Einojuhani Rautavaara κοντσέρτο για πουλιά και ορχήστρα “Cantus Arcticus”
Δεν ήξερα τι αποτελέσματα θα είχε η λήξη της καραντίνας από την πανδημία του Κορονοϊού που έπληξε τον πλανήτη μας. Τα μαθαίνω τώρα. Κατ΄αρχάς σπίτι δεν κάθεται σχεδόν κανένας και η δικιά μου το ίδιο. Με την πρώτη ευκαιρία βάζει γάντια, μάσκα και φεύγει. Που πας; την ρωτάω. «Την δουλειά σου εσύ..» απαντά με σοβαρό ύφος.
Μένω μόνος μου. Πιάνω να διαβάσω κάτι στο διαδίκτυο με πιάνει η ψυχή μου. Τι γίνεται, αναρωτιέμαι, τίποτα δεν πάει καλά; Έληξε η καραντίνα των ανθρώπων αλλά η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Χειρότερη διαπιστώνω και μάλιστα με το γράμμα των ΝΟΜΩΝ ψηφισμένων στην Βουλή τους. Η ανάπτυξη που τους υποσχέθηκαν δεν ήρθε ακόμα. Ήρθαν όμως νέες καταστάσεις στις ζωές τους. Τι ζωές θα μου πεις όταν θα έχουν μισή δουλειά, μισή αμοιβή και κατά συνέπεια μισή ζωή; Θα έχουν και μισό ενοίκιο; Μισό δάνειο στεγαστικό να πληρώνουν; Μισά χρέη στην εφορία; Μισή όρεξη για φαγητό; Γιατί θα έχουν μισή κατσαρόλα με την μισή αμοιβή. Έχουν πάρει είδηση τι έχει γίνει όσο ήταν όλοι τους κλεισμένοι μέσα; Εγώ Ναι. Κατάλαβα διότι πολύ απλά είμαι σκεπτόμενος γάτος και δεν καταπίνω αμάσητες τις ειδήσεις που τους σερβίρουν στα καλά ταϊσμένα ΜΜΕ.
Σε αυτές τις αλλαγές έχουμε κάτι και εμείς αλλάξει εδώ. Ετοίμασε το μπαλκόνι της με νέα φυτά και γενικά το έκανε «καλοκαιρινό». Τρώει έξω πρωί, μεσημέρι, βράδυ, καφέ και μπλα μπλά με φίλους. Της λέω μια μέρα « δεν βγάζεις έξω και το δικό μου πιάτο να τρώμε παρέα…» Το έκανε, αν και σε εμάς τις γάτες οι αλλαγές δεν αρέσουν πολύ.
Προχθές έφυγε για ψώνια. Κάθισα σε ένα σκαμπό κάτω από το τραπέζι μας στο μπαλκόνι, αφού τσίμπησα κάτι. Πρέπει να με είχε πάρει ο Μορφέας 1Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Μορφέας (Μορφεύς, δηλαδή αυτός που δίνει μορφή, σχήμα) είναι γνωστός ένας από τους χίλιους γιους του Ύπνου, ή ένας από τους αδελφούς του, ώστε η Νυξ ήταν είτε μητέρα, είτε γιαγιά του Μορφέως κατα τον Ησίοδο. Άλλη εκδοχή παρουσιάζει ως μητέρα του, την Πασιθέα. Ο Μορφέας ήταν επιφορτισμένος με την «αποστολή» να παίρνει διάφορες ανθρώπινες μορφές με τις οποίες εμφανιζόταν στα όνειρα των ανθρώπων. Στο έργο του τον υποβοηθούσαν υπηρέτες που ονομάζονταν Όνειροι, όπως ο Φοβήτορας και ο Φάντασος. Γενικότερα, ο Μορφέας θεωρήθηκε ως ο θεός των ονείρων, ιδίως στη ρωμαϊκή και στη μεταγενέστερη δυτική παράδοση. Ο Οβίδιος αναφέρει ότι ο Μορφέας επικεντρωνόταν στις ανθρώπινες μορφές των ονείρων, ενώ ο Φοβήτορας στις ζωικές μορφές και ο στα άψυχα αντικείμενα. Εξάλλου αναφέρεται ότι ο Μορφέας, ως επικεφαλής, είχε ιδιαίτερη ευθύνη για τΦάντασοςα όνειρα των βασιλιάδων και των ηρώων. Ο Μορφεύς παριστάνεται με φτερούγες, που ήταν τόσο δυνατές και ανθεκτικές ώστε μπορούσαν να τον μεταφέρουν στα πέρατα της Γης.
