Έντονη κίνηση παρατηρείται μέχρι εκεί κάτω, που η ματιά φθάνει ξεκούραστα. Φυσά δροσερά και απαλά, προκαλώντας ο άνεμος, την πελώρια καρυδιά στο διπλανό οικόπεδο και την κάνει να λικνίζεται χαριτωμένα. Μπαινοβγαίνουν στις φυλλωσιές της, τιτιβίζοντας ζωηρά, ψάχνοντας να βρουν μια θέση να πλαγιάσουν, σπουργίτια, ίσως και άλλα πτηνά.
Η ώρα της ανάπαυσης έχει ζυγώσει. Ο ήλιος γέρνει, λιγοστεύει το φως του, καθώς κλείνει τα μάτια και αυτός για ανάπαυση, αλλά το τιτίβισμα τους γίνεται ολοένα και πιο έντονο. Δυνατό solo στην αρχή, του κάθε ενός ξεχωριστά, καταλήγει σε μια απαλή συγχορδία, ένας ήχος όλες οι φωνές τους. Άρχισε να μειώνετε ο ρυθμός προσγείωσης στα κλαδιά της όμορφης καρυδιάς, όσων είχαν αργοπορήσει ή κάτι ακόμα αναζητούσαν πετώντας εδώ και εκεί. Αυτά τα τελευταία, μπαινοβγαίνουν στις φυλλωσιές της με τόνο διαμαρτυρίας στις φωνές τους. Προφανώς δεν βρίσκουν καλή θέση για ξεκούραση.
Ο άνεμος έχει αισθητά κοπάσει και η καρυδιά ακόμα τρεμοπαίζει μαζί τους σε κάθε προσπάθεια τους να αράξουν σε ένα κλαδί της ή να πάρουν ξανά φόρα να βγουν έξω για μια τελευταία πτήση. Ακούγεται τώρα πιο έντονο το τραγούδι των τζιτζικιών κατάκοπα και αυτά από την ολοήμερη συναυλία τους.
Ένα τελευταίο forte crescendo κατέληξε σε απαλή σιωπή. Όλα ηρέμησαν, πουλιά, τζιτζίκια, άνεμος, καρυδιά και μια γαλήνη απλωνόταν σε ουρανό και γη. Εξαίρεση ένας γκιώνης, αναλαμβάνει τώρα με το μονότονο ρυθμικό του τραγούδι να κρατήσει συντροφιά στην νύχτα και ένα γαύγισμα από το πουθενά σφραγίζει με αυστηρό τόνο το καλοκαιρινό απόγευμα της μοναξιάς, μέσα στην φύση.