Έξω του αρσανά, επί της άμμου, στενής όσον διά να σύρει τις ψαράδικην τράταν και την διπλαρώσει κατά μήκος του βράχου, ήσαν σκαρωμένα, πότε δύο βάρκες, πότε μικρόν τρεχαντήρι, πότε κότερον· πας εμποροπλοίαρχος από το Τρίκερι και από τον Κισσόν, από την Ζαγοράν και από τον Λαύκον, κάποτε από το Λιτόχωρον και από τα χωρία της Κασσάνδρας, καταπλέων εις την νήσον τον χειμώνα, έδιδε παραγγελίαν εις τους Μαθιναίους να του ναυπηγήσουν βάρκαν ή τσερνίκι, μαούναν ή κότερον, βρατσέραν ή τράταν, άφηνε πέντε λίρας διά καπάρον, απέπλεεν ήσυχος, επανήρχετο το θέρος και εύρισκε την παραγγελίαν του τελειωμένην. Αλλ’ ο γερο-Μαθινός, μετά των υιών του, έχοντες από γενεών φήμην καλών ναυπηγών, είχον να παλαίσωσι προς την Νοτιάν, ήτις έπιανεν όχι μετρίως εις την ακρογιαλιάν εκείνην. Μέσα το ισόγειον του αρσανά δεν εχώρει προς ναυπήγησιν μαγαλυτέρου πλοίου· έξω τα μολυβδόχροα, μονότονα και μελαγχολικά κύματα της Νοτιάς ηπείλουν ν’ αρπάσωσι προώρως την βρατσέραν ή το τσερνίκι, την μαούναν ή το κότερον, τα οποία ο γερο-Μαθινός είχε σκαρωμένα επί της αμμουδιάς. Η σκαρωμένη σκάφη συνέδεεν ούτω πρόωρον γνωριμίαν με το κύμα, εγεύετο το δριμύ της άλμης, εκυματοποτίζετο κι εθαλασσοδέρνετο, και ο γερο-Μαθινός, όστις ήξευρε καλά την τέχνην του, είχε τους πάλους εμπηγμένους βαθιά κάτου εις την γην, υπό το επίστρωμα της πυκνής και πατημένης λεπτής άμμου, και η Νοτιά με όλην την ύπουλον μανίαν και το φούσκωμά της δεν ήτο ικανή να του αρπάσει το σκαρί του, το έργον των χειρών του, από τας αγκάλας του. Ο αρσανάς ήτο κτισμένος σύρριζα εις τον βράχον από τριών ή τεσσάρων γενεών, και κατ’ εκείνον τον χρόνον η λωρίς της άμμου θα ήτο πολύ πλατυτέρα· αλλ’ η θάλασσα είχε φάει εν τω μεταξύ μέρος του βράχου, και η λωρίς είχε καταστεί παραπολύ στενή.
Σύρριζα εις τον βράχον, απ’ επάνω από τον αρσανάν του γερο-Μαθινού, ήτο κτισμένον και το σπιτάκι της γριάς Σκεύως της Γιαλινίτσας. Την πρωίαν εκείνην άμα εξύπνησεν, εστάθη κι έκαμε τον σταυρόν της εμπρός εις την Παναγίτσαν της, Παναγίτσαν ίσην με το μέτωπον μικράς τριετούς κόρης, μικράν Παναγίτσαν ασημωμένην· της την είχε φέρει ο μακαρίτης ο άνδρας της από την Ρωσίαν, τον καιρόν εκείνον όταν οι ναύται έκαμναν ταξίδια εις την Ρωσίαν και έφερναν καλούδια απ’ εκεί· και εμπρός εις το μικρόν εικόνισμα του Αγίου Νικολάου, με το στεφάνι, το Ευαγγέλιον και το επιγονάτιον ασημωμένα, εικόνισμα ίσον κατά το σχήμα με Τετραβάγγελον του κόρφου. Όταν είχε ξεπέσει ο μακαρίτης ο άνδρας της, και από σκούναν, οποίαν είχε πριν, απέκτησε μίαν βάρκαν, διά να ψαρεύει και κουβαλεί ξύλα από το Καλαμάκι και από την Κεχρεάν, δύο απωτέρους αιγιαλούς του τόπου, είχε το εικονισμάτιον τούτο πάντοτε μαζί του εις την βάρκαν, και διετήρει το κανδηλάκι αναμμένον εμπρός εις το εικόνισμα, μέσα εις το μικρό καμαρίνι, πίσω, εις την πρύμνην της βάρκας. Τρεις βάρκες είχεν αλλάξει, εις οκτώ χρόνια, ο αδιαφόρετος, ο καπετάν Γιαλής. Τρεις φορές, ο λιγοζώητος –ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του –είχε βουλιάξει, την μίαν φοράν εις το πέλαγος, τας άλλας δύο έπεσεν έξω εις την στερεάν. Τρεις φορές το εικόνισμα, ενώ ήτον πίσω εις το καμαρίνι, με το κανδηλάκι αναμμένο εμπρός, ευρέθη, ενώ αυτός έπλεε κολυμβών να γλυτώσει, εις τον κόρφον του καπετάν Γιαλή, ως να του έλεγε: «Σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον». Και τότε ο μακαρίτης ησθάνθη ασυνήθη ελαφρότητα εις το κολύμβημα, κι έπλευσεν επάνω εις τα κύματα κι ενίκησε την μανίαν των, κι εγλύτωσε. Κατ’ άλλην δε έκδοσιν, η παράδοσις είχεν ούτω: Τας δύο πρώτας φοράς, ο καπετάν Γιαλής, πριν πέσει εις το κύμα, εσυλλογίσθη κι έβαλε το εικόνισμα εις τον κόρφον του, το οποίον και τον συνιστά μεγάλως εις την εκτίμησιν των μελλουσών γενεών· την τρίτην φοράν, εξέχασεν ως άνθρωπος, κι εκοίταξε να σωθεί, αφήσας το εικόνισμα εις την τύχην του· αλλά τότε το εικόνισμα ευρέθη μοναχόν του θαυμασίως, εις τον κόλπον του ναυαγού, ως να του έλεγε: «Πού με αφήνεις;»
Αυταί και άλλαι αναμνήσεις ήλθαν την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα της γρια-Σκεύως, ενώ έκαμνε τον σταυρόν της εμπρός εις τα εικονίσματα. Είτα εγύρισε προς το μικρόν παραθυράκι της, το βλέπον εις την θάλασσαν κι έρριξε βλέμμα εις πέλαγος, και βλέπει… διότι αν και γραία είχεν ευτυχώς ακμαίαν την όρασιν, -αντικρύ, ανάμεσα εις τα δύο νησιά τα καλούμενα Μικρός Τσουγκριάς και Μεγάλος Τσουγκριάς – ω, τι να ιδεί; ένα καράβι αραγμένο. Το πράγμα την εξέπληξεν. Ήτο δε ασύνηθες. Συνήθεια δεν ήτο ν’ αράζουν εις το μέρος εκείνο, εις απόστασιν δύο και τριών μιλίων από την πόλιν, τα καράβια όσα κατέπλεον εις τον λιμένα. Ουδ’ ήτο καν λιμήν εκεί. Ήτο σχετικώς υπήνεμον το μέρος, αλλ’ ήτο έξω σχεδόν του στομίου του λιμένος, και ανάμεσα εις δύο ερημονήσια.
Δεν ήτο μόνον έκπληξις το αίσθημα το οποίον εδοκίμασεν η γραία Σκεύω, αλλά και ταραχή καρδίας. Την νύκτα εκείνην ακριβώς και την προ αυτής ημέραν, καθώς και όλας τας νύκτας και τας ημέρας, εσυλλογίζετο τον υιόν της, τον μοναχογυιόν της, τον Σταύρον της –όστις της είχε μείνει, αυτός και μία ύπανδρος κόρη άκληρος, βακτηρία του γήρατός της. Εικοσαέτης, άγαμος, ήτο λοστρόμος μ’ έν εντόπιον καράβι. Το καράβι είχε καταπλεύσει από τον Ποταμόν και είχε καταβεί εις την Πόλιν. Το είχε μάθει προ μηνός ότε έλαβε γράμμα. Το καράβι ήτον να καταβεί εις την Άσπρη Θάλασσα, αλλ’ ο υιός της δεν ήξευρε να της γράψει, αν ο πλοίαρχος είχε σκοπόν ν’ απεράσουν από την πατρίδα ή όχι. Ήλπιζεν όμως ότι θ’ απερνούσαν. Κατόπιν αφού έλαβε το γράμμα και απέρασαν δύο εβδομάδες, ήρχισεν έξαφνα ν’ ακούεται χολέρα εις τα μέρη της Αραπιάς και εις το Μισίρι, χολέρα και εις την Ανατολήν και εις την Σμύρνην και αλλού… Είπαν πως πήγε η χολέρα και εις την Πόλιν. Ο Θεός να φυλάξει όλους τους χριστιανούς, και δεύτερον το παιδάκι της, εκεί που είναι, καλή του ώρα…
Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη… Εις αυτά τα τελευταία χρονιά είχεν αρχίσει να εφαρμόζεται το «Κάθε πέρσι καλύτερα». Η φτώχεια ήτον μεγάλη, η γρίνια ακόμη μεγαλυτέρα. Το δε χειρότερον ήτο η ασθένεια… -Ο Θεός να φυλάγει και πάλιν όλον τον κόσμον, και δεύτερον εμάς, τους αμαρτωλούς. –Μεγάλα δεινά, αφορία, πείνα, αρρώστια, όλα μαζί, ηκούοντο. Και ο φόβος τα έκαμνε μεγαλύτερα. Η δε αμαρτία έκαμνε μεγαλύτερον τον φόβον. Καλή μετάνοια! χριστιανοί. Καλή φώτιση και καλά υστερνά. Ούτω εκήρυττε και ούτω ελάμβανε το θάρρος να συμβουλεύει τας νεωτέρας η γραία Σκεύω. Αλλ’ εκείναι, αι περισσότεραι εξ αυτών, αι ανοητότεραι, την επεριγέλων. Και τα παιδία ακόμη, οι κλήρες αυτού του καιρού, η νέα πλάσις, την εμυκτήριζον, και της εφώναζαν: «Σκεύω Σαβουρόκοφα! Σκεύω Σαβουρόκοφα!»
Σαβουρόκοφα ήτο το παρωνύμιον με το οποίον την είχε προικίσει η αδυσώπητος κακολογία της γειτονιάς. Επειδή ήτο κάπως κοντή και στρογγυλή το σώμα, την επαρωμοίασαν με τους χονδρούς κοφίνους, δι’ ων εισκομίζεται η σαβούρα εις τα αμπάρια των αρτίως εκφορτωθέντων πλοίων. Αλλ’ αυτή, ως η καρίνα φέρει τα στραβόξυλα εις τον αρσανάν του γερο-Μαθινού, έφερεν εν υπομονή τας ιδιοτροπίας, τους χλευασμούς και τους ονειδισμούς όλων. Και δεν απέκαμνε να νουθετεί και να συμβουλεύει εις το καλόν. Εφρόνει ότι ήτο καιρός πλέον να έλθει μετάνοια. Αρκετά δεινά είχον έλθει εις τον κόσμον και περισσότερα ακόμη ηπείλουν να ενσκήψωσιν. Η αρρώστια δεν ήτο το ελάχιστον εξ αυτών. Και η αρρώστια ηπείλει ήδη πανταχόθεν να εισβάλει.
