Νεκρώνει όλη η χώρα! Σε απεργιακό κλοιό η χώρα!
Πολλά μποφόρ, καταιγίδες, αποκλεισμένα τα λιμάνια λόγω του καιρού. Και τι δεν τυπώθηκαν σαν πρωτοσέλιδα. Αναμενόταν χαλασμός Κυρίου. Αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά που τα δελτία καιρού θα έπεφταν μέσα ή έξω. Αν αυτά περίμενα όλα τα χρόνια και δεν έβγαινα για ψάρεμα, θα είχαν πεθάνει οι δικοί μου της πείνας. Τολμούσα μέσα σε δύσκολες συνθήκες, πάλευα καθημερινά. ‘Έτσι αποφάσισα ακόμα μια φορά να πάω για δουλειά, να πάρω την βάρκα μου και να ανοιχτώ στα βαθιά. Χρόνια τώρα έκανα αυτό το μικρό ταξίδι. Πότε πρωί και πότε απόγευμα έπιανα βάρδια και τα κατάφερα να φθάσω ίσα με εδώ. Η ψαριά τόσα χρόνια, δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλη για να με κάνει πλούσιο, άρχοντα, μεγάλο καραβοκύρη. Έβγαζα ένα καλό μεροκάματο από μια καλή ψαριά, για την οικογένεια μου. Η βάρκα μου ήταν προίκα, κληρονομιά από τον πατέρα μου και αυτή. Όσο την φρόντιζα με φρόντιζε. Γερνούσαμε μαζί, με αξιοπρέπεια. Είχαμε βγει για μικρά ταξίδια με καλό και άσχημο καιρό και τώρα θα το κάναμε ακόμα μια φορά. Τράβηξα κουπί και βρέθηκα στα καταμεσής του πελάγους. Το κέντρο της πόλης έμοιαζε ήσυχο, έτσι όπως ύπουλα, πολλές φορές σε ξεγελά ο καιρός, πριν το μπουρίνι πεταχτεί μπροστά στην πλώρη σου. Όλα ήρεμα έδειχναν, καλός ο καιρός και άλλοι βαρκάρηδες σκορπισμένοι εδώ και εκεί. Πολλοί είχαν βγει έξω, άλλοι για ψαριά σαν του λόγου μου, άλλοι για να διαμαρτυρηθούν για τα νέα μέτρα των Μεγάλων καραβοκύρηδων, εμπόρων της ψαριάς μας.
«Οι θάλασσες δεν θα ήταν πλέον δικές μας, ελεύθερες για όλους μας» έλεγαν παντού. Είχαν πουληθεί σε λίγους και μεγάλους καραβοκύρηδες και από αυτούς θα εξαρτιόταν στο μέλλον τα ταξίδια μας, οι βουτιές των παιδιών μας ακόμα και των γλάρων στις θάλασσές μας. Ήταν και αυτές τώρα δικές τους.
Έπιασα δουλειά. Ξαφνικά όλα απότομα σιώπησαν. Οι συνάδελφοι κατέβασαν γρήγορα τα ρολά του καταστήματος, άλλοι πηγαινοέρχονταν νευρικά. Ήμασταν πάνω στο ίδιο καράβι όλοι μας χρόνια και ευχαριστημένοι από το αφεντικό, καπετάνιο μας. Καράβια σαν αυτόν δεν καταφέραμε όμως να αποκτήσουμε. Τι να κάνουμε! Έτσι το έφερε η μοίρα μας. Εκείνος να έχει μεγάλα και πολλά, εμείς κανένα.
Κατεβαίνουν! Είπε με φόβο φωνής ξαφνικά κάποιος και έτρεξε μεταφέροντας έναν πυροσβεστήρα στα χέρια, να είναι ετοιμοπόλεμος, λες και εχθρός ήταν η φωτιά που κατέβαινε.
Πράγματι! Κατέβαινε από την Ομόνοια, ένα κύμα δυνατό σε παλμό και ιαχές, κρατούσαν παντιέρες στα χρώματα του θυμού και της αγανάκτησης, της απελπισίας. Πίσω τους γκρι άσχημα σύννεφα καπνού με βρωμερή οσμή, τους ακολουθούσαν. Έφτασαν μπροστά μας, εκεί μπροστά στα κατεβασμένα ρολά. Από μέσα εμείς, απ’έξω αυτοί. Ψαράδες εμείς, ψαράδες και αυτοί. Οι περισσότεροι είχαν πρόσωπα που δεν τα είχε ακόμα κάψει ο ήλιος και η αλμύρα του ιδρώτα, δεν είχαν στα πόδια τους κιρσούς από την ορθοστασία και τα βάρη. Ήταν νέοι και θυμωμένοι. Όμως φώναζαν. Φώναζαν αυτοί, ακούγαμε εμείς αλλά φωνάζαμε μέσα από τα σπλάχνα μας εμείς.
