2010 στην πόλη της θεάς Αθηνάς
Γιατί τόση σιωπή στα χείλη σου θεά Αθηνά; Νοέμβριος σταλμένος χωρίς κρύο ή χιονιά, να μην καίνε τα ελάχιστα που στις τσέπες τους έμειναν κακόμοιροι
Όσο μπορείς (Κωνσταντίνος Καβάφης)
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του
Μοναξιά
Έπεσε στην αγκαλιά μου και μείναμε σφιχτά αγκαλιασμένοι Σ’ αγαπώ, της είπα και την τράβηξα κοντά μου Σ’ αγαπώ, μου είπε και με πλάνεψε τι να
Τα άλογα του Αχιλλέως
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο, που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος, άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως· η φύσις των η αθάνατη
ΣΟΛΩΝ
Τον πήρα για παρέα. Κατάλευκο κουτάβι μαλλιαρό, μάτια γαλάζια, τι περίεργο και αυτό! Ναζιάρης, κούκλος, ζωηρός, ήταν, μου είπαν, ημίαιμο γκριφόν Ελληνικό. Ήθελε βόλτες, μα
Σιωπή
Κοιτάζω κατάματα το κενό Σιωπή, Πλησιάζει αργά, σταθερά Σιωπή, Κλείνω το παράθυρο Σιωπή, Απλώνω το χέρι Σιωπή, Με αγκαλιάζει Σιωπή, Υπέροχη, δημιουργική, φόρεσα την
Δάκρυα
τι είναι αυτό; σιωπηλά δρασκελίζει τα κύτταρα μου τα δροσίζει, το βλέμμα μου με φλόγες γεμίζει φθάνει πηδά στο στήθος μου επάνω σταματά, ξαπλώνει εκεί
Σαν Ίκαρος
Αφουγκράζομαι, σιωπή! Τρομάζω. Κάνω ένα βήμα πίσω. Τολμώ. Τώρα βάλε στην θήκη σου το ξίφος, αργά, να μην τρομάξει. Ποτέ θνητός, στις ατέρμονες μάχες, δεν τον ταπείνωσε .