Η γειτόνισσα η Λενιώ η Γαρμπίνα, μία γραία ήτις συνήθιζε συχνά να βλέπει οπτασίας, είχεν ιδεί εφέτος πάλιν μίαν φοβεράν, ολοφάνερα, με τα μάτια της. Τρεις γυναίκες με τα μαύρα είχαν παρουσιασθεί, ημέρα μεσημέρι, εις το σταυροδρόμιον, σιμά εις την οικίαν της. Η πρώτη τούτων ήτο μαύρη, κατάμαυρη το πρόσωπον, η δευτέρα ήτο κίτρινη φλωρί, η τρίτη ήτο κόκκινη κρεμίζι. Κανείς δεν τας εγνώριζεν, αν και ολίγοι τας είδον, και ήτο προφανές ότι ήτο οπτασία, όραμα υπερφυσικόν. Τας είχεν ιδεί αυτή η Λενιώ η Γαρμπίνα, η γειτόνισσά της, η Ζαχαρού η φουρνάρισσα και μία επταετής κορασίς, η Δεσποινιώ, η θυγάτηρ της Πεπερούς. Ήτο πρόδηλον ότι η πρώτη των τριών εξωτικών γυναικών, η μαύρη, ήτο η Πανούκλα, η δευτέρα, η κίτρινη ήτο βεβαίως η Χολέρα, και η άλλη, η κόκκινη, ήτο χωρίς άλλο η Οστρακιά. Είχαν έλθει εις το χωρίον μυστηριωδώς, ίσως διά να δώσουν είδησιν ότι δεν είναι μακράν. Ίσως να ήτο και διά καλόν, εσχολίαζεν η γραία Σκεύω, διά να λάβουν είδησιν οι χριστιανοί και σπεύσωσι να μετανοήσωσιν. Αλλά και η Ολυμπιάς, η καλόγρια, η εκκλησιάρχισσα του ναού της Παναγίας, έβλεπε διαφόρους οπτασίας καθ’ ύπνον, κι εσυμβούλευεν όλας τας γυναίκας να μετανοήσωσι.
Γεμάτη από τους λογισμούς τούτους, έβλεπεν η γραία Σκεύω το καράβι το αραγμένον μακράν εκεί, ανάμεσα εις τα δύο νησιά, και ηπόρει πού ευρέθει εκεί. Της εφαίνετο ως συνέχεια της οπτασίας, την οποίαν είχεν ιδεί η Λενιώ η Γαρμπίνα. «Ίσως από το καράβι αυτό, εσυλλογίσθη ως εν ονείρω η γρια-Σκεύω, να ξεμπαρκάρισαν οι τρεις γυναίκες που είδε προχτές η γειτόνισσα, το Λενιώ». Ύστερα, ως να εξύπνησεν αποτόμως, ευθύς πάλιν εσυλλογίσθη ότι, αι τρεις εκείναι γυναίκες, αφού ήσαν έξω απ’ εδώ, δεν είχαν ανάγκην κανενός καραβιού, από το οποίον να ξεμβαρκάρουν. Και επειδή ήκουσεν εκείνην την στιγμήν τον εύθυμον κρότον της σκεπάρνης του ναυπηγού, κάτω εις τον αιγιαλόν, εσυλλογίσθη να ερωτήσει τον γερο-Μαθινόν να μάθει, και κύψασα έξω του παραθύρου εφώναξε:
– Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη!
Απότομος διακοπή του κρότου της σκεπάρνης της έδωκεν είδησιν ότι ο ναυπηγός ήκουσε την φωνήν της. Τω όντι, ο γερο-Μαθινός, όστις εφαίνετο αντικρύ εις τα πρόθυρα του αρσανά, κύπτων επί της άμμου και πελεκών, είχεν ανακύψει, και θέσας την χείρα περί την οφρύν, έβλεπεν άνω εις τον βράχον.
– Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη, επανέλαβεν η Σκεύω, ποιο είν’ εκείνο το καράβι;
Ο γερο-Μαθινός, όστις ουδόλως είχεν ιδεί το καράβι, ίσως διότι δεν έβλεπεν αρκετά μακράν, και την στιγμήν εκείνην τον εθάμβωνεν ο ανατέλλων ήλιος, ίσως και διότι η άκρα του λαιμού των Πλακών, λοξεύουσα ολίγον προς τα νοτιανατολικά, έκρυπτεν από τους οφλαλμούς του το πλοίον, απήντησεν ως ηχώ:
– Καράβι!
Η γραία Σκεύω επανέλαβε:
– Το καράβι, που είναι αντίκρυ, ανάμεσα στα δυο νησιά!
– Δεν ξέρω κανένα καράβι, απήντησε διά μορμυρισμού ο γερο-Μαθινός.
Η θεια-Σκεύω δεν ήκουσε τι είχεν ειπεί, κι εξηκολούθησε να φωνάζει:
– Το καράβι, μαστρο-Δημήτρη, εκεί αντίκρυ είν’ αραμένο. Πότε ήρθε; Και γιατί ν’ αράξει εκεί;
Ο γερο-Μαθινός επανέλαβεν:
– Εδώ δεν έχει καράβια, έχει βάρκες.
Εννοών βεβαίως εκείνας τας οποίας εναυπήγει αυτός.
Η Σκεύω ενόησεν ότι ο γέρων ναυπηγός δεν είχεν ιδεί το ορμούν ανοικτά προς το πέλαγος πλοίον, αλλ’ ουχ ήττον έκαμε τελευταίαν απόπειραν.
– Δεν είναι κανένα απ’ τα παιδιά μέσα στον ταρσανά, να ρωτήσω για το καράβι;
Αλλ’ ο γερο-Μαθινός είχε κύψει εκ νέου εις το έργον του, και ήρχισε να πελεκά το στραβόξυλον.
Η Σκεύω έμεινεν εις το παράθυρον, εξακολουθούσα να κοιτάζει απλήστως προς το πέλαγος. Ητοιμάζετο δε ν’ αποσυρθεί, και ωρίμαζε νοερώς το σχέδιόν της, τίνι τρόπω να λάβει πληροφορίας. Την ιδίαν στιγμήν, είς των υιών του γερο-Μαθινού, όστις ευρίσκετο εντός του κτιρίου, εξήλθε του αρσανά και ανέβλεψε προς τον οικίσκον της γραίας Σκεύως.
– Γιώργο, παιδί μου, του εφώναξεν η γραία, είδες εκείνο το καράβι;
Ο νέος ανέβη εις έν ύψωμα, έβαλε την χείρα του προσκόπιον εις τους οφλαλμούς, κι εκοίταξε.
– Πρέπει να ήρθεν απόψε κι άραξε, απήντησεν· εψές το βράδυ δεν ήτον φτασμένο.
– Και γιατί ν’ αράξει εκεί; ηρώτησεν η Σκεύω.
– Είπαν πως θελά κάμουν τον Τσουγριά λαζαρέτο, απήντησεν ο Γιώργος.
– Τότε το καράβι είναι σπόρκο;
– Χωρίς άλλο είναι σπόρκο.
– Και το γνωρίζεις ποιο είναι;
– Δεν είναι δικό μας, απήντησεν ο Γιώργος.
Και αφού είπε τούτο, κατέβη από το ύψωμα, και επανήλθεν εις το ναυπηγείον του.
Εις την γραίαν Σκεύω δεν ήρκεσαν αι πληροφορίαι αύται, αλλ’ απεφάσισεν ευθύς να καταβεί εις τον Κάτω Μαχαλάν, διά να ερωτήσει και μάθει τα τρέχοντα. Είχεν υποπτευθεί κατ’ αρχάς ότι το πλοίον εκείνο ήτο αυτό το εντόπιον βρίκιον, μέσα εις το οποίον ευρίσκετο ως λοστρόμος ο υιός της. Αλλ’ εάν ήτο πράγματι εκείνο, το οξύ βλέμμα του νεαρού ναυπηγού θα το ανεγνώριζε, και ο υιός του γερο-Μαθινού δεν είχε προφανώς κανέν συμφέρον διά να κρύψει την αλήθειαν από την γηραιάν γειτόνισσάν του. Ουχ ήττον η Σκεύω ήτο ανήσυχος, και κάτι της έλεγεν ότι θα λάβει ταχέως ειδήσεις.
Η γραία ησχολήθη επί δύο ώρας εις οικιακά έργα·είτα εσηκώθη, εξήλθεν, εκλείδωσε την πόρταν της, και εκίνησε να υπάγει εις την κάτω συνοικίαν της πόλεως. Αλλά δεν είχε προχωρήσει ολίγα βήματα, και σχεδόν δεν είχε πλέον ανάγκην να υπάγει μακρύτερα.
Εις την μέσην του δρόμου, διακόσια βήματα από τον μικρόν οικίσκον της, ήτο το σταυροδρόμι, και σιμά εις το σταυροδρόμι ήτο ο φούρνος της Ζαχαρούς. Και εις τον φούρνον, όστις ήναπτε δις και τρις της ημέρας, αυνηθροίζοντο όλαι αι γυναίκες της γειτονιάς, νεοΰπανδροι, χήραι και γραίαι, και ανεκοίνουν προς αλλήλας τα νέα της ημέρας, και ηρώτων και εμάνθανον και διηγούντο, και αβγάτιζαν και απόσωναν. Οι «αβγατίστρες» διέπρεπον εις την τέχνην του ν’ αβγατίζωσι και αμματίζωσι το στημόνι εις τον αργαλειόν, όταν το νήμα δεν έσωνε. Οι «αποσώστρες» εξείχον εις το επάγγελμα του ν’ αποσώνωσι διά συντόνου ραπτικής και ποικιλτικής τα προικιά της νύμφης, όταν επέκειτο ο γάμος, και ο γαμβρός, αφού έκαμε τον κακιωμένον επί εβδομάδας, είχε δηλώσει αποτόμως ότι την απάνω Κυριακήν ήθελε να στεφανωθεί. Αμφότερα τα επιτηδεύματα ταύτα τα μετέφερον ευκόλως εις τον φούρνον, όστις ήτο περίπου ό,τι το καφενείον διά τους ματαιοσχόλους των ανδρών, κι εκεί αβγάτιζαν όλας τας μικράς διαδόσεις, και απόσωναν όλας τας ατελείς διηγήσεις. Η δείνα εμάλωσε με τον άνδρα της. Η δείνα πρόκειται ν’ αρραβωνιασθεί με τον δείνα, αλλά τι εζήλευσε κι αυτός να πάρει από κείνη-δα κλπ. Η δείνα απασσάλωτη, δεν ηξεύρει να βολέψει το νοικοκυριό της. Αφήνει τα παιδιά της άνιφτα, κακομοιριασμένα, κλπ. Η άλλη ακόμη δεν εχρόνισεν ο άνδρας της, κι ετοιμάζεται να ξαναπανδρευθεί. Τοιαύτας ιστορίας, και άλλας πολύ σκανδαλωδεστέρας ηδύνατο ν’ ακούσει τις καθημερινώς, αν συνέβαινε να διέλθει από το σταυροδρόμι.
