Οι υπάλληλοί μου, έμεναν για λίγες μέρες στο μαγαζί και μετά φεύγανε. Όχι, όχι δεν ήμουν κακό αφεντικό. Τον τόπο δεν άντεχαν. Πολύ ερημιά, μεγάλη μοναξιά.
Έχω το βενζινάδικο, λίγο έξω απ’ το χωριό πάνω στην εθνική οδό. Όχι και πολύ μακριά, απόσταση που την περπατάς άνετα, αλλά ερημιά. Παραπάνω από δυο ή τρεις βδομάδες δεν έμενε κανείς τους. Το ίδιο περίμενα και από αυτό τον άνδρα με τα λίγα γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους που σαν φάντασμα πετάχτηκε από το πουθενά μπροστά στην πόρτα του βενζινάδικου.
Ήταν ένα απόγευμα μετά από μια καταρρακτώδη βροχή. Σίγουρα είχε πατήσει τα πενήντα, ίσως ήταν νεότερος, αλλά έδειχνε ακόμα μεγαλύτερος από πενήντα. Φορούσε ένα σκούρο μπουφάν και από μέσα ένα μαύρο πλεκτό που του έπνιγε τον λαιμό και ένα φθαρμένο μπλου τζιν παντελόνι. Οι αρβύλες που φορούσε ήταν γεμάτες λάσπη. Κρατούσε ένα πλαστικό σακίδιο. Ίσως είχε μέσα τα πράγματά του. Για λίγο νόμισα πως έτρεμε. Πράγματι, ήταν βρεγμένος. Μπήκε μέσα στο μαγαζί και για να πω την αλήθεια, στην αρχή τρόμαξα.
–Θέλεις βοηθό αφεντικό; Θέλω δουλειά, είπε κοιτάζοντας με σαν εγκαταλειμμένο κουτάβι.
Ναι ήθελα, αλλά πώς να του την έδινα; Δεν ήξερα τίποτα για αυτόν. Απο πού ερχόταν, ποιος είναι. Σηκώθηκα όρθιος αν και έτρεμαν λίγο τα πόδια μου. Τον κοίταξα στα μάτια.
– Θα σου δώσω γιατί είσαι έντιμος.
– Πως το ξέρεις; με ρώτησε αγέρωχα.
-Το βλέπω στα μάτια σου, του είπα και το πίστευα για να το δει και στα δικά μου μάτια.
Αυτό ήταν, του άρεσε αυτή μου η εξήγηση. Μου ζήτησε την άδεια να καθίσει κοντά στην σόμπα και έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες του για να την αγκαλιάσει.
-Έχω εδώ λίγη πίτα που έφτιαξε η γυναίκα μου, θέλεις ένα κομμάτι;
Πήρε ένα και είπε «ευχαριστώ αφεντικό» Δεν τον ρώτησα τίποτα άλλο. Μόνο είπα μέσα μου «τώρα ο Θεός βοηθός μου».
Πίσω από το πρατήριο υπήρχε ένα δωμάτιο, με μπάνιο και με μικρό μαγειρειό. Έτσι το βρήκα, όταν νοίκιασα το βενζινάδικο. Το κρατούσα σε καλή κατάσταση. Σαν φωλιά ήταν, μικρό και ζεστό. Μερικές φορές έμενα εκεί μέσα ,πότε λόγω του κακού καιρού και πότε γιατί το κορμί μου από την κούραση της ημέρας δεν μου άφηνε δυνάμεις για την επιστροφή μου. Όταν του πρόσφερα και δωμάτιο για να μένει, εκτός από το μηνιάτικο του, έδωσε τον λόγο του άνδρα να μην φύγει.
Πέρασε μια βδομάδα. Πέρασαν τρεις και μετά πέντε και αυτός παρέμενε στην δούλεψή μου. Πολλές κουβέντες δεν είχαμε. Μου έφθανε ο σεβασμός του. «Ναι αφεντικό, όχι αφεντικό, αμέσως αφεντικό, ό,τι θες αφεντικό».
