κλείνω τα μάτια,
ανοίγει η σκέψη νοσταλγώντας μέρες σαν αυτές με κάλαντα,
αγκαλιές ζεστές της μάνας που όλα τα φρόντιζε, όλα τα έδινε για να ζουν τώρα οι αναμνήσεις
ανοίγω τα χέρια, αρπάζω σύννεφα μαύρα που έχουν σκεπάσει την ζωή μας με αθλιότητα, μιζέρια, απελπισία
Στα χείλη ακουμπά στενάχωρη γεύση και άς είναι από μέλι,
ξεχειλίζει από τα έγκατα της ψυχής η πίκρα της αδικίας και αφωνα μένουν
Οι αναμνήσεις με κρατούν ζωντανή στην εντατική της αναμονής και ελπίδας, κάθε ανάσα δύσκολη,
κάθε στιγμή κρατιέται από μια κλωστή για επιβίωση με ουρανό στρωμένο μελωδίες, διαβατούς ανθοστολισμένους δρόμους χαράς