Η προπαρασκευή του φούρνου είχε πολλά στάδια. Μετά το κόλλημα, ή το διά κλάδων άναμμα, επήρχετο το πάνισμα, είτα βραδέως ηκολούθει το φούρνισμα, το φράξιμον, το ψήσιμον και τέλος το ξεφούρνισμα. Η προετοιμασία των άρτων είχεν, εκτός του ζυμώματος, το οποίον ενηργείτο κατ’ οίκον, άλλους τόσους σταθμούς εκτελουμένους παρ’ αυτόν τον φούρνον. Ήτο το κουβάλημα από το σπίτι, κάποτε το ξεροζύμωμα, ακολούθως το πλάσιμον και κατόπιν το φούρνισμα. Από το κόλλημα έως το πάνισμα του φούρνου και από το πλάσιμον έως το φούρνισμα των ψωμιών, τα εν τω μεταξύ κενά διαστήματα διά τίνος άλλου υλικού θα επληρούντο ειμή διά της κακολογίας;
Την ημέραν εκείνην η ομήγυρις, καίτοι ως συνήθως πλήθουσα και θορυβώδης, ήτο κάπως σοβαρωτέρα. Είχον διαδοθεί προ δύο ή τριών ημερών τα περί οπτασιών θαυμάσια θρυλήματα. Είτα είχεν ακουσθεί η χολέρα, και αι γυναίκες είχον μάθει και διηγούντο, μόνον ότι τα εχρωμάτιζον επί το μυθολογικώτερον, τα μέτρα τα οποία είχον διατάξει αι κεντρικαί αρχαί, και είχαν αρχίσει να εφαρμόζωσιν αι τοπικαί, προς καταπολέμησιν του απειλούντος φοβερού δεινού. Το δημοτικόν συμβούλιον – η δωδεκάδα, ως έλεγον αι γυναίκες – είχε ψηφίσει συνδρομήν εκ του δημοτικού ταμείου δι’ υγιεινά μέτρα, και είχε συστήσει περισσοτέραν καθαριότητα εις τους κατοίκους. Ο δήμαρχος την προτεραίαν είχε κηρύξει επιχόλερον την νήσον Μεγάλον Τσουγκριάν, εις την οποίαν είχον καταπλεύσει χθες δύο ή τρία τρεχαντήρια και βρατσέραι εξ επιχολέρων μερών. Τα πλοία ταύτα ήσαν αραγμένα εντός του όρμου του Αγίου Φλώρου, και διά τούτο δεν ήσαν ορατά από της πολίχνης. Σήμερον δε το πρωί –την νύκτα, προς τα εξημερώματα -, είχε φθάσει μέγα πλοίον, καράβι, εκ Κωνσταντινουπόλεως, όπου, ως φαίνεται, έκαμνε μεγάλην φθοράν η χολέρα, και είχεν αράξει δίπλα εις τον Μεγάλον Τσουγκριάν, προς το δυτικόν μέρος, ανάμεσα εις τα δύο αδελφά νησάκια. Το πλοίον τούτο ήτο πλήρες επιβατών εκ Κωνσταντινουπόλεως, εκ των οποίων πολλοί ήσαν χολεριώντες. Κατά τον διάπλουν είχον αποθάνει δύο τρεις, και το πλήρωμα ηναγκάσθη να ρίψει τους νεκρούς εις την θάλασσαν. Αλλ’ είς των τεθνεώτων, προσέθετον επί το θαυμασιώτερον αι γυναίκες, την στιγμήν καθ’ ην τον είχον ρίψει εις την θάλασσαν, ενώ διεπέρα το κενόν εζωντάνευσε, και κατηράσθη τους ναύτας «από τη χολέρα να μη γλυτώσουν». Τούτο δε, διότι τους κακοφαίνεται τους νεκρούς να τους ρίπτωσιν εις το κύμα. Ο καλός Χριστιανός πρέπει να ταφεί εις το χώμα, και το χώμα ν’ αγιασθεί με λάδι και με νερόν. Ο ιερεύς πρέπει να του είπει: «Γη ει και εις γην απελεύση», και να θέσει επί του προσκεφαλαίου κεραμίδι, επάνω εις το οποίον έχει χαράξει τον Σταυρόν με το ΙΣ. ΧΣ. ΝΙ-ΚΑ, διά να λυώσει το κορμί του, και τα κόκκαλά του να περιμένουν την κοινήν ανάστασιν.
Την στιγμήν καθ’ ην είχον απολύσει τον χολεριώντα από τας χείρας των, οι σύντροφοι του καραβιού, ενόησαν κάπως ότι ο νεκρός είχε ζωντανεύσει, αλλά δεν ήτο πλέον καιρός να τον κρατήσωσι. Καθώς ήτον, με σιδηρούν βάρος κρεμάμενον από του λαιμού, μόλις ήγγισε το κύμα, και πάραυτα επήγεν εις τον πάτον. Ήκουσαν την απαισίαν κραυγήν του, και συγχρόνως έγινεν άφαντος. Ο άτυχος, είχεν αποθάνει δύο θανάτους, τον ένα από την χολέραν, τον άλλον από την άθεσμον ταφήν. Αλλ’ ιδού ότι τώρα υπέκειντο και αυτοί εις την αράν να γευθώσι δις τον θάνατον, κινδυνεύοντες ν’ αποθάνωσι προώρως από τον φόβον, πριν αποθάνωσιν οριστικώς από την χολέραν.
Εξ όλων τούτων η θεια-Σκεύω η Γιαλινίτσα έμαθεν αρκετά ώστε να πιστεύσει ότι το πλοίον, το οποίον είχεν ιδεί αντικρύ, ήτο ξενικόν, ότι επομένως δεν ήτο εκείνο το οποίον αυτή επερίμενεν, ότι η χολέρα εθέριζε πράγματι εις την Πόλιν, και ότι ο υιός της, αν ήτο υγιής, ήτο πολύ πιθανόν να φθάσει σήμερον ή αύριον με το καράβι το εντόπιον, και ότι εξ ανάγκης θα έμενεν επί ημέρας εις καραντίναν. Ουχ ήττον επειδή δεν έτρεφεν απόλυτον εμπιστοσύνην εις τας πληροφορίας του φύλου της, απεφάσισε να υπάγει παρακάτω, διά να μάθει περισσότερα.
Ενώ ητοιμάζετο ν’ απέλθει, έξαφνα ακούεται οξεία και διάτορος γυναικεία φωνή, θόρυβος, κλαύματα και λυγμοί ερχόμενοι έκ τινος οικίας, ολίγον απωτέρω του φούρνου κειμένης. Η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, ήτις είχε πιάσει την στιγμήν εκείνην το φουρναρόξυλον διά να πανίσει τον φούρνον, το αφήκεν αποτόμως και έτρεξε να ίδει τι συνέβαινε.
Η Λενιώ η Γαρμπίνα, ήτις έπλαττε την στιγμήν εκείνην επί του σανιδίου την πίτταν της την αλειψήν, την άφησε μισοπλασμένην κι εβγήκεν έξω από το υπόστεγον προαύλιον του φούρνου διά να μάθει τα τρέχοντα. Η Μαρία η Πεπερού, η οποία είχεν εισέλθει αρτίως φέρουσα τα ψωμιά της, ακολουθουμένη από την επταετή κόρην της, το Δεσποινιώ, βαστάζουσαν επίσης λοπάδα με ψωμίον ανεβατόν, απέθεσεν απροσέκτως τας πηλίνας λεκάνας είς τινα γωνίαν, με κίνδυνον να σπάσει τας λεκάνας, να σκορπίσει εις το χώμα τα ψωμιά, και το παράδειγμα τούτο έσπευσε να μιμηθεί η κόρη της, ρίψασα κάτω μετά δούπου την γαβάθαν, και αμφότεραι έτρεξαν έξω εις τον δρόμον, πρώτη η μάννα, κατόπιν η κόρη, αφήσασαι οπίσω την Ζαχαρού την φουρνάρισσαν, ήτις δεν απεμακρύνθη από την θύραν του προαυλίου, και την Λενιώ την Γαρμπίναν, ήτις προυχώρησε μόνον είκοσι βήματα από τον φούρνον, και όλαι έβλεπον απλήστως προς το μέρος όθεν ήρχοντο αι φωναί. Η Βγενιώ η Αλαφίνα, ήτις εξεροζύμωνε την πίτταν της επί του σανιδίου, την άφησεν αξεροζύμωτην, κι έφυγε τρέχουσα, υψηλή, αμαζονοειδής, λυσίκομος, προσπεράσασα ταχέως την Μαρίαν την Πεπερού, ως και την Δεσποινιώ, ήτις εν τω μεταξύ είχε προσπεράσει την μητέρα της. Αι τρεις έτρεχον, προηγούμεναι του στρατεύματος των γυναικών, αίτινες όλαι απεμακρύνθησαν περισσότερον ή ολιγώτερον από τον φούρνον, διά ν’ ανακαλύψωσι το μέρος, όθεν ηκούσθη ο θόρυβος, και μάθωσι τάχιστα τι συνέβαινεν.
Ο Γιάννης ο Πούπουλας, όστις είχεν ανοίξει προ μηνών εις την γωνίαν, αντικρύ του φούρνου μικρόν καπηλείον με είδη τινά της μπακαλικής, και ητοιμάζετο να το κλείσει δι’ έλλειψιν πελατών, εξήλθε του καπηλείου, με την ποδιάν του άπλυτον εμπρός, με τα χέρια οπίσω, και εσουλατσάριζεν επί του λιθοστρώτου. Δεν του έκαμνε καρδιά ν’ απομακρυνθεί περισσότερον από το μαγαζί του, αλλά τα όμματά του και τα ώτα του ήσαν προς το μέρος όθεν ήρχοντο αι κραυγαί. Εν τω μεταξύ δύο μοσχομάγκαι του δρόμου, ο Μιχάλης, ο υιός της Πεπερούς, δωδεκαετής, και ο Αλέξης, ο κληρονόμος της Βγενιώς της Αλαφίνας, δεκαετής, εισήλθον σιγά-σιγά, ξυπόλυτοι, εις το καπηλείον, και ο μεν Αλέξης εφύλαγε καραούλι εις την θύραν, ο δε Μιχάλης έλαβε την βοτίλιαν της μαστίχας από το τεζάχι, και ήρχισε να πίνει ηδονικώς εις μεγάλας δόσεις. Είτα έδωκε την βοτίλιαν εις τον Αλέξην, και αυτός, αντί να φυλάξει εις την θύραν καραούλι, με την αράδα, κατά την συμφωνίαν, διά το ασφαλέστερον, ετράπη εις φυγήν, κτυπήσας μάλιστα τους πόδας θορυβωδώς επί του λιθοστρώτου. Αλλ’ ο θόρυβος ούτος ήρκεσε να εξυπνίσει τον Γιάννην τον Πούπουλαν, και δεν θ’ ανεκάλυπτε ποτέ την κλοπήν, αν ο Αλέξης φοβηθείς εκ της φυγής του Μιχάλη, και εκ του κρότου τον οποίον έκαμεν ούτος, σαστισμένος, δεν έκαμνε νέον θόρυβον, αποθέσας με τρομώδη χείρα την βοτίλιαν επάνω εις το τεζάχι, ώστε ολίγον έλειψε να την σπάσει. Τότε ο Γιάννης ο Πούπουλας, έσπευσε να συλλάβει τον Αλέξην, τον ολιγώτερον ένοχον, ως πολλάκις συμβαίνει, και αφού του ετράβηξε τα αυτιά, και του έδωκε δύο κολάφους, τον έσπρωξε βιαίως έξω του καπηλείου.
Εις το απέναντι του καπηλείου παράθυρον είχε προκύψει ωχρά μορφή γυναικός. Ήτο η κυρα-Σωτήραινα, η ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας, και διατελούσα κλινήρης. Είχεν ακούσει και αυτή τας κραυγάς και τον θόρυβον, και ανασηκωθείσα μετά κόπου από την κλίνην της, εσύρθη μέχρι του παραθύρου, επιθυμούσα να μάθει τι συνέβαινεν. Απηυθύνετο εις τον κάπηλον και εις τας γυναίκας τας εξελθούσας από τον φούρνον:
– Τι είναι; Τι τρέχει;
Αλλ’ αι γυναίκες δεν ήξευρον και αυταί να την πληροφορήσωσι τίποτε.
– Τι είναι; επανέλαβε πάλιν.
– Δεν ξέρω κι εγώ, είπεν ο κάπηλος, όστις εσυλλογίζετο ότι τα δύο παιδία –διότι ο Αλέκος είχε μαρτυρήσει τον Μιχάλην– θα του έπιον ως δεκαπέντε λεπτών μαστίχα.
Εν τούτοις ο θόρυβος κοπάσας προς στιγμήν, επανελήφθη πάλιν, και ηκούοντο λυγμοί και θρηνώδεις κραυγαί εν μέσω των οποίων διεκρίνοντο αι λέξεις: Ωχ! αλλοίμονο· τι να γένω;
– Τι είναι; Τι τρέχει, δε μου λέτε; επανέλαβεν ανυπομονούσα από του παραθύρου η ημίπληκτος.
