Οδηγούσα σε μιαν άγνωστη περιοχή, μέσα στη νύχτα, κάτω απ’ το βαρύ, υγρό πέπλο της, όταν άρχισαν να προσγειώνονται στο παρμπρίζ οι πρώτες σταγόνες βροχής, τα πρώτα δάκρυα των ουρανών, όπως τα έλεγε η γιαγιά μου. Σαν δυνάμωναν τα έλεγε καταρράκτες. Πλημμύριζαν τα πάντα, έπνιγαν ζωντανά και χωράφια. Η γιαγιά σιωπούσε, έκανε μόνο το σταυρό της μουρμουρίζοντας. Σίγουρα μιλούσε με το Θεό. Μ’ αυτόν που δεν μιλούσα ποτέ εγώ.
Άκουγα τη μηχανή του σαράβαλου να στενάζει κάθε φορά που έπεφτε σε μια λακκούβα γεμάτη βροχόνερο. Ήταν απ’ την κορφή ως τα νύχια λουσμένο στα λασπόνερα. Ακολουθούσα έναν ανηφορικό χωματόδρομο. Οδηγός και συντροφιά μου, οι μακρινές αστραπές. Ξεκινούσαν πίσω από κάτι σκοτεινούς ορεινούς όγκους, στο βάθος τ’ ουρανού κι έφθαναν μέχρι το δρόμο μου. Προσπάθησα να τηλεφωνήσω. Δεν είχα σήμα. Ο δρόμος, ήλπιζα, θα μ’ οδηγούσε σε κάποιο απόμερο χωριό.
Στη μέση κάποιου σκοτεινού πουθενά, ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος και η μηχανή έσβησε. Άκουγα μόνο τη συναυλία της θυμωμένης φύσης και τη βροχή να χοροπηδά στην οροφή του αυτοκινήτου. Φοβήθηκα. Έγειρα πίσω το κάθισμα να ηρεμήσω και περίμενα. Καταιγίδα είναι, θα περάσει. Κοίταξα το κινητό μου. Είχα μπαταρία, αλλά δεν υπήρχε σήμα.
Με ξύπνησε η απόλυτη σιωπή. Κοίταξα έξω. Οι ουρανοί είχαν καθαρίσει απ’ τα φορτωμένα μαύρα σύννεφα. Είχαν κατέβει μαζί μ’ όλα τα αστέρια τους μπροστά μου. Κοίταξα τριγύρω. Ήμουν περικυκλωμένος από ένα αστραφτερό Σύμπαν.
Μα πού βρίσκομαι; Πέθανα! Έχω ήδη ανέβει ψηλά. Εκεί που ανεβαίνει η ψυχή αφήνοντας στον μάταιο αυτό κόσμο το φθαρτό όχημά της. Πετώ κάπου ανάμεσα στ’ αστέρια. Ίδια η οροφή της εκκλησίας μας! Τα ίδια αυτά αστέρια, ζωγραφισμένα γύρω από τον θρόνο Του. Έχω ανέβει στους ουρανούς. Κανείς δεν βρίσκεται εδώ να με υποδεχτεί. Μα, αν έχω πεθάνει, κάποιος δεν πρέπει να εμφανιστεί και να με οδηγήσει κάπου; Μου ξέφυγε μια εσωτερική κραυγή.
Θεέ μου!
Μπροστά στον απέραντο έναστρο κόσμο που με είχε περικυκλώσει, ένιωσα μικρός. Φόβος με κυρίευσε. Κάποτε στα παιδικά μου μάτια φάνταζε πελώριος αυτός ο κόσμος στην οροφή της εκκλησίας μας. Ένας άνδρας με λευκά μακριά μαλλιά, γένια, σοβαρό βλέμμα, καθισμένος σε θρόνο με μια «μπάλα» στα γόνατά του. Όταν έχασα τον πατέρα μου θύμωσα πολύ μαζί Του. Δεν έπρεπε να μας τον πάρει τόσο νέο και άδικα. Η μάνα μας έμεινε μόνη της. Έκλαιγε ασταμάτητα κι έλεγε συνέχεια:
Γιατί, Θεέ μου; Γιατί όλο βάσανα σε μένα;
Δεν άντεχα να την ακούω. Μετά μας πήρε τη γιαγιά, τη μόνη που μας φρόντιζε. Θύμωσα ξανά. Έπαψα να κοιτάζω ψηλά.
