Κατέβασα την τέντα στο μπαλκόνι μου αρκετά χαμηλά, ώστε να μην μπορεί να εισβάλει καμιά συμμορία ηλιαχτίδων. Άφησα όμως ένα μικρό κενό, σαν κρυφό μονοπάτι για να σέρνεται ο αέρας και να συνεχίζει την διαδρομή του μέσα στο διαμέρισμα, μετά να βγαίνει ξανά από την πίσω ανοιχτή πόρτα της κουζίνας και να πετάγεται έξω με ανακούφιση. Κοντοστέκονταν για λίγο όμως μπροστά μου, με χάιδευε στο πρόσωπο, το καμένο από την ζέστη και πόθο επιθυμιών δέσμιων. Αυτό το καλοκαίρι με τιμωρούσε, εξορίζοντας με μακριά από την αγκαλιά κάθε δροσερής παραλίας και μίαν άλλη που μέσα της, αν βρίσκομαι χάνω τον χρόνο, την ανάσα μου και κάθε χτύπο της καρδιάς μου. Έριξα πίσω το κεφάλι μου, που βρήκε ανάπαυση στην πλάτη της πολυθρόνας μου.
Ο Οδυσσέας Τσάκαλος ανέλαβε να με παρηγορήσει τραγουδώντας μου:
Φιλί και χάδι μέσα στο σκοτάδι, μέσα στη σιωπή,
έπεσε ο αέρας, η θάλασσα είναι λάδι, γύρω μας γιορτή.
Έπεσε το σκοτάδι σιγά και με βρήκε εκεί που με άφησε η μέρα, κρατώντας την εφημερίδα στο χέρι πότε για να την διαβάζω και πότε για να με δροσίζει όταν ο αέρας κοντοστέκονταν για λίγο πάνω στα διψασμένα γεράνια μου. Ξεδίψασα αυτά, το χιώτικο γιασεμί και το μοναχό κορμί μου και σωριάστηκα ξανά δίπλα της.
«Κυριακή 3 Μαΐου 2009, Το νέο απόκτημα του Ιδρύματος Ωνάση στην Εθνική Πινακοθήκη …Ένα από τα ωραιότερα και πιο δημοφιλή γλυπτά του μεγάλου Γάλλου γλύπτη Auguste Rodin, εκτίθεται εδώ και λίγες ημέρες στην Εθνική Πινακοθήκη…»
Ο Οδυσσέας επέμενε να τραγουδά:
Λίγα τα φώτα στο γιαλό,φέγγει μακριά το πλοίο,
γέρνει κοιμάται το βουνό,όλα για μας τους δύο.
-Μα ποιους δυο, Οδυσσέα; Είμαι μόνη μου, αλλά που να το δεις εσύ μέσα από το CD;
-Είσαι σίγουρη;
Ανδρική φωνή μέσα στο σπίτι μου! Μα πως βρέθηκε εδώ και ποιος είναι;
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ περισσότερα γιατί ένα κύμα σύρθηκε σαν νήπιο φορώντας μια λευκή νυχτικιά και ανέβηκε με νάζι πάνω στα πόδια μου πλημμυρίζοντας με από ρίγος απόλαυσης. Με ξάφνιασε η ανδρική φωνή και το δροσερό κύμα, που απότομα τραβήχτηκε και ξανά χάθηκε μες το σκοτάδι. Άπλωσα τα χέρια μου ψάχνοντας σαν αόμματη να ανακαλύψω τι υπήρχε τριγύρω μου, εκτός από την νύχτα και την άγνωστη φωνή.
Πού θα μας βγάλει αυτή η νύχτα, τι θα ‘ν’ αλήθεια μέχρι το πρωί,
καινούργια αγάπη ρίχνει τα δίχτυα, πιάνομαι μέσα, δίπλα μου εσύ.
Η άμμος ακόμα ζεστή όσο βαθύτερα έμπηγα τα δάκτυλα μου στο κορμί της. Η σιωπή έγινε ξαφνικά βογκητό ηδονής.
-Ποιος είναι εδώ;
-Σςςς μην φωνάζεις!
Παγωμένη από φόβο, έστειλα την ματιά μου περιπολία σε αυτόν τον άγνωστο τόπο και αυτή έπεσε πάνω σε ένα βράχο περικυκλωμένο από εξ ίσου φοβισμένα και παγωμένα με μένα κύματα. Όσο πλησίαζα το σημείο με συντροφιά την περιέργεια ολοένα το βογκητό κυρίευε τις δικές μου αισθήσεις. Ώσπου πρόβαλαν τα πλάσματα του βράχου. Δύο κορμιά αγκαλιασμένα, να φαίνονται σαν ένα, ντυμένα ελάχιστα. Βρεγμένα, κολλημένα δύο σε ένα τα κορμιά τους, από τον ιδρώτα της μέθης του πόθου τους και της θαλασσινής αύρας. Διέκρινα ένα χέρι στιβαρό, παλάμη άνδρα με δύναμη, να χορεύει πότε αργά ρυθμικά και πότε βίαια πάνω στους γοφούς της γυναίκας. Χανόταν μετά κάτω από τα μακριά μαύρα, σαν την νύχτα, μαλλιά της και ξανά πρόβαλαν λαίμαργα για νέα χάδια. Εκείνη είχε αναρριχηθεί στο δικό του κορμί και το γέμιζε με βογκητά και φιλιά διψασμένα για έρωτα. Τα σώματα τους λες και στροβίλιζαν λαμπυρίζοντας, μέσα στο σκοτάδι, από τις πρώτες ματιές του Αυγουστιάτικου φεγγαριού.