Ουδείς ηδύνατο να την πληροφορήσει.
– Δεν είναι κανένας χριστιανός να μου πει τι τρέχει; επανέλαβεν εν νευρική εξάψει η κυρα-Σωτήραινα.
Εν τούτοις η Βγενιώ, η σημαιοφόρος της γυναικείας εξόδου, προχωρήσασα εισήλθεν εις την οικίαν, εξ ης ηκούοντο αι φωναί. Κατόπιν ταύτης διωλίσθησε διά της ημιανοίκτου θύρας η μικρά Δεσποινιώ, και Τρίτη ανέβη η Πεπερού μέχρι του ουδού της θύρας.
Αι γυναίκες, αι μείνασαι οπίσω, όχι μακράν του φούρνου, επερίμεναν ανυπομόνως, πότε θα εξέλθει η Βγενιώ, διά να μάθωσιν. Αλλ’ επειδή η Βγενιώ αργοπόρησεν ολίγα λεπτά της ώρας, ο παροξυσμός της περιεργείας των εξήφθη εις το έπακρον.
Μία τούτων έκραζε την Πεπερού, η εσθής της οποίας εφαίνετο έξω της θύρας της οικίας ενώ η κεφαλή της είχε κύψει εντός διά του ανοίγματος. Αλλ’ η Πεπερού, όλη προσέχουσα, φαίνεται, εις τα έσω της οικίας συμβαίνοντα, δεν είχε νώτα διά τας όπισθέν της ριπτομένας ερωτήσεις.
Άλλη των γυναικών έτρεξε και ανήλθε τετάρτη εις την οικίαν, ήτις ήτο ορατή από το πλάγι του προαυλίου του φούρνου, τετρακόσια περίπου βήματα απέχουσα. Αλλ’ η Πεπερού, ζων φραγμός εγειρόμενος εις το άνοιγμα της θύρας, δεν επέτρεπεν αυτή να προχωρήσει.
– Τι είναι; ηρώτα η γυνή.
Η Πεπερού έκαμεν αυτή νεύμα: «Σιώπα».
Η γυνή έλαβεν υπομονήν κι επερίμενεν επ’ ολίγα λεπτά. Αι κραυγαί είχον παύσει εν τω μεταξύ. Χαμηλαί φωναί και ψιθυρισμοί ηκούοντο. Η Βγενιώ ενουθέτει, ως φαίνεται, τους ενοίκους της οικίας. Εν τω μεταξύ πέμπτη γυνή είχε φθάσει κάτω της κλίμακος. Αύτη ήτο η γραία Σκεύω, η γνώριμός μας, ήτις αν και δεν εκυριεύετο τόσον από το δαιμόνιον της πολυπραγμοσύνης, όσον αι νεώτεραι εκ του φύλου της, εσκέφθη ίσως ότι εις την οικίαν εκείνην θα είχον ανάγκην παρηγορίας και συμβουλής, και έτρεξε με τα γηρατεία της να φθάσει.
Η τετάρτη γυνή, η αναβάσα κατόπιν της Μαρίας της Πεπερούς, έμεινεν υπομονητική, ελπίζουσα ότι εκείνη θ’ απεφάσιζε τέλος, αφού θα απέκαμνεν ακροαζομένη, να λύσει την σιωπήν όπως πληροφορήσει και αυτήν τα τρέχοντα. Αλλ’ αίφνης η Πεπερού, έσπρωξε με τον αγκώνα την όπισθέν της ισταμένην, και κατέβη με ορμήν την κλίματα, κινδυνεύσασα ν’ ανατρέψει εις τον δρόμον της και την γραίαν Σκεύω, ήτις επάτει τον ένα πόδα εις το κάτω σκαλοπάτιον.
Η Σκεύω παρεμέρισεν έμφοβος, και η άλλη γυνή κατέβη τρέχουσα κατόπιν της Πεπερούς. Αμφότεραι είχον υποπτεύσει ότι απειλητικός τις κίνδυνος είχεν αποδιώξει την Πεπερού από την θύραν της οικίας.
Αλλ’ ουδέν τοιούτον υπήρχεν. Η Πεπερού, φειδομένη των λόγων της όπως διηγηθεί το πράγμα εις μίαν των γυναικών, έτρεχεν απλώς διά να διηγηθεί την ιστορίαν εις όλας συνάμα.
Δεν ήτο τίποτε σοβαρόν το πράγμα, αν και εφαίνετο κάπως έκτακτον. Η Γαρουφαλιά, η σύζυγος του Γιάννη του Μπρίκου, πορθμέως αλιεύοντος με την βαρκούλα του εις τα πέριξ του λιμένος, έκλαιε και δεν ήθελε να παρηγορηθεί. Της είχαν ειπεί ότι ο άνδρας της, όστις έλειπεν από δύο ημερών με την βάρκαν, είχε «σπορκαρισθεί».
Ο δήμαρχος είχε κηρύξει χθες επιχόλερον την νήσον Τσουγκριάν. Ο Γιάννης ο Μπρίκος, όστις έλειπεν από προχθές, δεν το ήξευρε, και είχε προσεγγίσει εις την Τσουγκριάν, είχεν αποβιβασθεί μάλιστα επάνω εις την μικράν νήσον.
Ιδών τα τρεχαντήρια, τα οποία είχον φθάσει την προτεραίαν, και μη γνωρίζων ότι ήσαν υπό κάθαρσιν, ή ίσως ελπίζων να διαλάθει, επλησίασε διά να τους πωλήσει ακριβά τους ορφούς, τας συναγρίδας και τους αστακούς, όσους είχε ψαρεύσει. Άλλοι όμως τον είδαν, και τον κατήγγειλαν εις τον υγειονόμον, και ο υγειονόμος τον έβαλε καραντίνα άλλας τόσας ημέρας, όσας θα ετέλουν και τα πλοία, τα οποία είχον φθάσει εξ επιχολέρων μερών. Και διά τούτο η Γαρουφαλιά, η γυναίκα του, έκλαιε και παρηγορίαν δεν είχε. Και το πράγμα έκαμε τας γυναίκας να καγχάσωσιν.
Η Βγενιώ η Αλαφίνα έφθασεν ακολουθουμένη υπό της Δεσποινιώς, ήτις επροσπάθει να φθάσει διά πηδημάτων τα μεγάλα βήματα της ευσώμου αμαζόνος. Η Βγενιώ επεκύρωσε με ολίγας λέξεις τα λεχθέντα υπό της Πεπερούς προσθείσα ότι η γρια-Σκεύω η Σαβουρόκοφα ανέβη αρτίως εις της Γαρουφαλιάς και ήρχισε να την παρηγορεί, λέγουσα ότι και ο υιός αυτής περιμένεται να φθάσει και θα μείνει επί ημέρας εις την καραντίνα, και ότι θα είναι μαζί εις την καραντίνα ο Γιάννης, ο άνδρας της Γαρουφαλιάς, και ο Σταύρος ο υιός αυτής, της Σαβουρόκοφας!
Νέοι καγχασμοί των γυναικών υπεδέχθησαν την διήγησιν της Βγενιώς. Ακολούθως η Ζαχαρού επανήλθεν εις την πάνην της, διότι ήτο φόβος να ξυνίσουν τα ψωμιά, και ήρχισε να πανίζει τον φούρνον.
Κάτω εις την παραθαλάσσιον αγοράν, παρά τον αιγιαλόν, ευρίσκετο η οικία της γραίας Γερακίνας, χήρας και χαροκαμένης. Ήτο οικία και ήτο μαγαζείον. Κτίριον μακρόν, στενόν, ισόγειον, με πόρταν απ’ επάνω προς τον παράλληλον της αγοράς λιθόστρωτον δρόμον, πόρταν από κάτω προς την παραθαλάσσιον λωρίδα, την χρησιμεύουσαν ως κέντρον της πολίχνης και ως αγοράν. Η πόρτα είχε κιοπένι, κατά τον παλαιόν τρόπον, με το έν θυρόφυλλον κομμένον εις δύο μέρη. Το άνω θυρόφυλλον έκλειε διά μανδάλου προς το ανώφλιον, το κάτω θυρόφυλλον έκλειε διά σύρτου προσαρμοζομένου εκ του άλλου θυροφύλλου, του ακεραίου, και παντοτινώς κλειστού με τους σκωριασμένους στροφείς του. Δίπλα εις την πόρταν ήτο μικρόν στενόν παράθυρον, και δίπλα εις το παράθυρον ανήρχετο το κλήμα προς την οροφήν, σχηματίζον μεγάλην κρεβατιάν από την οποίαν εκρέμαντο το φθινόπωρον μαύρα αετονύχια, μεγάλα όψιμα σταφύλια, ωριμάζοντα τον Οκτώβριον, οσάκις οι νυκτερινοί διαβάται και οι μοσχομάγκαι του δρόμου τους έδιδον καιρόν να ωριμάσωσιν.
Είτα ο ήλιος εκιτρίνιζε βαθμηδόν τα φυλλώματα της κληματαριάς, η υγρασία τα εσάπιζε και ο άνεμος τα απέσπα από το κλήμα, και τα έστρωνεν επί της γης, ή τα εσκόρπιζεν εις την άμμον προς την θάλασσαν. Είτα οι κλάδοι έμενον έρημοι, ηπλωμένοι μαύροι επί των βεργών και καλάμων της κρεβατιάς, και ο χειμών τους εστόλιζε με αγνά κοσμήματα της ασπίλου χιόνος, και ο ξηρός βορράς εσκλήρυνε και εστίλβωνε την χιόνα εις δακτυλοειδείς κρυστάλλους, κρεμαμένους κάτω, ως δώρα ουρανίας δρόσου συμπυκνωμένης, δεικνύοντας την γην, από την πιότητα της οποίας θα προέλθει ευφορία και βλάστησις και πάσα αγαθωσύνη.
Έξω εις την υπήνεμον μεσημβρινήν αγοράν, καθ’ όλον τον χειμώνα, εις τα καφενεία και τα καπηλεία, καθ’ όλον το θέρος, υπό αυτοσχεδίους τέντας έμπροσθεν των μαγαζείων, οι άνδρες καθήμενοι εχαρτοπαίκτουν ή συνεζήτουν, ή εκακολόγουν συνήθως μεν τον εκάστοτε δήμαρχον, κατά προτίμησιν δε τους διδασκάλους και τους ιερείς. Μέσα εις το ισόγειον, επί του εδάφους της γης, η θεια-Γερακίνα ύφαινεν εις τον αργαλειόν της, ή ένεθε με την ρόκαν της.
Κάτω εις την ακρογιαλιάν τα κύματα έπληττον τους βράχους, και προσέπαιζον επί της άμμου, ερχόμενα, φεύγοντα, ροφώμενα, αέναα και ακούραστα. Επάνω εις το ισόγειον πτωχικόν οίκημα, ηρεμία και ευάρεστος θερμότης εβασίλευεν εις το πρόσωπον της σεβασμίας οικοδεσποίνης με την αργυράν κόμην, και με την μαύρην μανδήλαν την καλύπτουσαν την κεφαλήν, τον τράχηλον και τους ώμους της, και εις τα πρόσωπα των συγγενών της γυναικών, όσαι διεσκορπισμέναι εις τα άκρα της πολίχνης, ήρχοντο καθημερινώς να την επισκέπτωνται, εκτοπισμένην πλησίον της αγοράς, εν μέσω των μαγαζείων και των δημοσίων γραφείων.
Εμπρός εις την πρόσοψιν της οικίας, δίπλα εις την κληματαριά, από το έν μέρος ήτο το υποτελωνείον, από το άλλο μέρος το υγειονομείον. Οπίσω, προς τον επάνω δρόμον, από την άλλην πόρταν, ήρχετο ο εσμός των γυναικών με την φαιδράν λαλιάν των, περιβομβών ως κυψέλην την οικίαν της γριάς Γερακίνας, την ισόγειον, την μακράν και στενήν, την με δύο εισόδους και εξόδους.
