Μέχρι την στιγμή που ο παππούς ακούμπησε στο αυτάκι του, το δεμένο με χρυσή αλυσίδα ρολόι, θυμόταν μόνο το τικ-τακ της καρδιάς της μάνας του, όταν ακόμα ήταν αγέννητος αλλά και όσο του μετάγγιζε ζωή από τα στήθια της. Και εκείνο το τικ-τάκ εξακολουθούσε να τον εντυπωσιάζει, να τον μαγεύει, όταν την έβλεπε καθισμένη στο πιάνο της. Ακόμα εκεί πάνω στέκεται ο μετρονόμος της. Δεν τον πείραξε κανείς. Που και που τον έβαζε να μετρά τον χρόνο σε σιωπηλά μουσικά έργα και να τον βοηθά να τα ανασύρει από την μνήμη του, αφιερώματα στις στιγμές μαζι της.
Στην ίδια θέση έμεινε και το ρολόι κούκος στης γιαγιάς του. Μόνο που δεν κελαηδούσε πια το μικρό πουλί που έβγαινε κάθε μισή ώρα μια φορά και μετά μετρούσε κανονικά όλες τις άλλες από μία έως δώδεκα και πάλι από την αρχή.
Ακουμπισμένος στα πληθωρικά στήθη της γυναίκας του, συνέχισε να ακούει τον ίδιο ρυθμικό κτύπο της ζωής. Να μετρά στιγμές αγάπης και πάθους για αυτήν. Μέχρι που κατάλαβε πως οι χτύποι της καρδιά της άλλαξαν. Δεν έμοιαζαν με τους πρώτους της νιότης και έρωτά τους. Εκείνη το επιβεβαίωσε, ” Δεν μου αφιερώνεις όσο χρόνο θέλω από την ζωή σου, τον διαθέτεις μόνο στην δική σου, στο γραφείο σου. Δεν θέλω να σου αφιερώσω και εγώ άλλο χρόνο από την δική μου” του είπε μια μέρα και την επόμενη έφυγε.
Ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ζούσε σαν κουρδισμένο ρολόι. Ξύπναγε, καφές, ξύρισμα, γραβάτα, γραφείο, καφές ξανά, σπίτι, εφημερίδα καφές, πρόχειρο φαγητό, ύπνος και ξανά από την αρχή, στους ίδιους ρυθμούς και χρόνους χωρίς να ξεφεύγει.
Γύρισε σπίτι περπατώντας. Το αμάξι του στο συνεργείο, στάση εργασίας όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς και τα ταξί ακόμα. Σταμάτησε στην οδό Βουλής σε μια βιτρίνα σκοτεινή, απεριποίητη.
Έπρεπε να σκύψεις, να κολλήσεις την μύτη σου πάνω της για να καταλάβεις τι πουλούσε ο ιδιοκτήτης του καταστήματος. Μπήκε μέσα. Ήταν γεμάτο ρολόγια τοίχου και δαπέδου. Πατέρας, σκυμμένος πάνω από ρολόγια που επισκεύαζε και ο γιός στην πάγκο υποδοχής να παραδίδει και να παραλαμβάνει κάθε λογής ρολόγια.
-Έχω έναν κούκο, είπε ενώ κοιτούσε τριγύρω του ότι κτυπούσε ρυθμικά τικ τακ.
-Και θέλετε να τον πουλήσετε…;
-Όχι, όχι, είπε λίγο τρομαγμένος, να τον φέρω για επισκευή. Νομίζω έχει χαλάσει.
Τους τον πήγε την επόμενη μέρα. Τον πήρε σπίτι επισκευασμένο γεμάτος με μια περίεργη χαρά.
-Είναι ρολόι αξίας, Γερμανικό, κατασκευασμένο πριν τον πόλεμο, του είχε πει ο νεαρός. Τον αγοράζω για συλλέκτες πελάτες μου, αν δεν τον θέλετε φυσικά.
– Συλλέκτες ρολογιών, ρώτησε τον νεαρό ξανά επιθεωρώντας με πύρινη ερευνητική ματιά ότι έκανε, τικ τακ, τικ τακ μέσα στο κατάστημα.
-Ακριβώς, είπε ο νεαρός με σοβαρό επαγγελματικό ύφος και περηφάνια.
Ο επιδιορθωμένος κούκος τοποθετήθηκε στο ίδιο σημείο που ήταν κρεμασμένος και χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να τον μετρά και να τον ξεφωνίζει. Ξανά επισκέφτηκε το κατάστημα ρολογιών. Αγόρασε ένα ρολόι τοίχου σε τετράγωνη κορνίζα από σκούρο χρώμα ξύλου. Το καντράν ήταν λευκό και οι δείκτες του λεπτοί μαύροι. Οι ώρες με αραβικούς αριθμούς. Το κρέμασε σε ένα σημείο του γυμνού τοίχου της κουζίνας του. Μετά δύο μέρες επέστρεψε για να αγοράσει ακόμα ένα με λατινικούς αριθμούς. Ο νεαρός του έγραψε σε ένα χαρτί την αντιστοίχιση εξηγώντας του.
-Δείτε, του είπε, για να μην σας μπερδεύει, έγραψα εδώ τον αντίστοιχο αριθμό… I=1 II=2, III=3, IV=4, V=5, VI=6, VII=7, VIII=8 , IX=9 και Χ=10
-Το πήρε στα χέρια του χωρίς να πει τίποτα και συμπλήρωσε στο ίδιο χαρτί που του έδωσε ο νεαρός τεχνίτης, με λατινικούς αριθμούς την προσφορά του CC (200 )
-Μα η αξία του είναι μεγαλύτερη, είναι Γερμανικό σας λέω, αντίκα, του απάντησε. Η τιμή του είναι 1000 ευρώ.
