Άρχισαν να πέφτουν η μια δίπλα στην άλλη, αργά στην αρχή, απολαυστικά σαν δροσοσταλίδες, κάνοντας τον τσίγκο της διπλανής σκεπής να τραγουδά φθινοπωρινούς σκοπούς. Μετά ζήλεψαν και ήρθαν και άλλες, πολλές, έπεφταν με γρήγορο ρυθμό, η μια πάνω στην άλλη, σαν να ήθελαν να πιάσουν τις πρώτες θέσεις πάνω στο χώμα και να σμίξουν με τα παιδιά της γης. Έγιναν αμέτρητες, χιλιάδες, βιαστικές δυνατές, βάρβαρες, γέμισαν λάκκους, παρτέρια, κήπους, αυλές, δρόμους ποτάμια και σπίτια.
Ο μήνας αυτός είναι ο αγαπημένος τους. Τον έχει επιλέξει ο Θεός για να ποτίζει την διψασμένη κόρη του και τα παιδιά της. Αυτή την φορά φάνηκε πως είχε σκοπό να τους πνίξει όλους.
Οι πλημμύρες κατέκλυζαν την έρημη αυτή περιοχή από τη γέννηση της. Πλημμύρες από χείμαρρους του λεκανοπεδίου και τον Κηφισό, το δημιουργό κι εφιάλτη της. Τον τελευταίο αιώνα, συμπαραστάτη είχε και τον Ιλισό σε κάθε πλημμύρα. Άλλο κακό από πλημμύρες, δεν εύρισκε τους λιγοστούς κατοίκου της, ίσα που χώραγαν τα πρώτα χρόνια μέσα σε μια εκκλησιά. Με τον καιρό μαζεύτηκαν πρόσφυγες στην ίδια την μάνα πατρίδα τους, προσπαθώντας να προκόψουν καλλιεργώντας την εύφορη γη της. Έκτισαν παντού και σε ρέματα ακόμα.
13 Οκτώβριου 1955. Για βδομάδες αυτή την φορά έβρεχε όλη μέρα και νύχτα, μέρα παρά μέρα, νύχτα παρά νύχτα. Δεν προλάβαινε η ομορφιά της Φώφης να στεγνώνει τις πάνες της πρωτότοκης της και τις κάλτσες του Γιώργη. Και να ήταν μόνο οι κάλτσες καλά θα ήταν. Όλα του τα ρούχα τα έφερνε βρεγμένα και την στολή του μαζί. Υπηρετούσε στο ΛΓ αστυνομικό τμήμα στις Τζιτζιφιές από τότε που γνωρίστηκαν και έγιναν ζευγάρι. Ήρθε από το νησί του, με υπόσχεση ενός χωριανού του γραμματέα στην Βουλή και μπήκε στην σχολή να γίνει αστυφύλακας, γιατί πολύ το ήθελε, μόλις 19 χρόνων και ας του έλειπαν δυο πόντοι στο ύψος για να περάσει τα κριτήρια. Άφησε πίσω μάνα χήρα, δύο αδελφές, μικρότερο αδελφό, να περιμένουν από αυτόν τις προίκες τους και τα προς το ζείν. Δύσκολα χρόνια μετά τον εμφύλιο.
-Δεν λέει να σταματήσει, πέφτει συνέχεια, ασταμάτητα, σήκω να ετοιμαστείς, του είπε καθώς νανούριζε το μωρό που μόλις το είχε θηλάσει.
-Έχω στεγνές κάλτσες; την ρώτησε.
-Όλα στεγνά στα έχω, σήκω, νύχτωσε.
Ευτυχώς πενήντα μέτρα παρά κάτω ήταν το αστυνομικό τμήμα που υπηρετούσε και το σπίτι της Φώφης ήταν χτισμένο από τα πρώτα στην περιοχή, υπερυψωμένο μερικά σκαλιά από το δρόμο. Όσο και να ανέβαινε το νερό ευχόταν να μην περάσει το κατώφλι τους.
-Αν συνεχίσει και σήμερα όπως τις άλλες μέρες θα έχουμε καταστροφές, πνιγμούς, της είπε ενώ έβαζε το καπέλο του και άνοιγε την πόρτα να φύγει. Μόλις δεις το νερό ν’ ανεβαίνει τα πρώτα σκαλιά, τύλιξε το μωρό και ανέβα στην ταράτσα, στο πλυσταριό. Καλύτερα βρεγμένη παρά πνιγμένη.
-Φύγε και μην έχεις εμένα στο μυαλό σου, έζησα μετά την μεγάλη πλημμύρα το ‘34 παιδί 5 χρόνων ήμουν και έζησα.
