μόνο μιλούσε στο κινητό της, μετά έβγαλε το πορτοφόλι της και πλήρωσε με χρυσή πιστωτική κάρτα. Η κοπέλα τακτοποίησε τα ψώνια στις σακούλες και τα πήγε στο αυτοκίνητο. Και ξέρεις μαμά, μιλούσε με γιατρό, γιατί του έλεγε ανήσυχη «Nα ξανακάνουμε την εξέταση, να είμαστε σίγουροι;»
«Χθες μαμά, ήρθε ένα ζευγάρι γεροντάκια. Αυτή στηριζόταν σε Π. Φαντάσου, δεν είχε κανένα να της ψωνίσει και ήρθε με αυτό. Αυτή μπροστά με το Π έλεγε και ο γέρος της έβαζε στο καρότσι τα πράγματα. Ίσως ήθελε να κάνει την βόλτα της, διαφορετικά γιατί να έρθει έτσι, λίγα πράγματα πήραν μόνο. Αλλά έβλεπα τον γέρο της που όλο κάτι της μουρμούραγε. Και άμα ήρθαν στο ταμείο, τα λογάριασε η άκαρδη ταμειακή μου, είδε το ποσό ο γέρος της και είπε εκνευρισμένος:
«Στο είπα Σοφία μου, δεν θα μας φθάσουν» Μετά μου ζήτησε αν γίνεται να βγάλω κάποια πράγματα ώστε ο λογαριασμός να πέσει. Τι να έκανα! Να του πω να τα φέρει την επόμενη φορά, δεν μπορούσα. Έτσι κάτι αφαίρεσα. Ευτυχώς δεν ήταν πολλά, μόνο για πέντε ευρώ.
«Σήμερα, μαμά, ήρθε μια κυρία με τρία μικρά παιδιά να ψωνίσει. Περίμενα να αραδιάσουν στο ταμείο μου πολλά ψώνια, αλλά πήρε μόνο ψωμί, γάλα, ρύζι, μακαρόνια, ένα λάχανο και ένα λίτρο λάδι. Ενώ πατούσα το πλήκτρο για να κλείσω τον λογαριασμό της, ενα χεράκι ακούμπησε πάνω στο ταμείο μου μια σοκολάτα. Εκείνη ταράχτηκε. Του είπε ήρεμα να την πάει πίσω, γιατί δεν την έφθαναν τα χρήματα! Την πέρασα έτσι μαμά και της είπα, την κάνω εγώ δώρο την σοκολάτα. Να δεις μαμά πως άνεργη οικογένεια θα ήταν…»
«Τι κάνεις παιδί μου; θέλεις να χάσεις την θέση σου; Αν σε πιάσουν μπορεί και φυλακή να πάς, δεν είμαστε για τέτοια τώρα!»
«Ξέρω τι κάνω μαμά, εξ άλλου μιά φορά το έκανα! κανείς δεν το κατάλαβε, μια μικρή σοκολάτα ήταν!».
Δεν είχε άδικο η μάνα της να ανησυχεί. Ξεριζωμένοι οι δικοί της από τα παράλια της Μικράς Ασίας, ήρθαν πρόσφυγες στην Αθήνα. Μαζί με τόσους άλλους κατοικούσαν προσωρινά σε εκκλησίες, σχολεία, αποθήκες και ξύλινα παραπήγματα. Σε αυτές τις παραγκουπόλεις γεννήθηκε και μεγάλωσε με αρκετές δυσκολίες η μάνα της. Χωρίς ανθρώπινες συνθήκες υγιεινής, πλημμύρες που προκαλούσαν τα κατοικημένα ρέματα, πυρκαγιές, σκουπίδια, καμία συγκοινωνία, ακόμα και έλλειψη υδροδότησης. Ο πατέρας της πολέμησε στο πλευρό του Καπετάν Έκτορα για να αποτρέψουν τους Γερμανούς να μπουν στην πόλη τους. Μια μέρα τον περίμεναν να γυρίσει και δεν γύρισε ποτέ. Μάθανε από άλλους που σώθηκαν, πως τον έπιασαν στο μπλόκο οι Γερμανοί στην συνοικία Λόφος των Αξιωματικών, Ιούλης του ΄44. Διακόσιες ψυχές χάθηκαν τότε.
Έμειναν πίσω μάνα και παιδιά μέσα στην Κατοχή και τον εμφύλιο. Τα δύο της αδέλφια μπήκαν στα καράβια, έφυγαν. Αργότερα βγήκαν στην Αμερική και εκεί ρίζωσαν. Δούλεψαν πολύ σκληρά για να τα καταφέρουν και εκεί. Από μεροκάματο σε μεροκάματο, που πήγαινε η ίδια, γνώρισε τον άνδρα της. Δούλεψαν όπου εύρισκαν στα εργοστάσια, εδώ και εκεί. Ένα παιδί φέρανε στην ζωή με πολλές δυσκολίες, αλλά μπόρεσε να τελειώσει το σχολείο να μάθει και μια ξένη γλώσσα και τώρα να έχει μια δουλειά.
Αλλά και αυτό το κορίτσι το βρήκε τώρα ένας άλλος πόλεμος, διαφορετικός, όχι σαν αυτόν του 1940. Αυτός ξεκίνησε τον 21αιώνα. Μια νέα καταστροφή περίμενε την χώρα. Ένας οικονομικός πόλεμος και αυτός με θύματα και μαυραγορίτες, που κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει, πότε θα τελειώσει.
