Τέλειωσε ο Σεπτέμβρης αλλά το καλοκαίρι επιμένει να σεργιανίζει στις παραλίες, στους κήπους, στα μπαλκόνια. Το τελευταίο που πέρασα μαζί της. Με δέσμευε η συγκατοίκηση μας και έτσι αναγκαζόμουν να φεύγω μόνο για λίγες μέρες στις διακοπές μου. Είχα την έννοια της. Δεν άντεχα να τη σκέφτομαι μόνη της μέσα σ’ ένα διαμέρισμα, με καύσωνα κι εγώ σε κάποιο νησί με γλέντια και θαλάσσια μπάνια! Στις αποσκευές μου κουβαλούσα πάντα και τις τύψεις μου. Αλλά την φρόντιζα, της άφηνα το φαγητό της, το νερό της και της έλεγα «εσύ τώρα είσαι η κυρία του σπιτιού μας». Με κοιτούσε με σοβαρό ύφος και άφηνε μια φωνούλα συγκατάβασης. Όταν επέστρεφα από επαγγελματικά ταξίδια μου, με περίμενε πίσω από την πόρτα, σαν παιδί, ή γυναίκα σύντροφος, που περιμένει και το κατιτί να της φέρεις.
Θαυμάσια σύντροφος. Συγκατοικούσαμε είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια, χωρίς γρίνιες, μουρμούρες, χωρίς απαιτήσεις από τη μεριά της. Ότι κι αν της έλεγα έδειχνε πάντα να συμφωνεί. Τα καλοκαίρια κούρνιαζε στα πόδια μου και δεν έφευγε από το κρεβάτι μου αν δεν σηκωνόμουν εγώ πρώτα. Τους χειμώνες ζητούσε ευγενικά την άδεια μου να τρυπώσει κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Γύριζε το κορμί της μέχρι να βρει μια βολική θέση ή μια παλάμη μου ανοιχτή. Τότε έβαζε μέσα το πρόσωπό της και με άφηνε να γαργαλάω τον λαιμό της. Γουργούριζε τόσο δυνατά κι ευτυχισμένα! Αυτό ήταν το καλύτερο ηρεμιστικό μου. Έτσι με έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά του.
Ήρθε στην ζωή μου όταν ήταν δυο μηνών. Γόνος οικογένειας, από τζάκι. Όλοι οι πρόγονοι της ήταν του σαλονιού. Τον δρόμο δεν τον ήξεραν, ούτε τα ξενύχτια στις κεραμοσκεπές, ούτε τα άγρια σκαρφαλώματα σε δένδρα. Αν και μια φορά το δοκίμασε. Την πήρα μαζί. Πήγαμε στην Κέρκυρα, σπίτι μας, Πρώτο της ταξίδι με αεροπλάνο.
«Φέρε την μαζί, να δει και αυτή λίγη χαρά στο κτήμα», είχε πει η μάνα μου, η συχωρεμένη. Γιατί εγώ φοβόμουν μην την χάσω, μην φύγει και δεν ξαναγυρίσει. Την ήθελα πάντα δίπλα μου, στα πόδια μου κάθε βράδυ. Τι να έκανα λοιπόν; Την πήρα μαζί μου. Στο κτήμα, στην αρχή ήταν τρομαγμένη. Μετά την ξελόγιασε η φύση και έφυγε.
«Θα ανέβηκε στον Πέλεκα, στα Μπιζάτικα, να βρει παρέα. Καιρός ήταν, να γνωρίσει κι αυτή του έρωτα την ηδονή» είπε μια μέρα η μάνα μου, γελώντας τόσο δυνατά που μπορεί να την άκουσε και όλη η Κέρκυρα.
Ολόκληρη μέρα δεν φάνηκε. Την περίμενα μέχρι αργά το βράδυ. Τα έβαλα με την μάνα μου,
«Τα βλέπεις, κοίτα τι μου έκανες με τις ιδέες σου. Έφυγε, την έχασα!»
«Α! δεν πας καλά παιδί μου, είπε γελώντας ξανά. Πώς κάνεις έτσι; Θα καταντήσεις σαν την γειτόνισσα μας στην Αθήνα, που βγάζει την δικιά της γάτα βόλτα μέσα σε παιδικό καροτσάκι. Κοίτα να φτιάξεις την ζωή σου, σοβαρέψου!»
