Ένα θαυμαστικό δίπλα σε μια λέξη ! Τι να σημαίνει; Ένα ερωτηματικό είναι πιo εύκολο να το εξηγήσεις σε ένα μικρό παιδί. Πρέπει λίγο να μεγαλώσει για να του εξηγήσεις πως πρέπει να κάνει μια παύση, να βάλει ένα κόμμα, να πάρει μια ανάσα για να συνεχίσει. Και όταν σε ρωτά «Τι είναι αυτό ή εκείνο», πρέπει να έχεις απαντήσεις για όλα να τα λες απλά για να καταλάβει διαφορετικά συνέχεια θα σε ρωτά: «Τι είναι αυτό; Τι θα πει εκείνο;»
Έτσι αρχίζει την ζωή του, ρωτώντας. Εσύ συνεχίζεις να απαντάς αλλά και να ρωτάς: «Πως σε λένε; Που είναι η μαμά, ο μπαμπάς;» Μετά λίγα χρόνια αλλάζεις τύπο ερωτήσεων: «Διάβασες; έφαγες; έπλυνες τα χέρια σου; που πονάς ; »
Η ζωή μας γενικά συνεχίζεται με ερωτήσεις και απορίες. Μερικές έχουν απαντήσεις. Κάποιες άλλες πάλι, όχι. Αυτές είναι οι πιo σκληρές οι πιo δύσκολες. «Μ’αγαπάς; Που ήσουν;Γιατί άργησες; Ποιος νίκησε;»
Σαν κάτι να ήξερε από όλα αυτά πολύ καλά, ο δάσκαλος μου στο δημοτικό σχολείο. Τον σκέπτομαι κάθε φορά που κάνω ερώτηση ή βάζω θαυμαστικό στον προφορικό ή γραπτό μου λόγο. Τον σκέπτομαι κάθε φορά που περνώ μπροστά από το παλιό νεοκλασικό του σπίτι. Εκεί που έμενε, με ενοίκιο φυσικά, δικό του είχε μόνο στο χωριό του κάτω στην Πελοπόννησο. Ακόμα και όταν αποφοιτήσαμε και μπήκαμε στον μεγάλο στίβο της ζωής, τον συναντούσαμε το πρωί των Φώτων. Έβγαινε το πλήρωμα της ενορίας μας, των Αγίων Αποστόλων, στην παραλιακή λεωφόρο Ποσειδώνος για να φθάσει μέχρι το Λιμανάκι, εκεί που ήταν κάποτε ένα ακόμα Βασιλικό περίπτερο και που έγινε μετά σημείο αποβίβασης στις εξόδους των πληρωμάτων του Αμερικάνικου στόλου που συχνά άραζε στον Σαρωνικό. Σε αυτές τις προβλήτες πηγαίναμε να ρίξουμε τον σταυρό στην θάλασσα, να αγιαστούν τα νερά. Από το σπίτι του μπροστά περνούσαμε. Βρισκόταν πάνω στην γωνία της διασταύρωσης των λεωφόρων Ποσειδώνος και Θησέως. Εκεί στεκόταν καμαρωτός, παρά την προχωρημένη ηλικία του και δίπλα του η κυρία Δόμνα, η γυναίκα του. Έδειχνε πάντα την ίδια χαρά, σαν μας έβλεπε να περνάμε, όπως τότε, στις μικρές μας παρελάσεις μας στο τέλος κάθε χρονιάς με τις γυμναστικές επιδείξεις. Ίδιος είχε παραμείνει, όπως τότε, από παιδί τον θυμάμαι έτσι ακριβώς, σχεδόν αγέραστος.
Θεόρατος φάνταζε τότε στα μάτια μου. Περιποιημένος, σαν άρχοντας, φορούσε ένα κοστούμι με γιλέκο ασορτί, από ένα ύφασμα με ύφανση λεπτό ψαροκόκαλο, λευκό γκρι μαύρο, γραβάτα και πάντα λευκό καλοσιδερωμένο υποκάμισο και γραβάτα. Κάθε μέρα αυτό. Μόνο στις σχολικές γιορτές φορούσε ένα σκούρο μπλε, σαν γαμπρός έμοιαζε. Να σκιάζουν τα μάτια του κάτι φουντωτά φρύδια, που τον φόρτωναν με ένα αυστηρό ύφος αλλά που έκρυβαν την αδυναμία του για τα παιδιά. Δικά του δεν είχε. «Είχαν των άλλων τόσα πολλά παιδιά να φροντίσουν» όπως έλεγε η κυρά Δόμνα.