«Θεέ μου», επανέλαβα με κλειστά τα χείλη θαυμάζοντας. Δεν θυμάμαι να μου έχει συμβεί ξανά κάτι τέτοιο. Τότε, εμφανίστηκε μπροστά στο αμάξι μου. Κρατούσε ένα φανάρι στο χέρι, ένα φωτεινό αστέρι, και το κουνούσε μπροστά του. Βάδιζε γρήγορα. Καθώς πλησίαζε, διέκρινα τα λευκά γένια του και τη ματιά μου. Ήταν στεγνός, σαν ερημίτης, σαν μοναχός βασανισμένος, αλλά τι περίεργο ταυτόχρονα ήρεμος, χαρούμενος.
-Ε! Εσύ, εκεί μέσα! Ξύπνα! Είσαι καλά;
Η γενειάδα του εισέβαλε, κρεμάστηκε σχεδόν, μέσα απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου. Μια μυρωδιά γεροντικού ιδρώτα ανάκατου με λιβάνι χαστούκισε το πρόσωπό μου. Πρώτη φορά συναντούσα τον Θεό αυτοπροσώπως. Πάγωσα. «Τελικά, υπάρχει», ψέλλισα από μέσα μου.
-Τι γυρεύεις εδώ πάνω, παιδί μου; Για πού το έβαλες μέσα στο άγριο σκοτάδι και με τέτοιον καιρό;
-Σταμάτησε η μηχανή. Πάω επάνω, στην κεραία. Καλά πάω ή χάθηκα; Ή μήπως…
Σκέφτηκα να πω κι αυτό που φοβόμουν πιο πολύ, πως είχα δηλαδή πεθάνει, αλλά δεν το είπα. Τραβήχτηκε πίσω αυτός – μαζί και η γενειάδα του. Ανέπνευσα ξανά. Δεν είχα καταλάβει τι μου είχε συμβεί. Ζούσα ή δεν ζούσα; Κι αν ο Θεός είχε κατέβει μπροστά μου επειδή τον φώναξα; Ίσως μέσα στην τόση ησυχία να με άκουσε. Εκεί κάτω στις πόλεις μας, με τόσο θόρυβο, πολλοί φωνάζουν τ’ όνομά Του, αλλά πώς να τους ακούσει! Όμως, εδώ ήταν η απόλυτη σιωπή. Έχει ίσως σιωπή η άλλη ζωή. «Ησύχασε η καημένη», έλεγε για τη γιαγιά μου η μάνα μου. Θα τον ρωτούσα στα ίσια.
-Θεέ μου, πέθανα; Με υποδέχεσαι εσύ ο ίδιος προσωπικά;
-Για πεθαμένος δεν μοιάζεις, παλικάρι μου. Μάλλον πιωμένος, νυσταγμένος και πεινασμένος. Έλα, έβγα όξω να πάρουμε τον ανήφορο, έχω δουλειές το πρωί. Άιντε, ακολούθησέ με. Πάρε μαζί σου ό,τι θέλεις. Θα σε φιλοξενήσω απόψε.
Και το αμάξι; Αν έχω πεθάνει, τι να το κάνω το αμάξι; Η γιαγιά έλεγε «σαν πεθάνουμε, πουκάμισο δίχως τσέπες φοράμε».
-Το ξημέρωμα, πρώτα ο Θεός, θα σου φτιάξω τη μηχανή. Μετά να πας στο καλό. Με την ευχή μου.
Τι ανακούφιση! Είπε θα το φτιάξει. Άρα θα φύγω αύριο. Βγήκα και κλείδωσα. Βάδιζε βιαστικά σ’ ένα σκοτεινό βρεγμένο, πέτρινο δρομάκι. Έτρεξα να τον προφτάσω. Ξαφνικά, πρόβαλε μπροστά μας, σαν φάντασμα, ένα κτίσμα χωρίς πρόσωπο, μάτια ή ταυτότητα. Ανεβήκαμε μια πέτρινη σκάλα.
-Κράτα το φανάρι μου.
