Τόσα χρόνια παντρεμένη με τον Λύσανδρο, ποτέ δεν μαλώσανε για ανούσια θέματα. Ποτέ. Τουλάχιστον ποτέ για την τέντα στο πίσω μπαλκόνι. Σε αυτό συμφωνούσαν να την έχουν ανεβασμένη για να μπαίνει φως στην κουζίνα τους και να μαγειρεύει εκείνη κοιτάζοντας τον ουρανό, σε όλες του τις διαθέσεις. Μαλώνανε όμως για την τέντα στο μπροστινό μπαλκόνι. Εκείνη την ήθελε σηκωμένη πάνω από την μέση, για να μπαίνει φώς, αέρας και ο Λύσανδρος χαμηλά, μέχρι κάτω, να ακουμπά το κάγκελο του μπαλκονιού, για να μην τους βλέπουν οι απέναντι σε ένα διαμέρισμα στον ίδιο όροφο με αυτούς, τον τρίτο.
Από την ημέρα που πήρε την σύνταξή του, ο Λύσανδρος, τον είχε όλη μέρα να τριγυρνά μες τα πόδια της. Έτσι άρχισε σιγά σιγά να ανακαλύπτει ένα άλλο Λύσανδρο διαφορετικό.
-Βγες Λύσανδρε να πας μια βόλτα, να περπατήσεις, του έλεγε συχνά.
-Την δουλειά σου εσύ, της απαντούσε με αυταρχικό τόνο στην φωνή του. Θα βγω όταν το αποφασίσω εγώ και θα είναι καλός ο καιρός. Θέλεις να κρυώσω, θέλεις να με ξεκάνεις;
Η Αντιγόνη δεν απαντούσε, αλλά την στεναχώρια της, την έκρυβε πατώντας το ατμοσίδερο με δύναμη επάνω στα ρούχα τους, ειδικά τα δικά του. Τι και αν δεν απαντούσε, εκείνος ξεκινούσε μια μουρμούρα για το υπόλοιπο της ημέρας αδικαιολόγητη ή αλλάζοντας τους σταθμούς στο ραδιόφωνο συνέχεια. Το ίδιο έκανε και με τα κανάλια της τηλεόρασης. Τίποτα δεν τον ικανοποιούσε. Ούτε το φαγητό της, που του άρεσε όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Βάσανο και η πρωινή έναρξη της ζωής τους. Τόσα χρόνια κτυπούσε το ξυπνητήρι στις έξη το πρωί. Έπρεπε να ξυπνήσει μαζί του και μέχρι να κάνει το μπάνιο του, να ετοιμάσει τα ρούχα του αλλά προπάντων να στρώσει το κρεβάτι τους, να το δει έτσι μόλις έβγαινε από το μπάνιο, έτσι ήθελε και να βρει έτοιμο τον καφέ του.
-Φανέεελα φέρε. Πουκάμισο; όχι αυτήν την γραβάτα, την φορούσα χθες.
Κρατούσε την αναπνοή της μέχρι να κλείσει την πόρτα πίσω του και να συνεχίσει την δική της μέρα στο κατάστημά της. Εκεί ηρεμούσε.
