Το αμάξι μου ανήμπορο στο συνεργείο. Πήρα ταξί. Το GPS οδήγησε τον οδηγό του να με μεταφέρει ακριβώς μπροστά, στο μικρό ναό. Κάθισα σε ένα παγκάκι στο προαύλιο. Ένας άνδρας μετέφερε ανθοδέσμες με λευκά τριαντάφυλλα και κρίνους μέσα στον ναό. Κανείς άλλος από την οικογένεια δεν είχε φθάσει ακόμα. Έκανε πολύ ζέστη, αλλά φυσούσε ευχάριστα σε αυτό το κοιμητήριο που είχε γαντζωθεί στους πρόποδες του Υμηττού.
Αθόρυβα ο υπάλληλος του ανθοπωλείου συνέχιζε τον στολισμό. Κοιτούσα τριγύρω. Το βλέμμα μου στάθηκε χαμηλά, μπροστά στα πόδια μου, σε κάτι σημάδια από μικρές πατούσες πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο. Παρακολουθούσα μια τα βήματα του άνδρα πάνω στο κόκκινο χαλί και μια τα σημάδια του ζώου στο δάπεδο. Ξεκινούσαν δίπλα από την είσοδο του ναό και έφθαναν μέχρι την άκρη, εκεί που ξεκινούσε το χώμα. Εκεί τις έχανα. Ένιωθα αμήχανα. Θα την ξανάβλεπα μετά από ένα χρόνο. Μιλούσαμε συχνά στο Skype, αλλά τώρα θα την έβλεπα, θα την ένιωθα δίπλα μου. Κάθε φορά που την συναντούσα, κρατούσα κρυμμένες καλά τα αισθήματά μου, τις ελπίδες μου.
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε κάτω από την σκιά ενός δένδρου κοντά στην είσοδο. Βγήκαν με την σειρά τέσσερις άνδρες Ήρθαν κοντά μας. Με χαιρέτισαν ευγενικά με μια καλημέρα ο καθένας. Ο μεγαλύτερος θα ήταν γύρω στα σαράντα και οι άλλοι τρεις νεαρότεροι. Φορούσαν τα ίδια γκρι καλοραμμένα παντελόνια, λευκά πουκάμισα με μακριά μανίκια, γκρι γραβάτες, γυαλισμένα μαύρα παπούτσια, φρεσκοξυρισμένοι και κουρεμένοι. Όλοι τους έδειχναν να είναι καλά γυμνασμένοι. Οι δύο κάθισαν στο απέναντι παγκάκι στην άλλη γωνία του προαυλίου. Ο νεότερος άναψε τσιγάρο. Ο μεγαλύτερος, όρθιος, τον κοίταξε αυστηρά και του είπε. ” Κόψτε το, σου το ξαναλέω, κόψτε το τι το θες;” Μιλούσαν σιγανά μεταξύ τους. Η ώρα περνούσε. Κανείς δεν είχε ακόμα φανεί. Ξαφνικά σηκώθηκαν. Ο νεαρός έσβησε το τσιγάρο του με ένα δυνατό πάτημα. Βημάτισαν στην άκρη του τσιμεντένιου προαυλίου και στάθηκαν ακίνητοι. Μια μαύρη νεκροφόρα έφθασε σιγά σιγά μπροστά τους. Ένας άνδρας βγήκε από την θέση του συνοδηγού. Τότε ο μεγαλύτερος από τους τέσσερις είπε κάτι, σαν πρόσταγμα και εκείνοι καλά προετοιμασμένοι για ότι ακολουθούσε, πήραν στα χέρια τους το φέρετρο και το έβαλαν μέσα στον ναό.