Το πήρα και το εξέτασα πιο προσεκτικά. Δεν ήταν αστέρι. Μια φλόγα ανοιγόκλεινε τα βλέφαρά της, ζεστή, φωτεινή, καθισμένη πάνω σε χοντρό σκούρο κερί. Προσπαθούσα να καταλάβω. Ξέχασα την αποστολή μου, τους συναδέλφους, τα ανταλλακτικά που περίμεναν.
-Εδώ μέσα θα φυλαχτείς απόψε, παιδί μου. Έχεις σκεπάσματα. Θα σου φέρω γάλα, παξιμάδια και μέλι.
Ξημέρωσε. Άρωμα από βουνίσιο τσάι, ένα κομμάτι τυρί, παξιμάδια, μέλι. Τα έφερε ο ίδιος.
-Καλημέρα, Χριστιανέ! Είσαι… ή κάνω λάθος;
-Καλημέρα. Δεν ξέρω αν είμαι. Εσείς; Ποιος είστε;
-Πατήρ Νικόλαος.
-Θωμάς Μοίρας.
-Θωμά, παιδί μου, μέχρι να σηκωθείς, δώσε μου τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ξέρω από μηχανές. Το δικό μου εγώ το σιάχνω. Εδώ πάνω όλοι κάνουμε τα πάντα.
-Μη με παρεξηγήσεις, πάτερ… Χθες νόμιζα πώς είσαι ο Θεός. Εκτός κι αν είσαι τελικά, αλλά δεν μου το λες να μην τρομάξω.
Άρχισε να γελά δυνατά.
-Μα, πώς σου ’ρθε αυτό;
-Πες μου, για να ηρεμήσω!
-Είμαι και δεν είμαι. Όπως κι εσύ είσαι και δεν είσαι ο Θεός.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Κάθε τι που βλέπεις, ακούς ή γεύεσαι, Θεός είναι, Θωμά. Στα πάντα, βλέπεις τον Θεό. Και να ήταν μόνο αυτά που βλέπουμε, καλά θα ήταν. Ένας άλλος κόσμος που δεν βλέπουμε ούτε ακούμε κι αυτός δικός Του είναι.
Του έδωσα τα κλειδιά. Βγήκε έξω. Μετά από λίγο βγήκα κι εγώ. Τότε, στο αδύναμο φως της μέρας, αντίκρισα πού με φιλοξένησε η νύχτα. Πάνω σε ένα πράσινο χαλί κείτονταν κουφάρια από πεντέξι δίπατα χλωμά σπίτια. Όψη παγωμένη, νεκρή, άχρωμη. Κανένα σημάδι ζωής. Στην κεφαλή τους, ακόμα κεραμίδια. Τα μάτια τους, κλειστά ή αλλήθωρα. Μερικά δεν είχαν καν μάτια. Το στόμα τους, ερμητικά κλειστό. Λες και δεν ήθελαν να αφήσουν κανέναν να μπει μέσα να τα ξυπνήσει, να τα ζωντανέψει. Δίπλα τους, μερικές ξύλινες, γέρικες κολώνες του ηλεκτρικού. Άλλη να γέρνει εμπρός, άλλη δεξιά, άλλη αριστερά, λες για να έρθουν πιο κοντά μεταξύ τους. Ανάμεσά τους σφύριζε μόνο αέρας τεμπέλης. Κοινός τους φύλακας, αυτός ο ερημίτης κληρικός.
Περπάτησα λίγα μέτρα. Ένα απ’ αυτά τα κουφάρια ζούσε ακόμα. Στην αυλή του, ένα κοτέτσι και δίπλα του, παραταγμένα το ένα κοντά στο άλλο, κουτιά μελίσσια.
-Έλα ’δω, Θωμά! Σε χρειάζομαι.
Πήγα κοντά του. Είχε ανοίξει το καπό. Σκάλιζε τα σωθικά του αμαξιού μου.
-Κράτα αυτό…
-Μόνος σου μένεις, γέροντα;
-Όχι δα!
-Έχεις οικογένεια;
-Όχι, εσύ έχεις;
-Έχω
-Έχεις μάνα;
-Έχω μία
-Εγώ έχω δύο…
Τον κοίταξα με απορία.