«Βγείτε να παλέψετε μαζί μας! Οι θάλασσες είναι δικές μας, να βγαίνουμε για ταξίδια ή ψάρεμα όποτε θέλουμε. Άλλοι με μεγάλα καράβια άλλοι με μικρά, άλλοι με βάρκες ακόμα. Όλοι έχουμε δικαίωμα στην ψαριά, στο ταξίδι.»
Κύματα αγριεμένα, ανθρώπων και ονείρων, ερχόταν και κτυπούσαν το σκαρί μας το ένα μετά το άλλο. Όλα καλά τα λέγανε, σωστές ήταν οι σκέψεις, οι κραυγές, όλα τα ουρλιαχτά τους. Τους ακούγαμε! Κτυπούσαν τα κατεβασμένα ρολά μας! Τρόμαξε όλη η ύπαρξή μου. Ήταν μανιασμένος ο θόρυβος, φρικτός σαν αυτόν από αλυσίδες που έρπουν δεμένες με σκλάβες ψυχές. Έξω καπνοί ! Έτρεχαν εδώ και εκεί με μαύρα μαντήλια, μάσκες στα πρόσωπα τους και όχι ψαράδικα καπέλα. Τα μάτια άρχισαν να δακρύζουν, να καίνε, τα χείλη να πικρίζουν, οι καρδιές μας να χορεύουν σε χρόνο molto presto! Κουνούσε άσχημα το καράβι μας. Είχε αγριέψει ο καιρός στα ξαφνικά. Κύματα από φωνές θυμωμένες, απελπισμένες, είχαν σηκωθεί ψιλά και άγγιζαν τον ακόμα γαλανό ουρανό της πόλης. Κύματα από ανθρώπινα κορμιά που είχαν δύναμη στα πόδια και στα χέρια αλλά δεν τραβούσαν δίχτυα γεμάτα ψάρια. Δεν θα τραβούσαν ίσως ποτέ ξανά αυτό τους είχε εξοργίσει.
«Οι θάλασσες είναι δικές μας, ανήκουν σε όλους μας. Δεν θα μας τις πάρετε, έχουμε και εμείς τα ίδια δικαιώματα, θέλουμε ζωή με αξία» φώναζαν.
Πέρασε ώρα αρκετή από την μεγάλη φουρτούνα. Εμείς μέσα, πάνω στο καράβι που δικό μας δεν ήταν, αλλά από αυτό ζούσαμε για ένα μεροκάματο. Αυτοί έξω, χωρίς καράβι, χωρίς ένα δικό τους μικρό πλεούμενο, χωρίς ελπίδα για τίποτα πια, πάλευαν με τον καιρό και για δικό μας δικαίωμα στην ψαριά και τα ταξίδια.
Τέλειωσε η βάρδια μου. «Μπορείς να φύγεις», μου είπαν, να βγω έξω, να επιστρέψω στο λιμάνι μου. Τι να έκανα! Βγήκα έξω. Έριξα μια γρήγορη και ανήσυχη ματιά στην ανθρώπινη θάλασσα και βούτηξα ανάμεσα τους με ενα μεγάλο φορτίο ενοχές αντί σωσίβιο. Εκεί μέσα στο πέλαγος και την φουρτούνα του, βγήκα και με απλωτές χεριές, γρήγορο βήμα, κατεβασμένο το κεφάλι, βαρύ από πολλές σκέψεις. Έκοψα δρόμο από το κέντρο της πλατείας Συντάγματος να αποφύγω την μεγάλη ταραχή, τα αγριεμένα ανθρώπινα κύματα. Να φθάσω όσο γινόταν ποιο σύντομα και με ασφάλεια στην φαμίλια μου. Έκανα μερικά βήματα στην Καραγέωργη Σερβίας πατώντας πάνω σε καταδικασμένα όνειρα, αποκαΐδια κάπνιζαν νωχελικά στην άκρη του πεζοδρομίου. Τα μάτια έκαιγαν, δάκρυζαν με πόνο, τα χείλη ακόμα πιο πικρά και ο αέρας έτρεξε να κρυφτεί, χώθηκε μέσα στα πνευμόνια μου ζητώντας καταφύγιο, αλλά τα έκαψε και αυτά. Έφτασε ο πόνος στην καρδιά που δεν σταμάτησε να χορεύει στο χρόνο molto vivace, presto allegro. Δυο βαρκάρισσες σκούπιζαν με γρήγορες κινήσεις μπροστά από το μεγάλο ταχυφαγείο πολυεθνικής τα συντρίμμια της μεγάλης φουρτούνας.
