BLUE EYES -ELTON JOHN–Tamarama Beach 1Tamarama Beach is a small beach between two prominent headlands, with a sand filled valley to the back, surrounded by pleasant parkland and picnic areas. Tamarama is an extremely narrow beach and deceptive for its size. Tamarama Beach is often referred to as Glamarama (or Glamourama), owing to the alleged abundance of glamorous people who sunbathe (often topless), on what must be one of the smallest strips of sand in the state.[citation needed] Tamarama Surf Club is located on the northern side, perched up on the headland where it overlooks the entire beach. Because of its deep water, small size and easterly aspect, Tamarama is dangerous for most swimmers even in a moderate ocean swell. Tamarama is considered the most dangerous patrolled beach in New South Wales, with more rescues per thousand bathers than any other of Sydney's beaches, by the Tamarama Surf Life Saving Club[citation needed]. A small swell can produce rip currents of up to 2 metres a second (which is about the speed of the current 50m men's world record). One or two rip currents are always present, making the entire surf zone virtually all rip. When the swell really rolls in, an offshore rock shelf shapes a stunning 12 to 15 foot wave that draws committed board-riders, photographers and onlookers, taking in the grand spectacle from the cliffs above.
(The song and video was in dedication to Elizabeth Taylor ) 2Blue Eyes" is a song performed by Elton John with music and lyrics written by Elton John and Gary Osborne. It was released in 1982, both as a single and on the album Jump Up!. It hit No. 8 in the UK; in the US, it spent three weeks at No. 10 on the Cash Box chart, went to No. 12 on the Billboard Hot 100, and spent two weeks at No. 1 on the AC chart.[1]The video for the song was filmed in Australia, on Sydney's famous Bondi to Bronte walk.The exact location is at the most easterly point of Marks Park, Tamarama, where a low, sandstone turret rests on the top of the cliffs and overlooks the Tasman Sea. The white grand piano was positioned right in the middle of the turret. .
Κάθε φορά που αφήνω το νερό να κυλά στο σώμα μου ή βουτώ στην αγκαλιά της θάλασσας, ριγώ όχι από την δροσιά του αλλά από την ανάμνηση που κουβαλά μαζί του. Ακόμα και σήμερα το απολαμβάνω. Κλείνω να μάτια και αμέσως περνούν από μπροστά μου σαν κινηματογραφική ταινία, εκείνα τα πρώτα εφηβικά ανώριμα σκιρτήματα της καρδιάς μου.
Οι προπονήσεις ήταν σχεδόν καθημερινές στο κολυμβητήριο. Το σωματείο μας είχε ναυλώσει ένα μικρό πούλμαν και μας περισυνέλεγε από συγκεκριμένα σημεία της πόλης. Βλέπεις τότε όλοι οι γονείς δεν είχαν το μεταφορικό μέσο ή τον χρόνο να μας μεταφέρουν. Έτσι όμως φτάναμε όλοι μαζί την ίδια ώρα και ο προπονητής μας ήταν ευχαριστημένος, γιατί ο χρόνος ήταν συγκεκριμένος που η Σχολή Δοκίμων στον Πειραιά, μας παραχωρούσε τις εγκαταστάσεις της. Κλειστό θερμαινόμενο κολυμβητήριο, το μοναδικό την εποχή εκείνη, φιλοξενούσε όλες τις ομάδες της πόλης συγκεκριμένες μέρες, ώρες και περιοχή, μέσα σε αυτό η κάθε μια. Ολόκληρο τον χειμώνα εκεί κάναμε τις προπονήσεις μας. Σαν φτάναμε, περνούσαμε από το φυλάκιο όπου στεκόταν ένας ναύτης της Σχολής. Ντυνόμασταν καλά, με σκουφιά και κασκόλ προπάντων σαν βγαίναμε έξω μετά το τέλος της προπόνησης μας. Το δικό μου σκουφί και κασκόλ ήταν τα ομορφότερα από όλα. Έτσι ένιωθα. Πλεγμένο από τα χέρια της γιαγιάς μου, κόκκινο mohair μαλλί από τρίχες κατσικιών Αγκύρας, απαλό στο άγγιγμα του με χνούδι τόσο ανάλαφρο. Το ίδιο και το κασκόλ που τύλιγα στον λαιμό μου και ένα μέρος του ανέμιζε σαν παντιέρα, έξω από το παλτό μου, πάνω στους ώμους μου. Εκείνο το κόκκινο χρώμα ακόμα το αναζητώ σε κάθε τι που μπορώ να βρω και να φορέσω προπάντων στα χείλη, μήπως και μπορέσω να γευτώ λίγο από την ανάμνηση της πρώτης φλόγας που ένιωσα να φωτίζει τα πρώτα μου γυναικεία βήματα.