στην αγκαλιά του, ο μόνος που αφήνω να με πάρει αγκαλιά όταν κοιμάμαι, άκουσα κάτι περίεργους ήχους. Βγάζω δειλά δειλά το κεφάλι και τι να δω! Ένα τεράστιο πουλί μόλις είχε προσγειωθεί στην κουπαστή του κάγκελου και …γουργούριζε. Τρόμαξα! Ελα όμως που τρόμαξε και αυτός.
– Τι θέλεις εδώ στο μπαλκόνι μου; Κάπου σε ξέρω εσένα!
-Να δοκιμάσω λίγο από το πιάτο σου;
-Είσαι πελώριος βρε φίλε! Δεν είσαι σαν τα άλλα μικρά σπουργίτια, περιστέρια που έρχονται. Άσε δεν αναφέρω καρακάξες! Αυτές κράζουν απο μακριά και μακριά μου τις θέλω. Αλλά πως θα κατέβεις εδώ, μέσα στο μπαλκόνι μου; Και μετά θέλεις να φας από το φαγητό μου που είναι ξηρά τροφή για στειρωμένους γάτους;
-Πως σε λένε;με ρώτησε και έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μιλάνε τώρα και τα πουλιά, σκέφτηκα!
-Σούλη, εσένα; Εσένα σε λένε…ξέρω, ξέρω Ιωνάθαν, είσαι γλάρος, μου έχει μιλήσει για εσένα και την επανάσταση σου.
-Με λένε Σαγκάλ, σαν τον Ρώσο ζωγράφο!
-Σαγκάλ! Η Περιστέρα μου έχει μιλήσει για αυτόν.Της άρεσε η ζωγραφική. Μου είχε πει “έλα Σούλη, θα γίνουμε Ιπτάμενοι εραστές 2Οι ιπτάμενοι εραστές του Vitebsk" είναι ένας ύμνος γεμάτος χρώμα, που αναβιώνει το θρυλικό love story του καλλιτέχνη για την αιώνια μούσα του, Bella Rosenfeld
. Αλλά της είπα πως πρώτον δεν την λένε Bella Rosenfeld 3Όταν η γαλλική κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία συνθηκολόγησης με τη ναζιστική Γερμανία, ο Σαγκάλ δεν μπορούσε να παραμείνει ασφαλής στη Γαλλία. Συνελήφθη στη Μασσαλία και επρόκειτο να παραδοθεί στους Γερμανούς, ωστόσο τελικά σώθηκε από αμερικανική παρέμβαση. Χάρη στη φήμη του, ο ίδιος κατόρθωσε να ξεφύγει από την προοπτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και στις 7 Μαΐου 1941 επιβιβάστηκε με την οικογένειά του σε πλοίο που τους μετέφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εγκατασταθούν τελικά στην πόλη της Νέας Υόρκης. 2 Σεπτεμβρίου 1944 πέθανε η σύζυγός του Μπέλα Ρόζενφελντ και δύο χρόνια αργότερα ο Σαγκάλ επέστρεψε στην Ευρώπη.
και δεύτερον δεν πετάω!
-Την έβλεπα που καθόταν στο μπαλκόνι σας και μιλούσατε. Που είναι τώρα; Σε εγκατέλειψε;
-Ναι, βρήκε έναν από την φυλή της. Η δικιά μου είχε πει πως δεν κάνει για εμένα αυτό το περιστέρι.
-Ω! Σούλη, ” Να ακούς την καρδιά σου” Μην επηρεάζεσαι από τους άλλους”. Λοιπόν ναι, ο Jonathan Livingston είναι ένας μυθικός μας ήρωας. Για μερικούς ένας επαναστάτης για άλλους ένας γλάρος που είπε πολλά που πολλοί καταλαβαίνουν, άλλοι πάλι τίποτα.
