Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι, αλλά τι κοριτσάκι, κορίτσαρος σωστός. Ήταν για την ηλικία της ψηλή, καλοσχηματισμένη, πολύ όμορφη. Η μητέρα της δεν έβρισκε εύκολα ρούχα στα μέτρα της από μικρή που ήταν ακόμα. Στην γιαγιά της, που έμενε δύο στενά πιο κάτω από το σπίτι τους, άρεσε να της πλέκει τα πάντα, ζακέτες, φούστες, σκουφιά, κασκόλ. Τα περισσότερα στις αποχρώσεις του μπλε για να μην την πιάνει το μάτι, όπως έλεγε. Εκτός από τα σκουφιά και τα κασκόλ. Αυτά ήταν κόκκινα και μόνο κόκκινα.
Μια μέρα τηλεφώνησε η γιαγιά της, μιλούσε για ώρα με την μαμά της. Μετά της είπε :
«Ντύσου καλά γιατί κάνει κρύο έξω. Πετάξου μέχρι πιο κάτω στις γιαγιάς που είναι λίγο κρυωμένη και δεν θα βγει έξω σήμερα. Να της πας ψωμί, την εφημερίδα της και την σούπα που της έφτιαξα. Φόρεσε και το κόκκινο σκουφάκι που σου έχει πλέξει. Της αρέσει να φοράς όσα σου φτιάχνει.”
Η όμορφη λυγερή νεαρή κοπέλα κάτι μουρμούρισε στην διάλεκτο της γενιάς της, αλλά το φόρεσε, διότι ήξερε πως η γιαγιά δεν ήταν τσιγκούνα σαν κάτι άλλες και το χαρτζιλίκι της ήταν σεβαστή υπόθεση. Κτύπησε το κουδούνι της και περίμενε.
«Ποιος είναι;» απάντησε όμως μια ανδρική φωνή.
«Εγώ καλέ γιαγιά, η κοκκινοσκουφίτσα σου…»
Ανέβηκε γρήγορα γεμάτη απορία και βρέθηκε μπροστά στην ήδη ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματος. Πέρασε μέσα και τότε είδε στο κρεβάτι την γιαγιά και δίπλα της με το πιεσόμετρο στο χέρι, στεκόταν ο νεαρός γιατρός της, ο κύριος Λυκόπουλος.
«Καλώς την όμορφη εγγονή» της είπε και της έριξε μια λαίμαργη ματιά ενώ συνέχιζε να ασχολείται με την εξέταση της γιαγιάς.
Η νεαρή εγγονή κατέβασε τα μάτια ντροπαλά. Τον είχε ξαναδεί αυτόν τον νεαρό γιατρό, με τα υγρά μαύρα μάτια και την μυτάρα. Στην περιοχή τους είχε ιατρείο μαζί με τον πατέρα του κοντά στην Γυμνάσιο της. Από εκεί μπροστά περνούσε καθημερινά. Μάλιστα μια φορά συνόδεψε την γιαγιά της μέχρι εκεί.
Άφησε στην κουζίνα το ψωμί και την σούπα, μετά ξαναμπήκε στο δωμάτιο και άφησε την εφημερίδα στο κομοδίνο της γιαγιάς. Σήκωσε τα μάτια της με θάρρος και γάζωσε από κάτω μέχρι επάνω τον γιατρό. Δεν ήταν και άσχημος. Καλοσχηματισμένος και γυμνασμένος ήταν. Τα γυαλάκια, του πρόσθεταν ίσως χρόνια και σοβαρότητα. Την κοίταξε με ένα πονηρό αλλά χαριτωμένο χαμόγελο. Αυτή ξόανα κατέβασε τα μάτια αλλά το είχε αποφασίσει ήδη.
«Σας χαιρετώ γιαγιά και όλα θα πάνε καλά» είπε κοιτάζοντας ταυτόχρονα την εγγονή.
Έφτασε στην εξώπορτα του διαμερίσματος που είχε στήσει καρτέρι η νεαρή κοπέλα και ενώ της έδινε την κάρτα του είπε:
«Καλή μέρα και ότι χρειαστείτε τηλεφωνήστε μου»
Γύρισε σπίτι της και καταπιάστηκε με το παράτολμο σχέδιο της. Θα του τηλεφωνούσε αλλάζοντας την φωνή της και θα του έδινε ραντεβού στο καφέ της πλατείας. Θα άφηνε τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της να σκεπάσουν ώμους και πρόσωπο θα φορούσε το στενό τζιν παντελόνι της με το καινούργιο γαλάζιο πουλόβερ με το βαθύ V που άφηνε να φαίνεται η κορφή από το πλούσιο στήθος της. Ήταν σίγουρη πως δεν θα την γνώριζε έτσι γιατί ποτέ δεν την είχε ξαναδεί μεταμορφωμένη σε γυναίκα και όχι νεαρή τελειόφοιτη μαθήτρια και υποψήφια φοιτήτρια.
Νεαρός και άβγαλτος, άπειρος από τα γυναικεία τεχνάσματα, γιατί τα χρόνια του τα σπατάλησε αγκαλιά με τα συγγράμματα και την επιστήμη του, ο νεαρός γιατρός έπεσε στην παγίδα της. Για αρκετό καιρό τον τραβούσε από την μυτάρα του σαν να ήταν σκυλάκι.
Τον άφησε αφού τον κατασπάραξε και έφυγε για τις δικές της σπουδές. Την τελευταία φορά τον συνάντησε στο μικρό δασάκι έξω από την πόλη τους. Του είπε με δύο κουβέντες πως «η ζωή ήταν μπροστά της και δεν μπορούσε να τον δεσμεύσει για να την περιμένει και πως ήταν ελεύθερος να κάνει ότι θέλει».
Πέρασε αρκετός καιρός για να ξεπεράσει την αχόρταγη αγκαλιά της. Από τότε έβλεπε κόκκινο ρούχο ή σκουφί ο γιατρός και έφευγε μακριά. Ήταν η πρώτη φορά που μια κοκκινοσκουφίτσα κατασπάραξε έτσι άσπλαχνα την καρδιά κάποιου που ήταν γραφτό στην μοίρα του να λέγεται και Λυκόπουλος.