Από όλους τους νεαρούς ναύτες φρουρούς, ένας είχε μαγευτεί από το κόκκινο σκουφί μου.Όταν με έβλεπε, έλεγε ευγενικά «πάλι εδώ στα λημέρια μας η κοκκινοσκουφίτσα, τι καλό να έχει μέσα στον σάκο της, για εμάς τα καλά παιδιά» Και κοκκίνιζαν τα κοριτσίστικα μάγουλα μου και βάδιζα νευρικά όσο γινόταν πιο γρήγορα για να απομακρυνθώ. Όμως το νέο μου όνομα με υιοθέτησε και δεν με αποχωρίστηκε καθόλου εκείνα τα χρόνια. Ακόμα και οι συναθλητές μου έτσι με φώναζαν πολλές φορές. Άρεσε φαίνεται και στον προπονητή μας και δεν ξανάκουσα το πραγματικό μου όνομα. Είχε περίεργα σκλαβώσει την σκέψη μου αυτός ο ναύτης με τα πειράγματα του. Σχεδόν αμούστακος νεαρός, παρ’ όλα αυτά είχε το χάρισμα να δείχνει άνδρας σωστός. Από όλη του την ύπαρξη μόνο την φωνή του γνώριζα. Ούτε το όνομα του, ούτε τι χρώμα είχαν τα μάτια του και τα μαλλιά του. Μόνο την φωνή του, που άκουγα στον ύπνο μου. Ακόμα και μέσα στο νερό που βουτούσα το κεφάλι για να σβήσω το ξάναμμα στο πρόσωπο και σιγά σιγά σε ολόκληρο το σώμα μου. Με μαγνήτιζε η σκέψη του και γινόταν αιτία να παρασύρομαι και να μην παρακολουθώ τις οδηγίες του προπονητή μας. Είχε κυριεύσει το μυαλό μου αυτός ο νεαρός ναύτης και δεν είχα τολμήσει να τον κοιτάξω ακόμα. Σκεφτόμουν ενώ κολυμπούσα, πως αν τον πρόσεχα, έβλεπα το πρόσωπο του, ίσως να ήταν άσχημος και να ξεπερνούσα τα μάγια του. Έτσι αποφάσισα την επόμενη φορά σαν θα τον συναντούσα να τον κοιτάξω κατάματα με θάρρος και αδιαφορία.
Εκείνη την μέρα φθάσαμε με καθυστέρηση στο κολυμβητήριο. Χιόνιζε και ο δρόμος ήταν στρωμένος με λερωμένο χιόνι, χαραγμένος από τις ρόδες των αυτοκινήτων. Είχα καταστρώσει το σχέδιο μου. Είχα φορέσει από το σπίτι το μαγιό μου για να κερδίσω χρόνο στα αποδυτήρια. Φόρεσα την κόκκινη πανοπλία μου και βάδισα κατά πάνω στον εχθρό. Για καλή μου τύχη έφτασε ξανά στα αυτιά μου το πείραγμα του με μια διαφορετική χροιά όμως στην φωνή του. Λες να μην ήταν αυτός; Να ήταν κάποιος άλλος που έκλεψε το ίδιο πείραγμα; Όρμησε πανικόβλητη η ματιά μου καταπάνω του και καρφώθηκε στα μάτια του. Πνίγηκα τότε από το γαλάζιο τους, τόσο γαλάζιο που ουρανός και θάλασσα μαζί δεν έφθαναν για να τα περιγράψουν, μικρές πυγολαμπίδες περικυκλωμένες από σκούρες βλεφαρίδες, στόλιζαν την σκουρόχρωμη χειμερινή στολή του. Από εκείνη την στιγμή τα έβλεπα να με αρπάζουν όταν βουτούσα μέσα στο νερό, να στροβιλίζομαι μαζί τους όσο γινόταν πιο βαθιά για να μην μας βλέπουν άλλα μάτια και προδοθεί το μυστικό μου μαρτύριο. Άλλοτε πάλι τα έβλεπα να με παρακολουθούν από τις κερκίδες και να γαζώνουν με πύρινες βολές κάθε κύτταρο του εφηβικού μου κορμιού. Ολοένα περισσότερο γινόμουν δέσμια στα πειράγματα και στις ματιές του, ολοένα να μου αρέσει αυτή η ανατριχίλα που με διαπερνούσε και να τον σκέπτομαι κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Ώσπου αναπάντεχα μια μέρα, την ώρα που βγαίναμε τυλιγμένοι στα ζεστά μας ρούχα όλοι, με πλησίασε και μου είπε:
«Δεσποινίς κοκκινοσκουφίτσα σας έπεσε αυτό» και με μια γρήγορη κίνηση έβαλε στο χέρι μου ένα χαρτάκι. Μετά με κοίταξε περίεργα, διαφορετικά από όλες τις άλλες φορές και έφυγε αφήνοντας με να καίγομαι με το χαρτάκι στην χούφτα μου. Το κράτησα σφιχτά και γεμάτη περίεργες ενοχές, μέχρι που έφθασα σπίτι μου. Κλείστηκα στο μπάνιο, άνοιξα την παλάμη μου που μέσα της είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα της αγωνίας το σημείωμα του.
«Να’ξερες πόσο θέλω να σε ξαναδώ και να μιλήσουμε, πάρε με τηλέφωνο την Κυριακή. Νίκος»
Είχε τώρα όνομα ο ναύτης μου! Πρώτη φορά έλεγε κάτι διαφορετικό από τα πειράγματα του. Μέτρησα τις μέρες στο ημερολόγιο να δω πόσο μακριά ήταν αυτή η Κυριακή και έκρυψα στο κουτί 3Από ανοησία, περιέργεια ή σκόπιμα, η Πανδώρα σύμφωνα με το μύθο αποδέσμευσε και σκόρπισε στην ανθρωπότητα όλα τα δεινά και τις ασθένειες που ήταν κρυμμένες σε ένα πιθάρι — το οποίο κατά λάθος καθιερώθηκε να αναφέρεται ως «κουτί». Όμως στην πραγματικότητα το κουτί ήταν ένα βάζο. Η λάθος μετάφραση συνεχίζεται ακόμα και σήμερα.
της Πανδώρας 4Η Πανδώρα (παν + δώρα) είναι αρχετυπική μορφή της Ελληνικής μυθολογίας, όπου αναφέρεται ως η πρώτη θνητή γυναίκα, αιτία όλων των δεινών κατά τον Ησίοδο και αντίστοιχη της βιβλικής Εύας. Ο μύθος της Πανδώρας, όχι τόσο ως αρχετυπικής μορφής, μητέρας όλων των γυναικών, αλλά ως αιτίας όλων των παθών, λόγω της περιέργειας της, έχει κάνει το γύρο του κόσμου.
μου, το πρώτο ερωτικό σημείωμα που έλαβα στην ζωή μου, με την σκέψη να βρω μέσα του μόνο την ελπίδα και την προσδοκία όταν το ανοίξω. Και έμεινε εκεί για πολύ καιρό. Δεν τόλμησα να σχηματίσω τον αριθμό του.
Τον επόμενο χειμώνα δεν με περίμενε κανένας ναύτης για να με αποκαλέσει με μυστηριώδες όνομα « Κοκκινοσκουφίτσα» Διάβαινα την είσοδο των εγκαταστάσεων της Σχολής Δοκίμων, κοιτάζοντας το φυλάκιο και σιγοψιθυρίζοντας. « Λύκε, Νίκο δεν είσαι εδώ!»
Φύλαξα τρυφερά, με νοσταλγία, το κόκκινο σετ σκουφί, κασκόλ μέχρι που αποφοίτησα. Τα άγγιζα και ένιωθα την απαλή τους υφή, να αγκαλιάζουν τις δύσκολες μέρες που συναντούσα μπροστά μου. Αναζήτησα πολλές φορές, στο αθώο μου παρελθόν, την χαμένη ευκαιρία να γνωρίσω τον πρώτο λύκο της ζωής μου. Το πρώτο πονηρό πείραγμα που αναστάτωσε την ανατολή της γυναίκας μέσα μου. Σε ένα ταξίδι μου, επιστρέφοντας στην Αθήνα από την Σχολή μου στην Θεσσαλονίκη, το φόρεσα με νοσταλγία. Περιμένοντας για ταξί, ένιωσα να το κοιτά επίμονα κάποιος. Ένιωσα την παρουσία ενός άνδρα πίσω μου, να με παρακολουθεί διακριτικά και έντονα ταυτόχρονα. Μετά από λίγο σιγοψιθύρισε πλησιάζοντας με:
«Tο γνωρίζω αυτό το χρώμα, το σκουφάκι, το κασκόλ. Κοκκινοσκουφίτσα, εσύ είσαι σίγουρα»
Γύρισα απότομα και κοίταξα πίσω μου. Είδα τα ίδια μάτια να αστράφτουν, ακόμα γεμάτα απέραντο γαλάζιο και αυτή την φορά δεν δίστασα.
«Αυτή είμαι, Νίκο με γνώρισες μετά τόσο καιρό!»
Πήραμε το ίδιο ταξί και στην διαδρομή είπαμε τόσα όσα δεν είχαμε πει όλα τα χρόνια. Βρεθήκαμε ξανά και ξανά. Το καλοκαίρι το μοιραστήκαμε σε έρημες παραλίες από το πρωί μέχρι την δύση. Να βουτάω στα νερά του Σαρωνικού και αυτή την φορά, να βρίσκω μέσα του τα μάτια του λύκου μου και να τον αφήνω όχι πλέον να με πειράζει αλλά να με ταξιδεύει σε στιγμές που ήταν αληθινές και όχι των ονείρων μου σκιές. Να με κυνηγά όχι μέσα στο δάσος αλλά μέσα στα κύματα και την δροσιά των σεντονιών μου.
Ακόμα μια φορά το νερό της θάλασσας αυτή την φορά και όχι της πισίνας είχε γεμίσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου και με βοηθούσε από τότε να ταξιδεύω σε μαγικές στιγμές. Εγώ μια κοκκινοσκουφίτσα αγκαλιά με τον ναύτη λύκο μου, που τον άφησα επιτέλους μετά τόσα χρόνια να με παγιδέψει στα δίχτυα του έρωτα και να με αφήσει να τον μυήσω στα μυστήρια της γυναίκας, που χάρη σε αυτόν πρώτο ανακάλυψα.