– Εγώ έχω μάθει πολλά από αυτόν, έχω διαβάσει και το βιβλίο του Richard Bach
” Μπορούμε να ξεπεράσουμε την άγνοια, μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας σαν όντα ξεχωριστά, έξυπνα και επιδέξια. Μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι! Μπορούμε να μάθουμε να πετάμε!»
– Σε βλέπω σχεδόν κάθε μέρα που μας παρακολουθείς από το πίσω μπαλκόνι και από εδώ. Θέλω να πιστεύω πως είσαι ένας γάτος με αρχές και τρόπους και αν κατέβω μέχρι το πιάτο σου δεν θα μου κάνεις κάτι κακό.
-Εσύ είσαι αυτός που έρχεται τόσο κοντά και μου κουνάει την ουρά; Και νόμιζα πως θα ήταν καμιά δικιά σας και με φλερτάρει. Όχι δεν θα σε πειράξω. Εξ άλλου είσαι τεράστιος βρε φίλε. Έχεις μεγάλα φτερά και ράμφος. Δεν είμαι τόσο χαζός να τα βάλω μαζί σου. Είμαι ένας γάτος του σπιτιού και του σαλονιού Καστράτος 4καστράτος = ευνουχισμένος από την λατινική castratus
προχωρημένος, επαναστάτης και σκεπτόμενος αρκετά. Κατέβα.
Και τσουπ τσουπ κάνει αυτός και πηδάει μέσα στο μπαλκόνι μου. Πήγε μέχρι το πιάτο μου, κάτι τσίμπησε και μετά μπήκε μέσα στο σπίτι μας.
-Που πας, τον ρώτησα. Φοβήθηκα! Λέω τώρα να δεις, Έτσι και κτυπήσει το κουδούνι ή το τηλέφωνο και τρομάξει, χάθηκα. Θα ανοίξει αυτές τις τεράστιες φτερούγες του για να πετάξει και να φύγει και θα αφήσει πίσω του συντρίμμια, μπορεί και κουτσουλιές! Και τι θα της πω όταν επιστρέψει; Σίγουρα πως οι κουτσουλιές δεν είναι δικές μου, αλλά το αναστατωμένο σαλόνι;
-Να ρίξω μια ματιά μέσα. Όλο αυτό τον καιρό αναρωτιόμουν που ζεις, πώς να είναι το σπίτι σου, για να ρίξω και μια ματιά. Ω! τι βλέπω! Της αρέσει ο Βίνσεντ βαν Γκογκ! αλλά δεν βλέπω Ανρί Ματίς και Πωλ Γκωγκέν,
-Ναι, δεν έχουμε από αυτούς τίποτα, ακόμα, εξ άλλου δεν έχει μείνει και ελεύθερος τοίχος για να κρεμάσει έργα τους όπως βλέπεις! αλλά της αρέσουν οι ιμπρεσιονιστές γενικά.
-Έλα, που πας; Στην κουζίνα; μην περιμένεις να βρεις κάτι φαγώσιμο για σένα. Αλήθεια θα ήθελες να σου προσφέρω εγώ κάτι άλλο;
-Κανένα ψαράκι, δεν σου δίνει ψαράκια;
-Όχι φίλε μου. Που και που μου δίνει μεζέ από κάτι σαρδέλες αλλά τις κρατά για τον εαυτό της. Έτσι μου έρχεται να πάρω δρόμο και να ψάξω να βρω που μένει ένας φίλος της, ο Μάκης, που ταΐζει τα γατιά του με φρέσκα μικρά ψαράκια που αγοράζει κάθε τόσο από την λαϊκή αγορά. Σαν την Μαίρη Πόπινς.…αλλά εκείνη ταΐζει πουλιά.
-Τι λες Σούλη; Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Πολύ με ενδιαφέρει. Ξέρεις που μένει; Θα πεταχτώ μέχρι εκεί να ψαρέψω κάτι, ίσως ορμίσω στον πάγκο του ψαρά στην λαϊκή αγορά.
