Λοιπόν τι το περίεργο; γονάτισα στην άμμο
στις χούφτες κύματα άρπαξα και τα άπλωσα μπροστά σου
ζύμωσα όνειρα, άμμο, θάλασσα και έφτιαξα θεμέλια
έπλασα τείχη ολόγυρα κι’ άνοιξα παραθύρια
κάτι κοχύλια στάθηκαν, με κοίταζαν να χτίζω
ζηλέψανε το θέαμα, μου ζήτησαν να μείνουν
Τα έβαλα σκαλοπάτια σου, Πύργε μου βασιλιά μου
Ερχόταν και τα χάιδευαν ελπίδες, κύμα, θάρρος
γοργόνες μουρμουρίζοντας, ζάλιζαν τον αέρα
έγινε θαύμα ζηλευτό, με όλα τα μεγαλεία
έτσι που αποφάσισα επάνω στο πορτόνι
οικόσημο να χτίσω την καρδιά μου
περήφανη να την θωρούν οι ξένοι, οι διαβάτες
Λοιπόν τι το παράξενο; έχτισα με την άμμο
ζήτησα άπ΄τον Ζέφυρο μόνιμα να χαϊδεύει
κάθε πτυχή των πέπλων σου π’αρμένιζαν στα τείχη
Στο φως, με το βασίλεμα του ζωοδότη ήλιου
να ξαποστάσω ζήτησα, να κάτσω στην αυλή σου
να πάρω ανάσα να χαρώ για όσα είχα χτίσει
κι’όμοια με αυτά πρωτύτερα κανείς δεν είχε φτιάξει
Ακούμπησα στην πόρτα σου, Πύργε μου βασιλιά μου
Μα μέχρι την πανσέληνο κράτησα την πνοή μου
Έσπασαν τείχη και φραγμοί, διαλύθηκαν θεμέλια
θυμώσανε τα κύματα και χάθηκαν στα βάθη
η άμμος επεισμάτωσε και έφυγε μαζί τους
μονάχα και ανήμπορα έμειναν τα κοχύλια
να με κοιτούν κατάματα μην ξέροντας τι θέλω
Τα κράτησα στα χέρια μου, τα χάιδεψα λιγάκι
κι αυτά τα μεγαλόψυχα δεν δίστασαν να πούνε:
Μ’ελπίδες χτίζε τα όνειρα σου κι όχι με χρυσοπύρινη,
πύργους για την καρδιά σου
1996