Όσον σεβασμία γυνή και αν ήτο η γραία Γερακίνα, εκ της διαρκούς προσεγγίσεως προς τα αρχεία και προς τα μαγαζεία, μετέλαβεν ολίγον του ανδρικού ήθους, ήτο γνωστή εις όλους τους ανθρώπους της αγοράς, εις τους υγειονομοφύλακας και εις τους τελωνοφύλακας, και ήτο η μόνη γυνή ήτις ηδύνατο να εμφανίζηται ατιμωρητί εν μέσω της διατριβής των ανδρών, διασχίζουσα κατά πλάτος την αγοράν, και κατερχομένη εις την άμμον του αιγιαλού διά πρόχειρον πλύσιμον ή άλλην οικιακήν υπηρεσίαν. Και εις την οικίαν της ήρχοντο όλαι αι συγγενείς της και αι μη συγγενείς της αι θέλουσαι να πληροφορηθώσι τι αποβλέπον αυτάς ή το δήμόσιον, ενδιαφέρον ή απλώς περίεργον, ή να μάθωσι περί των απόντων συζύγων και των υιών των, όσοι δεν ενθυμούντο συχνά να στείλωσι γράμματα. Και η Σκεύω, ήτις ήτο και αυτή μακρινή συγγενής της θεια-Γερακίνας –διότι οι γενιές της δεν είχαν μετρημό, τόσον πολλαί ήσαν –αφού παρηγόρησε την Γαρουφαλιάν, την ανήσυχον διά την τύχην του ανδρός της, του τεθέντος απροσδοκήτως υπό κάθαρσιν, διέτρεξε το μήκος της πολίχνης, και από λιθόστρωτον εις λιθόστρωτον, από κατήφορον εις κατήφορον, από στενούραν εις στενούραν, έφθασεν εις την οικίαν της Γερακίνας.
Κάτω εις την αγοράν, μεγάλη και έκτακτος κίνησις επεκράτει από πρωίας την ημέραν εκείνην. Παρά την αποβάθραν του τελωνείου, πολλά πλοιάρια δεμένα, μ’ ένα ναύτην επ’ αυτών, με τα πηδάλια εις την θέσιν των, εφαίνοντο έτοιμα προς απόπλουν. Επί της αποβάθρας εφαίνοντο σωροί ξυλικής, δοκών και σανίδων, αι οποίαι δεν μετεκινήθησαν από της πρωίας εκείθεν, ως θα συνέβαινεν αν ήσαν προωρισμέναι προς μεταφοράν εντός της πόλεως, αλλ’ είχον όψιν τινά ως να ήσαν διά μβαρκάρισμα, και τούτο, ενώ δεν είχον κουβαληθεί από την ξηράν, η δε νήσος καίτοι δασώδης, δεν παρήγε βεβαίως οικοδομήσιμον ξυλείαν.
Τέσσαρες ή πέντε ηλιοκαείς άνδρες εκάθηντο εις το κεφαλόσκαλον, απέναντι των αρχείων, περιμένοντας πότε να ευαρεστηθεί να έλθει ο υγειονόμος και ο υποτελώνης. Ήσαν στιβαροί, λάσιοι, με γυμνά τα στήθη, με μαύρας τας κνήμας και ανασηκωμένα πανταλόνια. Ήσαν πορθμείς. Συνωμίλουν ζωηρώς, περισσότερον με τας χειρονομίας παρά με τας λέξεις, ρίπτοντες διαφόρους υπαινιγμούς, και δεν εφαίνοντο τρέφοντες μεγάλην προς αλλήλους εμπιστοσύνην.
Δύο ή τρεις άλλοι, βραχύσωμοι κυρτοί, με ογκώση κορμόν, δεν έπαυον να φέρωσι γύρον περί τους σωρούς της ξυλείας. Απέναντί των καθήμενος άλλος ομότεχνός των, τους έρριπτε σκώμματα, και εμειδία πονηρώς, εξηπλωμένος επί τινος μπαγκέτας, έξωθεν του καφενείου.
Μέσα εις το καφενείον, κατά ομάδας ανά δύο ή τρεις καθήμενοι περί τας τραπέζας, οι πελάται συνωμίλουν ησύχως. Έκυπτον προς τα ώτα αλλήλων, και δεν ενεπιστεύοντο εις τους παραπλεύρως καθημένους. Ο καφετζής, γηραιός πρώην ναυτικός, με την ποδιάν λευκήν, καθαράν, με το βρακίον κοντόν επί του γόνατος, εις μάτην περιήρχετο από ομίλου εις όμιλον. Δεν ηδύνατο να κλέψει λέξιν.
– Το ελάχιστο να πίνανε και καφέδες, έλεγε, θα βρισκόμουνα σε δουλειά· μα αυτοί τίποτε δεν πίνουνε, κρυφά μιλούνε, κι εμένα τίποτε δε μου λένε.
Δίπλα εις το καφενείον, εις το υποδηματοποιείον του Γερασίμου Δ. Γερασίμου, εκεί ήτο η μεγάλη συζήτησις. Το μικρόν εκείνο μαγαζείον υπήρξεν από εικοσαετίας το κυριώτερον πολιτικόν κέντρον του τόπου, το κέντρον της βαρύτητος. Πας υποψήφιος δήμαρχος, καθήκον του ενόμιζε να εγκολπωθεί τον Γεράσιμον Δ. Γερασίμου. Θέσις δημοτικού συμβούλου –και ιδιαιτέρου συμβούλου – ήτο το μικρότερον αξίωμα το οποίον ηδύνατο να του υποσχεθεί. Ο Γεράσιμος εδέχετο το δώρον, υπεστήριζε τον νέον υποψήφιον, περιμένων εν τω μεταξύ να έλθει κατάλληλος ευκαιρία διά να τον υποσκελίσει εις τας μελλούσας εκλογάς, είτα ευθύς μετά την εγκαθίδρυσίν του, τον εγκατέλειπεν, έχριε νέον υποψήφιον, καθίστα το μαγαζείον του το κέντρον της αντιπολιτεύσεως και της ραδιουργίας κατά του νέου δημάρχου, και ο νέος υποψήφιος τον ενεκολπούτο πάλιν μετά διπλασίας από τον παλαιόν θερμότητος. Εν τω μεταξύ, εμπορικώς δεν εξήρχετο ζημιωμένος από τας επιχειρήσεις ταύτας, και από του υποδηματοποιείου, διά βαθμιαίων εξελίξεων και μεταμορφώσεων, το εργαστήριόν του μετεβλήθη εις καπηλείον, είτα εις εμπορικόν, τελευταίον εις λέσχην.
Την ημέραν εκείνην ο Γεράσιμος Δ. Γερασίμου είχε σπουδαίαν συζήτησιν προς τον Ανθέμιον Δουκαΐδην, πρώην εμπορορράπτην, και νυν δικολάβον. Αμφότεροι ήσαν απύλωτα στόματα. Ηδύναντο να φωνάζωσι συγχρόνως και οι δύο επί ώρας, χωρίς ν’ απαντώσιν εις τα επιχειρήματα αλλήλων, ακολουθούντες μόνον την σειράν των ιδίων συλλογισμών των. Ήτο μονόλογος εν διπλώ μάλλον ή διάλογος. Απετείνοντο μετά χειρονομιών και επαφών των βραχιόνων και των ώμων, προς τους ακροατάς μάλλον ή προς αλλήλους. Και οι ακροαταί δυσκόλως ηδύναντο να εννοήσωσι, διότι δεν ήξευρον απ’ αρχής τίποτε. Επρόκειτο περί εργολαβίας, περί ξυλείας, περί κατασκευής παραπηγμάτων, και περί καθάρσεως διά τους επιβάτας των καταπλεόντων πλοίων. Τόσον μόνον ενόησαν αμυδρώς. Εκάτερος είχε τον υποψήφιόν του ξυλέμπορον και τον υποψήφιόν του αρχιτέκτονα. Και εκάτερος τον υπεστήριζε διά φωνών μέχρι διαρρήξεως του λάρυγγός του, μέχρι διασπαραγμού των ώτων των ακροατών.
Τέλος ευηρεστήθη να φθάσει ο κυρ υγειονόμος. Κατόπιν του έφθασεν ο κυρ δήμαρχος, ο κυρ ειρηνοδίκης και ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου. Οι θεαταί είδον τότε και ενόησαν ότι επρόκειτο περί μειοδοτικής δημοπρασίας. Αλλά μόλις επρόφθασαν να το εννοήσωσι, και ηκούσθη η φωνή του κήρυκος «Κατεκυρώθη» κτλ. Εφαίνετο ότι ήσαν «κατακυρωμένα» εκ των προτέρων, και ότι όλα εγίνοντο απλώς διά τον τύπον. Οι αρμόδιοι υπέγραψαν το πρωτόκολλον, ο ειρηνοδίκης, ως αντιπρόσωπος της διοκητικής αρχής, ενέκρινεν οριστικώς το αποτέλεσμα επί τόπου, διά το κατεπείγον, οι τέσσαρες ηλιοκαείς και γυμνόστερνοι λεμβούχοι εσηκώθησαν από το κεφαλόσκαλον κι έτρεξαν εις την ξυλικήν, οι τρεις κυρτοί βραχύσωμοι, απογοητευθέντες έπαυσαν να φέρωσι γύρους κι εζήτουν εις μάτην να βοηθήσωσιν εις την επιβίβασιν των δοκών και σανίδων. Οι λεμβούχοι τους απώθησαν, λέγοντες ότι δεν είχον ανάγκην των εκδουλεύσεών των, και ο αντικρύ εξηπλωμένος μεγαλόσωμος γεννάδας, ο αρχηγός της συντεχνίας, τους έστειλε τελευταίον σκώμμα, λέγων: «Δε σας το ‘λεγα εγώ;»
Ούτοι ήσαν αχθοφόροι, οίτινες επέμενον να πιστεύωσιν ότι η ξυλεία, αφού είχεν εκφορτωθεί επί της αποβάθρας, ήτο προωρισμένη να μεταφερθεί εντός της πολίχνης. Αλλ΄ο αρχηγός της συντεχνίας, όστις ήτο πολύ σοφώτερος, τους είχε προειπεί ότι μάτην επερίμεναν, και ότι η ξυλεία, καθώς ηξεύρει αυτός (και τούτο το έλεγε μυστηριωδώς) θα μεταφερθεί οπίσω πάλιν διά θαλάσσης.
Εκ δευτέρου ήχησε το σφυρίον του κήρυκος, και ηκούσθη πάλιν το «Κατεκυρώθη». Αύτη ήτο δευτέρα δημοπρασία. Την πρώτην φοράν επρόκειτο περί προμηθείας ξυλείας, και εκ δύο εμποροπλοιάρχων, οίτινες είχον φέρει ξυλικήν με τα πλοία των, επροτιμήθη ως έχων «τας καλυτέρας συστάσεις» ο είς. Την δευτέραν φοράν επρόκειτο περί εργολαβίας προς κατασκευήν παραπηγμάτων, και μεταξύ τριών ή τεσσάρων ανταγωνιστών, επροτιμήθη πάλιν είς, ως «παρέχων όλας τας ευκολίας». Εις την μίαν περίπτωσιν, και αν ο δεύτερος επρόσφερεν ευθηνότερον το πράγμα, δεν θα ήτο δεκτός, διότι είναι «κατεπείγον» και διότι «κατεκυρώθη». Εις την άλλην περίπτωσιν ήτο γνωστόν ότι ουδείς αρχιτέκτων θα κατήρχετο τόσον χαμηλά, διότι ίσως να είχεν ίχνη τινά ευσυνειδησίας εις την εργασίαν του.