-Γιατί δεν ψαρεύεις στην θάλασσας; Όλη δική σας είναι, γεμάτη ψάρια. Στην στεριά θα ψαρέψεις; Τελικά και στους δυο μας αρέσουν τα ψάρια με την διαφορά πως εσύ πετάς και βουτάς για να τα βρεις και εγώ πρέπει να τα βουτήξω από το πιάτο της, πράγμα δύσκολο. Πες μου για την θάλασσα, για τις παραλίες!
-Τι να σου πω που δεν ξέρεις;
-Δεν έχω δει ποτέ την θάλασσα και τις αμμουδιές της. Είμαι εδώ μέσα από μικρός.
-Γιατί δεν σε αφήνει να βγαίνεις έξω;
-Αυτό την ρωτώ συνέχεια. Να χθες πάλι μου είπε «την ξέρεις την φίλη μου την Μαίρη με τις 10 γάτες Σούλη; Χθες μια γάτα της έφαγε φόλα και πήγε στον παράδεισο των γατιών. Για αυτό δεν σε αφήνω έξω. Ελεύθερος εσύ και άλλα ζώα, αλλά ελεύθεροι και άρρωστα ανθρώπινα κτήνη που πετούν φόλες με δηλητήρια ή βασανίζουν και σκοτώνουν μετά αθώα αδέσποτα ζώα. Σε αγαπώ και σε προστατεύω από αυτούς».
-Έχει κάπου δίκιο. Έχω δει και εγώ θάνατο συντρόφου μου και αυτό με έχει τραυματίσει, ανάμνηση άσχημη. Στην σκέψη πως τον χάσαμε, ακόμα πονάω.
-Έφαγε φόλα;
-Όχι, ψαροντουφεκιά. Θα σου πω. Πάμε να καθίσουμε στο μπαλκόνι. Θα περάσει η παρέα μου σε λίγο και δεν θέλω να τους χάσω.
Καθίσαμε σε απόσταση ασφαλείας, διότι τηρούμε εδώ ακόμα τις αποστάσεις για τον Κορονοϊό, διότι όπως λέει η δικιά μου, τίποτα δεν τελείωσε ακόμα, θα επιστρέψει αυτός!
-Τι να σου προσφέρω;
-Μια γόπα.
-Που να την βρω την γόπα; Σου λέω σαρδέλες τις αρέσουν!
-Όχι ένα τσιγαράκι…
-Τρως γόπες από τσιγάρα;
-Αναγκαστικά, είναι κατάφυτες οι παραλίες από γόπες.
-Μα τι λες τώρα; Σπέρνουν τσιγάρα οι άνθρωποι στις αμμουδιές τους;
-Ναι αφού τα καπνίσουν, μετά τα θάβουν στην άμμο, τόσο ανόητοι είναι!
-Γιατί; Πιστεύουν πως θα φυτρώσουν τσιγαρόδενδρα; Ξέρω ότι προσφάτως απέκλεισαν το γεγονός να αποκτήσουν Λεφτόδενδρα και έτσι αποφάσισαν να περικόψουν μισθούς και συντάξεις των υπηκόων τους προκειμένου να αποκτήσουν περισσότερα όσοι έχουν κρυφά Λεφτόδενδρα στις τράπεζες τους. Περίεργα πράγματα κάνει η φυλή των ανθρώπων.
-Και να ήταν μόνο αυτό; Μια μέρα με έστειλε η δικιά μου για ψάρεμα. Γύρισα με ένα νέο μεζέ, χρωματιστό και μαλακό. Της τον δίνω και μου το πέταξε στο ράμφος μου. «Τι έφερες ανεπρόκοπε» μου είπε με ένα κράξιμο που μας πήρε είδηση όλο το σμήνος που λιαζόταν στα βράχια.
-Μα γιατί δεν της άρεσε;
-Ήταν μια πλαστική σακούλα, από αυτές που πετούν οι άνθρωποι στις παραλίες και μετά το κύμα τις αρπάζει και αυτό πεινασμένο. Αλλά δεν τα καταφέρνει να τις χωνέψει. Μένουν στην επιφάνεια ξέρεις και έτσι την άρπαξα. Την πέρασα για κάτι νέο σαν τροφή αφού στην θάλασσα την βρήκα. Και έχει ακόμα πολλές ξέρεις, να επιπλέουν.
