Στον στρατό μαθαίνεις πολλά ή τα ξεχνάς όλα, κάνεις φίλους ή εχθρούς. Αυτοί έγιναν φίλοι. Ο ένας γιος υδραυλικού, μεροκαματιάρη αλλά καλού μάστορα. Έκανε μεγάλο αγώνα να σπουδάσει τον μοναχογιό του και αυτός το αναγνώριζε, ήταν συνέχεια δίπλα στον πατέρα του. Είχε εύκολα τελειώσει μηχανολόγος γιατί είχε μυαλό, ήταν έξυπνος. Αλλά δύσκολα πολύ γιατί τα οικονομικά τους ήταν στενάχωρα. Ο άλλος ήταν από οικογένεια που είχε τον τρόπο της και όπου φυσήξει ο άνεμος. Ζούσε την στιγμή και το σήμερα είχε πολλές, έλεγε.
Από αυτόν, τον μορφωμένο, έμαθε πολλά όσο καιρό υπηρέτησαν μαζί στον Έβρο. Είχε παντρέψει την επιστήμη του, με την τέχνη του πατέρα του. Δεν έκρυβε τις γνώσεις του. Τον πήρε είδηση πως ήταν μάστορας ο διοικητής. Και τι δεν έφτιαξε στο στρατόπεδο αλλά και στα σπίτια των αξιωματικών τους. Ο Σωτήρης απολύθηκε πρώτος. Οι δύο φίλοι συναντήθηκαν μετά λίγους μήνες. Βρήκε τον Αλκη σε άθλια κατάσταση.
«Ρε συ Αλκη, γιατί έτσι;» τον ρώτησε ο φίλος του
Δεν πήρε απάντηση αμέσως. Μετά από ώρες τα είπαν, συντροφιά με μπύρες, τσιγάρα και αναστεναγμούς. Τι να πει ο Αλκιβιάδης! Από που να αρχίσει και πώς να τελειώσει. Ήθελε να τα πει όλα γιατί ο άλλος, ήταν περπατημένος, ίσως ήξερε κάτι για την θεραπεία του, αλλά από την άλλη ντρεπόταν μη και δεν τον πάρει σοβαρά και τον περιγελάσει.
«Φίλε, εσύ ήσουν αλλιώς όταν σε είδα τελευταία φορά, είχες ζωή, χρώμα στα μάγουλα, είχες και δυο κιλά παραπάνω. Τι έπαθες;»
Κατέβηκε στον Πειραιά μέ άδεια, να βοηθήσει τον πατέρα του σε μια καλή δουλειά που είχε πάρει. Στα μέσα του καλοκαιριού, πολύ ζέστη και με πρόβλημα στην καρδιά ο γέρος του, δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά. Τον είχε βοηθό από μικρό, μα σαν πήγε φαντάρος δυσκολευόταν. Πήρε κάτι αλλοδαπούς για βοήθεια αλλά κατέληξε να μείνει χωρίς σύνεργα, δυό φορές. Είχε φιλότιμο αλλά και μεγάλη αδυναμία στον πατέρα του. Οι δυο τους είχαν μείνει χωρίς την μάνα που έφυγε ξαφνικά από ανακοπή.
«Τα φόρτωσες όλα παιδί μου;» τον ρώτησε ξεκινώντας το βανάκι τους και του έγνεψε θετικά ο γιος.
«Η ζέστη ανυπόφορη, φαντάσου τι θα κάνει αργότερα» είπε ο πατέρας του μόλις έβαλε το χειρόφρενο.
Ανέβασαν τα εργαλεία τους στο ρετιρέ του Παλαιού Φαλήρου. Τους άνοιξε ένα ξανθό πλάσμα, αέρινο θεϊκό, διαβολικό συνάμα.
«Φορούσε ένα λευκό φουστάνι με ξεσκέπαστους τους ηλιοκαμένους ώμους της. Πως τα λένε αυτά τα αμάνικα βρε Σώτο», ρώτησε τον φίλο του.
«Στράπλες! επιστήμονα»
«Είχε τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, τα μάτια της έβγαζαν φλόγες Σώτο», είπε ρίχνοντας πίσω το κεφάλι του.