Τα πράγματα ήλθαν τόσον ραγδαία και απροσδόκητα, ώστε κανείς σχεδόν των παρεστώτων εν τη αγορά δεν ενόησε τίποτε. Ακόμη ολιγώτερον ενόησαν αι γυναίκες αι συνηθροισμέναι εις την οικίαν της γραίας Γερακίνας, ων δύο προέκυπτον διά του παραθύρου, και άλλαι τρεις εκοίταζον διά της θύρας. Αλλ’ αι εκ του ασθενούς φύλου έχουσι τούτο το πλεονέκτημα, ότι όχι μόνον χρωματίζουσιν, αλλά και μεταπλάττουσι διά της φαντασίας παν το πραγματικόν, αναπληρούσαι το ελλείπον, και αι πελάτιδες της γραίας Γερακίνας, βλέπουσαι μόνον, ήσαν ικαναί να φαντάζωνται και να προσθέτωσι και να βεβαιώσι πράγματα, τα οποία ουδέποτε είχον συμβεί. Ό,τι είναι παράδοσις εν τη ιστορία, ό,τι έχει την χροιάν του θρύλου και της φήμης, από γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως εξήλθεν.
Η γραία όμως Σκεύω, επειδή είχε σπουδαίον ενδιαφέρον και όχι ματαίαν πολυπραγμοσύνην και περιέργειαν, δεν ηρκείτο εις τας εικασίας των ομοφύλων της, οίας ηδύνατο να σχηματίσει και αυτή, εάν ήθελε, και πολύ πιθανωτέρας. Αλλ’ εσυλλογίζετο τον υιόν της, τον γυιόκα της, τον μονάκριβόν της, τον πάπον της, τον σταυραετόν της, όστις επεριμένετο να φθάσει, όστις θα έμενεν επί ημέρας εις την καραντίναν, και διά τούτο αυτή επεθύμει να μάθει, να γνωρίσει ό,τι πραγματικώς συνέβαινε.
Διά συγγενικής προσλιπαρήσεως έπεισε την γρια-Γερακίνα να εξέλθει εις την θύραν, και να κοιτάξει όπως εύρει κάποιον, εις τον οποίον να έχει θάρρος διά να τον ερωτήσει.
Εκατόν βήματα μακράν ήτο η τράπεζα της δημοπρασίας, περί ην ευρίσκοντο ο δήμαρχος, ο ειρηνοδίκης, ο υγειονόμος, ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου, ο γραμματεύς και οι μειοδόται, ασχολούμενοι εις την υπογραφήν των πρωτοκόλλων. Ολόγυρα ίσταντο οι περίεργοι, ικανοί τον αριθμόν, άνδρες και παιδία. Παρέκει εκάθηντο καπνίζοντες τους ναργιλέδες των σοβαροί γέροντες ναυτικοί απόμαχοι. Κατέμπροσθεν εξηπλούτο πλατεία και λιθίνη αποβάθρα, από το έδαφος της οποίας οι λεμβούχοι εξηκολούθουν να μεταφέρωσι τας διπλοσανίδας και τα πέταυρα εις τας φελούκας των, ερίζοντες θορυβωδώς με τους αχθοφόρους, οίτινες επέμενον ότι «έδωσαν χέρι» εις το «μπαρκάρισμα του κερεστέ» και είχον περικυκλώσει ήδη τον εργολάβον αρχιτέκτονα, ζητούντες να πληρωθώσιν. Αντικρύ ο μεγαλόσωμος βαστάζος εξηκολούθει να τους μυκτηρίζει λέγων ότι δεν είχαν τύχη σήμερα. Μέσα εις το καφενείον, ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής, ολομόναχος εκοίταζε μελαγχολικός από το παράθυρον, αναλογιζόμενος ότι δεν είχε πωλήσει από το πρωί ούτε τρεις καφέδες. Και ώκτειρε τα μέτρα των καθάρσεων, τα οποία φέρουσι στάσιν εις το εμπόριον. Δίπλα, εις το υποδηματοποιείον, ο Γεράσιμος Δ. Γερασίμου και ο Ανθέμιος Δουκαΐδης, εξηκολούθουν ακόμη και μετά το τέλος της δημοπρασίας να λογομαχώσι, λέγων ο καθείς ότι ο καλύτερος εργολάβος ήτο ο ιδικός του.
Η Γερακίνα επροχώρησεν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου εγίνετο η δημοπρασία, και η Σκεύω εξελθούσα εστάθη επί της μικράς βαθμίδος, έξω του κατωφλίου. Η πρώτη εκοίταξε να ίδει κανένα οικείον να τον φωνάξει. Αλλ’ όλοι οι παρόντες εκεί ίσταντο προσηλωμένοι περί την τράπεζαν της μειοδοσίας.
Επί τινα λεπτά της ώρας η γραία ίστατο διστάζουσα, βλέπουσα και αυτή προς το μέρος της δημοπρασίας, ανατολικώς. Είτα στρέψασα τυχαίως την κεφαλήν προς τα δεξιά, παρετήρησε τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον καφετζήν, όστις ήτο είς των μακρινών συγγενών της. «Να ποιον πρέπει να ρωτήσω, αγκαλά… δε θα ξέρει πολλά πράγματα». Είπε και επλησίασεν εις το παράθυρον του καφενείου, έσωθεν του οποίου ίστατο ο αγαθός γέρων.
– Δε μου λες, Αναγνώστη, του λέγει, τι τρέχει σήμερα, και γιατί γίνεται όλο αυτό το νταβατούρι;
– Δημοπρασία θαρρώ πως κάνουνε, απήντησε μεθ’ ετοιμότητος ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
– Πως κάνουνε δημοπρασία το βλέπω, μα σε τι απάνου;
– Δε βλέπεις; Απάνου στο τραπέζι εκεί, απήντησεν ο καφετζής.
Η θεια-Γερακίνα υπέθεσεν ότι κάτι είχαν επάνω στο τραπέζι, και έστρεφεν αποτόμως την κεφαλήν. Αλλά το πλήθος έκρυπτεν από τους οφθαλμούς της την τράπεζαν, ως και τους υπαλλήλους.
Ευτυχώς την στιγμήν εκείνην, ο κορυφαίος των βαστάζων, όστις ήτο εξηπλωμένος επάνω εις την μπαγκέταν, έξωθεν του καφενείου, απεφάσισε ν’ ανασηκωθεί ολίγον από την θέσιν του και ακούσας την συνομιλίαν του καφετζή και της γραίας, έσπευσε να λάβει μέρος.
– Βγάζουνε στη δημοπρασία την ξυλική για τα παραπήγματα, είπε.
– Ποια παραπήγματα; είπεν η θεια-Γερακίνα.
– Να, παράγκες θα φτιάσουνε μέσα στον Τσουγκριά.
Και επειδή από το πρωί επεθύμει να εύρει άνθρωπον διά να διηγηθεί ό,τι ήξευρε, και δεν είχεν εύρει κανένα, διότι οι «δικοί του ήσαν όλοι ντουβάρια», έλεγεν, εννοών τους συναδέλφους του αχθοφόρους, ήρχισεν ευθύς να διηγήται, χαρτί και καλαμάρι, εις την θεια-Γερακίναν, όσα εγνώριζε, κατά το μάλλον και ήττον ακριβή. Επειδή η χολέρα εθέριζε κόσμον εις τα μέρη της Τουρκιάς, η ελληνική Κυβέρνησις είχε διατάξει να γίνεται αυστηροτάτη η καραντίνα. Εκτός του υπάρχοντος λαζαρέτου εις την νήσον, διετάχθη να γίνει προσωρινόν έκτακτον λαζαρέτον η ερημόνησος Τσουγκριάς, ανατολικομεσημβρινώς κειμένη, παρά το στόμιον του λιμένος. Το έκτακτον τούτο λαζαρέτον ωνόμαζόν τινες λοιμοκομείον, ενώ το άλλο, το σύνηθες, ήτο το λοιμοκαθαρτήριον. Εις το λοιμοκομείον θα έμενον τα πλοία και οι επιβάται εικοσιμίαν ημέρας, εις το λοιμοκαθαρτήριον άλλας ένδεκα. Το όλον τριανταδύο ημέρας καραντίνα.
Έως τώρα είχον φθάσει δύο τρία μεγάλα πλοία και πέντε ή έξ μικρά, εις τον Τσουγκριάν. Επεριμένοντο όμως και άλλα, και άλλα… Επειδή επί της ερημονήσου Τσουγκριά ολίγιστα υπήρχον καταλύματα, δύο ή τρία κελλία προς χρήσιν των καλογήρων –διότι η νήσος ήτο αφιέρωμα εις την Παναγίαν (ήτο κτήμα της ιεράς μονής του Ευαγγελισμού) –και επειδή θα εχρειάζοντο υπόστεγα διά το πλήθος των επιβατών, όσοι ήτο πιθανόν να έλθωσι, και επειδή εμέσαζεν ήδη ο Αύγουστος και επλησίαζαν τα πρωτοβρόχια, διά τούτο η Κυβέρνησις διέταξε κατεπειγόντως να κατασκευασθώσι παραπήγματα επί της μικράς νήσου, διά να εύρωσι στέγην όσοι θα ήρχοντο δυστυχείς από τα χολεριασμένα μέρη, φεύγοντες την φοβεράν νόσον. Αι αρχαί έβγαλαν σήμερον εις την δημοπρασίαν την προμήθειαν του υλικού διά τα παραπήγματα, και την κατασκευήν των παραπηγμάτων αυτών. Εις την προμήθειαν του υλικού, επροτιμήθη διά τόσες χιλιάδες κομμάτια, προς τόσα τα κομμάτι, ο καπετάν Κωσταντής ο Καβαρδίνας, από το Λιτόχωρον. Την κατασκευήν των παραπηγμάτων την επήρε, διά 7,812 δραχμάς, ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, ο αρχιτέκτων. Αυτά συνέβησαν σήμερον.
– Α! για τούτο, μαθές… έκαμεν ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής.
Ο κορυφαίος των βαστάζων επέστρεψεν εις την μπαγκέταν του, και η θεια-Γερακίνα εις το σπίτι της.
Αληθινά, δεν της εκαλοφάνη της γριάς Σκεύως, όταν έμαθε την νέαν είδησιν, ότι ο υιός της έμελλε λοιπόν, όταν έλθει –διότι θα ήρχετο, σίγουρα, αυτό η γριά-Σκεύω το επίστευεν ακραδάντως –να διατρίψει είκοσι μίαν ημέρας εις τον Τσουγκριάν, και άλλας ένδεκα εις τα Λαζαρέτα, σωστάς τριανταδύο ημέρας καραντίνα. Τον παλαιόν καιρόν τουλάχιστον, όταν ήρχετο από το ταξίδι ο καπετάν Γιαλής, ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του, έκαμνεν ένδεκα ημέρας, ή δεκατέσσαρας ημέρας, ή και τρεις εβδομάδας εις τα Λαζαρέτα, όχι εις αυτό το νεώτερον κοινόν λαζαρέτο, αλλ’ εις τα παλαιά Λαζαρέτα, σιμά εις τον Άγιον Γεώργιον, και τότε η Σκεύω, μαζί με άλλες γυναίκες, καπετάνισσες ή άλλες οπού είχαν τους άνδρας των ή τους συζύγους των εις την καραντίναν, έτρεχε κάθε βράδυ εις την καραντίναν, και όλαι είχαν τα κοφινάκια των γεμάτα. Και ήτο η μόνη φορά όπου ήρχοντο τα καλάθια γεμάτα από την πόλιν, αντί να γυρίζουν γεμάτα από την εξοχήν.