-Έχεις γυναίκα στη ζωή σου, δική σου οικογένεια;
-Όχι ακόμα. Είμαι νέος, αδημιούργητος
-Μόλις τελειώσω, πάμε να γνωρίσεις την οικογένειά μου και τις βασίλισσές μου.
Γέρος είναι, σκέφτηκα, λένε διάφορα οι μεγάλοι άνθρωποι. Τελειώνοντας τη φράση του, έκλεισε το καπό. Κάθισε στη θέση του οδηγού. Έβαλε μπροστά τη μηχανή και αμέσως αυτή έβγαλε χαρούμενες φωνές.
-Είσαι έτοιμος. Μπορείς να φύγεις όποτε θες. Αλλά πρώτα πάμε κάπου.
Βάδιζε μπροστά μου γρήγορα με πόδια δυνατά. Άρχισε να ψέλνει.
–Άγιος, Άγιος, Κύριος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου…..
Ακολουθούσα σιωπηλός. Μου ήταν άγνωστα όσα έλεγε. Μ’ αυτό το «πλήρης ο ουρανός» η σκέψη μου γύρισε στην προηγούμενη νύχτα της ανακάλυψης εκείνου του ουρανού με τα άπειρα φωτάκια, τις αστραπές που με είχε συγκλονίσει. Φθάσαμε μπροστά σε μια φρεσκοβαμμένη κατάλευκη εκκλησία, με ένα ψηλό καμπαναριό και κεραμωτή κορφή για σκέπη. Μπήκαμε μέσα.
-Εδώ κατοικεί η μία μάνα μου, η Βασίλισσα των ουρανών.
Σήκωσε το χέρι του ψηλά, στην οροφή, για να μου δείξει τη ζωγραφισμένη μορφή της.
-Η άλλη μάνα μου ξεκουράζεται εδώ πίσω, στο κοιμητήριο μας. Εδώ σε αυτό τον τόπο γεννήθηκε, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, γέννησε, παιδεύτηκε και πέθανε. Αιωνία η μνήμη της.
Έκανε τον σταυρό του και μπήκε στο ιερό.
-Να κλείσω το φως του καμπαναριού. Το ανάβω κάθε βράδυ. Φάρος για τους διαβάτες, να τους οδηγεί ο Αϊ Γιώργης μας.
-Δεν το είδα καθόλου αυτό το φως χθες, πάτερ.
-Δεν πειράζει, είδες άλλα… Σε είδα εγώ. Άκουσα τη μηχανή σου να σταματά. Είπα, θα πάρει μπρος να φύγει ο άνθρωπος. Σαν είδα πως έπεσε σιωπή, τότες είπα, κάποιος με χρειάζεται. Πάμε να σου δείξω τις εργάτριες μου, τις γυναίκες της ζωής μου.
-Έχεις εδώ πάνω εργάτριες; Έχεις τελικά γυναίκα, πάτερ;
-Έχω, έχω, ακολούθα με! απάντησε γελώντας.
-Μα καλά, Πάτερ, δεν κατοικεί κανείς εδώ; Όλα τα σπίτια έχουν ερημώσει. Έτοιμα είναι να καταρρεύσουν. Πού είναι οι ιδιοκτήτες τους;
-Στο παραπάνω χωριό. Μείναμε εδώ εγώ, η εκκλησιά και τα μελίσσια μου. Κατεβαίνουν μόνο για τις λειτουργίες και τα μνημόσυνα.
-Γιατί έφυγαν;
-Τους έδιωξε η λαίλαπα του πολέμου. Γερμανοί, εμφύλιος, ξενιτιά. Καθένα απ’ αυτά τα κουφάρια έμεινε ορφανό από κατοίκους. Στοίχειωσε. Κανείς δεν τα ήθελε για να πλαγιάσει μέσα τους.
Φθάσαμε σ’ ένα σημείο όπου ήταν τοποθετημένες οι κυψέλες του σε μια σειρά και τον περίμεναν.
-Κορίτσια μου εργατικά, ήρθα! Κάθε μέρα έρχομαι. Τους μιλάω σαν να είναι άνθρωποι. Μ’ αφήνουν και μαζεύω τον καρπό τους και τον πουλάω, ξέρεις.