-Τι ακούω, τι μαθαίνω. Εμείς πάντως έχουμε σύστημα εδώ. Να βλέπεις όλες οι πλαστικές σακούλες σε μια μεγάλη σακούλα τις βάζει. Και ότι είναι για ανακύκλωση στον ειδικό κάδο τα πετάει. Και όταν γυρίζει από την παραλία, έχει μαζί, τα δικά της σκουπίδια.
-Γέμισαν οι παραλίες φίλε μου από ανθρώπους αυτές τις μέρες και εκεί να δεις τι σκουπιδόδενδρα άφησαν πίσω τους. Προχθές πετούσα εκεί κοντά Παλαιό Φάληρο. Βλέπω μια κυρία με ένα παιδάκι. Πετούσα χαμηλά, έψαχνα κάτι να βρω πεταμένο, όταν την άκουσα να του λέει:
-Κοίτα ένα πουλάκι και έδειξε εμένα.
-Είναι μεγάλο, μαμά θα είναι γύπας…
-Όχι είναι γλάρος, του λέει. Και τότε εκείνο σηκώνει το χεράκι του και φωνάζει.
-Ελα πουλάκι να σου δώσω κουλουράκι!
-Και ορμώ το αρπάζω και φεύγω. Φωνές πίσω μου…να κλαίει το μικρό. Το πήρε αγκαλιά και έτρεχε η μάνα του.
-Μα αφού στο έδωσε.
-Ελα ντε, το είπε, το έκανα.
-Τι κουλούρι ήταν; Μουστοκούλουρο;
-Όχι, είχε σουσαμάκι.
-Α! Θεσσαλονίκης! Εγώ βρίσκω το φαγητό μου στο πιάτο μου. Παράπονο δεν έχω παρά μόνο πως δεν είμαι ελεύθερος.
-Έχει τίμημα η ελευθερία, Σούλη. Αν ήσουν αδέσποτος μπορεί να μην ζούσες τώρα για να γνωριστούμε, να είχες φάει κάποια φόλα όπως η γάτα της φίλη σας. Κάποτε και εγώ κινδύνεψα να με σκοτώσουν.
-Πως έγινε αυτό; Μεγάλο ψάρι ήθελε να σε αρπάξει;
-Όχι. Πετούσαμε μια μεγάλη παρέα ανοιχτά πάνω από την Μακρόνησο. Βλέπω μια βάρκα με συντροφιά νέων. Φίλοι πρέπει να ήταν. Ο γέρο γλάρος μας κατέβηκε έριξε μια ματιά και μας είπε να προσέχουμε. Κάποιοι από εμάς ήθελαν να βουτήξουν εκεί γιατί πίστευαν πως θα βρουν καλή ψαριά. Ο γέρος τους ξανά είπε, βουτήξετε αλλά όχι κοντά στην βάρκα. Ο νεαρός ατίθασος δεν τον άκουσε. Βούτηξε και μετά χαλάρωσε κολυμπώντας. Όταν ξαφνικά βουτάει και ένας άνθρωπος από την βάρκα, χάνεται κάτω από το νερό για λίγο και καρφώνει τον φίλο μας με το ψαροντούφεκο του.
-Τι λες τώρα; Έτσι στα καλά καθούμενα;
-Ναι ίσως τον πέρασε για πάπια. Δεν μπορώ να καταλάβω οι άνθρωποι γιατί κυνηγούν πουλιά και άλλα ζώα. Αφού έχουν να φάνε. Γιατί σκοτώνουν πουλιά;
-Τι έγινε μετά;
-Ο γέρος μας θύμωσε και έδωσε εντολή να πετάξουμε πάνω από τα κεφάλια τους να τους κρύψουμε τον ήλιο, να κράζουμε δυνατά για να τους φοβίσουμε και να φύγουν. Κάποιος είπε να ορμίσουμε πάνω τους και να τους αρπάξουμε ότι βρούμε στην βάρκα τους. Σαν είδαν οι άλλοι τον φίλο μας νεκρό, θύμωσαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον θυμό τους και τον πόνο που ένιωσα, όπως και όλοι μας. Ήμασταν πολλοί και φωνάζαμε συνέχεια ρωτώντας τους «γιατί σκοτώσατε τον σύντροφο μας; Τι κακό σας έκανε; Ακόμα και πάπια να ήταν γιατί σκοτώνετε πουλιά; Τα ψαροντούφεκά σας είναι για τα ψάρια, φύγετε από εδώ». Μερικοί από εμάς κατεβήκαμε πολύ χαμηλά, πάνω από τα κεφάλια τους λίγα μέτρα. Τότε είδα ένα νεαρό αγόρι με μαύρα μαλλιά να έχει κρύψει το πρόσωπο του με τα δυο του χέρια. Έκλαιγε μαζί μας. Γιατί ξέρεις “Όλοι έχουμε το καλό μέσα μας” Έκλαιγε για την δολοφονία του συντρόφου μας. Τον άκουγα να φωνάζει «γιατί το σκότωσες; Γλάρος ήταν, γλάρος ήταν!»