Η Σκεύω είχεν ένα καλαθάκι λεπτόν, μικρόν, ψιλολογιά καμωμένο, με λεπτοτάτας βέργας αγιοκλήματος και με στιλπνοτάτας σχίζας λείου καλάμου, αριστούργημα καλαθοποιΐας, οποία μόνον εις την νήσον εκείνην κατασκευάζονται. Το έφερε κάθε βράδυ γεμάτον από τυρόπιττες, από αυγά, και από μοσχάτα σταφύλια –διότι ήτο Αύγουστος καθώς τώρα. Τα σταφύλια εκομίζοντο εις τα Λαζαρέτα, εις το πείσμα της απαγορεύσεως του ιατρού, όστις δεν ήξευρε τι έλεγε. Να είναι κλεισμένοι οι άνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα εις τα πλοία, επί εβδομάδας, Αύγουστον μήνα, και να μην έχουν σταφυλάκι να βρέξουν το στόμα των! Και πού το ηύρε γραμμένο; Λέει πουθενά το γιατροσόφι μέσα, ότι πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι από το ένα κακό διά να γλυτώσουν από το άλλο; -Και έφθαναν κάθε βράδυ, βασίλευμα ηλίου, αι γυναίκες, πέρα στα Λαζαρέτα, αντικρύ του χωρίου, εκείθεν της λίμνης και του ναυπηγείου, σιμά εις τον Άγιον Γεώργιον. Και άδειαζαν τα καλαθάκια τους επάνω εις ένα χαμηλόν βράχον, εις την ακρογιαλιά, και έβγαιναν οι βάρκες από τα καΐκια οπού ήσαν εις την καραντίνα, και έπαιρναν τες τυρόπιττες, τα αυγά, τα μποκάλια με το βαθύ ξανθόν μοσχάτον, τα φλωροκίτρινα μοσχάτα σταφύλια, τα γλυκά μεγάλα καλαμόσυκα και τα χνοώδη ως παρειάς παρθένου εύχυμα ροδάκινα. Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντες «Καλή νύχτα!» Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν «Καλή νύχτα! καλή νύχτα σας! καλό πράτιγο!» Και η κάθε μία εις τον άνδρα της έλεγε: «Καλή νύκτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραϊτέ μου!» Και εις τον υιόν της η κάθε μία έλεγε:«Καλή νύκτα, καναρίνι μου! πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!» Και πολλάκις επρόσθετον παρανομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου. Αν ο εκτελών την κάθαρσιν ωνομάζετο Γιαλής, ως ο σύζυγος της θεια-Σκεύως, τότε το θωπευτικόν όνομα ήτο «Γιαλέινέ μου». Εάν εκαλείτο Γεώργιος, «Γιωργάκη μου». Εάν εκαλείτο Ευστάθιος «Σταθένιε μου», ή «Αρέθα μου», εκ του ονόματος άρχοντός τινος, προεστού της κώμης Προμυρίου, του Πηλίου όρους. Αν εκαλείτο Αλέξανδρος, η προσηγορία ήτο «Αλεξανδριανέ μ’ αέρα» Αν ο προσφωνούμενος ήτο πλοίαρχος, τότε εις το όνομά του προσετίθετο το τουρκικόν όνομα ρεΐζ ή ρειζ (καπετάνος), ως εξής: «Κωνσταντή-ρείζη μου, Γιαννάκη-ρείζη μου» κτλ.
Ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι, όταν υπήρχον ακόμη τα παλαιά Λαζαρέτα. Απλούν άκομψον κτίριον, του οποίου τα ερείπια φαίνονται †ωραία† σήμερον εις όσους εγήρασαν αρκετά, ώστε να προτιμώσι τας παλαιάς αναμνήσεις από την σύγχρονον πραγματικότητα. Βορειανατολικώς, πέραν του κτιρίου εξετείνετο ο κάμπος του Αγίου Γεωργίου, όπου έβοσκον τα ολίγα πρόβατά των δύο πτωχοί ποιμένες, καταβαίνοντες τρις της ημέρας από το αντικρύ βουνόν, διά να ποτίσουν τα μικρά κοπάδια των εις την κοπάναν, εκεί από το πηγάδιον με το δροσερόν νερόν, πλησίον εις την λίμνην, όπου ο γερο-Ξυλοπόδαρος, ισόβιος ενοικιαστής, επαιδεύετο όλην την ημέραν με την χωρίς καρίναν σκάφην του, διά να συλλάβει τα κεφαλόπουλα που εγλιστρούσαν εις τους βάλτους, και τα χέλια, τα οποία εχώνοντο άπιαστα μέσα εις τον βούρκον. Εκείθεν της λίμνης, επί της πλατείας λωρίδος της άμμου, οι κρότοι, οι δούποι και οι θόρυβοι των ναυπηγών, των πριονιστών και των καλαφατών, αντήχουν, από πρωίας μέχρις εσπέρας, κρότοι ευάρεστοι εις ώτα υγιών ανθρώπων, παρατεινόμενοι και χρωματιζόμενοι από την ηχώ, ήτις τους εδέχετο ως ποθεινήν συντροφίαν εις τα μονήρη σπήλαιά της, γύρω εις τα βουνά. Ολόγυρα αι ευωδίαι του θύμου, του σχοίνου, της φασκομηλέας, του υσσώπου, ανήρχοντο, ως δι’ ακάπνου θυμιατηρίου, θυμίαμα εις τον ουράνιον θόλον. Η χλόη της κοιλάδος, τάπης ατίμητος της φύσεως, εξηπλούτο φθάνουσα μέχρι των άκρων ορίων της εις τους θάμνους, οι θάμνοι ανείρπον μέχρι της λόχμης εις την μέσην του βουνού, και η λόχμη ανεπτύσσετο εις δάσος από την μέσην έως την κορυφήν.
Δις της ημέρας διήρχετο την κοιλάδα φιλάγαθος ανήρ, πεντηκοντούτης, γηράσας πρόωρα, ως να μην αντείχεν εις το κοινωνικόν δηλητήριον, το οποίον ενωρίς ήρχισε ν’ αναπτύσσηται εις τας τάξεις της ελληνικής κονωνίας. Κυρτός, σιωπηλός και μελαγχολικός, ο Γιαννιός της Μαργαρίτας ανήρχετο το πρωί εις το μονάκριβο κτήμα του, εις το προσφιλές του τιμάριον, το οποίον είχεν επί του ζυγώματος του όρους, ανάμεσα εις δύο κορυφάς. Το μικρόν κτήμα ήτο αγρός άμα και άμπελος, ελαιών και κήπος. Εξηπλούτο από του υψώματος του ζυγού, μέχρι της ακρογιαλιάς, προς το πέλαγος του βουνού· εκαρποφόρει άνωθεν ικανά εκ των προϊόντων της γης, και μετείχε κάτωθεν των προϊόντων της θαλάσσης. Επί των αιμασιών του έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια, τα κλήματα εκάμπτοντο πολυβριθή από τας μεγάλας περκαζούσας και μαυροβολούσας σταφυλάς. Ανά τας πεζούλας μικραί συκαί τεσσάρων ή πέντε ετών φυτείας έφερον ήδη τον γαλακτερόν και ψωμωμένον καρπόν των, παραπολύ ερεθιστικόν διά ν’ απλώσει παρθένος την αβράν κυανόφλεβα χείρα εις ένα των κλώνων. Ένθεν και ένθεν, εις τα σύνορα του κτήματος και του δάσους, βάτοι εδείκνυον τους μαύρους λοβώδεις καρπούς των, παρά την αποσκαφήν της αμπέλου, και κόμαροι το φθινόπωρον έμελλον να ωριμάσωσιν υπομονητικώς τους ιδικούς των εις τας θερμοτέρας ακτίνας του χλιαινομένου ηλίου.
Κάτω, εις τους βράχους, μαύρους από το κύμα, αποπνέοντας άλμην, μυστηριώδεις από το πέλαγος, η θάλασσα, αφού έσκαπτε καρτερικώς λάκκους επί της κορυφής των βράχων, τους εγέμιζεν είτα αποτόμως εκ της ιδίας ουσίας της, και ο σεβάσμιος ο κυρ Γιαννιός, του οποίου το κτήμα είχεν ανατολικόν σύνορον την θάλασσαν, εύρισκε δράκας άλατος διά ν’ αλατίζει προς πρόχειρον πρόγευμα τες πεπεριές, τα αγγουράκια και τας τομάτας, τας οποίας ο ίδιος, εξ έρωτος, εκαλλιέργει. Ανάμεσα εις τους βράχους, εις τας σπηλαιώδεις υπονόμους του κύματος και εις τας τραχείας υφάλους, μεγάλα παγούρια και κάβουροι, βόσκοντες εις τον υποβρύχιον λειμώνα, ήσαν αρκετά χειροήθεις εις τας προσπαθείας του μπαρμπα-Γιαννιού, και πέραν των απωτέρων βράχων, ανάμεσα εις την λευκάζουσαν εκεί προς το πέλαγος νήσον, την ούσαν προσφιλές ενδιαίτημα γλάρων και αγρίων περιστερών, και εις τρεις μεγάλους σκοπέλους, κλίνοντας την κορυφήν προς την ακτήν, αφ’ ης προ μακρών αιώνων απεσπάσθησαν, τα δελφίνια έπαιζον εις το κύμα, και ημιλλώντο εις τον δρόμον με την ελαφράν βαρκούλαν, την πλέουσαν με το λευκόν πανίον της προς την αντικρύ νήσον.
Έμπροσθεν του κτιρίου προς δυσμάς βλέποντος, προς την πόλιν, ίστατο μετρίου μεγέθους μονήρες δένδρον, δρυς, εκτοπισθείσα εκεί μακράν των κραταιών συντρόφων της του δρυμώνος, διά να δροσίζει με την σκιάν της τους εν στενοχωρία και αποκλεισμώ ταξιδιώτας, τους τελούντας την κάθαρσιν εις το λαζαρέτον. Εκεί υπό την σκιάν εκείνην πολλοί ρεμβασμοί ανειλίχθησαν αοράτως ανερχόμενοι ανά τους χλωρούς κλώνας και την ανήλιον φυλλάδα του μονήρους δένδρου, και πολλοί πόθοι εστάλησαν υπερπόντιοι πέραν εις την χαρίεσσαν πολίχνην με τους λευκούς τοίχους και με τα κυανά παράθυρα και τους κομψούς εξώστας, όπου χαριέσταται βαθύμαλλοι κεφαλαί προέκυπτον συχνά, και όπου γαλανά ή μαύρα όμματα έστελλον κρυφούς έρωτας και γλυκείς ιμέρους υπεράνω του κύματος πέραν του λιμένος.
Η γραία Σκευώ διετήρει, μία εκ των ολίγων πράγματι ευαισθήτων γυναικών, τας αναμνήσεις ταύτας, τας οποίας ακροθιγώς υπηνίχθημεν εν τω προηγουμένω κεφαλαίω, και δεν της εκαλοφάνη, είπομεν, όταν έμαθεν ότι ο υιός της θα διέτριβεν είκοσι μίαν ημέρας μέσα εις τον Τσουγκριάν, και άλλας ένδεκα εις τα νέα λαζαρέτα. Δεν θα ηδύνατο πλέον να γεμίζει το εύπλεκτον κομψόν καλαθάκι της με οικιακά δώρα διά τον υιόν της, όπως το εγέμιζε το πάλαι διά τον σύζυγόν της. Δεν θα ηδύνατο το βράδυ-βράδυ, όταν θα εχαμήλωνεν ο ήλιος έως την κορυφήν του βουνού, να σηκωθεί να πάρει γεμάτον το καλαθάκι της, και να υπάγει, το γιαλό-γιαλό, την άμμο-άμμο πέραν εις τον μέγαν αρσανάν της πόλεως, σιμά εις την λίμνην, αντικρύ εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Γεωργίου, διά να φέρει το καλαθάκι της εις τον υιόν της. Τώρα θα εχρειάζετο να κάμει φτερά, διά να υπάγει εις τον Τσουγκριάν, εις την νήσον της Ευαγγελίστρας, προς το πέλαγος, διά να φέρει το καλαθάκι της εις τον υιόν της. Θα εχρειάζετο να κάμει θαύμα η Παναγίτσα της, η μικρά της ασημωμένη και μαλαμοκαπνισμένη Παναγίτσα, διά να της δώσει την δύναμιν να περιπατήσει απάνω εις το κύμα, βαστάζουσα το μικρόν εύπλεκτον καλαθάκι της διά να το φέρει εις τον υιόν της, προς ανακούφισιν της στενοχωρίας του εις την καραντίναν. Διότι οι πορθμείς και οι λεμβούχοι, οι άνθρωποι αυτού του καιρού, θα την έσκωπτον σκληρώς και θα την επεριγέλων, εάν τους παρεκάλει να την πάρωσιν εις την φελούκαν των, όπως την φέρωσιν εις τον Τσουγκριάν, να ίδει από μακράν τον υιόν της. Και δεν της έμενε πλέον, ειμή να στέλλει το μικρόν εύπλεκτον καλαθάκι, γεμάτον από δώρα του οίκου και της αμπέλου, σκεπασμένον με πετσέταν λεπτοϋφασμένην μεταξωτήν, να στέλλει το καλαθάκι εις τον υιόν της, χωρίς να δύναται να υπάγει μόνη της.
