Post-01
Άννα Μαρία Γραμμένου

Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα (Α΄μέρος)

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on whatsapp
WhatsApp
Share on email
Email

Ο ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ (1893)  1{1} διηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, πού μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα, επιχόλερα καράβια), προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση. Το διήγημα ωστόσο δεν αναδίδει οσμή θανάτου, όπως εύστοχα είχε επισημάνει και η Ακρόπολις (13.8.1893) που το φιλοξένησε, στο σχετικό σημείωμα της: Πρόκειται περί χολερικών αναμνήσεων. Αλλά μακράν πας φόβος. Εις τον Βαρδιάνον δεν εκτυλίσσονται στυγναί και απαίσιαι εικόνες τόπων έρημουμένων υπό της χολέρας. Δεν προβάλλει εις την ιστορίαν αυτήν η απελπισία και το πένθος της χολέρας [...]. Ο Βαρδιάνος δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων είναι διήγημα έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, άλλ' εξεικονιζομένας υπό του τερπνού και εύθυμου καλάμου του συγγραφέως. Η φιλοσοφία του κ. Παπαδιαμάντη είναι εύθυμος, και αν που εις τον Βαρδιάνον εκτίθεται καμμία εικών λυπηρά, έπεται όμως αμέσως άλλη ευχάριστος, απολαυστική, γελαστή. Εν τω όλω του το νέον διήγημα θα κατάκτηση, είμεθα βέβαιοι, τους αναγνώστας του, και καθ' ας ημέρας δεν λείπει ό λόγος περί χολέρας, ο Βαρδιάνος θα αποτελέση εύθυμον αντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης ην γεννά η ανάγνωσις των περί των προόδων της φοβεράς νόσου ειδήσεων.

― Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης, εκδ. Εστία

Πίσω, εις τες Πλάκες, επάνω εις ένα βράχον ριζωμένον εις την θάλασσαν, εκεί ήτο το σπιτάκι της θεια-Σκεύως της Γιαλινίτσας. Ο βράχος έβλεπε προς μεσημβρίαν, και από το έν μέρος επρόβαλλε το πρωί ο ήλιος, ανάμεσα από τρία νησάκια και από μίαν υψηλήν λευκήν κορυφήν, χρυσώνων με τας ακτίνας του όλα, το πράσινον της θαμνοσκεπούς και σχοινοφύτου ακτής, κλειούσης ανατολικώς τον λιμένα, την θάλασσαν ρυτιδουμένην και φωσφορίζουσαν εις χιλίας μυριάδας υγρών πτυχών, πλήττουσαν τα Μυρμήκια, υφάλους μόλις ανεχούσας από το κύμα, το Δασκαλειό, μικρόν φαιοπρασινίζον νησίδιον, και το ογκώδες και άκομψον Μπούρτσι· χρυσώνων τα κατάρτια και τας κεραίας και τα εξάρτια των πλοίων, κατά τας ημέρας του χειμώνος, όταν ολίγα τούτων παρεχείμαζον εις τον λιμένα. Από το άλλο μέρος εβασίλευε το βράδυ, σπεύδων να κρυβεί όπισθεν του βαθυπρασίνου βουνού, της Πευκόρραχης, αφήνων τα δένδρα να σείωνται ελαφρώς από την αύραν, και τα αόρατα εκείνα μυρία έντομα να τρύζωσι μελαγχολικώς εις το βαθύ σκότος.

Εις μήκος πεντακοσίων βημάτων προς το πέλαγος εξηπλούντο, προκύπτουσαι από της ακτής, οι Πλάκες, μακρός λαιμός εντός της θαλάσσης, απολήγων ένθεν και ένθεν εις τον Μεγάλον Κάππαριν, εις τον Μικρόν Κάππαριν, εις τον Μύτικα, και εις το μονήρες και πελαγωμένον Κατεργάκι, τα μεν υψηλούς ορθίους βράχους, τα δε μάρμαρα χθαμαλά, αλίπληκτα, πότε λουόμενα εις το κύμα, πότε θερμαινόμενα εις τον ήλιον. Τα μάρμαρα ή αι πλάκες αύται εχρησίμευον διά τας πτωχάς γυναίκας να λευκαίνωσι τα ακέραια υφαντά πανιά, να πλύνωσι τα σπάργανα, τα σινδόνια, και τα ράκη των εις το κύμα, και να τα ξεγλυκαίνωσιν είτα εις το γλυφόν νερόν, το ρέον από τινος ρωγμής αναμέσον του κρημνού, οι δε βράχοι, εχρησίμευον εις τα παιδία της γειτονιάς να «δίνουν βουτιά» ή να «δίνουν παλούκια», να πηδώσι δηλαδή με την κεφαλήν ή με τους πόδας εις το κύμα, όταν εκολύμβων το θέρος, τα μεν αρχοντόπουλα άπαξ της ημέρας, τα δε πρωχόπαιδα δεκάκις της ημέρας, από πρωίας μέχρις εσπέρας με μικρά διαλείμματα. Και δεν ήτο του τυχόντος πρωτοπείρου να δώσει «βουτιά» ή και «παλούκια» από τον Μύτικα και από τους δύο Καππάρεις. Υπήρχε βαθμολογία ακριβής, αυστηρά, από γενεάς εις γενεάν παραδιδομένη και απαρεγκλίτως τηρουμένη μεταξύ των διαφόρων ομάδων των μαθητών του Ελληνικού σχολείου, ως και των παιδίων του δρόμου.