Τον παρακολουθούσα διακριτικά από το παράθυρο, χωρίς να τον ενοχλώ. Κάμποσες φορές του πέταξα την μπανανόφλουδα, να την πατήσει, για να δω το πέσιμο του. Αλλά αυτός ήταν σωστός, τυπικός με το ταμείο και δεκαράκι δεν έλειπε από τις εισπράξεις κάθε βράδυ. Μαζί μου δεν κάθισε ούτε μια ώρα. Ούτε για καφέ, ούτε για τσιγάρο. Όσο και αν προσπάθησα, κουβέντα δεν του πήρα για την ζωή του, πριν εμφανιστεί στο μαγαζί μου. Στο χωριό πάλι, κανείς δεν τον ήξερε. Πήγαινε για θελήματα και ψώνια αλλά με κανέναν δεν απόκτησε φιλίες. Είχε βρει παρατημένο, ταλαίπωρο ένα στρόγγυλο τραπεζάκι, σκεπασμένο με σκουριά. Δεν ξέρω που το βρήκε. Το περιποιήθηκε, το έβαψε. Λευκό στην επιφάνεια και μπλε της θάλασσας τα πόδια του. Το έστησε μπροστά στο μαγαζί να κάθεται και να κοιτάει ίσα πέρα στο τελείωμα της μιας λωρίδας του αυτοκινητόδρομου και στην αρχή της άλλης. Ακόμα και όταν έπεφτε σκοτάδι, εκεί καθόταν. Τον διέκρινα κάθε φορά που η μεγάλη διαφημιστική πινακίδα αναβόσβηνε. Όταν άναβε, έβλεπα το πρόσωπο του άνδρα με την αετίσια ματιά να κοιτάζει την γυναίκα απέναντι του και όταν άναβε ξανά, έβλεπα την μοιραία κοκκινομάλλα με τους ξέσκεπους ώμους να ακουμπά λάγνα στα κόκκινα χείλη της το ποτήρι με το ξανθό ποτό που της είχαν βάλει. Σε κάθε αλλαγή της διαφημιστικής ταμπέλας τους έβλεπες σε άλλη στάση. Το ίδιο έκανε και αυτός.
Μια μέρα, με το που πάτησα το πόδι μου στο μαγαζί, μύρισα λαδομπογιά, φρέσκια. Τότε τον πρόσεξα ξανά. Καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα σε απόσταση από το τραπεζάκι του, με προσοχή μην και κολλήσει τις μπογιές. Του άλλαζε το χρώμα. Το ξαναπέρασε ένα άλλο περίεργο. Μετά από μέρες κατάλαβα πως ήταν το ίδιο χρώμα με το τραπεζάκι του άνδρα και της γυναίκας στην διαφημιστική πινακίδα που κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ σέρβιρε ο ένας έπινε η άλλη. Πάνω του είχε τώρα τοποθετήσει ένα ίδιο μπουκάλι με της διαφήμισης. Ούτε αυτό κατάλαβα που το βρήκε. Στην αρχή σκέφτηκα πως το έτσουζε όλη μέρα. Μα το περπάτημα του ήταν ξεμέθυστο και το κορμί του στεκόταν λαμπάδα. Οι κουβέντες του σωστά βαλμένες στην σειρά. Καμιά δεν την κατάπινε πνιγμένη, όπως κάνει ένας πιωμένος. Είχε δίπλα του και ένα γυάλινο ποτήρι. Σέρβιρε και έπινε μόνος του, καθαρό γάργαρο νερό. Το είπε ό ίδιος μια μέρα έτσι στα ξαφνικά. Μπήκε μέσα κρατώντας το μπουκάλι και μου είπε:
–Αφεντικό, να σου βάλω δροσερό πιοτί από τούτο, του Δημιουργού ντε.. χωρίς στάλα σπίρτο;
Έμεινα ήσυχος γιατί, όσο να ’ναι, δεν ήταν καλό για τη δουλειά μου να το τσούζει ο υπάλληλός μου. Με κρατούσε ανήσυχο όμως η κουβέντα με τον γοητευτικό άνδρα και την γόησσα φίλη του, στην μεγάλη διαφημιστική πινακίδα. Στην αρχή σκέφτηκα πως του έφυγε το μυαλό, έχασε τα λογικά του. Όταν ημέρωνε ο δρόμος από τα θεριά με τα τέσσερα φουσκωτά ποδάρια και ο αέρας ερχόταν κατά δω τον άκουγα να λέει διάφορα.
–Τι την ποτίζεις συνέχεια αυτό το πιοτί φίλε! Αν είναι να σου σταθεί να το κάνει από μόνη της χωρίς καμία ουσία, η σκύλα. Εγώ φίλε την δική μου την θέλω αφοσιωμένη, δίπλα μου χωρίς σταγόνα στο στόμα της από δαύτο. Και θα στο αποδείξω μια μέρα, θα βρω μια. Ξανθιά, μελαχρινή ή κοκκινομάλλα μα και χωρίς τρίχα στο κεφάλι της δεν με πειράζει, αλλά θα κάτσει μαζί μου, για μένα και μόνο.
Ώσπου το έκανε πράξη. Έλειψα δύο μέρες από πυρετό και στάθηκε μόνος του μια χαρά στην δούλεψή μου από το ένα χάραμα στο άλλο. Τίποτα δεν πήγε στραβά. Είχε μείνει περισσότερο καιρό στο μαγαζί από όλους τους άλλους και το εκτίμησα αυτό. Του έδωσα κάτι παραπάνω από την συμφωνία μας στην τσέπη του και μια δύο μέρες του είπα να πάει αλλού να ξεκουραστεί, να δει και κανέναν άλλον άνθρωπο, εκτός από εμένα και τον άνδρα με την γυναίκα στην φωτεινή πινακίδα. Αλλά μάταια. Μου είπε πως «δεν μπορεί να φύγει άλλο από εδω, γιατί είχε υποχρεώσεις πια, πως η δικιά του δεν θα άντεχε να μείνει μονάχη της αφού απ’ αυτόν εξαρτιόταν η ύπαρξή της.