Δεκαετία 1910 Τζιτζιφιές (Φαλήρων). Οδός Καλλιθέας. Δεξιά ο ναός “Άγιοι Απόστολοι” ανεγέρθηκε το 1903 Μπροστά η γραμμή του τραμ Αθήνας-Καλλιθέας-Φαλήρων
Πέντε παιδιά περάσαμε από τα χέρια τους. Εκείνη μας παρέλαβε στο νηπιαγωγείο και μας παρέδωσε μετά στον άνδρα της τον «κύριο». Έτσι τον φωνάζαμε, «κύριε» ποτέ «κύριε Κυριάκο» όπως τον φώναζε εκείνη στα διαλείμματα. Εκείνος ήταν για εμάς ο κύριος Μεγαλόπουλος, όνομα που του ταίριαζε απόλυτα. Ποτέ δεν κτύπησε παιδί, αλλά ήταν αυστηρός με την ματιά του, εκείνη που σκίαζαν τα πυκνά μαύρα φρύδια του. Τους άτακτους, τους πλησίαζε, τους γράπωνε από τον σβέρκο και μετά τους ρωτούσε έτσι απλά:
«Τι έφαγες ορέ σήμερα και σε πείραξε; γιατί δεν κάθεσαι φρόνιμος;» και έμενε ακίνητος ο ταραξίας λες και του περνούσε από τον σβέρκο καμιά ένεση υπακοής, φρονιμάδας και μετάνοιας.
Στα διαλείμματα περιφερόταν ανάμεσα μας σαν τροχονόμος, να ρυθμίζει την ταχύτητα όσων έτρεχαν και έπεφταν πάνω στους άλλους, άτσαλα κουτάβια. Αν διαπίστωνε τσακωμούς, έβγαζε μια φωνή περίεργη! « Εεεείιιιπππ!» μετά σήκωνε το χέρι του και έδειχνε στον παραβάτη τον δρόμο, για να τον πλησιάσει. Ακολουθούσε το σβέρκωμα που τέλειωνε με ένα χάδι στο κεφάλι, ένα κτύπημα στην πλάτη με ελαφρύ σπρώξιμο μπροστά, για να μας ξαναβάλει μέσα στην κίνηση της αυλής, του παιχνιδιού και της ζωής. Τολμώ να υπερηφανευτώ, πως ποτέ δεν με σταμάτησε όταν περνούσα τρέχοντας σαν αστραπή από μπροστά του. Τα αγόρια είχαν φτιάξει μια νοητή φυλακή δίπλα στον τοίχο του κτηρίου και εκεί φυλάκιζαν μόνο τα κορίτσια. Ποτέ δεν μπήκα σε εκείνη την φυλακή. Ετρεχα γρήγορα και δεν με έπιαναν αιχμάλωτη. Μάλιστα κατόρθωνα να τους παραπλανώ και να πλησιάζω τις φίλες μου και με ένα άγγιγμα μου να τις απελευθερώνω. Τόσο απλά. Τις άγγιζα και ήταν ελεύθερες. Δεν μου άρεσε το παιχνίδι εκείνο, αλλά μου άρεσε να τρέχω να ξεφεύγω και να λυτρώνω τις φίλες μου. Ο δάσκαλος ίσως το παρακολουθούσε και συμφωνούσε με τον ρόλο που έπαιζα. Έτσι με άφηνε να τρέχω χωρίς να με σταματά. Ποτέ δεν με σβέρκωσε τότε.