Η μάνα της έλεγε συχνά τις δικές της ιστορίες, για την καταγωγή τους και τον αγώνα τους για επιβίωση. Αυτή με την σειρά της κάθε μέρα μετέφερε στο σπίτι τους ολοένα περισσότερες νέες ιστορίες από το δικό της μέτωπο, τις δικές της μάχες. Αυτές που ζούσε η ίδια στην δουλειά της. Οι διαφορετικές σκηνές που ζωντάνευαν στο ταμείο της, σωριάζονταν κάθε βράδυ, μπροστά στην αγωνία της βασανισμένης μητέρα της. Κάθε μέρα κάτι «παράνομο» εύρισκε να κάνει, της το έλεγε όμως. Γιατί αμαρτία που εξομολογείται, αμαρτία δεν είναι. Έτσι έφευγε το βάρος απο πάνω της, με την υπόσχεση στην μάνα της, πως δεν θα το ξανάκανε.
«Χθες μαμά, ήρθε μια γριά μόνη με το δικό της καρότσι. Έβγαλε το πορτοφόλι της να πληρώσει και μου λέει: «Πριν βγάλεις λογαριασμό κοπέλα μου, πες μου πόσα είναι, να δω αν έχω τόσα χρήματα»
«Τι να έκανα μαμά; της έλειπαν δυο ευρώ! Της είπα «φθάνουν κυρία, ακριβώς τόσα είναι…»
«Πάλι τα ίδια έκανες! και μετά;»
«Τα έβαλα εγώ».
«Μα τι κάνεις παιδί μου; Από τα λίγα που σου δίνουν βγάζεις κάθε τόσο και πληρώνεις;»
«Πες ότι πήγα για καφέ, το λάδι για το καντήλι των δικών μας, καλέ μαμά, για τον πατέρα μου, σιγά το πράγμα»
Είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια που η παλιοαρρώστια πήρε την ζωή του πατέρας της μέσα σε ένα μήνα. Έμειναν μόνες τους. Έτσι περνούσε ο καιρός με διαφορετικά περιστατικά, κάθε φορά μια άλλη περίπτωση μια άλλη παράνομη πράξη. Πλήθαιναν οι χορηγίες και εξομολογήσεις της. Μέχρι που μια μέρα την κάλεσε η προϊσταμένη της πρίν φύγει για να της μιλήσει. Στην αρχή φοβήθηκε λίγο, αλλά μετά που την άκουσε ηρέμησε.
«Χριστίνα είσαι καλή υπάλληλος, έχεις πολύ καλή προϋπηρεσία. Όμως καλή είμαι και εγώ σε ότι κάνω και έχω καταλάβει εσύ τι κάνεις. Κανονικά, θα έπρεπε να σε διώξω, ειναι σοβαρό παράπτωμα αυτό που κάνεις τόσο καιρό. Από την άλλη εβδομάδα θα γίνεις βοηθός μου και τέρμα οι «προσφορές σου». Δεν θέλω να χάσεις την δουλειά σου αν και κανονικά έτσι πρέπει. Ορφανή είσαι και ξέρω και τι ευθύνες έχεις. Είπα να κάνω τα στραβά μάτια. Θα σε κρατήσω δίπλα μου να σε παρακολουθώ, για να σε σώσω. Τέρμα η θέση της ταμίας!»
Γύρισε σπίτι της και απο την στεναχώρια της δεν έφαγε, δεν κοιμήθηκε. Η μάνα της, σαν της είπε με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε, άρχισε τα μοιρολόγια.
«Και στο ’πα, και δεν μ’ άκουσες και θα βρεις τον μπελά σου και δεν ειναι χαζοί οι άλλοι και δεν είναι περιουσία σου να χαρίζεις ετσι και θα χάσεις την θέση σου και θα ψάχνεις και δεν θα βρίσκεις μετά άλλη δουλειά και είναι δύσκολοι οι καιροί… και πάλι καλά που σε κράτησε..ο Θεός να την έχει καλά…»
Τι να πει! δεν μίλαγε. Την άκουγε. Μάνα της ήταν και καλά τα έλεγε. Αλλά αυτή είχα αποφασίσει να κάνει τον δικό της πόλεμο από αυτή την θέση, της ταμίας.
Οι ιστορίες της μάνας της για την δύσκολη ζωή της, είχαν σμιλέψει μια καρδιά ευαίσθητη, που δεν άντεχε να βλέπει τον πόνο των αδύναμων να εξαργυρώνεται με χρήμα και να μην κάνει κάτι.
«Και να μην στο είχα πει και να μην ήξερες και να είχες καταθέσεις στην Ελβετία, να πω, δώσε από αυτά, αλλά εσύ ήθελες να γίνεις ταμίας και να σώζεις τους φτωχούς. Αμ δεν σώζονται έτσι οι φτωχοί, λίγα ευρώ κάθε φορά και δεν είναι στο χέρι σου να βρεις εσύ την λύση στο πρόβλημα τόσων ανήμπορων….».
Αναγκάστηκε να συμβιβαστεί. Αλλά την βασάνιζε αυτή η προαγωγή χωρίς τις ευκαιρίες για να βοηθά. ¨Έκανε έτσι τον δικό της αγώνα και πόλεμο.
Θα εύρισκε άλλο τρόπο για να συνεχίσει. Επιλογή άλλη δεν είχε. Εξ άλλου ήταν ακόμα προσωρινά εργαζόμενη.