Ο υπάλληλος του ανθοπωλείου είχε τελειώσει τον στολισμό. Πήρε το φορτηγάκι και το πάρκαρε στο πλάι του ναού. Ξανακοίταξα τα αποτυπώματα του ζώου πάνω στο τσιμέντο. Τι να ήταν; Γάτα σίγουρα. Σηκώθηκα και κοίταξα μέσα στον ναό, αλλά δεν μπήκα. Από τα κάτασπρα μνήματα πετάχτηκε ένας ιερέας. Πλησίασε με γρήγορο βήμα. Με καλημέρισε και μπήκε στον ναό. Ξανακάθισα και κοίταζα ανήσυχος προς την είσοδο, πίσω από το μεγάλο δένδρο. Άκουσα τον θόρυβο που κάνουν τα λάστιχα από τις ρόδες των αυτοκινήτων καθώς πλησίαζαν το ένα μετά το άλλο. Πάρκαραν όλα κάτω από το μεγάλο δένδρο. Άνοιγαν οι πόρτες τους και ένας μετά τον άλλο κατέβαιναν οι συγγενείς. Πρώτη η Ελισάβετ, κομψή με μαύρο φόρεμα, στα υπέροχα πόδια της μαύρες μπαλαρίνες με ένα φιογκάκι μπροστά. Με γρήγορο βήμα με πλησίασε, αγκαλιαστήκαμε. Η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά, τόσο δυνατά που φοβήθηκα μην την ακούσει. Πόσο μου είχε λείψει! Πόσα όνειρα μου ήταν γεμάτα από αυτή την απόλαυση να την κρατώ αγκαλιά!
-Ευχαριστώ Γιάννη που ήρθες. Δεν χρειαζόταν να μπεις στον κόπο, στο είπα.
-Και εγώ σου είπα πως θα είμαι εδώ μαζί σου.
Μετά γύρισε στους άνδρες και τους ρώτησε.” Τον φέρατε; “Έγνεψαν καταφατικά. Μπήκε στον ναό, την ακολούθησαν η μητέρα της, η Αλεξάνδρα και άλλοι. Τότε άρχισε ο θρήνος. Οι σπαραγμοί έστησαν χορό γύρω από τον κύριο Θεόδωρο. Μπήκα στον ναό και την πλησίασα. Είχε καθίσει. Με τα δυο της χέρια είχε σκεπάσει το πρόσωπο της κλαίγοντας γοερά. Δεν άντεξα. Έσκυψα και την αγκάλιασα. Η καρδιά μου σχεδόν ακούμπησε την δική της που πονούσε. Πόνεσα και εγώ. Δάκρυσα. Είναι μεταδιδόμενος ο πόνος, τα δάκρυα, η θλίψη. Δεν της είπα τίποτα. Μόνο την κρατούσα. Ήμουν ευτυχισμένος! Την είχα έστω και έτσι στην αγκαλιά μου.
-Ξέρεις πόσο τον αγαπούσα, ψιθύρισε.
-Ξέρω, ξέρω, κουράγιο, και την ξανά έσφιξα στην αγκαλιά μου, καθώς επαναλάμβανα μέσα μου «ξέρεις πόσο σε αγαπώ ακόμα;»
Η μητέρα της είχε σταθεί μπροστά στο φέρετρο, έσκυψε και του μιλούσε χαμηλόφωνα κλαίγοντας. Το ίδιο έκανε και ο αδελφός της. Η Ελισάβετ βγήκε έξω μαζί με τα δάκρυα και τον θλίψη της. Την ακολούθησα.
-Ευτυχώς, τον πρόλαβα πριν ένα μήνα. Ήρθα στην Αθήνα γιατί με ζήτησε. Δεν πρόλαβα τότε να σε δω, ήρθα για τον πατέρα μου.
-Πόσο ήταν Ελισάβετ ;
-Ενενήντα τρία, έφθασε, έφυγε στον ύπνο του, η καρδιά του τον άφησε.