Ήταν το σχολείο μας 1(1)Το πρώτο σχολείο που πραγματοποιεί ο Καραντινός και μάλιστα το πρώτο που θεμελιώθηκε το 1930 από τον ίδιο το Βενιζέλο ως μια συμβολική πράξη έναρξης του κυβερνητικού προγράμματος είναι το δημοτικό σχολείο στην Καλλιθέα, όπου ο αρχιτέκτων είχε μεγαλώσει και είχε χτίσει το πρώτο του έργο, το κτίριο καταστημάτων και διαμερισμάτων. Το σχολείο βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο ενός μικρού λόφου και μεταξύ δυο δρόμων σε διαφορετικά επίπεδα. Αποτελείται από έξι αίθουσες διδασκαλίας, αίθουσα χειροτεχνίας, γραφεία, εστιατόριο , υπόστεγο γυμναστικής, ωφέλιμη ταράτσα και κήπο. Λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους δημιουργείται στην νοτιοανατολική πλευρά , όπου υπάρχουν μεγαλύτερες υψομετρικές διαφορές, ένας κλιμακωτός κήπος στον οποίο δεσπόζει η μεγάλη αυλή του σχολείου, που περικλείεται στις δυο πλευρές από το κτίριο σχήματος Γ των αιθουσών και του υπόστεγου. Η επιλογή της τοποθεσίας και η αρχιτεκτονική του σχολείου συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός αποτελέσματος με συμβολικές διαστάσεις, που προτείνει πάνω στην ασήμαντη κτηριολογική πραγματικότητα του τότε περιβάλλοντος χώρου, το οικοδόμημα της εκπαίδευσης ως νέα ακρόπολη.
χτισμένο πάνω σε ένα μικρο λόφο στην Καλλιθέα, δίπλα στον Ναό Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ενα απο τα πρώτα σχολεία του Πάτροκλου Καραντινού. Είχε, θυμάμαι, η αίθουσα μας εκείνα τα μαύρα ξύλινα θρανία και τρεις τρεις καθόμασταν τα κορίτσια στις πρώτες τάξεις του ισογείου. Κάθε χρόνο μετακομίζαμε σε άλλη αίθουσα και όροφο. Όσο μεγαλώναμε ανεβαίναμε πιο ψηλά. Οι μικροί στο ισόγειο και οι τρεις μεγάλες τάξεις στον πρώτο όροφο. Οι τρεις αίθουσες του πρώτου ορόφου, συνδέονταν με συρόμενες, αναδιπλούμενες μεγάλες πόρτες, 2(2)Επειδή δεν είχε προβλεφθεί, για οικονομικούς λόγους μάλλον λόγους, η δημιουργία κατάλληλων χώρων για τις σχολικές τελετές, στα κτίρια με μικρό αριθμό αιθουσών, οι χώροι αυτοί δημιουργούνταν με την ένωση δυο ή τριών συνεχόμενων αιθουσών που χωρίζονταν με διπλά πτυσσόμενα ξύλινα πετάσματα. Έτσι, το σχολείο της Καλλιθέας αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα λύσης με ευέλικτη κάτοψη που περιέχονταν στις υπουργικές οδηγίες: διαμέσου πολύφυλλων διαφραγμάτων είναι πράγματι δυνατή η ενοποίηση των 3 αιθουσών διδασκαλίας του ορόφου. Αυτή η λύση ωστόσο δημιουργούσε προβλήματα ηχομόνωσης όταν οι χώροι αυτοί λειτουργούσαν κανονικά ως αίθουσες διδασκαλίας.