Έβαλαν μπροστά την μηχανή τους και έφυγαν. Εμείς μείναμε εκεί για ώρα να θρηνούμε τον φίλο μας, ενώ κάποιοι άλλοι τους κυνήγησαν για λίγο κράζοντας πάνω από τα κεφάλια τους.
-Δεν έχω χάσει κάποιον για να καταλάβω πως νιώθεις. Όμως ακούω συχνά την δικιά μου να μιλά για τις δύο άλλες γάτες που είχε και τις έχασε σε μεγάλη ηλικία. Όταν μιλά για αυτές την βλέπω πως ακόμα πονάει, τις λείπουν. Ανεβαίνω στα πόδια της γουργουρίζοντας για να της αποσπάσω την προσοχή.
-Ο γέρος μας είπε μετά κάτι που έμαθε απο τον γλάρο Ιωνάθαν “ Να μην κρατάς κακία, να μην ζητάς εκδίκηση”
-Σούλη θα σε αφήσω, έρχονται να με πάρουν. Αλλά θα ξανάρθω.
-Ναι έλα αύριο το πρωί. Ακούω μια εκπομπή με μουσική που γράφτηκε για πουλιά. Θα σου αρέσει.
Την επόμενη μέρα, η δικιά μου έμεινε μέσα το πρωί και περίμενε να αρχίσει η εκπομπή που παρακολουθεί. Ο φίλος μου κατέβηκε χαμηλά έριξε μια ματιά στο μπαλκόνι μας αλλά δεν έμεινε μαζί μου.
-Καλημέρα Σούλη. Θα έρθω μια άλλη φορά. Άκουσε την μουσική για τους γλάρους που έγραψαν κάποιοι μουσικοί θα σου αρέσει.
Μπήκα μέσα και ξάπλωσα στα πόδια της. Τι ακούμε; την ρώτησα.
-Άκου και μην μιλάς Σούλη.
Και σιώπησα και άκουγα και πράγματι. Ήταν μια υπέροχη εκπομπή.
Σημείωση. Το κείμενο είναι εμπνευσμένο από τις δύο εκπομπές 23-24 Μαΐου 2020 της σειράς «Αδράξτε τον ήχο» που παρουσιάζει κάθε Σάββατο και Κυριακή στο Τρίτο πρόγραμμα ο κύριος Νικόλας Βιβλάκης και τον οποίον θερμά ευχαριστώ για το υλικό που μου διέθεσε και παραθέτω στην συνέχεια.
Einojuhani Rautavaara κοντσέρτο για πουλιά και ορχήστρα “Cantus Arcticus”
Rachmaninoff Etude-Tableaux Op.39 No.2 in A Minor (Lugansky)
Rachmaninoff-Respighi The Sea and Seagulls – Lopez-Cobos conducts
In 1929, Serge Koussevitzky had the idea that some of Rachmaninoff’s ‘Etudes-Tableaux’ for piano solo would sound well if orchestrated and he suggested Respighi for this task. Rachmaninoff himself was delighted with the idea and suggested five of the pieces, additionally supplying Respighi with various programmatic ideas and titles. The first number in the set is “The Sea and Seagulls” and it is heard here in a performance by the Cincinnati Orchestra under Jesus Lopez-Cobos. (With due acknowledgements to Telarc.)
Mal Waldron & Jeanne Lee The Seagulls of Kristiansud Live From Tokyo