Με πλησίασε, ακούμπησε πάνω μου. Πέρασα το ένα χέρι μου πάνω στους ώμους της. Ήμουν ευτυχισμένος αλλά ένιωθα ενοχές, δεν μοιραζόμουν μαζί της αυτή την χαρά μου. Ξαναμπήκαμε στον ναό. Μου ζήτησε να καθίσω δίπλα της με ένα νεύμα. Γνωριζόμασταν πολλά χρόνια. Μαζί σπουδάσαμε αλλά μόνο εγώ την ερωτεύτηκα. Άργησε να το καταλάβει ή έκανε πως δεν το καταλάβαινε, δεν ξέρω. Πάντως για όλα εγώ φταίω, γιατί ήμουν δειλός, δεν τολμούσα να την διεκδικήσω από άλλον που την φλέρταρε και που στο τέλος την κέρδισε. Μείναμε από τότε πολύ καλοί φίλοι. Μέχρι και αυτή την στιγμή δεν την έχω ξεπεράσει. Μου το επιβεβαιώνει ο θορυβώδης χτύπος της καρδιάς μου, ενοχλητικά δυνατός!
Έκανε πολύ ζέστη. Όλες οι πόρτες του μικρού ναού ήταν ανοιχτές και το κλιματιστικό σε μια άκρη προσπαθούσε μάταια να μας δροσίσει. Μπροστά μας, γαλήνιος με το κοστούμι του και την γραβάτα του, σκεπασμένος από τριαντάφυλλα, κρίνους και άλλα λευκά άνθη, ο πατέρας της.
-Τον γνώριζες για αυτό στο είπα, αλλά δεν ήταν ανάγκη να έρθεις. Ξέρεις πόσο σε εκτιμούσε, σε θαύμαζε, μου είπε.
-Εμένα; την ρώτησα γεμάτη απορία. Γιατί;
-Θυμάσαι τότε που πήγαμε να αγοράσουμε τα φωτιστικά για το καινούργιο διαμέρισμά μου, από το κατάστημα που είχε αγοράσει η αδελφή σου τους δικούς της;
-Ναι, σαν κάτι να θυμάμαι, αλλά πες μου.
-Θυμάσαι το παζάρι που έκανες και το θέατρο που έπαιξες στο τηλέφωνο; Του το έλεγα. «Μπαμπά έτσι έκανε ο Γιάννης. Πήρε το τηλέφωνο και μιλούσε με έναν δήθεν, που είχε και αυτός τους ίδιους πολυελαίους και του έλεγε, πόσο μου τους δίνεις εσύ; …Α!!….για περίμενε. Και τότε μπαμπά γύρισε στον καταστηματάρχη και του είπε: «Τους βρήκα διακόσια ευρώ φθηνότερα!» Και μας έκανε μπαμπά έκπτωση διακόσια ευρώ. Τότε ο πατέρας μου γελώντας είπε. «Πανέεεξυπνος πανέεεεεξυπνος, αυτόν τον θέλω για γαμπρό…», επανέλαβε η φίλη μου τραβώντας το ε όπως ακριβώς έκανε και ο πατέρας της τότε. Η Ελισάβετ για λίγο γέλασε, καθώς εξιστορούσε το γεγονός που είχα ξεχάσει. Υπήρχε στον κόσμο κάποιος που με θαύμαζε και δεν το ήξερα, αλλά ήταν ο πατέρας της και όχι εκείνη που κρυφά λάτρευα.
