Έπιασα με χέρια τρεμάμενα την πόρτα. Μου αντιστάθηκε σθεναρά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η αντίστασή της με έκανε ακόμα πιο επιθετική. Θα την άνοιγα με κάθε θυσία και προσπάθεια. Ήξερα τι είχε μέσα, τι έκρυβε και αυτή το ήξερε πόσο πολύ ήθελα να την ανοίξω. Την ήθελε δικιά του και το ψυγείο και η πόρτα ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί την απόφασή του να την κρατήσει μέσα του.
Έκανα μια βόλτα μέσα στο καθιστικό μου, πέρασα στον διάδρομο και έριξα μια ματιά στο κρεβάτι μου που ξεκουραζόταν ανυποψίαστο για το δράμα μου. Μπήκα στο μπάνιο και κοίταξα στον καθρέπτη. Εγώ ήμουν ακόμα. Βγήκα και διασχίζοντας ξανά το καθιστικό, έσπρωξα νευρικά ένα κάθισμα της τραπεζαρίας και κατευθύνθηκα με αργά βήματα μέχρι την μπαλκονόπορτα. Άρπαξα με δύναμη το πόμολο αδιαφορώντας για την κραυγή πόνου που έβγαλε. Βγήκα στο μπαλκόνι. Με περίμενε ένα κύμα από καθαρό αέρα, αλλά δροσερό για μήνα Απρίλιο.
-Τι συμβαίνει, γιατί είσαι αναστατωμένη; με ρώτησε ο χειμωνιάτικος βασιλικός, φανερά κουρασμένος.
-Να, το ψυγείο μου αντιστέκεται.
-Λογικό είναι, είπε ο βασιλικός και συμφώνησε μαζί του όλη η παρέα των μικρών κάκτων.
-Ναι αλλά έχει κάτι μέσα που μου ανήκει, τους είπα με παράπονο.
Τότε πήρε τον λόγο μια παρέα κρεμασμένων κισσών και η φτέρη δίπλα τους.
-Αναρωτήθηκες ίσως, πως αφού και οι δυο σας την θέλετε τόσο πολύ, μήπως την μοιραστείτε;
Ένιωσα το πρόσωπο μου να παίρνει φωτιά, τα μαγουλά μου να φουσκώνουν έτοιμα να σκάσουν, τα χείλη μου να τρέμουν, τα μάτια μου σχεδόν είχαν πεταχτεί στο απέναντι μπαλκόνι.
-Για να σας πω κάτι. Δεν μπορείτε να νιώσετε εσείς εδώ έξω στον καθαρό σας αέρα, με το νεράκι σας και την παρεούλα σας όλα τα περιστέρια και τους γλάρους που πάνε και έρχονται, τι σημαίνει καραντίνα, τι σημαίνει να θέλεις κάτι τόσο πολύ και να μην μπορείς να βγεις να το πάρεις.
-Υπερβολές, μπορείς να βγεις και να πάρεις ότι θέλεις, αρκεί να ζητήσεις την άδεια των φρουρών, πετάχτηκε μια μικρή δράκαινα και ο μπένζαμιν συμφώνησε κουνώντας αργά τα φύλλα του.
-Το ζήτησες και στην έφερε ο Πανάγος, μαζί με άλλα καλούδια….τι μας λες τώρα; Στερημένη εσύ από τι; ¨Ολα τα έχεις, αυτό είναι κάτι που…
Δεν τους απάντησα. Μπήκα μέσα αποφασισμένη. Κατευθύνθηκα στην κουζίνα και στάθηκα μπροστά στο ψυγείο. Αυτό με κοίταξε τρομαγμένο, γιατί είχε διαβάσει στα μάτια μου την στέρηση και την απόφαση. Ακούμπησα ξανά τα χέρια μου στην πόρτα και με μια απότομη κίνηση, που την ξάφνιασε, την άνοιξα.
Τότε τις είδα. Ξαπλωμένες νωχελικά στο επάνω ράφι της ζόρικης πόρτας του ζηλιάρικου ψυγείου, απολάμβαναν την δροσιά του. Δεν είχαν καταλάβει τι τις περίμενε. Πήρα στα χέρια μου, την μία. Η άλλη ξύπνησε και τρομαγμένη την ρώτησε:
-Που πας, μην με αφήνεις μόνη μου…
-Έχε γεια, της απάντησε αυτή που κρατούσα. Θα συναντηθούμε κάποια στιγμή αλλά δεν ξέρω που.
Έκλεισα την πόρτα αδιαφορώντας ακόμα και για τις ενστάσεις ολόκληρου του πλήθους μέσα στο ψυγείο.
Βγήκα ξανά στο μπαλκόνι κρατώντας την στο ένα χέρι.
-Ορίστε την πήρα, είπα στην παρέα των φυτών μου. Την κρατώ διότι μου ανήκει.
Άνοιξα προσεχτικά το μπλε γαλάζιο περιτύλιγμα της και πετάχτηκε το κατάμαυρο κορμί της. Είχε παραδοθεί. Τα φυτά με κοιτούσαν με απορία μερικά, με δέος κάτι άλλα.
Την έφερα αργά στα χείλη μου και την άρπαξα με τα δόντια μου. Σκληρή, αντιστεκόταν. Την άφησα για λίγο εκεί να σπαρταρά περιμένοντας να λιώσει και να πλημμυρίσει την στοματική κοιλότητα μου. Μετά από λίγο, την ένιωσα να κατρακυλά μέσα μου και να χάνεται ενώ στο ραδιόφωνο ξεκινούσε το τραγούδι που αγάπησα στην νιότη μου μαζί με τόσους άλλους
Ήταν μια νίκη, μια απόλαυση με σοκολάτα, μιας μοναχικής ψυχής, τον καιρό της καραντίνας.“Nothing’s gonna change my world
(Bird and flower photos from my neighborhood in Astoria, Oregon, and shots from Vauvenargues in Provence. Fukushima and Chernobyl were wake up calls)