-Τι έγινε τότε, την ρώτησε και κοντοστάθηκε για να την φιλήσει.
– Το 1934 την άλλη μέρα της Παναγίας, στις 22 Νοεμβρίου, έσπασε ψηλά ο Κηφισός από το πολύ νερό που έπεσε. Κλείστηκαν τόσα ρέματα, που να πάει το νερό! Κατακλύστηκε όλη η περιοχή μας. Τα μεσάνυχτα χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας, του είπε καθώς του σήκωνε τον γιακά του αδιάβροχου πάνω από την στολή του. Σε λίγο το νερό έφτασε σχεδόν τα δύο μέτρα. Από τη θάλασσα ως την οδό Ρήγα Φεραίου κι από το ένα ποτάμι ως το άλλο. Το Μοσχάτο είχε γίνει σαν λίμνη. Καταρρεύσανε σπίτια. Βάρκες μετέφεραν τον κόσμο και για δύο τρεις βδομάδες οι άνθρωποι ζούσανε μες την λάσπη. Μου τα έλεγε η θεία μου, είχαν πολλές ζημιές τεράστια καταστροφή. Μέχρι και ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε τραγούδι για την πλημμύρα μας, του είπε περήφανα, γιατί είχε ζήσει την καταστροφή.
Έφτασε στην υπηρεσία του και ήταν ήδη βρεγμένος σαν πάπια, αλλά με δύναμη στα μάτια και στην ψυχή.
-Άνδρες, τα πράγματα είναι σοβαρά. Έχουμε πάρει εντολή να συνδράμουμε όσο μπορούμε στην διάσωση πολιτών κάτω στις Τζιτζιφιές, είπε με αγωνία ο αξιωματικός τους. Τα νερό δεν βρίσκει έξοδο στην θάλασσα, στην περιοχή του ιππόδρομου το σταματάει η τσιμεντένια περίφραξη του. Ήδη εκεί υπάρχουν ζημιές σοβαρές. Θέλω δύο εθελοντές για την βάρκα, συνέχισε με σοβαρό τόνο στην φωνή του.
Στέκονταν ακίνητοι αμίλητοι σοβαροί, περιμένοντας την συνέχεια. Για ποια βάρκα μιλούσε ο αξιωματικός υπηρεσίας άραγε;
-Έχουμε ήδη έναν εθελοντή, τον Ζέπο τον ψαρά με την βάρκα του, ν’άτος εδώ στον διάδρομο τον έχω να περιμένει.
-Βάρκα! ψέλλισε ο Γιώργης, γιατί βάρκα;
-Αν δεν ανοίξουν οι πόρτες του ιππόδρομου να φύγει το νερό και να κατέβει η στάθμη του θα έχουμε και άλλους πνιγμούς. Οι σταβλίτες δεν θέλουν να ανοίξουν να μην πνιγούν τα άλογα τους. Όμως η ζωή των πολιτών είναι η δική μας μέριμνα.
-Γιατί με βάρκα; ξαναρώτησε κάποιος.
-Θα πάτε πιο γρήγορα, παρά τσαλαβουτώντας μέσα στο λασπόνερο. Ο Ζέπος θα κάνει τον καπετάνιο της βάρκας του και οι εθελοντές που θα είναι μέσα, εν ονόματι του νόμου, θα σπάσουν την πόρτα, το λουκέτα, με κασμάδες. Ίσως να χρειαστεί να ρίξετε και ένα μέρος της μάντρας.
-Μέσα από την βάρκα… ψέλλισε ειρωνικά ένας δόκιμος.
-Ζητώ εθελοντές γιατί ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Με το που θα ανοίξετε την πόρτα το νερό θα τα τρέξει με ορμή και μπορεί να σας παρασύρει μαζί του.
Κοιτάχτηκαν σιωπηλά μεταξύ τους οι δύο δόκιμοι και μετά ακούμπησαν αμήχανα δίπλα στους παλιούς σαν να ήθελαν να ζητήσουν προστασία.
-Εγώ κύριε υπαστυνόμε πάω, πετάχτηκε ο Γιώργης.
Γύρισαν και τον κοίταξαν οι άλλοι με κρυφό θαυμασμό. Με μωρό παιδί και πάει εθελοντής ο τρελοκερκυραίος.
-Και εγώ πετάχτηκε από πίσω ο Άγγελος, δεν θα αφήσω τον κουμπάρο μου μόνο, του ψιθύρισε στο αυτί.
Εδώ στην υπηρεσία είχαν γνωριστεί και σαν γέννησε η Φώφη είπαν θα γίνουν κουμπάροι, να του βαφτίσει το κορίτσι του.