που άνοιγαν στις σχολικές εορτές και γίνονταν μια μεγάλη αίθουσα για όλες τις εκδηλώσεις μας. Στην πλευρά που ήταν τα μεγάλα τετράγωνα παράθυρα, ανατολικά,3(3)Το δημοτικό σχολείο του Χαροκόπου (1931) αποτελείται από 6 αίθουσες διδασκαλίας. Σε αυτό επαναπροτείνεται στον όροφο η τυπολογία της ευέλικτης κάτοψης στη μορφή των 3 αιθουσών ενωμένων διαμέσου της μετακίνησης των πτυσσόμενων πετασμάτων. Ο προσανατολισμός των αιθουσών είναι νότιος. Όπως σημειώνει ο Καραντινός: « Ο μεσημβρινός προσανατολισμός δια τας αίθουσας διδασκαλίας συνήθους τύπου με μονόπλευρον εξ αριστερών φωτισμό είναι κατά τη γνώμη μου ο καταλληλότερος υπό την προϋπόθεσιν ότι η διαμόρφωσις των παραθύρων θα είναι τοιαύτη ώστε να αποκλείονται τελείως αι ηλιακαί ακτίνες κατά τους θερινούς μήνας του σχολικού έτους». Όπως και στο σχολείο της Καλλιθέας, έτσι και εδώ ο Καραντινός δεν απομακρύνεται από την οργάνωση των όψεων με βάση μια στοιχειώδη ρυθμική επανάληψη μεγάλων ορθογωνίων παραθύρων διακοπτόμενων από λωρίδες πλήρων σταθερού πλάτους
κάθονταν όλα τα αγόρια. Στην άλλη πλευρά την δυτική, όπου ήταν η είσοδος αλλά και ο τοίχος με τις κρεμάστρες που όλοι κρεμούσαμε τα πανωφόρια μας, καθόμασταν τα κορίτσια. Στην μεσαία σειρά ξανά αγόρια που κάθονταν δυο δυο. Είχαν όλες οι αίθουσες, φωτογραφίες κρεμασμένες ψηλά στους τοίχους, με κάτι άνδρες με μεγάλα μουστάκια, ύφος βλοσυρό, άρματα ζωσμένους, φέσι μερικοί στο κεφάλι τους.
Εκτός από έναν που φορούσε κάτι σαν, περικεφαλαία με λοφίο, και τα φρύδια του ήταν μεγάλα σαν του κύριου μας. Ίσως για αυτό τον εκτιμούσε περισσότερο ο δάσκαλος τελικά. «Αν δεν ήταν ο Θοδωρής, ακόμα ραγιάδες θα ήμασταν. Να το θυμάστε αυτό» μας έλεγε συχνά και αναπάντεχα, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, ανατολικά, μέχρι επάνω την κορυφογραμμή του Υμηττού.
Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω καλά τα λόγια του, ποιος ήταν ο κύριος Θοδωρής, τι σήμαινε ραγιάς. Θυμάμαι ακόμα, πώς έμαθα και άλλα από αυτόν. Κάποιους κανόνες συμπεριφοράς «δεν τρέχουμε στις σκάλες!» «Όρθιοι όταν μπαίνει μέσα στην αίθουσα δάσκαλος», «Δεν μιλάμε όλοι μαζί! δεν κλέβουμε τίποτα από κανέναν, δεν λέμε ψέματα, δεν βάζουμε το χέρι στην μύτη…»
Μας έμαθε τους τόσους κανόνες γραμματικής αλλά και τα σημεία της στίξης. Όλα τα σημεία της στίξης. Μας έβαζε κάμποσες φορές να γράφουμε έκθεση στις μεγάλες τάξεις, με όλα αυτά.
«Με όλα;» ρωτούσαμε.
«Με όλα, δεν θα λείπει κανένα» απαντούσε με αυστηρό ύφος.
Θέμα δεν μας έδινε, αλλά ότι γράφαμε έπρεπε να έχει όλα τα σημεία της στίξης. Δύσκολα πράγματα, αλλά μου άρεσε η δυσκολία αυτή, γιατί έτσι ασχολιόταν μαζί μας και ο πατέρας μου λέγοντας μας ιστορίες από τον πόλεμο, την κατοχή των Γερμανών, χρησιμοποιώντας σημεία στίξης στον τόνο της φωνής του για να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα. Ρωτούσε, απαντούσε, έκανε μικρές παύσεις για το κόμμα, θαύμαζε, απορούσαμε, ρωτούσαμε και μετά γράφαμε.
Μας έβαζε μετά να διαβάσουμε τα γραπτά μας και να τονίζουμε τις φράσεις με τις ερωτήσεις, με τα θαυμαστικά, το κόμμα, την τελεία να βάζουμε χρώμα στην φωνή μας και γενικά, παίζαμε το παιχνίδι με τα σημεία της στίξης.
