Δύο μέρη από χυτοσίδηρο, με δαντελωτές καμπύλες, καταλήγουν σε τέσσερα στρογγυλά πέλματα, σε αρμονική απόσταση το καθένα, είναι το γερό στήριγμα του στην γη. Πάνω σ’ αυτά παράλληλα στημένες σανίδες. Ξύλα δυνατά, όμορφα πλανισμένα με στρογγυλές ακμές καλά γυαλοχαρτισμένες. Να μην υπάρχει καμιά ακίδα να πληγώσει. Σχεδιασμένες με ειδικό τρόπο, να διώχνουν το νερό της βροχής και το θαλασσινό, να μην του τρώνε ύπουλα τα σπλάχνα, χαϊδεύοντάς το. Τα μεταλλικά του σκέλη, τυλιγμένα με ειδική βαφή, για ν’ αποτρέπουν τη σκουριά και περασμένα με λαδομπογιά, στο χρώμα το μπλε, το βαθύ των βυθών.
Έχει γυρισμένη τη δυνατή του πλάτη στον κόσμο και στους θορύβους του. Το αφήνουν αδιάφορο, οι άναρθρες κραυγές από τις ράγες των τραμ που πηγαινοέρχονται, οι κρυμμένες ζωές, πίσω απ’ τους τοίχους των σπιτιών της παραλίας των ενοίκων τους.
Ορθώνει το ανάστημά του, κοιτά πάντα μπροστά, όπου ακουμπά ο ορίζοντας, την Αίγινα και Σαλαμίνα. Εκεί το βρίσκει ο ήλιος, εκεί και το φεγγάρι. Εκεί χορεύουν, πιασμένες από το χέρι, οι τέσσερεις εποχές. Εκεί στέκει και παρακολουθεί, όλες τις παραστάσεις της ζωής.
Θαυμάζει τις καλλιτεχνικές φιγούρες των γλάρων στον αέρα, το παιχνίδι τους με τα κύματα που σαν θυμώνουν, τρέχουν στην αγκαλιά του να κουρνιάσουν, γλάροι, κύματα και άλλα πετούμενα. Άλλες φορές ορμούν, τα μανιασμένα, το χτυπούν αλύπητα, με οργή, λες και θέλουν να το πάρουν μαζί τους. Όταν κοπάσει ο θυμός και η διαμάχη τους, ακουμπά επάνω του την τρίαινα και ο Ποσειδώνας για να ξαποστάσει.
Έλα, του φωνάζουν, να ταξιδέψεις πίσω, στην πατρίδα, ή να δεις άγνωστες χώρες. Πέσε στην αγκαλιά μας σαν όλα τα ξύλινα σκαριά και ας μην έχεις μηχανή, μήτε πανιά. Μας θωρείς ακίνητο, αγναντεύοντας τον Σαρωνικό. Μένεις μόνο σου τις παγερές νύχτες του χειμώνα και συντροφιά έχεις μόνο τ’ άστρα που δεν ζεσταίνουν όσο χαμηλά κι αν κατεβαίνουν. Γιατί και αυτά τα παίρνει μαζί του ο Αυγερινός, σαν ξεδιπλώσει η μέρα την κορμοστασιά της και τινάξει τις πρώτες σταγόνες δροσιάς από τα μαλλιά της.
Μα αυτό, έχει γερά καρφωμένα τα πόδια του στην γη. Δεν θέλγεται από τις υποσχέσεις της γαλανομάτας σειρήνας. Στέκεται αγέρωχο να κοιτάζει τις στολισμένες με το φεγγάρι και τα άστρα, νύχτες.
Εκεί ακούει τα πάντα, απ’ όσους το πλησιάζουν ή κάθονται μαζί του. Ακούει των μικρών παιδιών τις πρώτες λέξεις, τα παράπονα στο κλάμα τους. Γεύεται την γλύκα της λιωμένης γεύσης του παγωτού, που άθελα τους αφήνουν να πέσει στο κορμί του, την λαχτάρα των εντόμων και των πουλιών που ορμούν να μοιραστούν μαζί του λίγα ψίχουλα.