Για την οικογένεια μου αυτό ήταν μεγάλος καημός. Ήθελαν να με δουν νύφη αλλά εγώ δεν ήθελα κανένα γαμπρό εκείνη την εποχή. Είχα την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου, κάτι που στερούσα από την Νεφέλη. Έπεσα να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ με τύψεις ξανά. Μήπως τελικά έπρεπε να την αφήσω εδώ στο κτήμα, να κάνει την ζωή της, όχι σαν εμένα που τίποτα άλλο από δουλειά και σπίτι δεν ήξερα;
Το επόμενο πρωί με το που ξύπνησα, όρμισα στην αυλή και άρχισα να την φωνάζω. Κανένα ίχνος της. Κάθισα κάτω από τις ελιές και αναστέναξα βαθιά.
«Νεφελίνο μου που είσαι;» Τότε μίλησε η πανούργα. Σήκωσα τα μάτια μου και να ’την πάνω απ’ το κεφάλι μου, ξαπλωμένη σε ένα κλαδί της μεγάλης ελιάς.
«Κατέβα γυριστρούλα πήρες τους δρόμους, με έχεις τρελάνει από χθες, κατέβα!»
Μα δεν μπορούσε να κατέβει. Η φύση της την ώθησε να ανέβει, αλλά αμάθητη από δένδρα, φοβόταν να κατέβει. Βγήκε ο πατέρας μου, ο Θεός να τον αναπαύει, έφερε κοντά μια σκάλα, εμείς από κάτω την κρατάγαμε κι εκείνος την έπιασε με τρόπο. Την πήρα στην αγκαλιά μου. Έτρεμε ολόκληρη. Έφαγε, ήπιε και μέχρι που γυρίσαμε στην Αθήνα δεν ξεκόλλησε από δίπλα μου. Τι τρομάρα θα πήρε και εκείνη, ποιος μπορεί να το καταλάβει.
Εδώ κι ένα μήνα δεν σηκώνεται. Κοιμάται όλη μέρα, σαν γριά που ξεχνά να ξυπνήσει. Τεμπέλα γριά, όχι απ’ αυτές που απ’ το ξημέρωμα αρπάζουν την ζωή και την στύβουν με κάθε υπόλοιπο δύναμης του κορμιού τους. Αυτή έχει θυσιάσει τα εγκόσμια, τις χαρές και τις ηδονές της ζωής για να μονάσει, άθελα της, μαζί μου.
Τώρα είναι ακίνητη. Χωρίς ανάσα. Την τελευταία της την άφησε πριν μία ώρα κι έφυγε για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Εδώ, στα πόδια μου μπροστά, ξάπλωσε, αφού σύρθηκε από το υπνοδωμάτιο μου, από όπου δεν έβγαινε τον τελευταίο καιρό. Την βοήθησα να ανέβει στο μαξιλάρι της. Της έβαλα μπροστά της νερό. Έσκυψε να βρέξει τα χείλη της. Με κοίταξε και πάλι ακούμπησε το κεφάλι της στην άκρη των δακτύλων του ποδιού μου. Της άρεσε τόσο να με ακουμπά κάθε φορά που ξάπλωνα αποκαμωμένη. Γύριζα από πελάγη και θάλασσες θυμωμένες δουλείας, έδενα το σκαρί μου στο λιμάνι μας και εκεί πάντα με περίμενε, πιστή αφοσιωμένη σύντροφος.
Τώρα πώς να το πω στους φίλους της; Γιατί είχαμε πολλούς κοινούς φίλους. Ιδιαίτερη συμπάθεια είχε στον μπάρμπα μου τον Γιάννη. Μόλις καθόταν εκείνος, έτρεχε και στεκόταν μπροστά του. Τον κοίταζε κατάματα. Αυτός ήξερε τι ήθελε. Έβγαζε το κομπολόι του, από ατόφιο κεχριμπάρι και με τα δάκτυλά του χόρευε τις χάντρες πάνω στο δέσιμο τους, που τέλειωνε σε μια μεταξωτή φούντα. Αυτή, με κάθε κραδασμό των κεχριμπαρένιων χαντρών λίκνιζε το κορμί της αισθησιακά. Άπλωνε την πατούσα της να την αγγίξει και τότε την τραβούσε ο θείος μου, κάνοντας την να πηδάει κάθε φορά στον αέρα, να τεντώνεται σαν μπαλαρίνα.
Την σήκωσα ακόμα μια φορά στα χέρια μου και την έβαλα μέσα σ’ ένα κουτί που είχα ετοιμάσει, γιατί το έβλεπα πως τελείωνε η ζωή της. Μετά το τοποθέτησα μπροστά στα πόδια μου για τελευταία φορά. Τηλεφώνησα στον κουμπάρο μου. «Παναγιώτη τελείωσε η Νεφέλη. Έλα να την πάρεις. Βάλε την να ξεκουραστεί κάτω από την συκιά σας. Είκοσι τρία χρόνια μαζί. Όταν έρχομαι εκεί, να την νιώθω ακόμα κοντά μου.»