Τους οδήγησαν στην κουζίνα εκεί που είχαν το πρόβλημα. Ο πατέρας του ξεκίνησε την επισκευή, αυτός έκανε ότι του ζητούσε. Στο όμορφο μεγάλο διαμέρισμα επικρατούσε χάος. Πολλά κουτιά κλειστά άλλα ανοιχτά, να ξεπηδούν από μέσα μόνο κόλλες περιτυλίγματος και άφαντα τα αντικείμενα. Άλλα πάλι ήταν ακόμα σαν δώρα τυλιγμένα.
«Θα είχαν γιορτή Αλκη!πως την λέγανε;»
«Έτσι νόμιζα και εγώ στην αρχή, που να φανταστώ όμως…δεν έμαθα το όνομα της φίλε μου».
Ο πατέρας του ζήτησε ένα γερμανοπολύγωνο. 1
Του το έδωσε αλλά μετά σωριάστηκε αυτός στο πάτωμα, να χωρέσει μέσα στο έπιπλο της κουζίνας εκεί που είχε ο σωλήνας διαρροή. Η κοπέλα έδωσε ένα αναψυκτικό στον πατέρα του που κάθισε για λίγο στην βεράντα. Μετά τον πλησίασε, έσκυψε για να δει τι κάνει.
«Πλημμύρισε ο αέρας από το άρωμα της, ξεχείλισαν από το φουστάνι τα στήθη της και με κάρφωσε στην καρδιά η ματιά της. Ήταν τελεσίδικο, καθοριστική η καταστροφή που απλώθηκε μπροστά μου φίλε. «Έχω αφήσει εδώ το δικό σου αναψυκτικό», μου είπε με μελένια φωνή ακουμπώντας ταυτόχρονα το χέρι της στο πόδι μου. Έμεινα στον τόπο, φίλε..» είπε ο Αλκης και δρόσισε την ανάμνηση του με την παγωμένη μπύρα.
«Α!ρε Αλκη, τι τύχη βρήκες!»
Τύχη ήταν μόνο αυτό, το απειροελάχιστο συμβάν, στον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.
«Αλκη έχω αφήσει μέσα στο αυτοκίνητο την καννάβη 2
, χρειάζομαι και άλλη, άντε γιε μου να φέρεις.»
Με πόνο ψυχής αβάσταχτο για τον αποχωρισμό, κατέβηκε στο βανάκι τους.
«Θα θέλαμε να είναι όλα έτοιμα το συντομότερο! Έχουμε ξέρετε προετοιμασίες…» είπε η μητέρα της μπαίνοντας μέσα στην κουζίνα.
«Θα είναι, αλλά θα έρθουμε και αύριο να τελειώσουμε και να κάνω έναν έλεγχο, είπε ο πατέρας του μετά από λίγο.
Επέστρεψε λαχανιασμένος και συνέχισαν την επισκευή μαζί. Μάζευαν τα εργαλεία τους όταν αυτή άρχισε να τριγυρνά σαν δαίμονας, μια εδώ μια εκεί. Ένιωθε την ματιά της να τον αγγίζει στα χέρια, στα δάκτυλα, στο πρόσωπο, στα μαλλιά του, να ακουμπά τα παγωμένα γόνατα του που έτρεμαν. Την ένιωσε και όταν βύθισε το βλέμμα της στο στέρνο του και άρπαξε την καρδιά του που σπαρταρούσε από αμηχανία στην αρχή, φόβο και πάθος μαζί.
«Απερίγραπτη η ομορφιά της Σώτο, ούτε ο διάβολος δεν θα τα έβγαζε πέρα μαζί της» είπε ο Αλκης καθώς άφηνε το ποτήρι με την μπύρα στο τραπεζάκι μπροστά τους.
Φεύγοντας από το διαμέρισμα, ένιωσε το πρώτο στερητικό σύμπτωμα από την απουσία της και είχε πάρει την απόφαση να την ξαναδεί το συντομότερο. Όμως πως; Και αν ο πατέρας του επέστρεφε μόνος του εκεί την επομένη φορά; Πως θα την ξανάβλεπε;
«Ήθελα να την αρπάξω να την πάρω μαζί μου Σώτο, σαν να ήξερα τι με περίμενε….»
Ο φίλος του κρατούσε σφικτά το ποτήρι της μπύρας του, είχε καρφώσει στο έδαφος τα πόδια του και είχε σχεδόν ξαπλώσει μπροστά στο τραπέζι τους στην μπυραρία. Η αγωνία του για το αποτέλεσμα της ιστορίας του Αλκη τον είχε διαλύσει.