Δεν της εκαλοφάνη βέβαια… αλλά πόσον περισσότερον της εκακοφάνη όταν το βράδυ, επανερχομένη από της εξαδέλφης της, της Γερακίνας, γεμάτη από λογισμούς και υποψίας, ενώ ανέβαινε το λιθόστρωτον το φέρον εις την επάνω γειτονιά, πατούσα σιγά-σιγά, ελαφρά-ελαφρά, με όλα τα εξηνταπέντε χρόνια της, από λιθάρι εις λιθάρι, από στενόν εις στενόν, από γωνίαν εις γωνίαν, διά του παραθαλασσίου δρόμου πέραν της αγοράς, πόσον της εκακοφάνη όταν μία βαρκούλα, η οποία είχε κατεβάσει το πανάκι της και ήρχετο με τα κωπία προς την άμμον, επλησίασε μέχρι βολής τουφεκίου εις τον παραθαλάσσιον ανηφορικόν δρόμον, δι’ ου ανέβαινεν αυτή, επλησίασεν φέρουσα τρεις επιβάτας, ένα ηλικιωμένον, και δύο παιδία, και όταν έν των παιδίων, μία κλήρα, η πλάσις αυτού του καιρού τής εφώναξε σκληρώς:
– Θεια-Σαβουρόκοφα! ο γυιός σου είναι άρρωστος στον Τσουγκριά, από χολέρα!
Τώρα, το παλαιόν λαζαρέτον έμεινεν ερείπιον, διηγούμενον εις τον εννοούντα την μυστηριώδη γλώσσαν του επισκέπτην, τους φόβους, τας αγωνίας, τα βάσανα, τας επιθυμίας, την υπομονήν, την εγκαρτέρησιν, τας θυσίας, τους πόνους, τας νόσους, τους θανάτους, τους λυγμούς, τα δάκρυα, την απελπισίαν, όλα όσα είδε και ήκουσε κατά καιρούς, από της ανεξαρτησίας και εντεύθεν. Το δένδρον ίσταται ακόμη ορθόν, αλλ’ εν παρακμή και ώχρα φύλλων τις οίδεν αν ενθυμήται τους ρεμβασμούς όσους εσκίασεν υπό τους γαμψούς και ούλους, τους εν σχήματι διαδήματος ανερχομένους κλώνας του, και τους καημούς τους οποίους εδρόσισεν υπό το φύλλωμά του. Αλλ’ ο είς τοίχος του κτιρίου, γυμνός από τον άνεμον, μαυρισμένος από την καταιγίδα, ίσταται κυρτός και σημειοί το μέρος όπου ηγείρετο το κτίριον, και ο βράχος της παραλίας μετά πόθου αναπολεί τας φαιδράς λαλιάς των γυναικείων χαιρετισμών, όσοι αντήχησάν ποτε υπεράνω του κύματος τούτου. Προ τεσσαρακονταετίας σχεδόν, η Κυβέρνησις απεφάσισε να εγκαταλείψει το παλαιόν λαζαρέτον, το οποίον ήτο εις τον μυχόν του ανατολικού λιμένος, και διέταξεν να κτίσωσι νέα λαζαρέτα μεσημβρινότερον επί της αυτής παραλίας, έν περίπου μίλιον απώτερον, προς το ανατολικόν στόμιον του λιμένος. «Από Θεό κι απ’ αφεντιά» τα νέα λαζαρέτα εκτίσθησαν, κατά το σχέδιον του μηχανικού της Κυβερνήσεως. Τρία κτίρια, τα δύο υψηλότερα επί του βουνού, το τρίτον χαμηλότερον προς την παραλίαν. Εν μέσω των τριών μεγάλη στέρνα, αιωνίως στειρευμένη από νερόν. Κάτωθεν του τρίτου λαζαρέτου, υψηλή, πλατεία μαρμαρίνη κλίμαξ, και κάτωθεν της κλίμακος πλατεία καλοκτισμένη αποβάθρα επί της θαλάσσης.
Τα τρία νεόδμητα κτίρια διετηρήθησαν επί έν έτος εν καλή καταστάσει, ύστερον, επειδή εβράδυνεν ευτυχώς ν’ ακουσθεί μεγάλη επιδημία, έμειναν ακατοίκητα και ουδέποτε επισκευάσθησαν πλέον. Τώρα, όπως είναι μακρά, λευκά και χαμηλά, φαίνονται μακρόθεν ως τρία λευκόμαλλα αρνία, αποπλανηθέντα από το κοπάδι του γερο-Κοντζιδάκη, πλαγιασμένα εκεί με το λυκόφως της εσπέρας, κατά μήκος της ακτής, μηρυκάζοντα εις το εφαπλούμενον σκότος.
Τέλος, ήλθε το 1865, και η χολέρα εκομίσθη το θέρος εις την ανατολικήν Ευρώπην, πιθανώς, όπως πάντοτε, διά των μουσουλμάνων προσκυνητών της Μέκκας. Αι δύο «μεγάλαι μουσουλμανικαί δυνάμεις», η μία με το χρυσοφόρον ινδικόν κράτος της, η άλλη με τας προσοδοφόρους της κτήσεις εν Αλγερία, δεν απεφάσισάν ποτε να θέσωσι περιορισμούς τινας εις τα ταξίδια των μωαμεθανών υπηκόων των, και δεν εύρον ποτέ συμφέρον να βιάσωσι την Πύλην όπως εφαρμόσει τελεσφόρα υγειονομικά μέτρα εις την κοιτίδα του μωαμεθανισμού εν Αραβία. Η ταλαίπωρος Ανατολή υπήρξε και τότε, ως τώρα και πάντοτε, υπό τε γεωγραφικήν και κοινωνικήν, υπό πολιτικήν και θρησκευτικήν έποψιν, άφρακτος αμπελών. Αλλ’ ο Χριστός ομιλεί περί τινος μελλούσης ημέρας, ότε θα έλθει ο κύριος του αμπελώνος.
Εναντίον της χολέρας του 1865 διετάχθησαν εν Ελλάδι μακραί και αυστηραί καθάρσεις. Τότε τα νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια του τόπου δεν ήρκεσαν πλέον και δεν εκρίθησαν κατάλληλα διά τον σκοπόν των καθάρσεων, και διετάχθη προς τοις άλλοις να συσταθεί έκτακτον λοιμοκαθαρτήριον επί της ερημονήσου Τσουγκριά. Τας πρώτας ημέρας του Αυγούστου είχαν καταπλεύσει ολίγα πλοία. Μετά δύο ή τρεις ημέρας ο αριθμός των κατάπλων εδιπλασιάσθη.
Την επομένην εβδομάδα είχον έλθει πλείονα των 30 μεγάλων ιστιοφόρων, και πάμπολλα μικρά καΐκια. Περί τα μέσα του Αυγούστου, ο αριθμός των βρικίων, και μεγάλων σκουνών, των καθαριζομένων περί την νήσον Τσουγκριάν, ανήλθεν εις πεντήκοντα, και τα μικρά καΐκια υπερέβησαν τα εκατόν. Τα εκατόν πεντήκοντα ταύτα πλοία είχον φέρει πλείονας των τρισχιλίων επιβατών, εκτός του αριθμού των πληρωμάτων. Έξω, εις τον Τσουγκριάν μεγάλη δραστηριότης επεκράτει. Ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, όστις είχεν αναλάβει την κατασκευήν των παραπηγμάτων, είχεν αρχίσει μετά ζήλου την εργασίαν του. Είχε συναινέσει χάριν της εργασίας, να «σπορκαρισθεί» εκουσίως, ήτοι να συγκοινωνήσει εξ ανάγκης με τους εν καθάρσει και μετάσχει και αυτός της καθάρσεως. Εις την απόφασιν του ταύτην τον ηκολούθησαν φιλοτίμως τέσσαρες εκ των συναδέλφων του τεκτόνων εργαζόμενοι υπό τας διαταγάς του. Ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης εκάρφωνε μικράν δοκόν εδώ, μίαν σανίδα εκεί, και είτα έτρεχε παρέκει. Ήρχιζεν έν παράπηγμα, εκάρφωνε τρεις σανίδας διά τοίχον, δύο πέταυρα διά στέγην, είτα το άφηνεν ατελές, και ήρχιζεν άλλο παράπηγμα.
Αφού είχεν εμπήξει ένα πάλον, εις την γην, αρκετά στερεά ώστε να μη ανατρέπεται υπό του ελαφρού ανέμου, και αρκετά ρηχά, ώστε να σείηται όλος εις πάσαν επαφήν, εκάρφωνεν οριζοντίως μίαν δοκίδα, ενεπήγνυε δεύτερον πάλον εις το αμμώδες έδαφος, εκάρφωνε μίαν σανίδα από το έν μέρος, την άφηνεν ακάρφωτην από το άλλο μέρος και είτα μετέβαινεν εις άλλο παράπηγμα. Άφηνεν ένα των τεχνιτών του, τον νεώτερον, ν’ αποτελειώσει το παράπηγμα, και αυτός έτρεχε να θεμελιώνει άλλο. Είτα μετεκάλει τον μαθητευόμενόν του εις τον οποίον είχε δώσει εντολήν ν’ αποτελειώσει το ημιτελές παράπηγμα, και τον διέταττε να εργασθεί εις το δεύτερον, αφήνων με δύο σανίδας και με τρεις αστηρίκτους δοκίδας κλονούμενον το παλαιόν. Εντός μιας εβδομάδος είχε κατασκευάσει ούτω πλείονα των είκοσι παραπήγματα, μεγάλα και μικρά, αλλ’ ολίγα τούτων είχον φατνωμένας με σανίδας τας πλευράς, κανέν δεν είχε σκεπασμένην με στέγην την κορυφήν, όπως στεγάσει ανθρώπους. Εν τω μεταξύ τα πρωτοβρόχια ήρχισαν πρώιμα, και η συρροή των ταξιδιωτών ήτο μεγάλη. Πολλοί των ταξιδιωτών επροτίμων να μένωσιν επί των πλοίων, εις τα οποία άλλως θα εστενοχωρούντο να μένωσι περισσότερον. Γυναίκες, παίδες και κοράσια υπέφερον επί των πλοίων, αν και ήσαν ηγκυροβολημένα ταύτα.
Πάμπολλαι ελληνικαί οικογένειαι είχον έλθει εσπευσμένως επί του πρώτου ελληνικού ιστιοφόρου το οποίον ηδυνήθησαν να εύρωσιν, ολίγαι οικογένειαι δυτικών και λεβαντίνων, καί τινες εβραϊκαί. Πολλοί των πλοιάρχων εξήσκουν την φιλανθρωπίαν με το αζημίωτον, επιβιβάζοντες εις τα σκάφη των όσον το δυνατόν πλείονας επιβάτας.