Είχε νυχτώσει πια για τα καλά. Ο ουρανός ήταν ακόμα θυμωμένος και η βροχή έπεφτε λες και λίμνες είχε κρυμμένες μέσα στα γκρίζα του σύννεφα.
-Έχουμε, ξαναλέω εντολή άμεσα να ανοίξουμε τον ιππόδρομο. Φθάνουν συνέχεια εκκλήσεις για βοήθεια. Έχουν ήδη πλημμυρίσει εκεί κάτω…
Μπήκαν στην βάρκα και πίσω τους την έσπρωξε ο βαρκάρης να πάρει λες μπροστά. Έβαλαν μέσα δύο κασμάδες, ένα τσεκούρι και ότι άλλο εργαλείο τους έφεραν.
Έφτασαν πλέοντας μέσα από τα δρομάκια της γειτονιάς που άλλες μέρες περιπολούσαν και έβλεπαν τους κατοίκους να κάθονται στις αυλές τους κάτω από τις λεμονιές ή τις νεραντζιές πίνοντας τον απογευματινό τους καφέ. Τώρα τους διέκριναν μέσα στο σκοτάδι, σκαρφαλωμένους σε ταράτσες, μπαλκόνια όσοι είχαν, σε δένδρα οι πιο άτυχοι αγκαλιά με μερικά ζωντανά. Το ηλεκτρικό κομμένο, σκοτάδι παντού και μέσα από αυτό άκουγες και φωνές και κλάματα. Κρατούσαν μερικοί φανάρια λες και μόλις είχαν επιστρέψει με το αναστάσιμο φως. Πλέοντας, διάβαιναν μέσα από λασπόνερα που είχαν αγκαλιάσει και παρασύρει στον χαλασμό νοικοκυριά ολόκληρα, καρέκλες, στρωσίδια, σκάφες, ξύλα, γλάστρες, σανίδια, κοτέτσια και ότι άλλο φανταστείς έπλεε φοβισμένα δίπλα στην βάρκα τους.
-Που πάμε ρε Γιώργη, τι βαλθήκαμε να κάνουμε, τους ήρωες; είπε με ψιθυριστά ο Άγγελος στον κουμπάρο του.
-Την δουλειά μας πάμε να κάνουμε, κάτσε να δούμε τώρα πως θα την κάνουμε, έχεις καμιά ιδέα;
Ο βαρκάρης κατάλαβε την αγωνία τους και φώναξε δυνατά με ηρωική φωνή για να τους δυναμώσει το ηθικό.
-Εσείς θα κάνετε ότι λέει ο νόμος και εγώ ότι με έχει μάθει η πείρα μου.
-Καλά τα λες καπετάνιο, αλλά εδώ έχουμε πλημμύρα και όχι θάλασσα, πρόσθεσε ο Γιώργης.
-Μόλις φθάσουμε θα δέσω την βάρκα σε ένα μαντρότοιχο εκεί δίπλα και σε κάτι ευκαλύπτους δυνατούς.
-Ευκάλυπτος δυνατός! Απόρησε ο Άγγελος.
-…Και σε ένα πεύκο δίπλα. Θα πλησιάσετε την πόρτα να κόψετε το λουκέτο και πριν αυτό χαλαρώσει θα σας τραβήξω πίσω.
-Πόσο πίσω; Η δύναμη του νερού θα μας τραβήξει μέσα, τι λες καπετάνιο, απόρησε ο Άγγελος.
-Έχω στο μυαλό μου το σχέδιο. Το ξανακάνε έτσι ο πατέρας μου το ΄34 πλημμύρα και τότε, είχαμε αφανισμούς ανθρώπων. Έτσι λέτε να με φώναξε ο διοικητής σας, στην τύχη;
Καθώς οι νεαροί θαλασσοπόροι έγραφαν ιστορία μέσα στα λασπόνερα, πέρασε δίπλα τους μια σκάφη…νιαουρίζοντας με αγωνία.
-Ρε συ Γιώργη, είναι δύο γατάκια μέσα.
Ο Γιώργης με γρήγορες κινήσεις γύρισε και άρπαξε την σκάφη, βούτηξε από το σβέρκο τα δύο μαύρα γατάκια και τα έβαλε στην βάρκα τους.
-Βρε Γιώργη, μαύροι γάτοι στον δρόμο μας, που πάμε ρε κουμπάρε, είπε ο Άγγελος και κοιτάχτηκαν γελώντας με αγωνία.
Ο βαρκάρης έβγαλε τα ρούχα τους να μην τον εμποδίζουν άλλο, βρεγμένα αυτά και αυτός μαζί, έμεινε με το παντελόνι και πετάχτηκε εξω από την βάρκα. Έκανε όπως είχε σχεδιάσει.