Όσο τα κορμιά πάλλονταν πάνω στον βράχο έμενα να ψηλαφώ στους κόκκους της άμμου παρηγοριά. Άρχισα να κάνω περίεργες σκέψεις. Θέλω να αρπάξω την αγκαλιά του άγνωστου άνδρα. Θα πλησίαζα τον βράχο θα την έσπρωχνα να χαθεί στον αθέατο Σαρωνικό και θα έπαιρνα την θέση της.
Δεν πρόλαβα να το κάνω. Χάθηκε αυτή ξαφνικά σαν να εξατμίστηκε μέσα στην νύχτα. Δεν έχασα χρόνο. Σηκώθηκα και όρμισα στην αγκαλιά του. Δεν αντιστάθηκε. Με κράτησε με δύναμη και άρχισε να ταξιδεύει τα δυο του χέρια στο παραδομένο σε αυτόν κορμί μου. Η ανάσα μου κοβόταν απότομα σε κάθε φιλί του, ή σε κάθε δυνατό κράτημα και χάδι του. Ένιωθα τα δάκτυλα του να μπήγονται με δύναμη στο σώμα μου, που δέχονταν τον πόνο σαν ανακούφιση. Μιλούσε σιγά, απαλά, άκουγα λέξεις ερωτικές πανέμορφες, δεμένες η μια με την άλλη, με αμέτρητο πόθο και πάθος για μένα.
–Φραντζέσκα, amore mio…. Δεν αρνήθηκα το όνομα που μου έδωσε, μην τυχόν και καταλάβει πως δεν ήμουν εγώ αυτή η Φραντζέσκα του, μην τον ξυπνήσω από την πλάνη. Είχα κλέψει την αγκαλιά του και τώρα το όνομα της και ίσως την αγάπη του.
Στα λόγια σου δεμένο, κρυφά παραδομένο, μας βρίσκει η αυγή,
πίσω δε γυρίζω, μαζί σου εγώ θα ζήσω, γλυκιά που είν’ η ζωή.
Πού θα μας βγάλει αυτή η νύχτα, τι θα ‘ν’ αλήθεια μέχρι το πρωί,
καινούργια αγάπη ρίχνει τα δίχτυα, πιάνομαι μέσα, δίπλα μου εσύ.
Πρώτη φορά αρνιόμουν το ξημέρωμα στην ζωή μου και ήθελα η νύχτα να είναι αιώνια. Πρώτη φορά ένιωσα πως αν επέστρεφε ξαφνικά η αληθινή Φραντζέσκα του, θα έκανα έγκλημα. Η αγκαλιά αυτή ήταν τώρα δική μου και θα την κρατούσα με κάθε τρόπο. Με τα δάκτυλα μου απορημένα για την ευδαιμονία τους, άγγιζα τα χείλη που γεννούσαν διαμαντένιες λέξεις και βελούδινες ανάσες και με τα δικά μου χείλη γευόμουν την αλμύρα από το στήθος του, που αγκάλιαζε το δικό μου. Κάθε φιλί του ήταν γλυκό, μεθυστικό και ανάβλυζε άρωμα γιασεμιού η ανάσα του.
–Πρέπει να φύγεις τώρα. Ο Πάολο, ανήκει στην Φραντζέσκα και οι δυο στον Άδη, ακούστηκε ξανά η άγνωστη φωνή.
Ώστε τον έλεγαν Πάολο. Θέλησα να απαντήσω στον άγνωστο και να του πω πως δεν τον αφορά η ζωή μου, να μας αφήσει ήσυχους, πώς οι στιγμές αυτές είναι δικές μου και δεν τις παραχωρώ σε κανέναν.
–Ο Άδης δεν έχει καμιά δουλειά εδώ, του απάντησα, εδώ ζούμε την νύχτα του αιώνιου Έρωτα και…
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την διαμαρτυρία μου όταν μια παρέα από αφρισμένα ευγενικά κύματα μπήκαν ανάμεσα μας. Τον περικύκλωσαν αφήνοντας με έξω από τον χορό τους, τον τράβηξαν μέσα τους και τον έχασα.
Ένα άλλο χάδι, από δροσερό αέρα με αγκάλιασε για παρηγοριά και έκανε την τέντα μου να χορεύει πάνω από το κεφάλι μου. Ένιωθα το νερό που δραπέτευσε από τα γεράνια και το γιασεμί να γαργαλά τις πατούσες μου. Στα χέρια μου αγωνιούσε να την αποτελειώσω, η σελίδα με το άρθρο… «…Ένας νέος άνδρας και μια νεαρή γυναίκα στο άνθος της ηλικίας τους, γυμνοί, καθισμένοι πάνω σε έναν βράχο, αγκαλιάζονται, ενώνουν τα σώματά τους και ανταλλάσσουν έναν τρυφερό. ασπασμό που μοιάζει να τους συντήκει σε μιαν αδιαίρετη ενότητα…».
«Το σπουδαιότερο, γράφει ο Ροντέν στην διαθήκη που απευθύνει προς τους νέους καλλιτέχνες, είναι να συγκινείσαι, ν’ αγαπάς, να ελπίζεις, να πάλλεσαι, να ζεις …».