-Τελευταία προσφορά μου CD(400), είπε και έγραψε ταυτόχρονα στο ίδιο χαρτί που του έδωσε ο νεαρός τεχνίτης.
Έβγαλε τα χρήματα και ο νεαρός χωρίς κανένα σχόλιο, αλλά κοιτάζοντας τον με θαυμασμό, πακετάρισε προσεχτικά το ρολόι. Ήταν στρόγγυλο σε μπλε γκρι χρώμα βαμμένο το μεταλλικό του στεφάνι, με λευκό καντράν, σχετικά πλατύς οι δείχτες του και με ύφος σιγουριάς ακουμπούσαν ο μεγάλος στο ΧΙΙ (12) και ο μικρός στο III(3). Είχε καθαρό κρυστάλλινο σκέπασμα και το κρέμασε στο σαλόνι δίπλα στον κούκο.
Έτσι άρχισε η συλλογή του. Συνέχιζε να αγοράζει και δεν σταματούσε. Το διαμέρισμα του ήταν γεμάτο πλέον από κάθε λογής ρολόι τοίχου, δαπέδου και ένα διπλής όψης με διαφορετική απεικόνιση στις δυο πλευρές. Η κάθε πλευρά είχε το δικό της ρολόι και τον δικό της μηχανισμό και περιστρεφόταν χειροκίνητα γύρω από τον άξονα του, σαν αυτά που έβλεπες παλιά σε σταθμούς τραίνων. Το είχε τοποθετήσει στην είσοδο του διαμερίσματος. Σε ένα τοίχο του γραφείου του είχαν παραταχτεί τα ρολόγια δαπέδου. Ένα εκκρεμές κλασικό, ξύλο Rubberwood σκαλιστό, με μελωδία για κάθε ώρα Ο μηχανισμός του λειτουργούσε με μπαταρίες που φρόντιζε να έχει πάντα διαθέσιμες στο μικρό συρτάρι στο κάτω μέρος.
Δίπλα του ένα άλλο, Γερμανικό εκκρεμές, με κουρδιστό μηχανισμό και αυτό ξύλινο κλασικό. Στην κορυφή, δεξιά και αριστερά περίτεχνα σκαλισμένες κολώνες, με μεταλλικό χτύπο για κάθε ώρα. Και τα δύο είχαν την δυνατότητα σίγασης κατά τη διάρκεια της νύχτας. Είχε ακόμα ένα βαμμένο λευκό το ξύλο του, σκαλισμένο, στυλ μπαρόκ από τον καλλιτέχνη που χωρίς να τηρεί κανόνες αναλογιών, αλλά με μια δική του εκφραστική ελευθερία, είχε κρεμάσει στην κορυφή δεξιά και αριστερά από ένα αγγελικό νήπιο, τυλιγμένη η γύμνια τους με ένα κομμάτι υφάσματος σε χρυσό χρώμα βαμμένο όπως και τα μαλλιά τους. Ανάμεσα τους το καντράν με λατινικούς μαύρους αριθμούς κολλημένους σε λευκή πορσελάνη και με χρυσό φόντο, είχε σταματημένους τους δείχτες του στις XII και αυτό.
Στα συρτάρια του ξαπλωμένα σε διάφορα κουτιά, αμέτρητα ρολόγια χειρός, μετρούσαν τον χρόνο ήσυχα. Με δερμάτινο λουράκι, με μπρασελέ, αδιάβροχα, καταδύσεων και ας μην είχε κάνει ποτέ βουτιά στο μισό μέτρο. Άλλα με αριθμούς και δείχτες, άλλα με ψηφιακούς αριθμούς, με φως, με ενδείξεις διάφορες μέτρησης του χρόνου, του βάθους, τις μέρες ακόμα και της θερμοκρασίας.
Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου. Σταμάτησε την διαδρομή σπίτι, γραφείο, γραφείο σπίτι. Τώρα έμενε περισσότερο κλεισμένος στο διαμέρισμά του και έβγαινε μόνο για ψώνια, εφημερίδα, καμιά βόλτα μέχρι το καφενείο, αλλά δεν έμπαινε μέσα. Απλά καθόταν έξω για λίγο, με ένα καφέ, έλεγε μερικές καλημέρες και επέστρεφε. Και έτρεχε ο χρόνος με μεγαλύτερη ταχύτητα τώρα παρά ποτέ άλλοτε. Άρχισε να ξεχνά να αγοράζει μπαταρίες και μερικά σταμάτησαν να ζουν. Μόνο όσα μπορούσε να κουρδίσει χειροκίνητα του έκαναν παρέα. Κανένα από τα ξυπνητήρια του δεν ξυπνούσε μαζί του. Ξεχνούσε λίγο από όλα αλλά περισσότερο ποια μέρα ερχόταν και ποια έφευγε.
-Κουράστηκα να σας ακούω να μετράτε τον χρόνο μου. Σταματήστε όλα! Δεν θέλω πια να μετράτε τις ώρες που μου απέμειναν. Θέλω να κοιμηθώ, θέλω σιωπή, μονολόγησε ένα απόγευμα μπροστά στα δύο χρυσά αγγελάκια του λευκόχρυσου σκαλιστού εκκρεμές.
Και τον υπάκουσαν. Σταμάτησαν.
Τον βρήκε ξαπλωμένο στο καναπέ του γραφείου του μετά δύο μέρες η γυναίκα που του καθάριζε μια φορά την εβδομάδα. Ανακοπή είπαν.