Χώθηκα στην Μητροπόλεως και πήρα την Βουλής. Είχα βάλει πλώρη για την Πλάκα και από εκεί θα με ξέρναγε το κύμα μπροστά στο Μουσείο της Ακρόπολης για να συνεχίσω με τα πόδια μέσα από το Κουκάκι. Περνούσα εμπρός από φοβισμένα θυμωμένα πρόσωπα ανθρώπων χωρίς έκφραση ή φωνή. Κάποιων νέων δυνατών κορμιών, πελώρια γερά σώματα ζωσμένα με ασπίδες κράνη και μαύρα όπλα. Ένα μπουλούκι εδώ ένα πιο κάτω, σε στάση αναμονής και ετοιμότητας. Να ξαναβγούν στην μάχη να πολεμήσουν. Ποιους; Εμάς τους βαρκάρηδες, τους ψαράδες, που σίγουρα κάποιον σαν εμάς είχαν στην φαμίλια τους και με αυτό το μεροκάματο ανατράφηκαν. Δεν μπορούσες τα μάτια τους να κοιτάξεις για να καταλάβεις το γιατί. Φορούσαν τις δικές τους μάσκες, που έκρυβαν ίσως τα δικά τους προδομένα σχέδια και όνειρα, τα δικά τους δακρυσμένα μάτια, τις δικές τους ενοχές. Παιδιά δικά μας και αυτά. Σε αυτούς όμως είχε λάχει να βρεθούν ανάμεσα και αντιμέτωποι με τα άλλα αδέλφια τους, τα εξοργισμένα, τα αδικημένα. Σε αυτούς είχε λάχει έτσι να βγάζουν το μεροκάματο. Όλοι τους χωρίς ένα καλό μέλλον, βρέθηκαν να παλεύουν μέσα στην ίδια θάλασσα.
Όλοι τους παιδιά της ίδιας χώρας που τα είχε γεννήσει και τώρα πάσχιζε να τα πνίξει μέσα στην αδικία, την ανεργία, την ανασφάλεια. Μια χώρα που την φώναζαν Μάνα μα αυτή όλα τα παιδιά της δεν προίκισε με τα ίδια δώρα. Έδωσε κρυφά άλλα στα μεν, άλλα ή τίποτα στα δε. Μια χώρα που τα γέννησε και τώρα τα διώχνει μακριά της. Θύμωσαν όμως τώρα. Βγήκαν στους δρόμους της Πρωτεύουσας και φώναζαν δυνατά και οργισμένα.
-Έχουμε νεκρούς, είπε στον απέναντι βαρκάρη ένας μαγαζάτορας στην αρχή της Πλάκας.
-Σώπα ρε!! είπε εκείνος με απορία.
-Τρεις σου λέω! Ξανά είπε ο άλλος.
Κοντοστάθηκα ν΄ακούσω, αλλά δεν με κράτησε άλλο η αγωνία και η περιέργεια.
-Τι έγινε; ρώτησα
-Έχουμε νεκρούς, ξανά είπε
-Που;
-Σε τράπεζα, στον κέντρο της Αθήνας!
Βημάτισα πιο γοργά και φοβισμένα. Χάθηκαν τελικά άνθρωποι μέσα στην φουρτούνα! Τελείωσε άσχημα και σύντομα το ταξίδι τους στην ζωή μέσα στον κέντρο της πόλης μας. Μα πως; τι να έγινε;
Περπάτησα κατά μήκος την Βεΐκου και έφτασα μετά από ώρα με πόδια βαριά, ψυχή φοβισμένη, φορτία πολλά μαζί με την ψαριά και το μεροκάματο. Εδώ ήταν πιο ήσυχα. Στον όρμο που αράζαμε, ήταν απόμερη η γειτονιά μας. Ακούμπησα τα βήματα μου στις σκάλες της καλύβας μας. Μετά έμαθα.
Ένα ταξίδι είχε τελειώσει άδοξα και άχαρα. Τρεις ναύτες σαν εμένα βγήκαν για την δική τους ψαριά πάνω σε μεγάλο καράβι που οι κυβερνήτες τους δεν είχαν ανθρώπινα πρόσωπα. Χάθηκαν τρεις ψυχές και ένα σπουργίτι μέσα στο κέντρο μιας πόλης ιστορικής, αλλά άσχημης γριάς, κουρασμένης από τις απανωτές φουρτούνες και τα μαύρα σύννεφα καπνού που τις πέταγαν κατάμουτρα. Έτσι μπορούσαν να εκφράσουν τον θυμό τους, έτσι την λύπη τους οι πολίτες της.
Δεν θα είχαν πια δική τους ούτε τις θάλασσες ούτε την πόλη τους. Κανένα τους ταξίδι δεν θα είχε πια αρχή και τέλος. Δεν θα είχαν κανένα δικαίωμα σε αυτά με γαλανό και ξάστερο ουρανό, ταξίδια ελπιδοφόρα, φορτωμένα ελπίδες και μέλλον. Είχαν βγει για ένα ταξίδι της ζωής, στο κέντρο της Αθήνας πολλοί, μαζί και εγώ. Όλοι μας θα επιστρέφαμε, μετά την ταραχή, την φουρτούνα, στα λιμάνια μας αλλά με καμένα τα όνειρα μας ακόμα μια φορά. Τρεις από όλους μας και ένα σπουργίτι είχαν πετάξει σε άλλη ζωή για το μεγάλο ταξίδι χωρίς επιστροφή.
5 Μαΐου 2010