Οι παρευρισκόμενοι πλησίαζαν ο ένας μετά τον άλλον για να την συλλυπηθούν. Σηκώθηκα, άφησα το κάθισμά μου για έναν από αυτούς και κάθισα πίσω σε ένα στασίδι κοντά σε ένα ανοιχτό παράθυρο. Ιερέας και ψάλτης άρχισαν την λειτουργία και εγώ άρχισα να παλεύω με τις δικές μου σκέψεις. Δεν μου άρεσαν αυτές οι στιγμές, οι κηδείες. Με ανάγκαζαν να σκέπτομαι δικούς μου που έχω χάσει. Τους γονείς μου, φίλους μου. Στον στρατό χάθηκε ένα φιλαράκι έτσι ξαφνικά από ανακοπή ενώ τρώγαμε. «Σήκω ρε Αχιλλέα, σταμάτα την πλάκα. Δεν είναι αστείο αυτό.» Φώναζα, αλλά δεν άκουγε, δεν σηκώθηκε. Πέρασε καιρός για να το ξεπεράσω. Πολύ μεγάλος πόνος. Κοίταξα στην οροφή του ναού. Πνιγόμουν, ήθελα να βγω έξω να πάρω αέρα, πνιγόμουν. Η ανάμνηση του χαμού της μάνας και πατέρα μου με κυρίευσε. Ξύπνησε ένας πόνος που νόμιζα είχε σβήσει. Εκτός των άλλων τέτοιες στιγμές συνειδητοποιώ πόσο μάταια είναι όλα και πνίγομαι. Που πάει τώρα ο πατέρας της Ελισάβετ; Που πήγαν οι δικοί μου γονείς, ο Αχιλλέας; Γιατί μας αφήνουν πίσω χωρίς να ξέρουμε που πάνε; Ξαφνικά σταμάτησε η ψαλμωδία Τρόμαξα. Κοίταξα γύρω μου. Ανοιγόκλειναν ιερέας και ψάλτης το στόμα τους, τα χείλη τους, κάτι έλεγαν, αλλά εγώ άκουγα Pink Floyd.
All that you touch
All that you see
All that you taste
All you feel.
All that you love
All that you hate
All that is now
All that is gone
All that’s to come
and everything under
the sun is in tune
but the sun
is eclipsed by the moon.
Τρόμαξα περισσότερο τώρα. Κοίταξα το κινητό μου. Ήταν κλειστό. Γέμισε το μυαλό μου από τους χτύπους της καρδιάς μου και των ίδιων ήχων του συγκροτήματος. Και τότε έφυγα, βρέθηκα εκεί. Εκείνον τον Αύγουστο, εκείνο το μοναδικό καλοκαίρι στο κτήμα μας στην Κέρκυρα. Ο αδελφός μου είχε φροντίσει να ακούγετε η μουσική τους σε ολόκληρο το νησί. Οι γονείς καθισμένοι στην μεταλλική κούνια, απλά σιωπούσαν.
There is no dark side
of the moon really.
Matter of fact
it’s all dark.”
Είχε φεγγάρι, γεμάτο, ολοστρόγγυλο. Γλιστρούσε αργά και σταθερά ανάμεσα στα κλαδιά των λιόδεντρων, λες και έπαιζε κρυφτό ή σαν να χόρευε ήρεμα. Μια εδώ μια εκεί το έβλεπα. Γύριζα το βλέμμα στους γονείς που ήρεμοι απλά ήταν εκεί, μαζί μας. Εκείνο το βράδυ του καλοκαιριού, ήταν μοναδικό, ξεχωριστό. Ακούγαμε το ένα μετά το άλλο τα τραγούδια τους, μέσα σε μια απόλυτη γαλήνη. Δεν μαλώναμε, δεν είχαμε αντιπαραθέσεις, προσωπικές διαφορές να λύσουμε. Παρακολουθούσαμε τον χορό του φεγγαριού μαγεμένοι από τους ήχους, τους στίχους των Pink Floyd.
“I’ve always been mad, I know I’ve been mad, like the
most of us…very hard to explain why you’re mad, even if you’re not mad.. Wish you were here…
Συνέχιζα να ακούω το τραγούδι και να βρίσκομαι ξανά μαζί τους στο κτήμα μας. Άκουγα την ίδια μουσική, όχι τις ψαλμωδίες. Είχα μεταφερθεί στο παρελθόν σε τόσο μοναδικές στιγμές και με τους Pink Floyd.
A smile from a veil?
Do you think you can tell?
