Ξανά και ξανά….
Κτύπησε η πόρτα του Παράδεισου, ξανά Στο κατώφλι στεκόταν μια γυναίκα, ξανά Κρατούσε αγκαλιά μωρό αγέννητο, ξανά Την κοίταξε ο Άγγελος με πόνο θλίψη απορία, ξανά Γέμισε ο…
Κτύπησε η πόρτα του Παράδεισου, ξανά Στο κατώφλι στεκόταν μια γυναίκα, ξανά Κρατούσε αγκαλιά μωρό αγέννητο, ξανά Την κοίταξε ο Άγγελος με πόνο θλίψη απορία, ξανά Γέμισε ο…
Μπλέ γαλάζιο το χρώμα του Αδη Θάλασσα πλατιά σε αγαπώ, μα τόσο το γαλάζιο σου τρομάζει πνίγει άδικα μάνες παιδιά όπου κι αν φτάσει η ματιά κύματα εχεις, κουφάρια…
Πάτησα στο πρώτο σκαλί της ¨Άνοιξης τα χείλη σου να φθάσω να τ ’αρπάξω αγκαλιά, να τα χορτάσω Φίλα με, πριν στο τρένο ανεβείς Φίλα με τώρα, σαν να…
Χάθηκαν σε πολέμους νέοι με όπλα την αγάπη για λευτεριά, πατρίδας με μέλλον χωρίς σκλαβιά Χάνονται τα εγγόνια τους κρατώντας όπλα την μόρφωση, μέσα σε φέρετρα, βαγόνια απληστίας μιας ολιγαρχίας,…
Ο πόνος της καταστροφής δεν δίστασε να καθίσει σε στάχτες πλασμάτων της Φύσης σε κάθε βουνοκορφή και χωριό της Το θράσος τον κυρίευσε άρπαξε την διεφθαρμένη εξουσία χέρι χέρι κατασπάραξαν τον…
κλείνω τα μάτια, ανοίγει η σκέψη νοσταλγώντας μέρες σαν αυτές με κάλαντα, αγκαλιές ζεστές της μάνας που όλα τα φρόντιζε, όλα τα έδινε για να ζουν τώρα οι αναμνήσεις ανοίγω…
Δεν είμαι είκοσι ούτε σαράντα ομως σιγά σιγά την ζωή κατασπάραξα με μια μικρή κουτάλα πότε κουπί την έκανα και πότε σκάλα να φθάνω όπου μου έλεγαν πως δεν μπορώ…
Αν η ήλιος μεσουρανούσε τα μεσάνυχτα θα τον έβαζα να καθίσει στην αυλή δίπλα μου εκεί να περιμένουμε το φεγγάρι θα τον φορούσα στα μαλλιά το φεγγάρι θ΄άρπαζα αγκαλιά έτσι…
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους – μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις, γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα, ρουφήχτρες, καρχαρίες,…
Πολλά ἂρα Ὁμήρου ἐπαινοῦντες, ἀλλά τοῦτο οὐκ ἐπαινεσόμεθα… οὐδὲ Aἰσχύλου, ὅταν φῇ ἡ Θέτις τὸν Ἀπόλλω ἐν τοῖς αὑτῆς γάμοις ἂδοντα ἐνδατεῖσθαι τὰς ἑὰς εὐπαιδίας, νόσων τ’ ἀπείρους καὶ μακραίωνας…