-Το μέλι;
-Ναι κι αυτό. Αλλά όχι μόνο. Κρατώ λίγο, για μένα και για αυτές, και με τα κέρδη γλυκαίνω όσους ανήμπορους μου ζητούν βοήθεια. Δύσκολοι καιροί, Θωμά.
Μεγαλειοτάτη! φώναξε ξανά. Ένα σμήνος μελισσών πέταξε βουίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας. Πάγωσα. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι κι έβαλε ξανά τα γέλια.
-Και σ’ αυτό το δημιούργημά Του ο Κύριος έχει βάλει πολύ σοφία. Κοίτα! Δεν με πειράζουν! Όσο και αν σου φαίνεται παράξενο, με γνωρίζουν. Όμως, μην το πεις πουθενά, θα σε περάσουν για τρελό, Θωμά!
-Δεν θα το πω, αν μου υποσχεθείς κι εσύ κάτι, πάτερ.
-Τι, παιδί μου;
-Πες μου, πιστεύεις; Αλήθεια υπάρχει Θεός;
Έμεινε ακίνητος και για λίγο αμίλητος. Μετά σήκωσε ψηλά τα μάτια του, με κοίταξε και είπε:
-Από έναν ερημίτη ζητάς να το μάθεις;
-Έχω σταματήσει ν’ αναρωτιέμαι.
-Άπιστος ο Θωμάς! γέλασε καλόκαρδα.
-Θέλω αποδείξεις!
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Στα πόδια του μπλέχτηκαν χαρούμενες φουντωτές ουρές που νιαούριζαν.
-Θωμά, μην περιμένεις από κανέναν να σου βρει τον Θεό. Συνήθως έρχεται Εκείνος να μας βρει με διάφορους τρόπους.
-Σε μένα δεν έρχεται.
-Βρίσκει διαφορετικό τρόπο να πλησιάσει καθέναν από εμάς. Αν Τον καλέσεις, τότε φθάνει αμέσως.
-Αυτά τα λέτε εσείς οι κληρικοί, πάτερ.
-Σ’ έπλασε ελεύθερο να πιστεύεις ό,τι θέλεις. Ακόμα και να Τον αγνοείς. Αυτό και μόνο για μένα είναι απόδειξη της αγάπης Του. Αλλά, όταν Τον καλέσεις, έρχεται.
-Μπερδεμένος ήρθα και φεύγω. Θ’ ανέβω στην κεραία και στην επιστροφή θα σταματήσω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας.
Με πήγε μέχρι το αυτοκίνητο. Έπρεπε να ολοκληρώσω την αποστολή μου το συντομότερο και στην επιστροφή ίσως να έβρισκα λίγο χρόνο να σταματήσω ξανά εδώ. Να ξαναβρεθώ με τον ερημίτη και να συζητήσω ακόμη μια φορά. Μετά ήταν κι αυτό το θέμα με τις βασίλισσές του. Ήθελα να ξαναδώ τη μία να οδηγεί το σμήνος της πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η άλλη, με προβλημάτιζε. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα, που δεν τα είχα καλά με τον Υιό της και τον Πατέρα Του, να την εννοήσω.
Μια χαρά με πήγε και μ’ έφερε τ’ αμάξι μου. Στην επιστροφή, περνώντας μπροστά απ’ το ερημωμένο χωριό, έκανα μια στάση. Έσβησα ξανά την μηχανή και αφέθηκα. Αυτή την φορά είχα μπροστά μου ένα καταγάλανο ουρανό, στολισμένο με κατάλευκα συννεφάκια που έτρεχαν ν’ ανταμώσουν το ένα τα’ άλλο μπροστά στα μάτια μου. Γέμισε η ματιά μου απ’ την ομορφιά της φύσης που κατέβηκε μέχρι τα βάθη της ψυχής μου, την έπνιξε από δροσιά και καινούριες σκέψεις. Έβαλα πάλι μπρος τη μηχανή και τ’ αμάξι μου όρμησε με αγωνία να βρει τον δρόμο της επιστροφής. Ήθελα χρόνο. Να ηρεμήσω πρώτα. Μετά θ’ αποφάσιζα αν θα ξαναγύριζα σε τούτα τα λημέρια του ερημίτη και του Θεού Του και στις βασίλισσές του.