Τους άκουγα, αλλά τους έβλεπα μόνο μέσα από τις εικόνες των αναμνήσεων που ήταν καλά φυλαγμένες μέσα μου και έβγαιναν σιγά σιγά. Κοίταξα την Ελισάβετ. Η όψη της είχε αλλάξει τόσο πολύ. Σφιγμένοι όλοι οι μύες του προσώπου της, κρατούσαν με αξιοπρέπεια τον πόνο που αναδυόταν από τα έγκατα της ψυχής της και έβγαινε έξω για να ξεσπάσει σιωπηλά. Κοίταζα μόνο την φίλη μου, αυτή με ενδιέφερε, αυτήν κρυφά αγαπούσα. Δεν ήρθα σήμερα εδώ παρά μόνο για να μπορέσω να σταθώ δίπλα της. Όμως ακούγοντας Pink Floyd θρηνούσα ξανά, την απώλεια των γονιών μου. Το σώμα μου πάνω στο στασίδι, αλλά όλη μου η ύπαρξη παρέμενε στο παρελθόν, συντροφιά με τους ήχους της μουσικής τους, κάτω από το γαλήνιο βλέμμα των γονιών μου, που λικνίζονταν στην κούνια και το χλωμό αλλά τόσο φωτεινό φεγγάρι του Αυγούστου.
Στο « Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν, δῶμεν ἀδελφοὶ τῶ θανόντι» βγήκα έξω. Κάθισα πάλι στο παγκάκι. Τα ίδια σημάδια στο έδαφος, οι μικρές πατούσες πάνω στο τσιμέντο. Οι τέσσερις δυνατοί άνδρες πήραν στα χέρια τους το φέρετρο, το τοποθέτησαν ξανά στην νεκροφόρα που ξεκίνησε αθόρυβα να οδηγεί αυτόν, στην τελευταία του κατοικία με την συνοδεία όλων των παρευρισκομένων. Έμεινα πίσω, δεν ακολούθησα, δεν μου αρέσει, δεν το αντέχω. Μένω μακριά. Παρακολουθούσα τους μαυροφορεμένους μαζί με την Ελισάβετ να χάνονται πίσω από τα κατάλευκα μάρμαρα, μέχρι που δεν τους έβλεπα πια. Στον καφέ η Ελισάβετ επέμενε, «Γιάννη, θα έρθεις σπίτι μετά…»
Πήγα, γιατί ήθελα όσο γίνεται περισσότερο χρόνο μαζί της, να την βλέπω, να την ακούω. Στο μεγάλο καθιστικό στο σπίτι του αδελφού της, ήταν ήδη έτοιμο, στρωμένα τραπέζια με τάξη και λεπτομέρεια. Δύο ανεμιστήρες δαπέδου έκαναν τις κουρτίνες απο τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες να χορεύουν έξαλλα. Με το που κάθονταν οι συγγενείς, η ανιψιά της έβαζε μπροστά τους ένα μεγάλο πιάτο με ψάρι στο φούρνο ομοιόμορφα στολισμένο στο κέντρο του με ένα κομμάτι κόκκινη πιπεριά, συνοδευόμενο από μικρές πατάτες. Κρασί, μπύρες, ψωμί και μερικά ακόμα ορεκτικά, ντολμαδάκια, κεφτεδάκια, τυροπιτάκια όλα στα τραπέζια, από τα χέρια της μητέρας της που είχε ήδη καθίσει δίπλα μου.
-Τι κάνεις Γιάννη παιδί μου; οι γονείς σου; Η αδελφή σου;
– Καλά, ξέρετε σας σκέπτομαι συχνά κυρία Αλεξάνδρα.
-Αλήθεια; γιατί;
-Κάθε φορά που βλέπω στρωμένο το τραπεζομάντιλο που κεντήσατε για τον γάμο της αδελφής μου, σας σκέπτομαι.
Χαμογέλασε σκύβοντας το κεφάλι. Άρχισε να μου εξιστορεί πως βρήκε το ύφασμα και αποφάσισε να το κεντήσει με τριαντάφυλλα που ήξερε πως της άρεσαν. Την πληροφορία την είχε σώσει η Ελισάβετ. Την άκουγα καθώς παρακολουθούσα τις νεαρές εγγονές της, ευγενικά και αθόρυβα να σερβίρουν σαν έμπειρες επαγγελματίες σερβιτόρες, όλους χωρίς καθυστέρηση. Η Ελισάβετ αφού πέρασε από όλα τα τραπέζια κρατώντας ένα μικρό ποτήρι κρασιού κάθισε κοντά μου. Είχε ηρεμήσει, αλλά η θλίψη δεν την είχε αφήσει.
