Από την παραμονή έχει συγυρίσει το σπίτι, μόνος του. Τα θέλει όλα άψογα. Σκούπισε κάθε γωνιά του διαμερίσματος, τα μπαλκόνια ακόμα και την ταράτσα τους. Πότισε όλες τις γλάστρες και ξεσκόνισε τα πάντα. Άλλαξε τα σεντόνια τους με καθαρά, έστρωσε και το νυφικό κάλυμμα του κρεβατιού τους όπως σε κάθε επέτειό τους. Μετά έκλεισε την κρεβατοκάμαρα για να μην περάσει τίποτε μέσα, ίχνος σκόνης, αν ακόμα υπήρχε.
Σε ένα μεγάλο κρυστάλλινο ανθοδοχείο έχει βάλει τριάντα πέντε τριαντάφυλλα διαφόρων χρωμάτων. Στο λουτρό κρέμασε τις λευκές χνουδάτες με τα μονογράμματα τους (η καλύτερη ποιότητα, Αιγυπτιακό βαμβάκι) που είχε φέρει από ένα ταξίδι, στην αδελφή της στην Αμερική. Εκείνη τις φύλαγε και τις έβγαζε μόνο κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Έβαλε ακόμα και ένα δύο σαπουνάκια σε σχήματα κοχυλιών στον νιπτήρα. Ήθελε την επομένη μέρα να έχει όλη την άνεση του χρόνου για να γιορτάσουν την επέτειό τους.
Έχει παραγγείλει την ίδια τούρτα στο ίδιο ζαχαροπλαστείο. Κάθε χρόνο αυτό κάνει. Εσωτερικά όλη θα έχει κρέμα σοκολάτα και το παντεσπάνι λευκό. Εξωτερικά θα είναι όλη σκεπασμένη από λευκή σοκολάτα και σαντιγύ. Επάνω να είναι στολισμένη μια καρδιά γεμάτη με κομμάτια φράουλας. Δεν τον ενδιαφέρει που θα τις βρουν αυτή την εποχή πληρώνει και θέλει να τις έχει. Σε μια άκρη της τούρτας να γράφει:
«Για πάντα μαζί». Θα την παραλάβει ο ίδιος, τους είχε πει.
Την φέρνει στο διαμέρισμα. Είναι μικρή. Ισα- ίσα για τους δύο τους.
Την τοποθετεί στο τραπέζι που έχει στρώσει ένα λευκό λινό τραπεζομάντηλο με κοφτό κέντημα και αυτό από την προίκα της. Πηγαίνει μέχρι το ψυγείο και φέρνει ένα μπουκάλι σαμπάνιας που πάγωνε τρείς μέρες. Τα ποτήρια τα βγάζει από τον μπουφέ της τραπεζαρίας τους. Κρύσταλλα Βοημίας, σκαλισμένα στο χέρι, από την προίκα της και αυτά. Έχει φορέσει το καλό γαμπριάτικο κοστούμι του. Ανοίγει την σαμπάνια με αργές κινήσεις και την σερβίρει στα ποτήρια τους. Μετά κόβει την τούρτα σιωπηλός, ρίχνοντας της κλεφτές ματιές και χαμογελώντας πονηρά. Της σερβίρει ένα κομμάτι και το τοποθετεί μπροστά της. Μετά βάζει και για αυτόν ένα κομμάτι. Αυτή είναι αμίλητη. Αυτός σιωπηλός. Απόλυτη ησυχία. Βάζει στο στόμα του αργά αργά λίγο λίγο κομμάτια της τούρτας. Βρίσκει στα δόντια του τα κομμάτια της φράουλας και τα συνθλίβει με τα χείλη του. Το κόκκινο τους ξεχειλίζει σαν λάβα από το στόμα του και κυλά στο σαγόνι του. Μετά σηκώνει το ποτήρι του και πίνει. Το ξαναγεμίζει και το ξανά αδειάζει μέχρι που άδειασε όλη η φιάλη.
Στην τελευταία γουλιά και πριν βάλει το ποτήρι στο χείλη του της λέει:
Πίνω για την επέτειό μας αγάπη μου, για πάντα μαζί. Δεν θα χωρίσουμε ποτέ. Η ζωή μου χωρίς εσένα είναι κόλαση
Μετά σηκώνεται, την πλησιάζει, την παίρνει στην αγκαλιά του μαζί με την ασημένια κορνίζα, την φιλά, ανοίγει την μπαλκονόπορτα και βουτάει στο κενό από τον τρίτο όροφο.