 

   Ο αρχάριος ώφειλε κατ’ αρχάς να «δώσει» από την Βεργούλα, μικρόν βράχον μόλις ανίσχοντα της θαλάσσης· ακολούθως, άμα έπλεε καλώς και ηδύνατο να φθάνει εις το Κατεργάκι, το οποίον απείχε τρεις οργυιάς από τες Πλάκες, και ευρίσκετο εις τα νερά δύο οργυιών βάθους, του επετρέπετο να «δώσει» από το Κατεργάκι, το οποίον ήτο κατά τι υψηλότερον του πρώτου βράχου. Κατόπιν, αφού ησκείτο αρκετά, ηδύνατο να «δώσει» από τον μικρόν Κάππαριν. Εννοείται ότι η βουτιά ήρχετο κατά ένα βαθμόν οψιμωτέρα από τα παλούκια· όταν δηλαδή ο μαθητευόμενος ήρχιζε να πηδά ορθός από τον μικρόν Κάππαριν, τότε ήρχιζε συγχρόνως να πηδά κατακεφαλής από το Κατεργάκι, και ούτω καθεξής. Είτα, όταν μετέβαινεν εις τον Μύτικα, τότε ήρχιζε να «δίνει βουτιά» από τον μικρόν Κάππαριν. Και τέλος όταν επροβιβάζετο εις τον μέγαν Κάππαριν, τότε «έδιδε βουτιά» από τον Μύτικα. Άμα δ’ έφθανέ τις εις τον βαθμόν να δίδει κατ’ αρχάς παλούκια, είτα βουτιά από τον μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον εξεσκολούσε από τες Πλάκες, από τον Μώλον, από το Κοχύλι και όλους αυτούς τους κολπίσκους και τους βράχους της ακρογιαλιάς, και ώφειλε του λοιπού να εκτελεί επιδρομάς εις τα καράβια, ν’ αναρριχάται διά των πλευρών ή των αλύσεων εις το κατάστρωμα, ν’ ανέρχηται διά των εξαρτίων εις τας κεραίας και να δίνει από το μπαστούνι κατ’ αρχάς, είτα από τον τρίγκον και τελευταίον από τον παπαφίγκον. Και ταύτα, με όλας τας βραχνάς κραυγάς του πλοιάρχου, από την παραθαλασσίαν αγοράν, του μούτσου από την πρύμνην και του σκύλου από την πρώραν, οίτινες έκραζον όλοι με μίαν φωνήν:«Στο γιαλό, κανάγια, στο γιαλό!»

 

   Από το εν μέρος των Πλακών, έκειτο η Σπηλιά, εσοχή του βράχου προς την ξηράν υπεράνω του οποίου εκρέμαντο ως εναέρια τα σπιτάκια της φτωχολογιάς, αραδιασμένα, εύρυθμα εν τη αταξία, πάλλευκα από άφθονα ασβεστώματα· από το άλλο μέρος εξετείνετο το Κοχύλι, άλλος πλατύς λαιμός προέχων εις το πέλαγος, επάνω του οποίου εφαίνετο μικρός ανεμόμυλος με έν μισοφαγωμένον πανίον, με δύο γεράς πτέρυγας και με μίαν μισοσπασμένην, πληττομένας ραγδαίως υπό του ανέμου· κι εκείθεν του βράχου προς δυσμάς έκειντο τα Μνημούρια της πολίχνης, όπου εκοιμώντο τον χρόνιον ύπνον όσοι είχον ζήσει ποτέ…

   Ανάμεσα εις τες Πλάκες και εις την Σπηλιά, προς ανατολάς, ευρίσκετο ο αρσανάς των Μαθιναίων, παλαιόν κτίριον, τρίπατον, παραπλήσιον με τους μοναστηριακούς αρσανάδες του Αγίου Όρους. Διά να καταβεί τις από τον βράχον και να φθάσει εις την άμμον της ακρογιαλιάς, δεν είχεν ανάγκην να τρεμουλιάσουν τα γόνατά του, το οποίον θα συνέβαινεν αν κατήρχετο διά της κρημνώδους και στενής ατραπού, αοράτου εις το βλέμμα και μόλις βατής εις τον πόδα. Τα τρία πατώματα του αρσανά ηνώνοντο το έν με το άλλο από τρεις καραβίσες σκάλες. Η πρώτη ήρχιζεν από την σκεπήν, διά του φεγγίτου, και κατήρχετο εις το άνω πάτωμα, η δευτέρα έφθανεν εις το μεσαίον πάτωμα, και η τρίτη εις το ισόγειον, το γυμνόν έδαφος της γης. Εις το άνω πάτωμα ερροκάνιζαν και επριόνιζαν ξύλα, εις το δεύτερον επελεκούσαν στραβόξυλα, και εις το ισόγειον εσκάρωναν βάρκες.  

AMG-LG-BLACK

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Εάν αγαπάτε τις Ιστορίες, γραφτείτε στο Newsletter μας!

Anna Maria Grammenou

Δημιουργική, με αχαλίνωτη φαντασία και χιούμορ, ερωτευμένη με όλες τις τέχνες, ιδιαίτερα μουσικόφιλη, σινεφίλ, φιλόζωη, και με αδυναμία στον μαύρο γάτο μου, τον Σούλη. Μου αρέσει να εκφράζω τις σκέψεις μου μέσα από μικρές και μεγάλες ιστορίες.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ας γνωριστούμε καλύτερα!

Άδεια Creative Commons
Ο ιστότοπος περιέχει υλικό που είναι διαθέσιμο μόνο για ανάγνωση. Δεσμεύεται με την ειδική άδεια Creative Commons.
Δεν παρέχεται άδεια των συγγραφέων για Εμπορική Χρήση - ή Αναπαραγωγή των Έργων τους. 4.0 Διεθνές.