Μια μέρα με σήκωσε επάνω στην έδρα του ο δάσκαλος, να διαβάσω την εργασία μου με όλα αυτά τα σημεία στίξης. Έτοιμη από την προπόνηση με τον πατέρα μου, πήρα ύφος σοβαρό και έδωσα μεγάλη σημασία στις εκφράσεις μου, σωστή ερμηνεία του ρόλο μου. Κάτι όμως που βρήκαν αστείο, τα υπόλοιπα παιδιά και άρχισαν να γελούν. Τότε ο κύριος Μεγαλόπουλος, ο δάσκαλος, στάθηκε δίπλα μου, με σβέρκωσε και μετά από λίγο, που ήταν αιώνας, είπε με βροντερή φωνή:
«Τι γελάτε ορέ έτσι ανόητα; Καλά τα γράφει και καλά τα λέει! Ένα μεγάλο δέκα με δέκα τόνους θα της βάλω!»
Όση ώρα μιλούσε εγώ καθόμουν εκεί, ακίνητη, σβερκωμένη, σαν να περίμενα την ώρα της εκτέλεσής μου, λες και έγκλημα στον ελληνικό προφορικό και γραπτό λόγο να είχα κάνει. Μα σαν έβαλε εκείνο το «δέκα με τους δέκα τόνους» κατέβηκα από τον έδρα του, κάθισα στο θρανίο μου, που είχε μετατραπεί σε χρυσό θρόνο, πολύ περήφανη. Κρατούσα το κεφάλι μου ψηλά σαν να φόραγα στέμμα ή εγώ την περικεφαλαία του Μεγάλου στρατηγού Κυρ Θοδωρή. Και με αυτήν στο κεφάλι μετά ορμούσα έξω από το σχολείο με ρότα το σπίτι για να εισπράξω και τα εύσημα από τον πατέρα μου.
Μεγάλες στιγμές μου χάρισαν αυτά τα σημεία στίξης που με σημάδεψαν όλα σε κάθε βήμα της ζωής μου. Γκρέμισαν πριν λίγο καιρό το σπίτι του δάσκαλου. Έμεινε ένα κενό ανάμεσα σε δύο άλλα κτήρια, μια μεγάλη τρύπα στην γη, στην θέση του άλλοτε όμορφου νεοκλασσικού, να χάσκει σαν μεγάλο πεινασμένο στόμα από χώμα, να περιμένει να το γεμίσουν με νέα υλικά για νέα κατασκευή. Χάθηκε το σπίτι, ο δάσκαλος, κύριος Μεγαλόπουλος, η κυρία Δόμνα η γυναίκα του, ο πατέρας μου, η μάνα μου, η αθωότητα και το θαυμαστικό από τα σημεία στίξης. Από τότε κάθε μέρα επιμένει να εμφανίζεται μπροστά μου απειλητικά μόνο ένα από αυτά. Το ερωτηματικό.
«Πως φθάσαμε μέχρι εδώ; Ποιος έφταιξε; Γιατί γίναμε ξανά ραγιάδες; Τι μέλλον έχει ο τόπος μας; Είναι δική μας η χώρα που λευτέρωσε ο Θοδωρής με την περικεφαλαία με το λοφίο, το μεγάλο μουστάκι και τα ζωνάρια φορτωμένα με άρματα;
Αν ζούσε ο δάσκαλος και ο πατέρας μου, θα με ρωτούσαν :
«Γιατί γκρεμίσατε όλα όσα κτίσαμε και σας αφήσαμε εμείς και ο Θοδωρής ; Γιατί; γιατί; γιατί;»
Δεν μπορώ να σκεφτώ, να αρθρώσω ή να γράψω απάντηση. Αναρωτιέμαι και εγώ, «Γιατί;» Δεν έχει απάντηση εδώ η ερώτηση, παρά σιωπή, απορία, σκέψη. Ο πόνος δεν έχει δικό του σημείο στίξης.
7 Φεβρουαρίου 2011
Σύμφωνα μέ την αφήγηση τού Γέρου τού Μοριά, αφού συγκεντρώθηκαν άνδρες από διάφορα στρατιωτικά σώματα με την συνοδεία τού επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, τού Φωτάκου, τού Πετμεζά και άλλων, έφτασε και ο ίδιος στην μεσημβρινή πύλη της Ακροκορίνθου. Εκεί τον υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες με επικεφαλής τον φρούραρχο Ασλάν Μπέη, που του παρέδωσε τα κλειδιά τού κάστρου και τον χαιρέτισε με την φράση: “Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!”.
Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρεις φορές το επάνω μέρος της πύλης με την Ελληνική σημαία και βροντοφώναξε: