Να πάω φεύγοντας από την δουλειά, να βγάλω χρήματα από το ΑΤΜ για τα κοινόχρηστα. Πόσα να βρω στον λογαριασμό μου άραγε! Όσα έμειναν είναι για τα κοινόχρηστα. Να προλάβω το τρόλεϊ, εδώ κοντά είναι η στάση, να μην περπατώ μέσα στην βροχή και να φθάσω γρήγορα σπίτι να πληρώσω τα κοινόχρηστα. Θα περιμένει στην είσοδο η διαχειρίστρια. Τον καημένο με δύο πατερίτσες πως θα ανέβει στο τρόλεϊ; Μα τι κάνει; Ψάχνει μέσα στον κάδο απορριμμάτων! Τι ψάχνει, μόνο σκουπίδια έχει εκεί μέσα. Τα χάλια του έχει. Μια σταλιά άνθρωπος. Πόσο να είναι; Μπορεί να είναι νέος αλλά σαν γεροντάκι μοιάζει. Ένα γάντι φοράει μόνο και είναι τρύπιο. Στο άλλο δεν φοράει. Βρώμικο το χέρι του και το μπουφάν του. Μα τι έχει το ένα πόδι του και δεν το πατάει. Ακόμα ψάχνει. Θα πέσει μέσα σε λίγο. Να, κάτι βρήκε. Ακόμα να έρθει το τρόλεϊ. Κάτι βρήκε. Μια μπουκιά από κρουασάν δαγκωμένο είναι, το βλέπω. Το βάζει στο στόμα του. Το τρώει. Θεέ μου, το τρώει. Είναι βρώμικο, μα τι κάνεις Χριστιανέ μου! Ξένος είναι. Μπορεί και όχι Χριστιανός, μα τι λέω. Το έφαγε. Πεινάει τόσο πολύ; Κανείς δεν βλέπει; Δεν αντέχω να το βλέπω αυτό. Πεινάει τόσο πολύ και τρώει από τα σκουπίδια. Κάποιος χόρτασε και πέταξα αυτή την δαγκωνιά κρουασάν, τόσο λίγο, μια μπουκιά. Είχε δίκιο η μάνα μου τελικά. Έλεγε στην Κατοχή ο κόσμος πείναγε και έψαχνε στα σκουπίδια. Νέοι, γέροι, παιδιά που περπατούσαν και φώναζαν «πεινάω» και μετά έπεφταν κάτω, νεκροί.
Μα έχουμε τώρα Κατοχή; Και αυτός πεινάει. Δεν είπε τίποτα, δεν φωνάζει πεινάω. Μα γιατί δεν απλώνει το χέρι να ζητήσει βοήθεια; Που έχω βάλει τα ψιλά από τα ρέστα χθες. Εδώ έχω μόνο τα κοινόχρηστα. Να κάτι βρήκα. Ένα ευρώ, τρία εικοσάλεπτα. Αυτά μόνο και τα κοινόχρηστα. Βρήκα ακόμα ένα κέρμα. Δόξα στον Θεό, είναι πενήντα λεπτά, θα του τα δώσω. Τα πήρε. Με το ίδιο χέρι που φοράει το τρύπιο γάντι. Είπε ευχαριστώ σκύβοντας το κεφάλι. Μου χαμογέλασε. Γλυκός είναι. Και τώρα τι θα αγοράσει με αυτά; Τίποτα. Δεν φθάνουν. Απορώ πως μπορεί και χαμογελάει. Δεν αντέχω. Θα φύγω από την στάση, θα τρέξω να φύγω, να μην τον βλέπω άλλο.
Να, έρχεται ευτυχώς το τρόλεϊ. Εγώ θα φύγω και αυτός θα μείνει εδώ να πεινάει. Τον κορόιδεψα με τα λίγα κέρματα. Τι να αγοράσει με αυτά; Να του δώσω κάτι ακόμα. Έφυγε το τρόλεϊ. Πόσα έχω; Να τα μετρήσω, μήπως και περισσεύει κάτι. Μα πώς να περισσεύει! Αφού είναι μετρημένα ακριβώς, για τα κοινόχρηστα.
Στον λογαριασμό έμειναν δέκα ευρώ. Μέχρι να πληρωθώ ξανά θα περάσουν δύο εβδομάδες! Καλά που βρήκα και αυτή την δουλειά. Από το τίποτα καλό είναι και αυτό. Τι να του δώσω; Από τα κοινόχρηστα. Και τι θα πω στην διαχειρίστρια; «Λείπουν δέκα ευρώ, δεν έχω άλλα!» Θα με ειρωνευτεί, Θα πει «σκύλο έχεις και ταΐζεις! Δέκα ευρώ δεν έχεις!»
Και τι θα κάνει με τα δέκα ευρώ αυτός. Πόσες μέρες θα αντέξει να αγοράζει κάτι, για να φάει. Δεν φθάνουν. Θα του δώσω ακόμα δέκα. Δεν θα πληρώσω τα κοινόχρηστα. Θα της πω τον άλλο μήνα. Δεν το έχω ξανακάνει, αλλά τι θα μου πει; Θα με διώξει από το σπίτι μου. Λοιπόν αυτό θα κάνω. Δεν θα πληρώσω τα κοινόχρηστα. Μα που πάει. Φεύγει. Πάει στον άλλο κάδο. Να τον προφτάσω. Τα πήρε. Αγκάλιασε την ψυχή μου το χαμόγελό του. Θα τον ρωτήσω από πού είναι. Μα τι σημασία έχει. Από όπου και αν είναι πεινάει, είναι στον δρόμο και να, βρέχει πάλι. Έχω ομπρέλα, θα περπατήσω. Θα αργήσω να φθάσω. Θα έχει φύγει η διαχειρίστρια. Θα πληρώσω τον άλλο μήνα τα κοινόχρηστα.
3 Φεβρουαρίου 2011 AMG Εικόνες και σκέψεις