Ακόμα στις έξη εξακολουθούν να ξυπνούν και τώρα. Το ξεχνούσε όλη την ημέρα με την απασχόληση της και τους πελάτες της. Ευτυχώς που συναίνεσε σε αυτό ο Λύσανδρος και έτσι βρήκε μια διέξοδο όταν τα παιδιά τους μεγάλωσαν και έφυγαν για σπουδές. Μετά αυτά παντρεύτηκαν και έμεινε με τον Λύσανδρο και τις αντίκες στο μαγαζί της. Εκείνος επέστρεφε νωρίς από το υπουργείο, που ήταν τμηματάρχης. Τον γνώρισε, στο σπίτι μιας θείας της, Απόκριες ήταν. Τότε τα γλέντια τα έκαναν στα σπίτια και μασκέ μάλιστα. Ήταν πολύ νέα. Μόλις είχε περπατήσει στα είκοσι και η έννοια όλης της οικογένειας ήταν η αποκατάσταση της. Εκείνη είχε άλλα όνειρα, την Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν τα κατάφερε. Εκείνες τις Απόκριες είχε στηθεί η οικογενειακή παγίδα, προξενιό, γάμος, αποκατάσταση. Έπεσε μέσα και ακόμα μέσα σε αυτήν ζει μέχρι σήμερα. Πέταξε το λάσο του ο καουμπόης Λύσανδρος, έτσι ήταν μασκαρεμένος και την άρπαξε. Στην αρχή για να χορέψουν, μετά ήρθαν όλα τα άλλα. Φυσικά οι συγγενείς τους ήταν σύμφωνοι αμέσως. Ο γαμπρός ήταν Δημόσιος υπάλληλος και ακίνητα είχε κληρονομήσει και μοναχογιός ήταν. Την ερωτεύτηκε εκείνο το βράδυ και έγιναν ζευγάρι μέχρι σήμερα.
-Θα βγω σε λίγο, πες μου τι θέλεις να ψωνίσω, της φώναξε από το μπάνιο.
Ευτυχώς, από τότε που παντρεύτηκαν τα ψώνια τα έκανε εκείνος, ήταν όπως λένε, καλός κουβαλητής και καλός οικογενειάρχης. Χρόνος δεν της έμενε με τα παιδιά και το μεγάλο σπίτι. Ήταν και καλοφαγάς και ήθελε κάθε μέρα το φρέσκο μαγειρεμένο φαγητό, άλλο για γεύμα και άλλο για δείπνο. Στην κουζίνα περνούσε σχεδόν όλη η μέρα της Αντιγόνης.
-Πάρε ότι θέλεις εσύ να σου φτιάξω για αύριο, σήμερα έχω ετοιμάσει ρεβίθια Λύσανδρε.
-Ρεβίθια, ρεβίθια, μουρμούραγε καθώς έφευγε, γιατί δεν του άρεσαν αλλά τα είχε πλέον επιβάλει ο γιατρός του, μέρος μιας ισορροπημένης διατροφής για την υγεία του.
Επιστρέφοντας από την πρωινή βόλτα και τα ψώνια, της έφερνε και μερικά νέα από τον φίλο του τον περιπτερά. Κάποτε ήταν και καλός πελάτης του, κάθε μέρα, τσιγάρα εφημερίδα. Έκοψε όμως το τσιγάρο λίγο πριν την σύνταξη του αλλά έμεινε πιστός στον περιπτερά και την εφημερίδα του. Μετά ζητούσε έναν ακόμα καφέ και καθόταν στο μπαλκόνι τους να την διαβάσει ακούγοντας ταυτόχρονα την τηλεόραση ή ραδιόφωνο αν είχε καταλήξει τι θα ακούσει. Όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν τον ένοιαζε και πολύ σε πιο ύψος θα ήταν η τέντα. Όμως μετά την κατοίκηση του απέναντι διαμερίσματος, ήταν απόλυτος. Η τέντα μέχρι κάτω, χαμηλά.
-Ξέρεις ποιοι νοίκιασαν το διαμέρισμα απέναντι; Την ρώτησε εκείνο το απόγευμα στον καφέ τους.
-Όχι Λύσανδρε, ποιοι;
-Δυο γιατροί μάλλον.
-Πώς το ξέρεις;
-Μου το είπε ο περιπτεράς.
-Καλό αυτό, να έχουμε τόσο κοντά μας γιατρούς, αχρείαστοι να είναι φυσικά.
-Δεν έχουν όμως το σήμα στο αυτοκίνητο τους..
Όλα τα πρόσεχε όλα τα παρακολουθούσε. Ειδικά από την ημέρα που οι δύο νέοι άνδρες εμφανίστηκαν απέναντι. Στην αρχή καθαρίζοντας και βάφοντας το διαμέρισμα. Μετά κατά την μετακόμιση, φίλοι τους βοήθησαν στην μεταφορά των επίπλων τους ακόμα και στο κρέμασμα των κουρτινών στα παράθυρα. Στο τέλος της ημέρας, είχαν παραγγείλει σουβλάκια και μπύρες από τον διπλανό σουβλατζίδικο και το γλέντησαν στο μπαλκόνι τους. Τα έμαθε όλα από τον Λύσανδρο που παρακολουθούσε το κάθε τι που γινόταν στην γειτονιά. Τον άκουγε να τα αφηγείται γιατί περιέργως λίγα πράγματα είχαν μείνει για να συζητούν πια. Για την πολιτική είχαν συμφωνήσει, σχεδόν ορκιστεί πως δεν θα μιλάγανε ποτέ οι δυο τους. Είχαν αντίθετες απόψεις και ήταν σίγουρο πως ποτέ δεν θα συμφωνούσαν. Τα παιδιά τα είχε κατηγοριοποιήσει σε δυο ομάδες. Η κόρη του και γιος της. Αυτό στην αρχή. Αργότερα, σαν η κόρη του ακολούθησε σπουδές αντίθετες με την δική του απόφαση, έγινε δική της κόρη και δικός του ο γιός. Συμφωνούσε μαζί του με ένα απλό κούνημα του κεφαλιού της, γιατί τον αντιμετώπιζε σαν παιδί με ιδιαίτερη στοργή και φροντίδα, ειδικά μετά το πρόβλημα με την καρδιά του. Η κόρη τους, ανέλαβε μετά τις σπουδές της σαν συντηρήτρια έργων τέχνης, το μαγαζί της με τις τόσες αντίκες που είχε συλλέξει. Ήταν σημαντική η βοήθεια της. Η κρίση είχε αγγίξει και τα οικονομικά όλων τους. Το μαγαζί τους με δυσκολία το κρατούσε για την κόρη τους περισσότερο. Ο γιός τους, μετά τις σπουδές του, έφυγε στην Γαλλία για μεταπτυχιακά και εκεί θα έμενε τελικά, μετά τον γάμο του με μια Γαλλίδα. Εκείνη θα έβγαινε στην σύνταξη. Αυτά σκεπτόταν συνέχεια, παρά τα κουτσομπολιά που ψάρευε και τις έφερνε κάθε μέρα ο Λύσανδρος.
-Έχουν και σκύλο στο διαμέρισμα, τον βγάζουν βόλτα μια ο ένας μια ο άλλος.
-Τι ράτσα είναι Λύσανδρε;
-Ξέρω γω, ένα μεγάλο είναι πάντως μπορεί και μπάσταρδο.
-Καλοί άνθρωποι θα είναι Λύσανδρε, αγαπούν τα ζώα.
-Θα δούμε τι άνθρωποι είναι με τον καιρό, προς το παρόν μόνο άνδρες έχουν φίλους.
-Σήμερα οι νέοι με την τόση ελευθερία βρίσκουν εύκολα ταίρι, ή κάνουν φίλους, περίεργο είναι Λύσανδρε;
-Δεν ξέρω αλλά τα παράθυρα είναι κλειστά λες και είναι μέσα. Ανοικτά σαν φεύγουν. Καμιά φορά τους βλέπω μέσα. Ο ένας, ο κοντός, απλώνει πάντα τα ρούχα τους και τα σιδερώνει. Ο άλλος παίζει κιθάρα και τραγουδάει.