Την επομένη μέρα, πρόθυμος να συνοδέψει τον πατέρα του, επέστρεψαν στον τόπο του εγκλήματος. Άνοιξε την πόρτα η μητέρα της, σοβαρή, καλοχτενισμένη.
Όση ώρα ο πατέρας του έκανε τον έλεγχο αυτός όργωνε κάθε σπιθαμή του διαμερίσματος για να την εντοπίσει. Ένιωθε την παρουσία της αλλά δεν την είχε ακόμα δει. Ξάφνου κτύπησε το τηλέφωνο, έτρεξε η μητέρα της να απαντήσει.
«Για εσένα είναι» …της φώναξε.
«Εκεί ήταν, ρε Σωτο και δεν βγήκε παρά μόνο όταν την φώναξε για το τηλέφωνο!» ξεφώνισε ο Αλκης.
Έχοντας τυλιγμένο το κορμί της μέσα σε μια χνουδάτη γαλάζια πετσέτα και απλωμένα στους ώμους τα βρεγμένα μαλλιά της βγήκε από το μπάνιο και βημάτισε αργά και λάγνα προς το τηλέφωνο.
«Κόπηκε η ανάσα μου. Ένιωσα να χάνομαι, Σώτο»
Μιλούσε χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο όταν ξαφνικά γύρισε και κεραυνοβόλησε τον νεαρό. Σκάλισαν τα χείλη της ένα πονηρό ύπουλο άκαρδο χαμόγελο σαν αιχμή στο δόρυ της που το πέταξε με ταχύτητα φωτός. Καρφώθηκε αυτό αθόρυβα στην φλεγόμενη ανυποψίαστη καρδιά του, διαπέρασε κάθε απορία και θαυμασμό στο πρόσωπό του, χαστούκι γλυκό, άνεμος δροσερός. Μετά ξεσκέπασε λίγο την γάμπα της και με τις άκρες των δακτύλων της, έσπρωξε την πόρτα να κλείσει.
«Με έλουσε κρύος ιδρώτας, πάγωσα. Όλο της το κορμί έστελνε μηνύματα, μου μιλούσε. Πως κατάλαβα τόσο λάθος ρε φίλε..;»
Από εκείνη την ημέρα δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Aγρίεψε, δεν κοιμόταν τα βράδια, δεν μπορούσε παρά μόνο νερό να πιει. Είχε αποφασίσει να την ξαναδεί με κάθε τρόπo.
«Αν μπορέσεις αύριο παιδί μου να πας στην κυρία Ρωμαίου, στο Παλαιό Φάληρο να δώσεις την απόδειξη μας και να σε εξοφλήσει»
Έγινε το θαύμα! θα επέστρεφε μετά μια εβδομάδα, θα την ξανάβλεπε και θα της ζητούσε να βγουν. Άνοιξε την πόρτα ξανά η μητέρα της. Πέρασε μέσα και τακτοποίησε την υπόθεση του. Δεν την είδε δεν την άκουσε καθόλου.
«Ζητώ συγνώμη, πείτε στον πατέρα σας, αλλά ξέρετε με όλες αυτές τις προετοιμασίας του γάμου της κόρης μου…τρέχαμε και πέσανε όλα μαζι…»
«Δεν θυμάμαι πως γύρισα σπίτι μου Σώτο. Πρέπει να χάθηκα στην διαδρομή, ο πατέρας με καλούσε στο τηλέφωνο αλλά δεν το άκουγα…..»
«Τώρα κατάλαβα πως κατάντησες έτσι φίλε.»
«Ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα Σώτο!»
«Λάθος μήνυμα! Άκυρος ο έρωτας επιστήμονα φίλε μου. Ξέχνα το και συνέχισε, πάμε παρακάτω. Μάθε να διαβάζεις καλύτερα, να μην πιστεύεις πάντα όλα όσα λένε τα μηνύματα που στέλνουν οι γυναίκες» είπε ο Σώτος και χαλάρωσε ξαπλώνοντας στο κάθισμα του.
This Post Has 3 Comments
A great story, enjoyed it all
Thank you Shirle Johnston
Thank you Shirle Johnston