-Ξέρεις Γιάννη, από τον γάμο του αδελφού μου έχει να μαζευτεί έτσι το σόι. Στο τραπέζι μας, βλέπεις το σόι της μάνας μου και δίπλα του πατέρα μου. Και έφερε το ποτήρι ξανά στα χείλη της.
-Δεν θα φάω, είπε στην ανιψιά της, όταν της έβαλε το πιάτο μπροστά της.
Σιγά σιγά η σιωπή που φέρνει μαζί της η θλίψη του χαμού αγαπημένου προσώπου, άρχισε να βγαίνει από τα ανοιχτά παράθυρα και να εξαφανίζεται ενώ την θέση της, πήραν οι προπόσεις « να ζούμε να τον θυμόμαστε, …».
Στο τραπέζι με τα ξαδέλφια και άλλους από το σόι του πατέρα της, μιλούσαν δυνατά, ο ένας πάνω στον άλλο, συναγωνίζονταν ποιος θα πει μια ιστορία από το μοίρασμα της ζωής του με τον εκλιπόντα ξάδελφο. Στο δικό μας τραπέζι επικρατούσε γαλήνη. Μόνο τα μαχαιροπίρουνα άκουγες που πάλευαν να καρφώσουν τα κεφτεδάκια και τα μικροσκοπικά ντολμαδάκια. Αυτό το πανάρχαιο έθιμο, να τρώμε και να πίνουμε μετά τις κηδείες ήταν σοφό. Έτσι καταπίναμε τον πόνο. Κατέβαινε στο στομάχι για να χωνευτεί, να ξεχαστεί, αφήνοντας μια ευχαρίστηση και δίψα για συνέχεια της ζωής. Θυμήθηκα πως μετά την κηδεία της μητέρας μου το ίδιο ένιωσα. Με κυρίευσε για λίγο εκείνη η αγωνία που ένιωσα τότε. Τι θα έκανα τώρα χωρίς αυτήν; Εκείνη ήταν ο καπετάνιος στο σκαρί που έστησαν με τον πατέρα μου. Εκείνη έδινε οδηγίες πάντα σωστές, μετρημένες και εκείνος τις ακολουθούσε. Αν ποτέ κάτι άλλο έκανε, από αυτό που εκείνη είχε προγραμματίσει, τότε του έλεγε χαμηλόφωνα, « στο είπα, δεν με άκουσες, στο είχα πει, δεν ακούς…».
Όταν έφυγε, χάθηκε ο οδηγός για τον προορισμό μας. Σιγά σιγά χάθηκε στην μοναξιά του και ο πατέρας μου. Καμία πια όρεξη για ζωή. Τις αποφάσεις άρχισαν να τις παίρνουν όλοι οι άλλοι, εκτός από αυτόν. Δεν άργησε να καταρρεύσει και να χαθεί από την ζωή μας για να βρεθεί μαζί της. Τους συναντώ στα όνειρα μου, ακόμα μέσα στο πατρικό μας. Μετά την απουσία τους από την ζωή έγινε προϊόν διαμάχης των κληρονόμων. Στο τέλος έγινε υλικά κατεδαφίσεων και στην συνέχεια νέα οικοδομή για νέο ιδιοκτήτη, νέα ζωή.
-Τι κάνει ο Πέλοψ; ρώτησε η Ελισάβετ και με επανέφερε στο τραπέζι και το γεύμα μας.
-Καλά σε χαιρετάει, της απάντησα με σοβαρό ύφος και της έδειξα την φωτογραφία του στο κινητό μου τηλέφωνο.
-Ποιος είναι ο Πέλοψ; ρώτησε η μητέρα της.
-Ο γάτος του Γιάννη μαμά, ένας κατάμαυρος γάτος με πράσινα μάτια και γοητεία. Έτσι τον έχω βαφτίσει.