Έτσι περνούσε ο καιρός του Λύσανδρου με στενές παρακολουθήσεις από την κατεβασμένη τέντα και από τα κουτσομπολιά του περιπτερά. Μια μέρα επιστρέφοντας με τα ψώνια μπήκε στο σπίτι κτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Είχε ύφος θυμωμένο. Στην αρχή σκέφτηκε μήπως και μάλωσε με τον φίλο του τον περιπτερά για τα πολιτικά. Μόνο με αυτόν τσακωνόταν αφού μαζί της δεν μπορούσε.
-Οι απέναντι ξέρεις, είναι «τέτοιοι» είπε με φωνή ανήσυχη.
-Τι «τέτοιοι» τον ρώτησε η Αντιγόνη.
-Από «εκείνους», απάντησε ο Λύσανδρος.
-Δεν σε καταλαβαίνω Λύσανδρε, εγώ ξέρω πως είναι πάρα πολύ ευγενικοί και νοικοκυρόπαιδα.
-Από πότε έχεις παρτίδες με αυτούς;
-Έτυχε Λύσανδρε, δεν στο είπα; Έτυχε μια μέρα να σταματήσει το ταξί μπροστά στην είσοδό τους. Προσπαθούσα να βγω φορτωμένη με τις τσάντες μου επιστρέφοντας σπίτι. Ήρθε αμέσως ό ένας και μου άνοιξε την πόρτα, με βοήθησε να φθάσω μέχρι το ασανσέρ. Πολύ ευγενικό παλικάρι Λύσανδρε και μάλιστα μου συστήθηκε. Ανδρέα τον λένε και τον άλλο Γρηγόρη. Είναι και οι δύο νοσηλευτές Λύσανδρε και όχι γιατροί όπως νόμιζες.
-Και επειδή σου άνοιξε την πόρτα του ταξί νομίζεις δεν είναι από «εκείνους»
-Επειδή με βοήθησε Λύσανδρε, διαπίστωσα πως είναι μια χαρά άνθρωπος και τι άλλο νομίζεις εσύ δεν με ενδιαφέρει. Πότε θα πάψεις να χωρίζεις τους ανθρώπους σε κατηγορίες και θα κρίνεις τα πιστεύω των άλλων; Γέρασες και ακόμα δεν κατάλαβες κάποια πράγματα.
-Σαν ποια Αντιγόνη; Εμένα μου αρέσει το σωστό και το ορθό.
-Και τα ρεβίθια είναι το σωστό για την υγεία σου και δεν σου αρέσουν. Τόσα χρόνια που κάπνιζες ήταν σωστό Λύσανδρε με παιδιά στο σπίτι και εμένα που στο έλεγα συνέχεια «Λύσανδρε, το τσιγάρο σου με ενοχλεί! Λύσανδρε το τσιγάρο θα σε αρρωστήσει…»
-Δεν είναι το ίδιο πράγμα γυναίκα, δεν είναι.
Έτσι ξεκίνησε μια περίοδος συγκρούσεων μεταξύ τους, για τους απέναντι γείτονες και για το τι είναι σωστό να είναι αυτοί ή να μην είναι. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαν βρεθεί σε τέτοια θέση. Εξ άλλου δεν την ενδιέφερε καθόλου τι ήταν οι γείτονες από την στιγμή που δεν την ενοχλούσαν. Το αντίθετο μάλιστα. Ήταν τόσο ευγενικοί. Την καλημέριζαν στον δρόμο, είχαν μάθει και το όνομα της τώρα.
“Κύρια Αντιγόνη, καλημέρα σας και καλησπέρα σας,” έλεγαν κάθε φορά που την συναντούσαν.
Ο περιπτεράς είχε τροφοδοτήσει τον Λύσανδρο με πολλές νέες πληροφορίες. Μάλιστα με λεπτομέρειες για την ζωή των δύο νέων. Στην συνέχεια τις μετέφερε στο σπίτι τους μαζί με τα ψώνια ή την εφημερίδα του.
-Είναι χρόνια μαζί από φοιτητές και από το ίδιο χωριό, της είπε.