Έσπασαν το λουκέτο. Το νερό όρμησε νωχελικά στην αρχή και μετά από λίγο με αχόρταγη δύναμη, μέσα στον ιππόδρομο. Οι τρεις άνδρες κοιτούσαν ό,τι μαζί με αυτό κατάκλυζε το κενό στον στίβο. Κάθε λογής αντικείμενο και κουφάρια από κάτι άμοιρα ζωντανά κότες, κουνέλια, σκυλιά, κλαδιά, παπούτσια, χαρτόκουτα, λάσπη άμορφη, άσχημη.
-Ευτυχώς ακόμα κουφάρι ανθρώπου δεν πέρασε, φώναξε ο βαρκάρης που σαν μυθικός γίγαντας κρατούσε γερά με τα γεροδεμένα μπράτσα του, τα σχοινά της βάρκας κόντρα στα δένδρα.
Την επόμενη μέρα ξημέρωσε και βρήκε την περιοχή να μετρά τον χαλασμό της, αγκαλιασμένη από λάσπη, καταστροφή, απελπισία.
Ο Γιώργης επέστρεψε τα ξημερώματα και δεν βρήκε την οικογένεια του στο σπίτι. Βρήκε όμως τις λάσπες στρωμένες στα σκαλιά μέχρι μέσα στην είσοδο του σπιτιού. Άκουσε μετά το κλάμα του μωρού και ανακουφίστηκε. Ανέβηκε στο πλυσταριό και βρήκε μέσα κολλημένες την μια δίπλα στην άλλη, την γυναίκα του, το μωρό, την κυρά Μαρία, τα παιδιά της, την γριά Αννίτσα και μια άγνωστη ακόμα γριά.
-Μούσκεμα πάλι έγινες, του είπε με σοβαρό ύφος η Φώφη. Που γυρνούσες μέσα στην βροχή πάλι.
-Μπήκε μέσα το νερό; την ρώτησε με ψυχραιμία ενός ήρωα αδιάφορου για το κακό που αντιμετώπιζε αφού πια το είχε δαμάσει.
-Δεν το περίμενα να μπει μέσα. Ήρθαν οι γειτόνισσες που έχουν δει και δει τα μάτια τους πριν από χρόνια εδώ κάτω και μου είπαν, πως σαν κατέβει με δύναμη το μεγάλο κύμα δεν θα προλάβουμε να βγούμε και πως καλύτερα να ανέβουμε από πριν στην ταράτσα. Πήραμε κουβέρτες και το μωρό και ανεβήκαμε εδώ. Εσύ πως βράχηκες έτσι πάλι;
-Σιγά το βρέξιμο, της απάντησε με ύφος, μέσα σε βάρκα την έβγαλα! Μια χαρά ήμασταν. Κοίτα τι βρήκα!
Άνοιξε την χλαίνη του, έβγαλε από μέσα τα δυο γατάκια που έτρεμαν από τον φόβο και το κρύο, πήρε το μωρό αγκαλιά και της είπε:
-Πάμε κάτω τώρα. Ο κίνδυνος έφυγε, τα νερά πήραν τον δρόμο τους και εγώ πεινάω και νυστάζω. Να κοιμηθώ λίγο και θα επιστρέψω πάλι στην υπηρεσία. Μας άφησε πολύ δουλειά πίσω της η πλημμύρα.
Το διήγημα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα οπως τα έζησε ο αείμνηστος πατέρας μου Γεώργιος Σ. Γραμμένος, στο κέντρο της φωτογραφίας
Στίχοι από το τραγούδι «Η πλημμύρα» του Μάρκου Βαμβακάρη (στίχοι – μουσική), αναφορά σε μια πλημμύρα στην Αττική στις 22-11-1934, ζεϊμπέκικο καμηλιέρικο,
Με τη φετινή πλημμύρα, βρε
Όρη και βουνά επήρα
Είδα μάνα να φωνάζει, βρε
Και βαριά να αναστενάζειΤο μωρό το μικρό το παιδί μου
Σώσε μου το και πάρ’ τη ζωή μου
Έπεσα για να το σώσω, βρε
Κόντεψα να μη γλυτώσωΜε παράσυρε το ρέμα, βρε
Μάνα μου δεν είναι ψέμα
Μεσ’ στο ρέμα κολυμπούσα, βρε
Να το σώσω δεν μπορούσαΜόλις βγήκα στη στεριά
Δυο παιδιά και μια γριά
Σ’ ένα δένδρο ανεβασμένοι, βρε
Εγλυτώσαν οι καημένοιΠεριστέρι και Μοσχάτο, βρε
τα ‘καν όλα άνω κάτω
Καμίνια και Άγια Σωτήρα, βρε
Τα ‘πνιξ’ όλα η πλημμύρα