Τα ποθητά λόγια των ζευγαριών κρυφακούει, νιώθει τα σώματά τους ν’ αναζητούν και να σκιρτούν από τα μαγικά χάδια του έρωτα. Των απομάχων της ζωής αφουγκράζεται τους πόνους, μοιράζεται τις αναμνήσεις τους και ζηλεύει.
Στα πλευρά του, αφήνει να ξαποστάσουν τα μπαστούνια που τους πηγαινοφέρνουν κοντά του. Στο βογγητό των θλιμμένων μοναχικών ψυχών, που αναζητούν λύσεις στο βάθος του ορίζοντα ή συντροφιά, προσφέρει παρηγοριά το λουστραρισμένο κορμί του.
Στων παρανόμων τις συνεδριάσεις συμμετέχει άθελά του, αδύναμο να σταματήσει την κατηφόρα τους, να αποτρέψει των αφύλακτων θυμάτων τους, την επιδρομή και ληστεία. Των αποκαμωμένων που πλησιάζουν, αναστεναγμό ανακούφισης, από την κούραση και τις πύρινες ματιές του ήλιου, δεν μπορεί να δροσίσει παρά μόνο για λίγο να κρατήσει κοντά του. Περνούν τεχνίτες και το θαυμάζουν. Κοιτούν περίεργα πίσω στην πλάτη του, μήπως έχουν κρεμάσει ταυτότητα που μαρτυρά την καταγωγή του.
« Γερή κατασκευή» τ’ αποκαλούν.
Μετά επιστρέφουν πάλι στην οικοδομή, να χτίσουν με άψυχα ξύλα, φωλιές άλλων ψυχών. Μένει μόνο του. Το αγκαλιάζουν τα παγωμένα μερόνυχτα. Του χιονιού οι νύφες απλώνουν πάνω του κατάλευκα στρωσίδια. Αναπολεί στιγμές με ζεστές μέρες, με ανθρώπων φωνές. Αδέσποτων, ευγενικών, γέρικων ή νεαρών σκύλων, που κουρνιάζουν στον ίσκιο του. Όλες οι συνδέσεις και βίδες του παραμένουν σφικτές, σταθερές. Μα λυπάται, γιατί εκεί πάνω του, μερικά από αυτά για προστασία τα δένουν. Χαρά τους δίνει και το χαίρεται, δεν μπορεί δικό του χαιρετισμό να κάνει.
Έχει ξεχάσει όλες τις άλλες χαρές, τον τόπο που γεννήθηκε και στο χώμα έβαλαν βαθιά τις ρίζες τους οι πρόγονοι του. Δεν θυμάται τον πέλεκα να τον ξεκόβει από την πατρίδα του μα ούτε το ταξίδι μέχρι την χώρα των δώδεκα θεών και του φωτός. Εδώ το καλοδέχτηκαν, το μετέτρεψαν σε ιερό βωμό για να θυσιάζουν τις ώρες τους άνθρωποι, ζώα, πουλιά και τα φαινόμενα της φύσης. Εδώ το έστησαν γιατί στον μάστορά του, άρεσε η ανατολή μα πιότερο η δύση. Πρώτος αυτός κάθισε και την θαύμασε. Συχνά το επισκέπτεται, μαζί του αναπολεί και σκέπτεται. Στο παρελθόν, σαν ήταν νέος, στην αμμουδιά με την αγάπη του αγκαλιά, να χαιρετούν τον νυσταγμένο ήλιο καθώς το ταξίδι του συνέχιζε πίσω από τα κάλλη της Καστέλας. Τότε της υποσχέθηκε, να στήσει για χάρη της ένα παγκάκι ξύλινο, να έχει θέα τον Σαρωνικό.
Το τάμα του ζωντάνεψε, έγινε δώρο ανεκτίμητο, στης αγαπημένης του την ανάγκη, να κοιτά την πορφυρή δύση, λίγο καιρό προτού κλείσει τα μάτια της παντοτινά. Με θέα τον Σαρωνικό, εκεί παραμένει σιωπηλό και ξεκουράζει, την ανάγκη όποιου θέλει να ταξιδέψει σε θάλασσα κι ουρανό, καθισμένος σε ένα ξύλινο παγκάκι.