-Πιστοί φίλοι λοιπόν, μπράβο τους, απάντησε ήρεμα η Αντιγόνη
-Όχι Αντιγόνη, εραστές είναι! φώναξε θυμωμένος.
-Και αν είναι γιατί σε ενοχλεί Λύσανδρε; Δεν σε ενοχλούν οι άλλοι γείτονες που πολλές φορές δεν σέβονται καν τις ώρες κοινής ησυχίας και παρκάρουν επάνω στο πεζοδρόμιο και δεν μπορείς να περάσεις με τις τσάντες φορτωμένος και σε ενοχλεί η κάποια διαφορετική ζωή ανθρώπων που δεν μας έχουν κάνει τίποτα κακό;
Και ο θυμός αυτός τον συντρόφευε από το πρωινό ξύπνημα μέχρι το βράδυ. Τον ενοχλούσε ακόμα και ο θόρυβος από τα ζάρια στο τάβλι που έπαιζαν οι δυο τους ή με τους φίλους τους. Τον ενοχλούσε και ο σκύλος τους αν καμιά φορά γαύγιζε, σπάνια αλλά σαν σκύλος γαύγιζε δεν τραγουδούσε.
-Σκύλος είναι Λύσανδρε όχι καναρίνι, του έλεγε και πάλι θύμωνε.
Δεν φανταζόταν ποτέ μέχρι να μετακομίσουν απέναντι τους οι δυο νεαροί πως είχε έναν άλλο εαυτό μέσα του. Μια μέρα του είπε:
-Θα μπορούσαν να είναι παιδιά μας Λύσανδρε, μην γίνεσαι τόσο απόλυτος και μίζερος.
Και τότε έγινε έξαλλος. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Ανησύχησε πολύ, μέχρι να ακούσει ξανά το κλειδί στην πόρτα εισόδου. Όταν επέστρεψε αργότερα του ζήτησε να μιλήσουν για το θέμα αυτό αλλά εκείνος δεν ήθελε. Παρέμεινε θυμωμένος και σιωπηλός.
Εκείνο το πρωί σηκώθηκε και είχε και πάλι κακή διάθεση. Δεν βγήκε πρωινή βόλτα. Κάθισε στο μπαλκόνι. Έκανε ζέστη από το ξημέρωμα. Για καλή του τύχη στο μπαλκόνι καθόταν και έπινε τον καφέ του ο Γρηγόρης ενώ ο Ανδρέας άπλωνε κάτι σεντόνια τους. Ξαφνικά ο Λύσανδρος ίδρωσε, είπε πως δεν αισθανόταν καλά, είχε δυσφορία, πόνο στο κέντρο του στήθους του, σαν να είχε φάει γροθιά και μετά από λίγο έγινε ωχρός και με δυσκολία ανέπνεε. Κατάλαβε αμέσως και φώναξε τους απέναντι.
-Γρηγόρη, γρήγορα, η καρδιά του…γρήγορα…
Ανέβηκαν γρήγορα σαν αστραπή. Τους άνοιξε κατάχλωμη από αγωνία. Του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες. Ο Ανδρέας κάλεσε το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ.
-Ανακοπή καρδιάς της, ίσως προλάβουμε, της είπαν και πρόλαβαν.
-Αυτή την φορά ήσουν τυχερός του είπε ο γιατρός του. Σε έσωσαν οι φίλοι σου.
-Ας είναι καλά το παλικάρι που έφερε μαζί του μηχάνημα και σε γλύτωσε την τελευταία στιγμή, Λύσανδρε, έλεγε κάθε τόσο η Αντιγόνη.
