Τον πήρα για παρέα. Κατάλευκο κουτάβι μαλλιαρό, μάτια γαλάζια, τι περίεργο και αυτό! Ναζιάρης, κούκλος, ζωηρός, ήταν, μου είπαν, ημίαιμο γκριφόν Ελληνικό. Ήθελε βόλτες, μα του είπα:
«Σόλων» είσαι ακόμα πολύ μικρός»
Στον κήπο στήσαμε φωλιά σωστή, μεγάλωνε με αγκαλιές, χάδια, λιχουδιές και έκανε σχέσεις φιλικές, με δύο μικρές γατούλες πονηρές, που συντροφιά καλύτερη δεν είχα από αυτές, πριν τον γνωρίσω. Περνούσε ωραία παιχνιδιάρικα ο καιρός, χαρές μοναδικές, περίεργες φωνές. Μεγάλωνε αυτός και αυτές και μίκραινε ο χρόνος ο δικός μου με μοναχικές στιγμές. Μία μέρα, από εκείνες τις πολλές, με ώρες άχαρης, ατέλειωτης δουλειάς, κατάκοπη επέστρεψα να βρω παρηγοριά και αυτά μιαν παρέα και αγκαλιά. Ο Σόλων ήταν όλο γρίνια, πως λίγο του δείχνω προσοχή κι ήθελε αμέσως, την βόλτα του την καθημερινή.
«Βρέχει, του είπα, κάνε υπομονή, τρέξε στον κήπο, να σταματήσει πρώτα η βροχή.»
Εκείνος θύμωσε πάρα πολύ, άρχισε επανάσταση σωστή. Για λίγο κούρνιασα με τις γατούλες αγκαλιά και ονειρεύτηκα ταξίδια μακρινά. Αυτά ζωντάνεψαν και με αποπλάνησαν κανονικά. Μα όλη την νύχτα πέρασα μαγευτικά. Σαν επέστρεψα στα φώτα της αυγής, αυτόν θυμήθηκα, τον Σόλωνα, με ταραχή. Βγήκα στον κήπο του σφύριξα να’ρθεί, λουρί να βάλουμε, βόλτα να βγει.
Άδικα φώναζα και αναστέναζα. Από την ζωή μου είχε, τελικά χαθεί.