Σκέφτηκα πως όσο έλειψα κανένα ταλαίπωρο θηλυκό μάζεψε στο κονάκι που του είχα παραχωρήσει. Πώς να αντέξει άνθρωπος την μοναξιά εδώ πέρα! Αλλά φωνή ανθρώπου δεν άκουγα. Μόνο αυτόν ξανά τα βράδια. Λίγο πριν φύγω άνοιγα την πόρτα μου και τον άκουγα να μονολογεί με τον άνδρα στην φωτεινή διαφημιστική πινακίδα.
–Βάλε, βάλε εσύ πιοτί και αν το γκρεμίσεις το κάστρο πες μου το να το μάθω. Η δικιά μου, όμορφε, μονάχη της ήρθε δίπλα μου και μένει κοντά μου αφοσιωμένη χωρίς πιοτί χωρίς όμορφα ρούχα και στολίδια. Μια τέτοια σαν την δικιά σου, είχα και εγώ. μα δεν άξιζε ένα δράμι της ανάσας μου.
Ένα άλλο απόγευμα άκουσα φωνή, την δική του φωνή. Τρόμαξα, πως μας την πέσανε τίποτα ληστές και αμέσως κλείδωσα και έτρεξα στο παράθυρο να κοιτάξω έξω. Αυτός καθόταν στην πλαστική του καρέκλα και είχε γυρίσει το κεφάλι του ψηλά να κοιτάζει την ταμπέλα που εξακολουθούσε να κερνάει ο άνδρας με ουίσκι και να πίνει χαμογελαστή η όμορφη γυναίκα.
–Ε, εσύ εκεί πάνω όμορφε εκεί πάνω! Άκου και μένα κάτι ξέρω. Σταμάτα της το πιοτί και διώξε την. Αυτή σε παρασέρνει, συνέχεια, την κερνάς και μετά αυτή σε καταπίνει. Θα σε διαλύσει στο τέλος, δεν το νιώθεις;
Μετά έσκυψε και κάτι έκανε. Σαν σε κάποιον να μιλούσε. Κουνούσε το κεφάλι του πέρα δώθε, μετά έπιανε την μπουκάλα και την έφερνε στο στόμα του για κάμποσο. Ύστερα έσκυψε πάλι και με την μπουκάλα στο χέρι, έριξε πίσω από το τραπέζι μα δεν έβλεπα καλά που έριχνε τα αγνό πιοτί του. Τον άκουσα ξανά να φωνάζει.
-Η δικιά μου είναι δίπλα μου και πίνει ότι και εγώ! Δεν της χάρισα τίποτις για να κάτσει κοντά μου, τίποτις με φιγούρες και στολίδια, ούτε την έκανα ρεκλάμα με φωταψίες για να την βλέπουν όλοι. Ξέρω τι σου λέω όμορφε!
Τότε άκουσα την φωνή της για πρώτη φορά. Λες και συμφώνησε με εκείνον. Πρόβαλε την μουσούδα της πίσω από το κάθισμα του και είδα το χρώμα της. Ασπρόμαυρη, με μπλε μάτια και μια φουντωτή ουρά. Δεν ξέρω από ράτσες, αλλά έμοιαζε καθαρόαιμη. Και από το γαύγισμα της, η σκύλα του, ήταν μια καθώς πρέπει. Έκανε ένα γύρω το τραπεζάκι, ήρθε μετά και ξάπλωσε όλο της το κορμί πάνω στα πόδια του. Έσκυψε αυτός και της χάιδεψε το κεφάλι. Εκείνη μετά το σήκωσε και του έγλυψε το ίδιο χέρι που την χάιδεψε.
Ώστε αυτή ήταν η υποχρέωση του λοιπόν. Μια αφοσιωμένη σκύλα. Περαστική θα ήταν, χαμένη. Έχει πολλές σαν αυτή τριγύρω. Αλλά προτίμησε να μείνει με τον επίσης αφοσιωμένο υπάλληλό μου.
Τα επόμενα βράδια επέστρεφα στην φαμίλια μου με άλλη διάθεση. Σταμάτησα να πίνω εκείνο το λίγο κάθε βράδυ μετά το φαγητό και να χαζεύω στην τηλεόραση. Έπαιρνα από το χέρι την κυρά μου και σαν το επέτρεπε ο καιρός κάναμε ένα γύρω στην πλατεία του χωριού ή καθόμασταν στην αυλή μας κοιτάζοντας τα αστέρια που αναβόσβηναν πιο γλυκά από την ρεκλάμα με το κέρασμα του όμορφου στην όμορφή του.