Ο Γρηγόρης και ο Ανδρέας δεν έλειψαν ούτε μια μέρα από το πλευρό τους όσες μέρες ο Λύσανδρος έμεινε στο νοσοκομείο. Ο γιος του ήρθε από την Γαλλία αλλά σε τρεις μέρες έφυγε ξανά. Η κόρη κρατούσε το κατάστημα. Μετά την βάρδια τους πότε ο ένας πότε ο άλλος οι δύο γείτονες έμεναν με τον Λύσανδρο και της έδιναν τον χρόνο να πάει σπίτι, να ξεκουραστεί. Όταν τον έφεραν στο σπίτι, ήταν πάλι δίπλα τους. Κάθε πρωί του έφερναν την εφημερίδα του πριν φύγουν για την δουλειά τους. Της τηλεφωνούσαν τακτικά μέσα στην μέρα για να ρωτήσουν για την πορεία της υγείας του. Ο Ανδρέας της αγόραζε μαζί με το δικό τους φρέσκο ψωμί και όταν το πήγαινε έκανα για λίγο παρέα στον Λύσανδρο. Του έκανε καλό αυτό, τον ηρεμούσε ένιωθε ασφάλεια.
Λέξη δεν είπε μοχθηρή από εκείνη την μέρα ξανά ο Λύσανδρος, όσο σκεπτόταν πως αν δεν είχαν τους γείτονες να τρέξουν, τώρα ίσως θα ήταν νεκρός. Και ο ίδιος το καταλάβαινε πλέον. Δεν την κοιτούσε στα μάτια όταν του μιλούσε για αυτούς και το ενδιαφέρον τους. Ήταν σε δύσκολη θέση, τουλάχιστον απέναντι της, αισθανόταν άσχημα.
Συνήλθε και άρχισε δειλά δειλά να βγαίνει έξω ξανά. Μια Κυριακή πρωί κτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Λύσανδρος.
-Γυναίκα, τι καλά ετοιμάζεις σήμερα;
-Κοτόπουλο στον φούρνο, Λύσανδρε, αφού το ξέρεις το ζήτησες, γιατί ρωτάς, που είσαι;
-Θα παίξω ένα τάβλι με τα παιδιά και θα έρθουμε μετά να φάμε μαζί, της είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Βγήκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε και κοίταξε απέναντι. Άκουγε τις ζαριές αλλά δεν πίστευε πως ένας από τους ταβλαδόρους ήταν ο άνδρας της.
Άρχισε να σηκώνει την τέντα με δύναμη πάθος και χαρά. Επιτέλους θα έμπαινε ξανά φως και αέρας μέσα στο σπίτι έτσι όπως της άρεσε. Επί τέλους επέστρεψε μέσα στον άνδρα της, ο άνθρωπος που ήθελε να έχει. Από εκείνη την ημέρα, τον έχανε όταν τα νέα παιδιά βρίσκονταν στο σπίτι τους. Τον φώναζαν από το μπαλκόνι τους:
-Κύριε Λύσανδρε! Έτοιμοι οι καφέδες, σε περιμένουμε.
-Θα είμαι απέναντι, της έλεγε και κατέβαινε με χαρά για να συναντήσει την παρέα των γειτόνων τους. Διασκέδαζε. Δεν είπε λέξη ξανά για το τι ήταν ή δεν ήταν τα παλικάρια αλλά δεν ξανά έφερε κουτσομπολιά από τον περιπτερά.
Ήξερε πολύ καλά πως αν δεν είχαν έρθει στην γειτονιά τους και δεν είχαν ενδιαφερθεί εκείνο το πρωί, τώρα δεν θα έπαιζε τάβλι μαζί τους, αλλά με τους προγόνους του και κάτι ρεμάλια φίλους του, σε μια άλλη ζωή.
-Είναι καλοί στο τάβλι, της είπε ένα βράδυ ενώ ξάπλωναν. Και έχουν μεγάλη καρδιά, αγαπάνε την δουλειά τους ξέρεις. Και η δουλειά τους έχει να κάνει με τον πόνο των ανθρώπων, είπε και εκείνη συμφώνησε μαζί του.
-Καλή νύχτα γυναίκα.
-Καλή νύχτα καλέ μου.