-Και έτσι τον φωνάζω ακόμα της είπα.
Ήταν το μόνο δικό της που είχα. Το όνομα που έδωσε στον γάτο μου. Συνέχισα να ανταποκρίνομαι στο κάλεσμα της παγωμένης μπύρας. Ποτέ δεν κατάλαβα την απόφαση της να δώσει αυτό το όνομα στον γάτο μου. Της άρεσε να μελετά ιστορία. Όταν μου ζήτησε να γίνει η νονά του, ήμουν βέβαιος πως ένα μοναδικό όνομα θα του έδινε και δέχτηκα. Πέλοψ τον φώναζα και άκουγε το όνομα του.
Θες η μπύρα, θες αυτό το ταξίδι στις αναμνήσεις μου, άρχισα ξανά να τους ακούω.
Did you exchange
A walk on part in the war
For a lead role in a cage? How I…
Δεν άκουγα την Αλεξάνδρα, που έδινε την συνταγή για τα κεφτεδάκια, ούτε την φίλη μου που συμπλήρωνε στα κενά του λόγου της μητέρας της, τα δικά της επαγγελματικά σχέδια στο εξωτερικό. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, έχασε την δουλειά της εδώ αλλά βρήκε άλλη σε μια κατασκευαστική εταιρεία στο Ντουμπάι. Εγώ έμεινα πίσω για να συντηρήσω ότι είχε απομείνει από την κατασκευαστική του πατέρα μου.
Μετά το γεύμα τα πιάτα μαζεύτηκαν με δεξιοτεχνία από τα δύο νεαρά κορίτσια. Ακολούθησαν φρούτα, κεράσια και σταφύλια. Ένιωσα το χέρι της στον ώμο μου. Το αίμα μου να ανεβαίνει μέχρι το κεφάλι μου. Με άγγιζε! Η δροσιά που έμπαινε από το μπαλκόνι πίσω μου, με επανέφερε, συνήλθα.
-Γιάννη, έλα μαζί μου, να σου δείξω κάτι πάνω στο σπίτι μου, μου είπε ψιθυριστά.
Ένιωσα αμήχανα, τι να ήθελε! Σαν μαγεμένος την ακολούθησα Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά της ακριβώς έναν όροφο πιο πάνω.
-Το είχα αγοράσει να στο φέρω την προηγούμενη φορά αλλά το ξέχασα. Βλέπεις δεν καταφέραμε να βρεθούμε. Να τα βάλεις στο μπάνιο σου, μου είπε καθώς μου το έδινε.
Τέσσερα πετσετάκια χεριών, κεντημένα στις άκρες με γαλάζια κλωστή, το κεφάλι της καλλονής Νεφερτίτη, τυλιγμένα όμορφα μέσα σε ένα κουτάκι. Μείναμε για λίγο μόνοι μιλώντας για άσχετα θέματα. Στα χείλη μου κρεμόταν η ερώτηση « είσαι τώρα σε κάποια σχέση, είσαι μόνη σου…;” Αλλά και πάλι στάθηκα δειλός να την κοιτώ να την θαυμάζω, να την αγαπώ αθόρυβα, κρυφά.
«Γιάννη, σε ευχαριστώ που ήρθες. Ίσως βρεθούμε ξανά σε σαράντα μέρες».
Με συνόδεψε με το αυτοκίνητο της μέχρι τον σταθμό του Μετρό. Μαζί μου ακόμα οι Pink Floyd μέχρι που έβαλα το κλειδί στην είσοδο του διαμερίσματός μου. Εκεί σταμάτησα να τους ακούω, χάθηκαν. Είχα αποχαιρετίσει τον πατέρα της Ελισάβετ, είχα συναντηθεί με τους γονείς μου στο παρελθόν. Κάποια στιγμή πρέπει να πάρω μια απόφαση και να προχωρήσω. Να αποχαιρετήσω τους γονείς μου και τον έρωτα μου για την Ελισάβετ.